Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

γιὰ νὰ σηκώσουμε στὰ σώματα, τὶς ψυχὲς καὶ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας τὸ σταυρὸ τοῦ κόσμου (†)Αντωνίου Bloom




(†)Αντωνίου Bloom

Σήμερα θυμόμαστε τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου, τὴ συνάντησή Του μὲ τὸ πρῶτο πρόσωπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Μητέρα Του, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Τὸν εἶχε διαισθανθεῖ ὡς Θεό. Ἡ τραγωδία τῆς ἀποστέρησης τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία βρίσκουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο ἔχει τελειώσει· ὁ Κύριος εἶναι μαζὶ μὲ τὸ λαό Του· ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας κατοικεῖ πάνω στὴ γῆ αὐτή.

Μιὰ νέα ὅμως τραγωδία ἀρχίζει, ἡ πορεία τοῦ Θεανθρώπου πρὸς τὸ Σταυρό. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὴ χώρα τοῦ θανάτου καὶ μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει. Γεννήθηκε μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει γιὰ χάρη μας. Ἂν προσέξατε τὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὰ ὁποῖα διαβάζονται γιὰ τὴ γιορτὴ αὐτὴ εἶναι πιθανὸ νὰ καταλάβατε τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους θεσπίστηκε.

Στὸ δέκατο τρίτο κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς ζήτησε ἀπὸ τὸ Μωυσῆ τὴν καθιέρωση τοῦ κάθε πρωτότοκου ἀγοριοῦ, τὴν προσφορὰ τοῦ παιδιοῦ σὰν μιὰ θυσία σὲ μνήμη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Ἰσραὴλ σώθηκε ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων μέσῳ τοῦ θανάτου ὅλων τῶν πρωτοτόκων τῆς Αἰγύπτου.

Ἡ παρουσίαση αὐτὴ τοῦ κάθε πρωτότοκου βρέφους στὸ Ναὸ δὲ σήμαινε μιὰ πλήρη ἀφιέρωση στὸν Θεό: τὰ παιδιὰ αὐτὰ ἐπέστρεφαν στὴ συνέχεια πίσω στὴν καθημερινὴ κοσμικὴ ζωή. Ἡ παρουσία σήμαινε τὴν ἄφεσή τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σήμαινε ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε πάνω τους δικαίωμα ζωῆς καὶ θανάτου καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναγνωριζόταν ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ γονεῖς πλήρωναν γιὰ τὸ παιδὶ σὰν λύτρα ἕνα ἀμνὸ ἢ ἕνα ζεῦγος περιστεριῶν.

Ὁ πρωτότοκος ἦταν πραγματικὰ μιὰ αἱματηρὴ θυσία ἡ ὁποία ἀναβαλλόταν ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα μέχρι τὴ μέρα ποὺ ὁδηγήθηκε στὸ ναὸ ὁ Μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε γίνει Γιὸς τῆς Παρθένου, ὁ «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἡ αἱματηρὴ αὐτὴ θυσία ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀντικατάστατο τῆς θυσίας εἶχε προσφερθεῖ, αὐτὴ τὴ μοναδικὴ φορὰ ὁ Θεὸς Πατέρας δέχτηκε καὶ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο τοῦ Βρέφους.

Ἡ θυσία ἔπρεπε νὰ περιμένει τὸν καιρό της· πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴν παρουσίαση τοῦ βρέφους μέχρι τὸ θάνατο τοῦ ὥριμου Ἰησοῦ· ἡ θυσία ὅμως εἶχε γίνει δεκτὴ καί, ὅταν ἦλθε ὁ καιρός, τὸ βρέφος ποὺ εἶχε προσφερθεῖ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία πέθανε στὸ Γολγοθὰ πάνω σ’ ἕνα σταυρό.

Ἐνῷ ὁ Ἅγιος Συμεὼν διακήρυττε τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔδινε ταυτόχρονα καὶ στὴ Θεομήτορα τὴ φοβερὴ προειδοποίηση ὅτι μιὰ ρομφαία θὰ διαπερνοῦσε καὶ τὴ δική της τὴν καρδιά, ὅτι ἡ θυσία ποὺ ἀναστελλόταν γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη θὰ φανερωνόταν κάποια μέρα σὰν θεϊκὴ βουλὴ καὶ θὰ ἀποτελοῦσε ἕνα τραγικὸ μονοπάτι γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ ἐκείνη (Λκ. 2. 34, 35).

Ὁ Χριστὸς ἀκολούθησε πραγματικὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ μονοπάτι, τὸ μονοπάτι τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς Θείας ἐγκατάλειψης, τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ θάνατός Του ἦταν μιὰ καταπάτηση τοῦ θανάτου ἐφ’ ὅσον ἀναστήθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τὸ μνῆμα. Ἔπειτα ἀναλήφθηκε μὲ δόξα καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ Ἅγιό Του Πνεῦμα καὶ ὅμως οὔτε καὶ τότε δὲν ἐξαλείφεται τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ τραγωδία τοῦ κόσμου δὲ φτάνει στὸ τέλος της.

