Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

γιὰ νὰ σηκώσουμε στὰ σώματα, τὶς ψυχὲς καὶ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας τὸ σταυρὸ τοῦ κόσμου (†)Αντωνίου Bloom




(†)Αντωνίου Bloom

Σήμερα θυμόμαστε τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου, τὴ συνάντησή Του μὲ τὸ πρῶτο πρόσωπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Μητέρα Του, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Τὸν εἶχε διαισθανθεῖ ὡς Θεό. Ἡ τραγωδία τῆς ἀποστέρησης τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία βρίσκουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο ἔχει τελειώσει· ὁ Κύριος εἶναι μαζὶ μὲ τὸ λαό Του· ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας κατοικεῖ πάνω στὴ γῆ αὐτή.

Μιὰ νέα ὅμως τραγωδία ἀρχίζει, ἡ πορεία τοῦ Θεανθρώπου πρὸς τὸ Σταυρό. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὴ χώρα τοῦ θανάτου καὶ μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει. Γεννήθηκε μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει γιὰ χάρη μας. Ἂν προσέξατε τὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὰ ὁποῖα διαβάζονται γιὰ τὴ γιορτὴ αὐτὴ εἶναι πιθανὸ νὰ καταλάβατε τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους θεσπίστηκε.

Στὸ δέκατο τρίτο κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς ζήτησε ἀπὸ τὸ Μωυσῆ τὴν καθιέρωση τοῦ κάθε πρωτότοκου ἀγοριοῦ, τὴν προσφορὰ τοῦ παιδιοῦ σὰν μιὰ θυσία σὲ μνήμη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Ἰσραὴλ σώθηκε ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων μέσῳ τοῦ θανάτου ὅλων τῶν πρωτοτόκων τῆς Αἰγύπτου.

Ἡ παρουσίαση αὐτὴ τοῦ κάθε πρωτότοκου βρέφους στὸ Ναὸ δὲ σήμαινε μιὰ πλήρη ἀφιέρωση στὸν Θεό: τὰ παιδιὰ αὐτὰ ἐπέστρεφαν στὴ συνέχεια πίσω στὴν καθημερινὴ κοσμικὴ ζωή. Ἡ παρουσία σήμαινε τὴν ἄφεσή τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σήμαινε ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε πάνω τους δικαίωμα ζωῆς καὶ θανάτου καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναγνωριζόταν ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ γονεῖς πλήρωναν γιὰ τὸ παιδὶ σὰν λύτρα ἕνα ἀμνὸ ἢ ἕνα ζεῦγος περιστεριῶν.

Ὁ πρωτότοκος ἦταν πραγματικὰ μιὰ αἱματηρὴ θυσία ἡ ὁποία ἀναβαλλόταν ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα μέχρι τὴ μέρα ποὺ ὁδηγήθηκε στὸ ναὸ ὁ Μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε γίνει Γιὸς τῆς Παρθένου, ὁ «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἡ αἱματηρὴ αὐτὴ θυσία ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀντικατάστατο τῆς θυσίας εἶχε προσφερθεῖ, αὐτὴ τὴ μοναδικὴ φορὰ ὁ Θεὸς Πατέρας δέχτηκε καὶ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο τοῦ Βρέφους.

Ἡ θυσία ἔπρεπε νὰ περιμένει τὸν καιρό της· πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴν παρουσίαση τοῦ βρέφους μέχρι τὸ θάνατο τοῦ ὥριμου Ἰησοῦ· ἡ θυσία ὅμως εἶχε γίνει δεκτὴ καί, ὅταν ἦλθε ὁ καιρός, τὸ βρέφος ποὺ εἶχε προσφερθεῖ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία πέθανε στὸ Γολγοθὰ πάνω σ’ ἕνα σταυρό.

Ἐνῷ ὁ Ἅγιος Συμεὼν διακήρυττε τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔδινε ταυτόχρονα καὶ στὴ Θεομήτορα τὴ φοβερὴ προειδοποίηση ὅτι μιὰ ρομφαία θὰ διαπερνοῦσε καὶ τὴ δική της τὴν καρδιά, ὅτι ἡ θυσία ποὺ ἀναστελλόταν γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη θὰ φανερωνόταν κάποια μέρα σὰν θεϊκὴ βουλὴ καὶ θὰ ἀποτελοῦσε ἕνα τραγικὸ μονοπάτι γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ ἐκείνη (Λκ. 2. 34, 35).

Ὁ Χριστὸς ἀκολούθησε πραγματικὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ μονοπάτι, τὸ μονοπάτι τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς Θείας ἐγκατάλειψης, τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ θάνατός Του ἦταν μιὰ καταπάτηση τοῦ θανάτου ἐφ’ ὅσον ἀναστήθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τὸ μνῆμα. Ἔπειτα ἀναλήφθηκε μὲ δόξα καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ Ἅγιό Του Πνεῦμα καὶ ὅμως οὔτε καὶ τότε δὲν ἐξαλείφεται τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ τραγωδία τοῦ κόσμου δὲ φτάνει στὸ τέλος της.

Ὁ ἐγερθεὶς Χριστὸς ἔχει στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά, στὴν πλευρὰ τὴν οὐλὴ ἀπὸ τὴ λόγχη καὶ στὸ μέτωπό Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὴν κορώνα τὴν ὁποία Τοῦ εἶχαν φορέσει κοροϊδευτικά, τὸ στεφάνι ποὺ ἀντὶ νὰ εἶναι βασιλικὸ εἶχε γίνει ἀπὸ ἀγκάθια.