Ὁ ἐγερθεὶς Χριστὸς ἔχει στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά, στὴν πλευρὰ τὴν οὐλὴ ἀπὸ τὴ λόγχη καὶ στὸ μέτωπό Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὴν κορώνα τὴν ὁποία Τοῦ εἶχαν φορέσει κοροϊδευτικά, τὸ στεφάνι ποὺ ἀντὶ νὰ εἶναι βασιλικὸ εἶχε γίνει ἀπὸ ἀγκάθια.

Γινόμαστε κι ἐμεῖς μέτοχοι τῆς σταυρικῆς αὐτῆς ὁδοῦ: ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς παρουσιάστηκε στὴν ἐκκλησία ὕστερα ἀπὸ τὸ Βάπτισμά του· τότε διαβάστηκαν προσευχὲς γιὰ τὶς μητέρες μας καὶ γιὰ μᾶς καὶ ἡ ἐκκλησία ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, τὸν Προστάτη τῶν νηπίων ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος κρατηθεῖ στὶς ἀγκάλες τοῦ Ἁγ. Συμεών, ζητώντας ἔλεος καὶ συμπαράσταση.

Αὐτὸ ἔγινε κατ’ εἰκόνα τῆς παρουσίασης τοῦ Χριστοῦ· πρὶν ἀπὸ αὐτὸ εἴχαμε βαπτιστεῖ καὶ τὸ Βάπτισμα σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπ. Παῦλο (Ρωμ. 6. 3 11) καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιὰ καταβύθιση στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὥστε νὰ τὸν κάνει δικό μας θάνατο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἡ Ἀνάστασή Του γίνεται δική μας ἀνάσταση.

Ἐμεῖς λοιπὸν ποὺ ἔχουμε πεθάνει μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐγερθεῖ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁδηγούμαστε στὸ ναὸ ὅπως εἶχε ὁδηγηθεῖ κι Ἐκεῖνος, αἰώνιοι καὶ ἐν τούτοις ὑποκείμενοι στὴν τραγωδία τοῦ χρόνου, ζωντανοὶ ἀλλὰ προορισμένοι γιὰ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς στὴν αἰώνια θεότητά Του καὶ τὴν ἀθάνατη ἀνθρώπινη σάρκα Του, ὅμως δέχτηκε τὸ θάνατο τῆς σάρκας Του γιὰ νὰ κοινωνήσει σὲ ὅλα μὲ τὴ δική μας ἁμαρτωλὴ σάρκα. Μὲ παρόμοιο τρόπο ὕστερα ἀπὸ τὴ συνανάστασή μας μαζί Του ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποστέλλει –ὅπως προηγουμένως ὁ Πατέρας εἶχε στείλει Ἐκεῖνον– στὴ σφαίρα τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ σηκώσουμε στὰ σώματα, τὶς ψυχὲς καὶ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας τὸ σταυρὸ τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἔχει πέσει καὶ ἐξαγοραστεῖ ἀλλὰ ποὺ δὲν ἔχει ἀπολυτρωθεῖ ἀκόμα.

Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου καλούμαστε νὰ ἀνταναπληρώσουμε στὰ σώματά μας τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ (Κολ. 1. 24)  κι ἐπειδὴ εἴμαστε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἕνα μαζί Του, ἡ τραγωδία τὴν ὁποία ὁ ἐρχομός Του ἀπάλειψε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν κόσμο τῆς ἀρχαιότητας καὶ ἡ ὁποία ἔγινε κατόπιν ἡ δική Του τραγωδία συνεχίζεται μέσα σ’ ἐμᾶς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.

Ὁ Πατριάρχης Ἀλέξιος (1877 1970. Ἔγινε Πατριάρχης Μόσχας τὸ 1945) εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο, ἐνῷ συνεχῶς οἱ ἄνθρωποι ἀπορρίπτουν, σταυρώνεται κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μας ὁ δρόμος, αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο μᾶς φέρνει ἡ ἔνδοξη μὰ τρομακτικὴ αὐτὴ γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸ δίκαιο Συμεών.

Κυριακή της Χαναναίας( άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)




Ας δούμε το μεγαλείο της πίστης που είχε η Χαναναία. Πήγε να συναντήσει τον Ιησού, που τον αποκάλεσε Κύριο και Υιό Δαβίδ. Σίγουρα είχε ακούσει για το θαυματουργό Χριστό, αφού η φήμη Του είχε διαδοθεί στις πλησιόχωρες περιοχές. Τώρα άκουσε πως πλησίασε στα δικά της μέρη κι έτρεξε να τον συναντήσει με χαρά και με μεγάλη πίστη. Όπως γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος, ο Κύριος είχε πάει σ’ ένα σπίτι, που «ουδένα ήθελε γνώναι» (Μάρκ. ζ’ 24), δεν ήθελε να γνωρίζει κανένας πως βρισκόταν εκεί. Είναι φανερό πως ο Κύριος ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο μεγαλείο τής πίστης των ειδωλολατρών. Δε θα έκανε δημόσια προσωπική επίδειξη, εκείνοι θα τον αναζητούσαν. Θα μπορούσε να κρυφτεί από τους ειδωλολάτρες, αλλά «ουκ ηδυνήθη λαθείν» (αυτόθι). Η δυνατή πίστη τής Χαναναίας γυναίκας τον εντόπισε. Το έθνος που είχε καλέσει, δεν τον δέχτηκε, ενώ «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει… εν χώρα και σκιά θανάτου» (Ησ. θ’ 2), τον αναζήτησε. Και τον βρήκαν την ώρα που Εκείνος προσπαθούσε να κρυφτεί απ’ αυτούς.

Προσέξτε πως η γυναίκα δεν είπε στον Κύριο,«ελέησε την κόρη μου», αλλά ελέησόν με, Κύριε. Η κόρη της ήταν παράφρων, τη βασάνιζε ο δαίμονας. Κι όμως η μητέρα της ζήτησε από τον Κύριο να ελεήσει εκείνην, αντί της θυγατέρας της. Γιατί; Επειδή η κόρη της, με την παραφροσύνη που είχε, δεν καταλάβαινε τι της συνέβαινε. Δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί τον τρόμο και το βάσανό της, όπως το καταλάβαινε η μητέρα της που ήταν καλά. Από τα λόγια αυτά καταλαβαίνουμε τη μεγάλη αγάπη τής μητέρας προς την κόρη της. Η μητέρα υπόφερε τα βάσανα τής κόρης της σα νά ‘ταν δικά της. Εκείνος που θα ελεούσε την κόρη της, θα ελεούσε κι εκείνη, τη δύστυχη μητέρα της. Στην τρομερή αυτή κατάσταση της μητέρας ποιος θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να την ελεήσει, αν δεν ελεούσε και την κόρη της; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η παραφροσύνη τής κόρης προκαλούσε θλίψη σ’ ολόκληρη την οικογένεια, καθώς και σ’ όλους τους φίλους και συγγενείς τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι γείτονες θα είχαν απομακρυνθεί. οι εχθροί τους θα χαίρονταν. Το σπίτι ήταν αδειανό, έμοιαζε με τάφο. Έξω απ’ αυτό έφταναν μόνο οι κραυγές και τα παλαβά γέλια τής τρελής κόρης. Θα μπορούσε να σκεφτεί ή να ονειρευτεί η μητέρα να μιλήσει ή να προσευχηθεί για οτιδήποτε άλλο; Είναι πιθανό να είχε καταλογίσει το κακό που βρήκε την κόρη της σε κάποια δική της αμαρτία. Γι’ αυτό και είπε: ελέησόν με, Κύριε! «Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον» (Ματθ. ιε’ 23). Δεν το συνήθιζε ο Χριστός να μην απαντάει στις ερωτήσεις ή στις παρακλήσεις των ανθρώπων. Ακόμα και στο σατανά απάντησε στην έρημο. Σιγή κράτησε μόνο στις ερωτήσεις που του έθεσαν οι άνομοι κριτές και βασανιστές Του, ο Καϊάφας κι ο Πιλάτος. Γιατί λοιπόν κράτησε σιωπή στην ικεσία τής δύστυχης αυτής γυναίκας; Το έκανε ώστε τα μάτια εκείνων που δεν έβλεπαν, ν’ ανοίξουν για να δούνε εκείνα που έβλεπε Αυτός. Για να δώσει στη γυναίκα αυτή την ευκαιρία να δείξει εμφατικότερα την πίστη της, για να δουν την πίστη αυτή όλοι οι σύντροφοί Του.

«Και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ηρώτων αυτόν λέγοντες· απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών, ο δε αποκριθείς είπεν· ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ» (Ματθ. ιε’ 23, 24). Προσέξτε πόσο σοφά ενήργησε ο πάνσοφος Κύριος με το να μην ικανοποιήσει αμέσως το αίτημα της μητέρας, αλλά να κρατήσει σιωπή. Από την πλευρά των μαθητών είχε ήδη αναπτυχθεί κάποια συμπάθεια για τη φτωχή γυναίκα που τον παρακαλούσε. Απόλυσον αυτήν, σημαίνει είτε «απαλλάξου απ’ αυτήν» είτε «κάνε αυτό που ζητάει», για να σταματήσει να τους ενοχλεί με τις κραυγές της. Στην παράκληση αυτή των μαθητών Του, ο Κύριος απάντησε: ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ, δηλαδή στον Ιουδαϊκό λαό.

Γιατί απάντησε μ’ αυτόν τον τρόπο ο Κύριος; Πρώτο, για να δείξει πως ο Θεός είναι πιστός στις υποσχέσεις Του. Και δεύτερο, για να προωθήσει στους μαθητές του την ιδέα πως κι οι ειδωλολάτρες ήταν παιδιά τού Θεού, που είχαν κι αυτοί ανάγκη να βοηθηθούν και να σωθούν. Με τη μεγάλη πίστη τής φτωχής αυτής γυναίκας, ο Κύριος έδειξε στους μαθητές Του τον τρόπο να επαναστατήσουν στη στενή άποψη που είχαν οι Ιουδαίοι πως ο Θεός φρόντιζε μόνο αυτούς, πως επομένως ήταν Θεός μόνο των Ιουδαίων. Σκόπιμα μίλησε έτσι ο Κύριος, όπως μιλούσαν κι όλοι οι Ιουδαίοι, ώστε να συλλογιστούν οι μαθητές και να πειστούν πως η αντίληψη που είχαν οι ομοεθνείς τους ήταν λαθεμένη, πως η αντίληψη αυτή ήταν τόσο λαθεμένη όσο κι η διαφθορά κι ο εκφυλισμός τού έθνους τους, η αποστασία τους από το Θεό, καθώς κι η απόρριψη κι η περιφρόνηση που έδειξαν στο Χριστό. Ο Κύριος Ιησούς δεν ήθελε να διδάξει μόνο με λόγια τους μαθητές Του, αλλά και με ζωντανά παραδείγματα από τη ζωή. Αντί να χρησιμοποιήσει λόγια σ’ αυτήν την περίπτωση, άφησε τη συμπεριφορά Του προς την ειδωλολάτρισσα γυναίκα να μείνει ένα αλησμόνητο μάθημα στους μαθητές Του. Γι’ αυτό το λόγο πέρασε τα σύνορα της Ιουδαίας και μπήκε στην περιοχή των ειδωλολατρών, ώστε από το μεγάλο αυτό γεγονός να διδάξει τους ακολούθους Του. Ας δούμε τώρα πώς εξέφρασε η Χαναναία την ακλόνητη πίστη της στον Κύριο:

«Η δε ελθούσα προσεκύνησεν αυτώ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι» (Ματθ. ιε’ 25). Ήταν σίγουρη πως αν δεν τη βοηθούσε ο Χριστός, δεν υπήρχε κανένας άλλος στον κόσμο να το κάνει. Σίγουρα θα είχε επισκεφτεί όλους τους γιατρούς και θα είχε πάει σ’ όλους τους ειδωλολάτρες μάγους, χωρίς αποτέλεσμα. Η παράφρων κόρη της παρέμεινε παράφρων. Υπήρχε όμως ο Θεραπευτής κάθε βασάνου, κάθε αρρώστιας. Είχε ακούσει γι’ Αυτόν και τον είχε πιστέψει προτού ακόμα τον δει. Και τώρα που τον είδε, την κάλυψε ολόκληρη μια πολύ μεγαλύτερη πίστη για τη θεϊκή Του δύναμη. Εκείνος θα μπορούσε να κάνει αυτό που κανένας άλλος δεν μπορούσε. Αν το ήθελε, θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Η πίστη της ήταν ακλόνητη πως Εκείνος μπορούσε, γι’ αυτό και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τον πείσει να κάνει αυτό που Αυτός -Αυτός και κανένας άλλος στην οικουμένη- δε θα μπορούσε να κάνει. Γι’ αυτό κι όταν ο Χριστός δεν έδωσε καμιά απάντηση στο πρώτο αίτημά της, όταν δεν έδωσε καμιά σημασία ακόμα κι όταν του το ζήτησαν οι σύντροφοί Του, έτρεξε κοντά Του, γονάτισε μπροστά Του και έκραξε: Κύριε, βοήθει μοι.

«Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις» (Ματθ. ιε’ 26). Φοβερά λόγια! Ο Κύριος εδώ δε χρησιμοποίησε δικά Του λόγια, μίλησε τη γλώσσα των σύγχρονων Ιουδαίων, που πίστευαν πως εκείνοι μόνο ήταν παιδιά του Θεού κι όλοι οι άλλοι λαοί ήταν σκυλιά. Ο Κύριος ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να προκαλέσει τη διαμαρτυρία των μαθητών Του γι’ αυτήν την κακή αποκλειστικότητα που διεκδικούσαν οι Ιουδαίοι. Ήθελε ο Κύριος μ’ αυτόν τον τρόπο να εισαγάγει στα μυαλά των μαθητών Του τη σκέψη, που αργότερα θα διατύπωνε στους γραμματείς και τους Φαρισαίους. «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχόμενους αφίετε εισελθείν» (Ματθ. κγ’ 14).

Προσέξτε τώρα. Αυτοί που ονομάζονταν τέκνα, έγιναν σαν τους σκύλους, ενώ αυτοί που λογαριάζονταν σκύλοι, έγιναν παιδιά τού Θεού. Οι τελευταίοι ονομάστηκαν «σκυλιά» από τους Ιουδαίους κυρίως από κακία, υπήρχε όμως και κάποια αλήθεια στο όνομα αυτό. Οι ειδωλολάτρες της Τύρου και της Σιδώνας, όπως κι εκείνοι της Αιγύπτου κι άλλων χωρών, είχαν εγκαταλείψει από χρόνια πολλά τον αληθινό Θεό κι είχαν επιδοθεί στη λατρεία των δαιμόνων, που ήταν χειρότεροι από τα σκυλιά. Ο Χριστός εδώ δεν επιπλήττει προσωπικά τη Χαναναία αλλά το λαό της, καθώς κι όλους τους άλλους λαούς που λάτρευαν τους δαίμονες με αγάλματα και ξόανα, με διάφορα είδη μαγείας και ακάθαρτες θυσίες.