Γινόμαστε κι ἐμεῖς μέτοχοι τῆς σταυρικῆς αὐτῆς ὁδοῦ: ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς παρουσιάστηκε στὴν ἐκκλησία ὕστερα ἀπὸ τὸ Βάπτισμά του· τότε διαβάστηκαν προσευχὲς γιὰ τὶς μητέρες μας καὶ γιὰ μᾶς καὶ ἡ ἐκκλησία ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, τὸν Προστάτη τῶν νηπίων ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος κρατηθεῖ στὶς ἀγκάλες τοῦ Ἁγ. Συμεών, ζητώντας ἔλεος καὶ συμπαράσταση.

Αὐτὸ ἔγινε κατ’ εἰκόνα τῆς παρουσίασης τοῦ Χριστοῦ· πρὶν ἀπὸ αὐτὸ εἴχαμε βαπτιστεῖ καὶ τὸ Βάπτισμα σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπ. Παῦλο (Ρωμ. 6. 3 11) καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιὰ καταβύθιση στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὥστε νὰ τὸν κάνει δικό μας θάνατο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἡ Ἀνάστασή Του γίνεται δική μας ἀνάσταση.

Ἐμεῖς λοιπὸν ποὺ ἔχουμε πεθάνει μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐγερθεῖ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁδηγούμαστε στὸ ναὸ ὅπως εἶχε ὁδηγηθεῖ κι Ἐκεῖνος, αἰώνιοι καὶ ἐν τούτοις ὑποκείμενοι στὴν τραγωδία τοῦ χρόνου, ζωντανοὶ ἀλλὰ προορισμένοι γιὰ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς στὴν αἰώνια θεότητά Του καὶ τὴν ἀθάνατη ἀνθρώπινη σάρκα Του, ὅμως δέχτηκε τὸ θάνατο τῆς σάρκας Του γιὰ νὰ κοινωνήσει σὲ ὅλα μὲ τὴ δική μας ἁμαρτωλὴ σάρκα. Μὲ παρόμοιο τρόπο ὕστερα ἀπὸ τὴ συνανάστασή μας μαζί Του ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποστέλλει –ὅπως προηγουμένως ὁ Πατέρας εἶχε στείλει Ἐκεῖνον– στὴ σφαίρα τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ σηκώσουμε στὰ σώματα, τὶς ψυχὲς καὶ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας τὸ σταυρὸ τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἔχει πέσει καὶ ἐξαγοραστεῖ ἀλλὰ ποὺ δὲν ἔχει ἀπολυτρωθεῖ ἀκόμα.

Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου καλούμαστε νὰ ἀνταναπληρώσουμε στὰ σώματά μας τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ (Κολ. 1. 24)  κι ἐπειδὴ εἴμαστε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἕνα μαζί Του, ἡ τραγωδία τὴν ὁποία ὁ ἐρχομός Του ἀπάλειψε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν κόσμο τῆς ἀρχαιότητας καὶ ἡ ὁποία ἔγινε κατόπιν ἡ δική Του τραγωδία συνεχίζεται μέσα σ’ ἐμᾶς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.

Ὁ Πατριάρχης Ἀλέξιος (1877 1970. Ἔγινε Πατριάρχης Μόσχας τὸ 1945) εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο, ἐνῷ συνεχῶς οἱ ἄνθρωποι ἀπορρίπτουν, σταυρώνεται κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μας ὁ δρόμος, αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο μᾶς φέρνει ἡ ἔνδοξη μὰ τρομακτικὴ αὐτὴ γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸ δίκαιο Συμεών.

Κυριακή της Χαναναίας( άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)




Ας δούμε το μεγαλείο της πίστης που είχε η Χαναναία. Πήγε να συναντήσει τον Ιησού, που τον αποκάλεσε Κύριο και Υιό Δαβίδ. Σίγουρα είχε ακούσει για το θαυματουργό Χριστό, αφού η φήμη Του είχε διαδοθεί στις πλησιόχωρες περιοχές. Τώρα άκουσε πως πλησίασε στα δικά της μέρη κι έτρεξε να τον συναντήσει με χαρά και με μεγάλη πίστη. Όπως γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος, ο Κύριος είχε πάει σ’ ένα σπίτι, που «ουδένα ήθελε γνώναι» (Μάρκ. ζ’ 24), δεν ήθελε να γνωρίζει κανένας πως βρισκόταν εκεί. Είναι φανερό πως ο Κύριος ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο μεγαλείο τής πίστης των ειδωλολατρών. Δε θα έκανε δημόσια προσωπική επίδειξη, εκείνοι θα τον αναζητούσαν. Θα μπορούσε να κρυφτεί από τους ειδωλολάτρες, αλλά «ουκ ηδυνήθη λαθείν» (αυτόθι). Η δυνατή πίστη τής Χαναναίας γυναίκας τον εντόπισε. Το έθνος που είχε καλέσει, δεν τον δέχτηκε, ενώ «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει… εν χώρα και σκιά θανάτου» (Ησ. θ’ 2), τον αναζήτησε. Και τον βρήκαν την ώρα που Εκείνος προσπαθούσε να κρυφτεί απ’ αυτούς.

Προσέξτε πως η γυναίκα δεν είπε στον Κύριο,«ελέησε την κόρη μου», αλλά ελέησόν με, Κύριε. Η κόρη της ήταν παράφρων, τη βασάνιζε ο δαίμονας. Κι όμως η μητέρα της ζήτησε από τον Κύριο να ελεήσει εκείνην, αντί της θυγατέρας της. Γιατί; Επειδή η κόρη της, με την παραφροσύνη που είχε, δεν καταλάβαινε τι της συνέβαινε. Δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί τον τρόμο και το βάσανό της, όπως το καταλάβαινε η μητέρα της που ήταν καλά. Από τα λόγια αυτά καταλαβαίνουμε τη μεγάλη αγάπη τής μητέρας προς την κόρη της. Η μητέρα υπόφερε τα βάσανα τής κόρης της σα νά ‘ταν δικά της. Εκείνος που θα ελεούσε την κόρη της, θα ελεούσε κι εκείνη, τη δύστυχη μητέρα της. Στην τρομερή αυτή κατάσταση της μητέρας ποιος θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να την ελεήσει, αν δεν ελεούσε και την κόρη της; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η παραφροσύνη τής κόρης προκαλούσε θλίψη σ’ ολόκληρη την οικογένεια, καθώς και σ’ όλους τους φίλους και συγγενείς τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι γείτονες θα είχαν απομακρυνθεί. οι εχθροί τους θα χαίρονταν. Το σπίτι ήταν αδειανό, έμοιαζε με τάφο. Έξω απ’ αυτό έφταναν μόνο οι κραυγές και τα παλαβά γέλια τής τρελής κόρης. Θα μπορούσε να σκεφτεί ή να ονειρευτεί η μητέρα να μιλήσει ή να προσευχηθεί για οτιδήποτε άλλο; Είναι πιθανό να είχε καταλογίσει το κακό που βρήκε την κόρη της σε κάποια δική της αμαρτία. Γι’ αυτό και είπε: ελέησόν με, Κύριε! «Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον» (Ματθ. ιε’ 23). Δεν το συνήθιζε ο Χριστός να μην απαντάει στις ερωτήσεις ή στις παρακλήσεις των ανθρώπων. Ακόμα και στο σατανά απάντησε στην έρημο. Σιγή κράτησε μόνο στις ερωτήσεις που του έθεσαν οι άνομοι κριτές και βασανιστές Του, ο Καϊάφας κι ο Πιλάτος. Γιατί λοιπόν κράτησε σιωπή στην ικεσία τής δύστυχης αυτής γυναίκας; Το έκανε ώστε τα μάτια εκείνων που δεν έβλεπαν, ν’ ανοίξουν για να δούνε εκείνα που έβλεπε Αυτός. Για να δώσει στη γυναίκα αυτή την ευκαιρία να δείξει εμφατικότερα την πίστη της, για να δουν την πίστη αυτή όλοι οι σύντροφοί Του.

«Και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ηρώτων αυτόν λέγοντες· απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών, ο δε αποκριθείς είπεν· ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ» (Ματθ. ιε’ 23, 24). Προσέξτε πόσο σοφά ενήργησε ο πάνσοφος Κύριος με το να μην ικανοποιήσει αμέσως το αίτημα της μητέρας, αλλά να κρατήσει σιωπή. Από την πλευρά των μαθητών είχε ήδη αναπτυχθεί κάποια συμπάθεια για τη φτωχή γυναίκα που τον παρακαλούσε. Απόλυσον αυτήν, σημαίνει είτε «απαλλάξου απ’ αυτήν» είτε «κάνε αυτό που ζητάει», για να σταματήσει να τους ενοχλεί με τις κραυγές της. Στην παράκληση αυτή των μαθητών Του, ο Κύριος απάντησε: ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ, δηλαδή στον Ιουδαϊκό λαό.

Γιατί απάντησε μ’ αυτόν τον τρόπο ο Κύριος; Πρώτο, για να δείξει πως ο Θεός είναι πιστός στις υποσχέσεις Του. Και δεύτερο, για να προωθήσει στους μαθητές του την ιδέα πως κι οι ειδωλολάτρες ήταν παιδιά τού Θεού, που είχαν κι αυτοί ανάγκη να βοηθηθούν και να σωθούν. Με τη μεγάλη πίστη τής φτωχής αυτής γυναίκας, ο Κύριος έδειξε στους μαθητές Του τον τρόπο να επαναστατήσουν στη στενή άποψη που είχαν οι Ιουδαίοι πως ο Θεός φρόντιζε μόνο αυτούς, πως επομένως ήταν Θεός μόνο των Ιουδαίων. Σκόπιμα μίλησε έτσι ο Κύριος, όπως μιλούσαν κι όλοι οι Ιουδαίοι, ώστε να συλλογιστούν οι μαθητές και να πειστούν πως η αντίληψη που είχαν οι ομοεθνείς τους ήταν λαθεμένη, πως η αντίληψη αυτή ήταν τόσο λαθεμένη όσο κι η διαφθορά κι ο εκφυλισμός τού έθνους τους, η αποστασία τους από το Θεό, καθώς κι η απόρριψη κι η περιφρόνηση που έδειξαν στο Χριστό. Ο Κύριος Ιησούς δεν ήθελε να διδάξει μόνο με λόγια τους μαθητές Του, αλλά και με ζωντανά παραδείγματα από τη ζωή. Αντί να χρησιμοποιήσει λόγια σ’ αυτήν την περίπτωση, άφησε τη συμπεριφορά Του προς την ειδωλολάτρισσα γυναίκα να μείνει ένα αλησμόνητο μάθημα στους μαθητές Του. Γι’ αυτό το λόγο πέρασε τα σύνορα της Ιουδαίας και μπήκε στην περιοχή των ειδωλολατρών, ώστε από το μεγάλο αυτό γεγονός να διδάξει τους ακολούθους Του. Ας δούμε τώρα πώς εξέφρασε η Χαναναία την ακλόνητη πίστη της στον Κύριο:

«Η δε ελθούσα προσεκύνησεν αυτώ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι» (Ματθ. ιε’ 25). Ήταν σίγουρη πως αν δεν τη βοηθούσε ο Χριστός, δεν υπήρχε κανένας άλλος στον κόσμο να το κάνει. Σίγουρα θα είχε επισκεφτεί όλους τους γιατρούς και θα είχε πάει σ’ όλους τους ειδωλολάτρες μάγους, χωρίς αποτέλεσμα. Η παράφρων κόρη της παρέμεινε παράφρων. Υπήρχε όμως ο Θεραπευτής κάθε βασάνου, κάθε αρρώστιας. Είχε ακούσει γι’ Αυτόν και τον είχε πιστέψει προτού ακόμα τον δει. Και τώρα που τον είδε, την κάλυψε ολόκληρη μια πολύ μεγαλύτερη πίστη για τη θεϊκή Του δύναμη. Εκείνος θα μπορούσε να κάνει αυτό που κανένας άλλος δεν μπορούσε. Αν το ήθελε, θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Η πίστη της ήταν ακλόνητη πως Εκείνος μπορούσε, γι’ αυτό και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τον πείσει να κάνει αυτό που Αυτός -Αυτός και κανένας άλλος στην οικουμένη- δε θα μπορούσε να κάνει. Γι’ αυτό κι όταν ο Χριστός δεν έδωσε καμιά απάντηση στο πρώτο αίτημά της, όταν δεν έδωσε καμιά σημασία ακόμα κι όταν του το ζήτησαν οι σύντροφοί Του, έτρεξε κοντά Του, γονάτισε μπροστά Του και έκραξε: Κύριε, βοήθει μοι.

«Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις» (Ματθ. ιε’ 26). Φοβερά λόγια! Ο Κύριος εδώ δε χρησιμοποίησε δικά Του λόγια, μίλησε τη γλώσσα των σύγχρονων Ιουδαίων, που πίστευαν πως εκείνοι μόνο ήταν παιδιά του Θεού κι όλοι οι άλλοι λαοί ήταν σκυλιά. Ο Κύριος ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να προκαλέσει τη διαμαρτυρία των μαθητών Του γι’ αυτήν την κακή αποκλειστικότητα που διεκδικούσαν οι Ιουδαίοι. Ήθελε ο Κύριος μ’ αυτόν τον τρόπο να εισαγάγει στα μυαλά των μαθητών Του τη σκέψη, που αργότερα θα διατύπωνε στους γραμματείς και τους Φαρισαίους. «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχόμενους αφίετε εισελθείν» (Ματθ. κγ’ 14).

Προσέξτε τώρα. Αυτοί που ονομάζονταν τέκνα, έγιναν σαν τους σκύλους, ενώ αυτοί που λογαριάζονταν σκύλοι, έγιναν παιδιά τού Θεού. Οι τελευταίοι ονομάστηκαν «σκυλιά» από τους Ιουδαίους κυρίως από κακία, υπήρχε όμως και κάποια αλήθεια στο όνομα αυτό. Οι ειδωλολάτρες της Τύρου και της Σιδώνας, όπως κι εκείνοι της Αιγύπτου κι άλλων χωρών, είχαν εγκαταλείψει από χρόνια πολλά τον αληθινό Θεό κι είχαν επιδοθεί στη λατρεία των δαιμόνων, που ήταν χειρότεροι από τα σκυλιά. Ο Χριστός εδώ δεν επιπλήττει προσωπικά τη Χαναναία αλλά το λαό της, καθώς κι όλους τους άλλους λαούς που λάτρευαν τους δαίμονες με αγάλματα και ξόανα, με διάφορα είδη μαγείας και ακάθαρτες θυσίες.