Τότε η σπουδαία αυτή γυναίκα, που η πίστη της ήταν μεγαλύτερη τόσο από τον εκλεκτό λαό όσο κι από τους περιφρονημένους ειδωλολάτρες, απάντησε στον Κύριο: «Η δε είπε· ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» (Ματθ. ιε’ 27). Πόσο υπέροχη ήταν η απάντηση της ταπεινής αυτής γυναίκας! Δεν αρνήθηκε πως ανήκε σ’ ένα λαό που αποκαλούνταν σκυλιά. Ούτε αρνήθηκε επίσης να ονομάσει τους Ιουδαίους «κυρίους», μ’ όλο που η ίδια ήταν καλλίτερη απ’ αυτούς. Ήταν πρόθυμη να κατανοήσει τα συμβολικά λόγια τού Χριστού. Η μεγάλη πίστη δημιουργεί μεγάλη σοφία. Η μεγάλη πίστη βρίσκει τα σωστά λόγια. Η ταπείνωσή της μπροστά στον Κύριο ήταν τόσο μεγάλη, όπως κι η αγάπη της προς την άρρωστη κόρη της, που δεν την πλήγωσε το γεγονός ότι την αποκάλεσαν σκύλα. Μπροστά στον πάναγνο Κύριο ποιος αμαρτωλός άνθρωπος δε θά ‘νιωθε τον εαυτό του σαν ακάθαρτο σκυλί; Οπωσδήποτε όχι κάποιος άνθρωπος που, αν και αμαρτωλός, έχει κάποια σπίθα πίστης. «Ου γαρ ειμι ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης» (Λουκ. ζ’ 6), είπε ο ειδωλολάτρης εκατόνταρχος στον Κύριο. Έτσι κι η αμαρτωλή γυναίκα, δεν ντράπηκε που την αποκάλεσε σκύλα. Όταν ο άνθρωπος δε συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του, δεν μπορεί ούτε βήμα να κάνει προς τη σωτηρία του. Πλήθος ολόκληρο αγίων της Εκκλησίας, που ήταν πιο αγνοί και φωτισμένοι από εκατομμύρια άλλους ανθρώπους, δεν ένιωθαν ντροπή να τους αποκαλούν σκυλιά. Όλοι οι άντρες κι οι γυναίκες που είναι αφυπνισμένοι πραγματικά, που έχουν συνέλθει από τη μέθη των σαρκικών παθών κι έχουν βεβαιωθεί για τη πτώση τους στη λάσπη τής αμαρτίας, το γνωρίζουν καλά αυτό. Ωσότου συνέλθει ο άνθρωπος, βρίσκεται εγκλεισμένος στην παγερή αγκαλιά τού θανάτου. Δεν έχει πίστη και δεν μπορεί να δει την ανάγκη για να πιστέψει. Ωσότου το σκυλί νιώσει την ντροπή του να είναι σκυλί, δε θα ευχηθεί ποτέ του να γίνει λιοντάρι. Ωσότου ο βάτραχος συνειδητοποιήσει πως βρίσκεται μέσα σε μια δυσώδη λάσπη, δε θα ευχηθεί να πηδήσει, έξω απ’ αυτήν και να πετάξει σαν αητός.

Η φτωχή γυναίκα τής σημερινής παραβολής είχε την αίσθηση της αδυναμίας τού ειδωλολατρικού κόσμου. Γνώριζε την κατωτερότητά του, την κακία του και τη λάσπη τής αμαρτίας του, τη δυσωδία όλης του της ύπαρξης. Νοσταλγούσε να βρει κάτι πιο δυνατό, πιο φωτεινό και πιο αγνό. Κι αυτό που νοσταλγούσε βρέθηκε ξαφνικά μπροστά της, της αποκαλύφτηκε στο Χριστό, με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα και δόξα. Γι’ αυτό και δεν έκανε πίσω όταν ο Κύριος την ονόμασε παιδί σκύλων. Όχι μόνο το ανέχτηκε αυτό, αλλά το ομολόγησε κιόλας. Με την αποδοχή τής αναξιότητας των προγόνων της όμως ζήτησε έστω κι ένα ψίχουλο από το ζωοποιό ψωμί που έστειλε ο Θεός στον Ισραήλ. Το ψωμί είναι ο Χριστός· ψίχουλα είναι έστω και οι ελάχιστες των δωρεών Του. Τα πεινασμένα σκυλιά, που δεν έχουν ούτε ψίχουλα να φάνε, θα ικανοποιηθούν έστω και μ’ αυτά.

«Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή· ω γύναι. μεγάλη σου η πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις, και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης» (Ματθ. ιε’ 28). Ο Κύριος έφερε τη συζήτηση εκεί που ήθελε και μόνο τότε είπε τα λόγια αυτά. Ακόμα κι αν η γυναίκα αυτή ήταν θυγατέρα τού Αβραάμ, δε θα μπορούσε να εκφράσει την πίστη της με μεγαλύτερη έμφαση απ’ ό,τι το έκανε. Όποιος έχει μάτια βλέπει κι όποιος έχει αυτιά ακούει. Δεν υπάρχει λόγος να αναλύσουμε περισσότερο το περιστατικό. Ακόμα κι ο προδότης Ιούδας θα μπορούσε να διαπιστώσει τη μεγάλη πίστη της Χαναναίας. Ακόμα κι ο ολιγόπιστος Πέτρος, κι ο δύσπιστος Θωμάς. Ο Κύριος δεν είχε εγκωμιάσει τόσο πολύ κανέναν από τους αποστόλους Του. Σε ποιον απ’ αυτούς είπε ποτέ, μεγάλη σου η πίστις; Σε όλους τους είπε, τουλάχιστο μια φορά: «Ολιγόπιστοι!» Και σε μια περίπτωση τους επιτίμησε με τα λόγια: «Ω, γενεά άπιστος και διεστραμμένη!» (Ματθ. ιζ’ 17). Αυτός ήταν κι ο λόγος που τους πήρε στην περιοχή Χαναάν: ώστε με την πίστη τής ειδωλολάτρισσας γυναίκας αυτής, που δε γνώριζε ούτε το νόμο ούτε τους προφήτες, να τους διδάξει τη μεγάλη πίστη, τη δύναμη της πίστης.