Τότε η σπουδαία αυτή γυναίκα, που η πίστη της ήταν μεγαλύτερη τόσο από τον εκλεκτό λαό όσο κι από τους περιφρονημένους ειδωλολάτρες, απάντησε στον Κύριο: «Η δε είπε· ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» (Ματθ. ιε’ 27). Πόσο υπέροχη ήταν η απάντηση της ταπεινής αυτής γυναίκας! Δεν αρνήθηκε πως ανήκε σ’ ένα λαό που αποκαλούνταν σκυλιά. Ούτε αρνήθηκε επίσης να ονομάσει τους Ιουδαίους «κυρίους», μ’ όλο που η ίδια ήταν καλλίτερη απ’ αυτούς. Ήταν πρόθυμη να κατανοήσει τα συμβολικά λόγια τού Χριστού. Η μεγάλη πίστη δημιουργεί μεγάλη σοφία. Η μεγάλη πίστη βρίσκει τα σωστά λόγια. Η ταπείνωσή της μπροστά στον Κύριο ήταν τόσο μεγάλη, όπως κι η αγάπη της προς την άρρωστη κόρη της, που δεν την πλήγωσε το γεγονός ότι την αποκάλεσαν σκύλα. Μπροστά στον πάναγνο Κύριο ποιος αμαρτωλός άνθρωπος δε θά ‘νιωθε τον εαυτό του σαν ακάθαρτο σκυλί; Οπωσδήποτε όχι κάποιος άνθρωπος που, αν και αμαρτωλός, έχει κάποια σπίθα πίστης. «Ου γαρ ειμι ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης» (Λουκ. ζ’ 6), είπε ο ειδωλολάτρης εκατόνταρχος στον Κύριο. Έτσι κι η αμαρτωλή γυναίκα, δεν ντράπηκε που την αποκάλεσε σκύλα. Όταν ο άνθρωπος δε συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του, δεν μπορεί ούτε βήμα να κάνει προς τη σωτηρία του. Πλήθος ολόκληρο αγίων της Εκκλησίας, που ήταν πιο αγνοί και φωτισμένοι από εκατομμύρια άλλους ανθρώπους, δεν ένιωθαν ντροπή να τους αποκαλούν σκυλιά. Όλοι οι άντρες κι οι γυναίκες που είναι αφυπνισμένοι πραγματικά, που έχουν συνέλθει από τη μέθη των σαρκικών παθών κι έχουν βεβαιωθεί για τη πτώση τους στη λάσπη τής αμαρτίας, το γνωρίζουν καλά αυτό. Ωσότου συνέλθει ο άνθρωπος, βρίσκεται εγκλεισμένος στην παγερή αγκαλιά τού θανάτου. Δεν έχει πίστη και δεν μπορεί να δει την ανάγκη για να πιστέψει. Ωσότου το σκυλί νιώσει την ντροπή του να είναι σκυλί, δε θα ευχηθεί ποτέ του να γίνει λιοντάρι. Ωσότου ο βάτραχος συνειδητοποιήσει πως βρίσκεται μέσα σε μια δυσώδη λάσπη, δε θα ευχηθεί να πηδήσει, έξω απ’ αυτήν και να πετάξει σαν αητός.

Η φτωχή γυναίκα τής σημερινής παραβολής είχε την αίσθηση της αδυναμίας τού ειδωλολατρικού κόσμου. Γνώριζε την κατωτερότητά του, την κακία του και τη λάσπη τής αμαρτίας του, τη δυσωδία όλης του της ύπαρξης. Νοσταλγούσε να βρει κάτι πιο δυνατό, πιο φωτεινό και πιο αγνό. Κι αυτό που νοσταλγούσε βρέθηκε ξαφνικά μπροστά της, της αποκαλύφτηκε στο Χριστό, με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα και δόξα. Γι’ αυτό και δεν έκανε πίσω όταν ο Κύριος την ονόμασε παιδί σκύλων. Όχι μόνο το ανέχτηκε αυτό, αλλά το ομολόγησε κιόλας. Με την αποδοχή τής αναξιότητας των προγόνων της όμως ζήτησε έστω κι ένα ψίχουλο από το ζωοποιό ψωμί που έστειλε ο Θεός στον Ισραήλ. Το ψωμί είναι ο Χριστός· ψίχουλα είναι έστω και οι ελάχιστες των δωρεών Του. Τα πεινασμένα σκυλιά, που δεν έχουν ούτε ψίχουλα να φάνε, θα ικανοποιηθούν έστω και μ’ αυτά.

«Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή· ω γύναι. μεγάλη σου η πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις, και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης» (Ματθ. ιε’ 28). Ο Κύριος έφερε τη συζήτηση εκεί που ήθελε και μόνο τότε είπε τα λόγια αυτά. Ακόμα κι αν η γυναίκα αυτή ήταν θυγατέρα τού Αβραάμ, δε θα μπορούσε να εκφράσει την πίστη της με μεγαλύτερη έμφαση απ’ ό,τι το έκανε. Όποιος έχει μάτια βλέπει κι όποιος έχει αυτιά ακούει. Δεν υπάρχει λόγος να αναλύσουμε περισσότερο το περιστατικό. Ακόμα κι ο προδότης Ιούδας θα μπορούσε να διαπιστώσει τη μεγάλη πίστη της Χαναναίας. Ακόμα κι ο ολιγόπιστος Πέτρος, κι ο δύσπιστος Θωμάς. Ο Κύριος δεν είχε εγκωμιάσει τόσο πολύ κανέναν από τους αποστόλους Του. Σε ποιον απ’ αυτούς είπε ποτέ, μεγάλη σου η πίστις; Σε όλους τους είπε, τουλάχιστο μια φορά: «Ολιγόπιστοι!» Και σε μια περίπτωση τους επιτίμησε με τα λόγια: «Ω, γενεά άπιστος και διεστραμμένη!» (Ματθ. ιζ’ 17). Αυτός ήταν κι ο λόγος που τους πήρε στην περιοχή Χαναάν: ώστε με την πίστη τής ειδωλολάτρισσας γυναίκας αυτής, που δε γνώριζε ούτε το νόμο ούτε τους προφήτες, να τους διδάξει τη μεγάλη πίστη, τη δύναμη της πίστης.

Ο Κύριος δίδασκε προοδευτικά τους μαθητές Του στο σχολείο τής πίστης. Με τέτοια περιστατικά στους χώρους των ειδωλολατρών, τους παρείχε διδασκαλία σταθερή και συμπλήρωνε μ’ αυτόν τον τρόπο την εκπαίδευσή τους. Πόσο μεγάλη ήταν η πίστη τής γυναίκας αυτής, που όλα όσα είχε μάθει στο χώρο που ζούσε για τον κόσμο αυτόν και για τη ζωή ήταν όλα πλανεμένα! Είχε μάθει πως ο ήλιος και το φεγγάρι, τα ζώα κι οι πέτρες, ήταν θεοί. Είχε γεννηθεί κι είχε ζήσει στο σκοτάδι, στην άγνοια. Τέλος, ανήκε στους Χαναναίους, την πονηρή αυτή φυλή που ο Θεός την οδήγησε μακριά από τη γη της επαγγελίας, για να κατοικήσουν εκεί οι Ιουδαίοι, ο εκλεκτός λαός Του. Εδώ υπάρχει αρκετή διδαχή, μια μεγάλη αιτία για να στοχαστούμε τους τρόπους τού Θεού, πολλοί λόγοι για να κάνουν τους αποστόλους και το έθνος τους να ντρέπονται και να μετανοούν. Οι απόστολοι αντιλήφθηκαν τη διδασκαλία αυτή και την έκαναν δική τους, αν όχι αμέσως, λίγο αργότερα. Βεβαιώθηκαν για την πίστη τους και τη διέδωσαν σ’ ολόκληρη τη γη. Θυσίασαν τη ζωή τους για την παντοδύναμη αυτή πίστη και τελικά δοξάστηκαν οι ίδιοι. Εμείς κατανοήσαμε την πίστη αυτή, την κάναμε δική μας; Η Εκκλησία τού Χριστού είναι ο Εκλεκτός Λαός Του σ’ αυτόν τον κόσμο, η Νέα Βασιλεία και το Νέο Ιερατείο. Προσέξτε όμως πόσο λίγη σημασία δίνουν οι χριστιανικοί λαοί στο Χριστό, πόσο τον περιφρονούν! Παρατηρήστε πώς, βαπτισμένοι άντρες και γυναίκες, όχι μόνο έχουν γίνει ολιγόπιστοι, αλλά κατάντησαν ένας άπιστος και διεφθαρμένος λαός. Πιστεύουν περισσότερο σε οτιδήποτε άλλο παρά στο ΧριστόΑναζητούν βοήθεια και στήριξη στη ζωή τους σε τυφλά και κουφά στοιχεία γύρω τους, παρά στον Κύριο Ιησού Χριστό, τον παντοδύναμο. Μ’ αυτόν τον τρόπο επέσυραν πάνω τους φοβερές τιμωρίες, έγιναν πονηροί, αδύναμοι και ταλαίπωροι, όπως ήταν οι Ιουδαίοι την εποχή τής έλευσης του Χριστού στη γη.

***

Οι χριστιανικοί λαοί κρατούν τα κλειδιά τής βασιλείας των ουρανών, μα υπάρχουν πολλοί απ’ αυτούς σήμερα που όχι μόνο δεν εισέρχονται στη βασιλεία αυτή, μα δεν αφήνουν να μπουν μέσα κι εκείνοι που το επιθυμούν. Έτσι αποδείχνονται χειρότεροι, πιο ιδιοτελείς και γήινοι από τους άλλους λαούς. Κατορθώνουν έτσι ν’ απομακρύνουν από το Χριστό τα μη χριστιανικά έθνη και τα εμποδίζουν να μπουν στη Βασιλεία που τόσο επιθυμούν. Μόνο ψίχουλα πέφτουν από το βασιλικό τραπέζι τού Χριστού στους λαούς αυτούς, κι αυτοί τα μαζεύουν και τα τρώνε. Πώς μπορούν όμως οι ειδωλολάτρες αυτοί να χορτάσουν όταν οι Ευρωπαίοι κι οι Αμερικανοί, που κάθονται σαν κύριοι στο βασιλικό τραπέζι, μένουν πνευματικά πεινασμένοι και διψασμένοι; Δε θα φτάσει κάποια στιγμή στο τέλος της η υπομονή τού Θεού; Δε θ’ απορρίψει ο Κύριος εκείνους που τον απορρίπτουν, όπως έχει κάνει ήδη με μερικούς, και θα πει πως οι κλητοί αποδοκιμάστηκαν, ενώ οι μη κλητοί έγιναν αποδεκτοί, οι ευλογημένοι έγιναν καταραμένοι κι οι καταραμένοι ευλογήθηκαν;

Τι απομένει να κάνουμε εμείς σ’ αυτή την άπιστη γενιά; Τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι έκανε η Χαναναία: να προσευχηθούμε καρτερικά στον παντοδύναμο Χριστό, να κραυγάσουμε με πίστη: «Κύριε, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς!» Αν είναι στο θέλημα του Θεού ν’ αντικαταστήσει έναν εκλεκτό λαό μ’ έναν άλλο, αν είναι στο θέλημά Toυ να πάρει τη βασιλεία Toυ από τα χριστιανικά έθνη και να τη δώσει σε άλλους, αν η τιμωρία για τις αμαρτίες μας είναι κοντά, ακόμα και τότε δε θ’ αποβληθούν όλοι οι χριστιανοί μαζί με τα χριστιανικά έθνη, όπως δεν αποβλήθηκαν κι όλοι οι Ιουδαίοι μαζί με το ιουδαϊκό έθνος. Εκείνοι από τους Ιουδαίους που ομολόγησαν το Χριστό μετά την καταστροφή τής Ιερουσαλήμ σώθηκαν, όπως σώθηκαν και κείνοι που τον ομολόγησαν την εποχή που ο Χριστός ζούσε στη γη. Πολλοί Ιουδαίοι βαπτίστηκαν αργότερα και αρκετοί έγιναν μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας τού Χριστού. Εκείνοι από τους Ιουδαίους που επιστρέφουν κοντά Του σήμερα, σώζονται, όπως σώθηκαν και πολλοί από τους προπάτορές τους προτού παύσουν να είναι ο εκλεκτός λαός. Ο Θεός ενδιαφερόταν πάντα περισσότερο για τη σωτηρία των ψυχών των ανθρώπων παρά για τα κράτη και τους λαούς. Δεν πρέπει να φοβηθούμε λοιπόν να διακηρύξουμε: «Τα υπάρχοντα χριστιανικά κράτη και έθνη θα καταστραφούν, όλοι μας θα καταστραφούμε». Ας πάθουν λοιπόν τα κράτη και τα έθνη αυτό που τους αξίζει. Ούτε ένας άντρας ή μια γυναίκα που πιστεύει στον Κύριο όμως δεν πρόκειται να καταστραφεί. Ο Θεός βρήκε έναν μόνο πιστό στα Σόδομα — το δίκαιο Λωτ – κι έσωσε αυτόν μόνο, ενώ κατέστρεψε τα Σόδομα.