Ο Κύριος δίδασκε προοδευτικά τους μαθητές Του στο σχολείο τής πίστης. Με τέτοια περιστατικά στους χώρους των ειδωλολατρών, τους παρείχε διδασκαλία σταθερή και συμπλήρωνε μ’ αυτόν τον τρόπο την εκπαίδευσή τους. Πόσο μεγάλη ήταν η πίστη τής γυναίκας αυτής, που όλα όσα είχε μάθει στο χώρο που ζούσε για τον κόσμο αυτόν και για τη ζωή ήταν όλα πλανεμένα! Είχε μάθει πως ο ήλιος και το φεγγάρι, τα ζώα κι οι πέτρες, ήταν θεοί. Είχε γεννηθεί κι είχε ζήσει στο σκοτάδι, στην άγνοια. Τέλος, ανήκε στους Χαναναίους, την πονηρή αυτή φυλή που ο Θεός την οδήγησε μακριά από τη γη της επαγγελίας, για να κατοικήσουν εκεί οι Ιουδαίοι, ο εκλεκτός λαός Του. Εδώ υπάρχει αρκετή διδαχή, μια μεγάλη αιτία για να στοχαστούμε τους τρόπους τού Θεού, πολλοί λόγοι για να κάνουν τους αποστόλους και το έθνος τους να ντρέπονται και να μετανοούν. Οι απόστολοι αντιλήφθηκαν τη διδασκαλία αυτή και την έκαναν δική τους, αν όχι αμέσως, λίγο αργότερα. Βεβαιώθηκαν για την πίστη τους και τη διέδωσαν σ’ ολόκληρη τη γη. Θυσίασαν τη ζωή τους για την παντοδύναμη αυτή πίστη και τελικά δοξάστηκαν οι ίδιοι. Εμείς κατανοήσαμε την πίστη αυτή, την κάναμε δική μας; Η Εκκλησία τού Χριστού είναι ο Εκλεκτός Λαός Του σ’ αυτόν τον κόσμο, η Νέα Βασιλεία και το Νέο Ιερατείο. Προσέξτε όμως πόσο λίγη σημασία δίνουν οι χριστιανικοί λαοί στο Χριστό, πόσο τον περιφρονούν! Παρατηρήστε πώς, βαπτισμένοι άντρες και γυναίκες, όχι μόνο έχουν γίνει ολιγόπιστοι, αλλά κατάντησαν ένας άπιστος και διεφθαρμένος λαός. Πιστεύουν περισσότερο σε οτιδήποτε άλλο παρά στο ΧριστόΑναζητούν βοήθεια και στήριξη στη ζωή τους σε τυφλά και κουφά στοιχεία γύρω τους, παρά στον Κύριο Ιησού Χριστό, τον παντοδύναμο. Μ’ αυτόν τον τρόπο επέσυραν πάνω τους φοβερές τιμωρίες, έγιναν πονηροί, αδύναμοι και ταλαίπωροι, όπως ήταν οι Ιουδαίοι την εποχή τής έλευσης του Χριστού στη γη.

***

Οι χριστιανικοί λαοί κρατούν τα κλειδιά τής βασιλείας των ουρανών, μα υπάρχουν πολλοί απ’ αυτούς σήμερα που όχι μόνο δεν εισέρχονται στη βασιλεία αυτή, μα δεν αφήνουν να μπουν μέσα κι εκείνοι που το επιθυμούν. Έτσι αποδείχνονται χειρότεροι, πιο ιδιοτελείς και γήινοι από τους άλλους λαούς. Κατορθώνουν έτσι ν’ απομακρύνουν από το Χριστό τα μη χριστιανικά έθνη και τα εμποδίζουν να μπουν στη Βασιλεία που τόσο επιθυμούν. Μόνο ψίχουλα πέφτουν από το βασιλικό τραπέζι τού Χριστού στους λαούς αυτούς, κι αυτοί τα μαζεύουν και τα τρώνε. Πώς μπορούν όμως οι ειδωλολάτρες αυτοί να χορτάσουν όταν οι Ευρωπαίοι κι οι Αμερικανοί, που κάθονται σαν κύριοι στο βασιλικό τραπέζι, μένουν πνευματικά πεινασμένοι και διψασμένοι; Δε θα φτάσει κάποια στιγμή στο τέλος της η υπομονή τού Θεού; Δε θ’ απορρίψει ο Κύριος εκείνους που τον απορρίπτουν, όπως έχει κάνει ήδη με μερικούς, και θα πει πως οι κλητοί αποδοκιμάστηκαν, ενώ οι μη κλητοί έγιναν αποδεκτοί, οι ευλογημένοι έγιναν καταραμένοι κι οι καταραμένοι ευλογήθηκαν;