Ας μιμηθούμε την επίμονη προσευχή και τη δυνατή πίστη τής Χαναναίας κι ας μην ολιγοπιστήσουμε ούτε για μια στιγμή. Η πίστη μας πρέπει να είναι δυνατή, επίμονη. Ας προσπαθούμε διαρκώς να κρατούμε τη φλόγα της πίστης μας δυνατή, να μη σβήσει. Ας στέλνουμε διαρκώς τις προσευχές μας στον Κύριο τόσο για μας όσο και για ολόκληρη την Εκκλησία τού Θεού και για όλη την ανθρωπότητα. Η πίστη, μόνο αυτή, θα δυναμώσει την ψυχή μας και θ’ αποβάλει κάθε φόβο κι αμφιβολία από μέσα μας. Η προσευχή θα καθαρίσει την ψυχή μας και θα μας γεμίσει με χαρά, πίστη, καλούς λογισμούς και φλογερή αγάπη.

Είθε ο στοργικός κι ελεήμων Κύριος να ενισχύσει την πίστη μας και ν’ ακούσει τις προσευχές μας. Δόξα και αίνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


ολόκληρο εδώ:https://alopsis.gr/%ce%ba%cf%85%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ae-%ce%b9%ce%b6-%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b8%ce%b1%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%b7-%ce%b4%cf%8d%ce%bd%ce%b1%ce%bc%ce%b7-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%af%cf%83%cf%84/

Η νηπτική επιμονή της χαναναίας γυναίκας Ιωάννη Κων. Κορναράκη, Ομοτιμ. Καθηγητού Παν/Μιου Αθηνών

 