Τι απομένει να κάνουμε εμείς σ’ αυτή την άπιστη γενιά; Τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι έκανε η Χαναναία: να προσευχηθούμε καρτερικά στον παντοδύναμο Χριστό, να κραυγάσουμε με πίστη: «Κύριε, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς!» Αν είναι στο θέλημα του Θεού ν’ αντικαταστήσει έναν εκλεκτό λαό μ’ έναν άλλο, αν είναι στο θέλημά Toυ να πάρει τη βασιλεία Toυ από τα χριστιανικά έθνη και να τη δώσει σε άλλους, αν η τιμωρία για τις αμαρτίες μας είναι κοντά, ακόμα και τότε δε θ’ αποβληθούν όλοι οι χριστιανοί μαζί με τα χριστιανικά έθνη, όπως δεν αποβλήθηκαν κι όλοι οι Ιουδαίοι μαζί με το ιουδαϊκό έθνος. Εκείνοι από τους Ιουδαίους που ομολόγησαν το Χριστό μετά την καταστροφή τής Ιερουσαλήμ σώθηκαν, όπως σώθηκαν και κείνοι που τον ομολόγησαν την εποχή που ο Χριστός ζούσε στη γη. Πολλοί Ιουδαίοι βαπτίστηκαν αργότερα και αρκετοί έγιναν μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας τού Χριστού. Εκείνοι από τους Ιουδαίους που επιστρέφουν κοντά Του σήμερα, σώζονται, όπως σώθηκαν και πολλοί από τους προπάτορές τους προτού παύσουν να είναι ο εκλεκτός λαός. Ο Θεός ενδιαφερόταν πάντα περισσότερο για τη σωτηρία των ψυχών των ανθρώπων παρά για τα κράτη και τους λαούς. Δεν πρέπει να φοβηθούμε λοιπόν να διακηρύξουμε: «Τα υπάρχοντα χριστιανικά κράτη και έθνη θα καταστραφούν, όλοι μας θα καταστραφούμε». Ας πάθουν λοιπόν τα κράτη και τα έθνη αυτό που τους αξίζει. Ούτε ένας άντρας ή μια γυναίκα που πιστεύει στον Κύριο όμως δεν πρόκειται να καταστραφεί. Ο Θεός βρήκε έναν μόνο πιστό στα Σόδομα — το δίκαιο Λωτ – κι έσωσε αυτόν μόνο, ενώ κατέστρεψε τα Σόδομα.

Ας μιμηθούμε την επίμονη προσευχή και τη δυνατή πίστη τής Χαναναίας κι ας μην ολιγοπιστήσουμε ούτε για μια στιγμή. Η πίστη μας πρέπει να είναι δυνατή, επίμονη. Ας προσπαθούμε διαρκώς να κρατούμε τη φλόγα της πίστης μας δυνατή, να μη σβήσει. Ας στέλνουμε διαρκώς τις προσευχές μας στον Κύριο τόσο για μας όσο και για ολόκληρη την Εκκλησία τού Θεού και για όλη την ανθρωπότητα. Η πίστη, μόνο αυτή, θα δυναμώσει την ψυχή μας και θ’ αποβάλει κάθε φόβο κι αμφιβολία από μέσα μας. Η προσευχή θα καθαρίσει την ψυχή μας και θα μας γεμίσει με χαρά, πίστη, καλούς λογισμούς και φλογερή αγάπη.

Είθε ο στοργικός κι ελεήμων Κύριος να ενισχύσει την πίστη μας και ν’ ακούσει τις προσευχές μας. Δόξα και αίνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


ολόκληρο εδώ:https://alopsis.gr/%ce%ba%cf%85%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ae-%ce%b9%ce%b6-%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b8%ce%b1%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%b7-%ce%b4%cf%8d%ce%bd%ce%b1%ce%bc%ce%b7-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%af%cf%83%cf%84/

Η νηπτική επιμονή της χαναναίας γυναίκας Ιωάννη Κων. Κορναράκη, Ομοτιμ. Καθηγητού Παν/Μιου Αθηνών

 


Ιωάννη Κων. Κορναράκη, Ομοτιμ. Καθηγητού Παν/Μιου Αθηνών
Κατά τον απόστολο Πέτρο ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά κάθε άνθρωπος, σ’ όποιο έθνος κι αν ανήκει όταν είναι θεοφοβούμενος και εργάζεται δικαιοσύνη, αγωνιζόμενος για τον ενάρετο βίο, είναι δεκτός από τον Θεό.
Εντούτοις, όταν η Χαναναία γυνή, η “εξελθούσα” από τα όρια των εθνικών πόλεων Τύρου και Σιδώνος, προκειμένου να συναντήσει τον Κύριο, ο οποίος είχε πλησιάσει στην περιοχή αυτή, θέλησε να μιλήσει μαζί του, Εκείνος δεν έδειξε διάθεση να της απευθύνει λόγο. Απέφυγε τον διάλογο με την γυναίκα αυτή.
Σύμφωνα με το σχετικό ευαγγελικό κείμενο, «μόλις η Χαναναία γυνή πλησίασε την ακολουθία του Κυρίου, άρχισε να κραυγάζει δυνατά για να την ακούσει και να την προσέξει· ελέησόν με Κύριε, υιέ Δαβίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται, ο Κύριος όμως ουκ απεκρίθη αυτή λόγον!». Δεν της έδωσε σημασία. Μάλιστα, όταν οι μαθητές του, ενοχλημένοι από τις κραυγές της Χαναναίας, τον παρεκάλεσαν· «απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών», ο Κύριος “διέψευσε” τον λόγο του Πέτρου, ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης και δεν κάνει διάκριση μεταξύ των εθνών και του Ισραήλ, λέγοντας στους μαθητές του· «ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ».
Παρά την απογοητευτική εν τούτοις απάντηση του Κυρίου προς τους μαθητές του, για την δύστυχη γυναίκα, την Χαναναία, εκείνη συνέχισε να επιμένει στο αίτημά της· «Κύριε, βοήθει μο». Τότε ο Κύριος μίλησε, για να της δηλώσει, με λόγο προσβλητικό, ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επικοινωνίας του μαζί της. Για ποιο λόγο άραγε; Διότι· «ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».
Οποιοσδήποτε κι αν ήταν ο αποδέκτης αυτού του σκληρού και ταπεινωτικού λόγου του Κυρίου, θα προσπαθούσε το γρηγορότερο να εξαφανισθεί από προσώπου Κυρίου, για να κρύψει το δικό του πρόσωπο στα έγκατα της γης.
Η Χαναναία όμως δεν έλεγε να σκύψει το κεφάλι. Επέμενε, ήθελε να κάμψει την αντίσταση του Χριστού για διάλογο μαζί της. Έτσι απάντησε αυθόρμητα και άμεσα στον ταπεινωτικό λόγο του· «Ναι, Κύριε· και γάρ τα κυνάρια εσθίει οπό των ψυχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών».
Παραδέχθηκε ότι είναι σκυλάκι. Και μάλιστα πεινασμένο. Ναι! Αλλά δεν κάμφθηκε! Δεν τελμάτωσε στον πόνο του ηχηρού ταπεινωτικού λόγου του Κυρίου. Αντίθετα ο λόγος αυτός την τίναξε επίσης αυθόρμητα υπεράνω της σκληρής εξουθένωσης του Κυρίου, σε μια σωτήρια υπέρβαση της ταπεινωτικής απορρίψεώς του, ώστε να “νικήσει” τον Κύριο στην διαλογική του αντίσταση, πείθοντάς τον, ότι, ναι, και σαν σκυλάκι δικαιούται να είναι, ακόμη και επί του εδάφους της απορρίψεώς της αυτής, ομοτράπεζος των κυρίων της.
Και αξιώθηκε να τιμηθεί με την αξιοζήλευτη επιβράβευσή της· «ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις· γεννηθήτω σοι ως θέλεις! Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής οπό της ώρας εκείνης».
Σε ποιο σημείο άραγε της στάσεώς της απένταντι στον Κύριο έδειξε η Χαναναία γυναίκα την νηπτική ανταύγεια του νου της; Ασφαλώς στο σημείο που κεραυνοβολήθηκε από την εξουθενωτική απόρριψη του Χριστού. «Ουκ έστι καλόν, λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».
Μια τέτοια ταπείνωση, μπροστά στα μάτια του πλήθους κόσμου, δεν θα την άντεχε άλλος άνθρωπος. Η οξύτητα της προσβολής αυτής· “κυνάριο”, είσαι σκύλος, θα μπορούσε να λειτουργήσει στις περισσότερες, παρόμοιες περιπτώσεις, ως ανάφλεξη οργής με δυναμισμό φονικού όπλου! Και τότε η ψυχολογία θα εδικαίωνε ασφαλώς τον εκμανέντα.
Αντίθετα όμως, για την εθνική γυναίκα της Τύρου και της Σιδώνος η προσβολή αυτή λειτούργησε φωτιστικά. Ο νους της ήταν “ξύπνιος”! Δεν κοιμότανε, δεν… ροχάλιζε. Είχε την νηπτική ετοιμότητα να ανατρέψει την πρόκληση επιθετικότητος του παθογόνου ερεθισμού της κυριακής προσβολής σε ευλογία Κυρίου. Αποδέχθηκε την προσβολή αυτή με καθαρή καρδία και αξίωσε το δικαίωμα του κυναρίου να σιτίζεται από τα ψιχία της τραπέζης των κυρίων του. Αυτή ήταν η νηπτική λειτουργία του νου ενός ανθρώπου του εθνικού χώρου, χωρίς προϋποθέσεις ευαγγελικής παιδείας. Πραγματικό θαύμα! Νηπτική ανταύγεια μιας ψυχής του χώρου αυτού, επιδεκτικής όμως της υψοποιού ταπεινώσεως, χάριτι θεία.
Το θετικό αποτέλεσμα της θεαματικής, εν μέσω πολλού κόσμου, απορρίψεως της Χαναναίας γυναίκας από τον Κύριο δεν πρέπει φυσικά να καταλογισθεί αποκλειστικώς και μόνο στην τελευταία, αλλά και στην χαριτόβρυτη ευλογία του κυριακού λόγου. Οπωσδήποτε όμως ο Κύριος, με όργανο την ευλογία της απορρίψεώς της, φώτισε τον νου της με μια έκρηξη νηπτικής ελλάμψεως, φωτιστικής και για τους αναγνώστες της οικείας ευαγγελικής περικοπής.
Η Χαναναία γυναίκα, σε εκπληκτική εγρήγορση ετοιμότητος να δεχθεί την απόρριψή της στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, έγινε παράδειγμα προς μίμηση σ’ ένα κοινό πρόβλημα όλων μας· την προστασία πάση θυσία του κοινωνικού προσωπείου μας! Η ανταύγεια της νήψεως εκπέμπεται πλούσια στη δημόσια αυτή ταπείνωση, όπου η παραδοχή της γυμνότητος του ανθρώπου, από γνήσια αξιολογικά ερείσματα της ζωής αποβαίνει πάθος ανυπόφορο.
(Ι. Κ.Κορναράκη, «Κυνηγώντας τον βάτραχο…στο φως της νήψεως»)