Ιωάννη Κων. Κορναράκη, Ομοτιμ. Καθηγητού Παν/Μιου Αθηνών
Κατά τον απόστολο Πέτρο ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά κάθε άνθρωπος, σ’ όποιο έθνος κι αν ανήκει όταν είναι θεοφοβούμενος και εργάζεται δικαιοσύνη, αγωνιζόμενος για τον ενάρετο βίο, είναι δεκτός από τον Θεό.
Εντούτοις, όταν η Χαναναία γυνή, η “εξελθούσα” από τα όρια των εθνικών πόλεων Τύρου και Σιδώνος, προκειμένου να συναντήσει τον Κύριο, ο οποίος είχε πλησιάσει στην περιοχή αυτή, θέλησε να μιλήσει μαζί του, Εκείνος δεν έδειξε διάθεση να της απευθύνει λόγο. Απέφυγε τον διάλογο με την γυναίκα αυτή.
Σύμφωνα με το σχετικό ευαγγελικό κείμενο, «μόλις η Χαναναία γυνή πλησίασε την ακολουθία του Κυρίου, άρχισε να κραυγάζει δυνατά για να την ακούσει και να την προσέξει· ελέησόν με Κύριε, υιέ Δαβίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται, ο Κύριος όμως ουκ απεκρίθη αυτή λόγον!». Δεν της έδωσε σημασία. Μάλιστα, όταν οι μαθητές του, ενοχλημένοι από τις κραυγές της Χαναναίας, τον παρεκάλεσαν· «απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών», ο Κύριος “διέψευσε” τον λόγο του Πέτρου, ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης και δεν κάνει διάκριση μεταξύ των εθνών και του Ισραήλ, λέγοντας στους μαθητές του· «ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ».
Παρά την απογοητευτική εν τούτοις απάντηση του Κυρίου προς τους μαθητές του, για την δύστυχη γυναίκα, την Χαναναία, εκείνη συνέχισε να επιμένει στο αίτημά της· «Κύριε, βοήθει μο». Τότε ο Κύριος μίλησε, για να της δηλώσει, με λόγο προσβλητικό, ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επικοινωνίας του μαζί της. Για ποιο λόγο άραγε; Διότι· «ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».
Οποιοσδήποτε κι αν ήταν ο αποδέκτης αυτού του σκληρού και ταπεινωτικού λόγου του Κυρίου, θα προσπαθούσε το γρηγορότερο να εξαφανισθεί από προσώπου Κυρίου, για να κρύψει το δικό του πρόσωπο στα έγκατα της γης.
Η Χαναναία όμως δεν έλεγε να σκύψει το κεφάλι. Επέμενε, ήθελε να κάμψει την αντίσταση του Χριστού για διάλογο μαζί της. Έτσι απάντησε αυθόρμητα και άμεσα στον ταπεινωτικό λόγο του· «Ναι, Κύριε· και γάρ τα κυνάρια εσθίει οπό των ψυχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών».
Παραδέχθηκε ότι είναι σκυλάκι. Και μάλιστα πεινασμένο. Ναι! Αλλά δεν κάμφθηκε! Δεν τελμάτωσε στον πόνο του ηχηρού ταπεινωτικού λόγου του Κυρίου. Αντίθετα ο λόγος αυτός την τίναξε επίσης αυθόρμητα υπεράνω της σκληρής εξουθένωσης του Κυρίου, σε μια σωτήρια υπέρβαση της ταπεινωτικής απορρίψεώς του, ώστε να “νικήσει” τον Κύριο στην διαλογική του αντίσταση, πείθοντάς τον, ότι, ναι, και σαν σκυλάκι δικαιούται να είναι, ακόμη και επί του εδάφους της απορρίψεώς της αυτής, ομοτράπεζος των κυρίων της.
Και αξιώθηκε να τιμηθεί με την αξιοζήλευτη επιβράβευσή της· «ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις· γεννηθήτω σοι ως θέλεις! Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής οπό της ώρας εκείνης».
Σε ποιο σημείο άραγε της στάσεώς της απένταντι στον Κύριο έδειξε η Χαναναία γυναίκα την νηπτική ανταύγεια του νου της; Ασφαλώς στο σημείο που κεραυνοβολήθηκε από την εξουθενωτική απόρριψη του Χριστού. «Ουκ έστι καλόν, λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».
Μια τέτοια ταπείνωση, μπροστά στα μάτια του πλήθους κόσμου, δεν θα την άντεχε άλλος άνθρωπος. Η οξύτητα της προσβολής αυτής· “κυνάριο”, είσαι σκύλος, θα μπορούσε να λειτουργήσει στις περισσότερες, παρόμοιες περιπτώσεις, ως ανάφλεξη οργής με δυναμισμό φονικού όπλου! Και τότε η ψυχολογία θα εδικαίωνε ασφαλώς τον εκμανέντα.
Αντίθετα όμως, για την εθνική γυναίκα της Τύρου και της Σιδώνος η προσβολή αυτή λειτούργησε φωτιστικά. Ο νους της ήταν “ξύπνιος”! Δεν κοιμότανε, δεν… ροχάλιζε. Είχε την νηπτική ετοιμότητα να ανατρέψει την πρόκληση επιθετικότητος του παθογόνου ερεθισμού της κυριακής προσβολής σε ευλογία Κυρίου. Αποδέχθηκε την προσβολή αυτή με καθαρή καρδία και αξίωσε το δικαίωμα του κυναρίου να σιτίζεται από τα ψιχία της τραπέζης των κυρίων του. Αυτή ήταν η νηπτική λειτουργία του νου ενός ανθρώπου του εθνικού χώρου, χωρίς προϋποθέσεις ευαγγελικής παιδείας. Πραγματικό θαύμα! Νηπτική ανταύγεια μιας ψυχής του χώρου αυτού, επιδεκτικής όμως της υψοποιού ταπεινώσεως, χάριτι θεία.
Το θετικό αποτέλεσμα της θεαματικής, εν μέσω πολλού κόσμου, απορρίψεως της Χαναναίας γυναίκας από τον Κύριο δεν πρέπει φυσικά να καταλογισθεί αποκλειστικώς και μόνο στην τελευταία, αλλά και στην χαριτόβρυτη ευλογία του κυριακού λόγου. Οπωσδήποτε όμως ο Κύριος, με όργανο την ευλογία της απορρίψεώς της, φώτισε τον νου της με μια έκρηξη νηπτικής ελλάμψεως, φωτιστικής και για τους αναγνώστες της οικείας ευαγγελικής περικοπής.
Η Χαναναία γυναίκα, σε εκπληκτική εγρήγορση ετοιμότητος να δεχθεί την απόρριψή της στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, έγινε παράδειγμα προς μίμηση σ’ ένα κοινό πρόβλημα όλων μας· την προστασία πάση θυσία του κοινωνικού προσωπείου μας! Η ανταύγεια της νήψεως εκπέμπεται πλούσια στη δημόσια αυτή ταπείνωση, όπου η παραδοχή της γυμνότητος του ανθρώπου, από γνήσια αξιολογικά ερείσματα της ζωής αποβαίνει πάθος ανυπόφορο.
(Ι. Κ.Κορναράκη, «Κυνηγώντας τον βάτραχο…στο φως της νήψεως»)

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Ερμηνεία των Δέκα Εντολών. Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς



1.  Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, ουκ έσονται σοι θεοί έτεροι πλην εμού.

Ένας Κύριος είναι ο Κύριος ο Θεός σου, Αυτός που φανερώνεται (με τρία πρόσωπα, δηλ.) σαν Πατέρας και σαν Υιός και σαν Άγιο Πνεύμα. Σαν Πατέρας μεν αγέννητος, σαν Υιός δε γεννητός (μεν, αλλά και αυτό πάλι) χωρίς αρχή, και πέρα από τον χρόνο, και χωρίς να πάθει καμμία
αλλοίωση, σαν Λόγος (του Θεού Πατρός).
Αυτός δε ονομάζεται Χριστός, γιατί έχρισε (δηλ. αγίασε) με το να αναλάβει ο ίδιος το δικό μας (ανθρώπινο) είδος. Και σαν Άγιο Πνεύμα, που και Αυτό προέρχεται από τον Πατέρα, όχι γιατί γεννήθηκε απ΄ Αυτόν, αλλά γιατί Αυτός Το στέλνει. Αυτός μόνο είναι Θεός.
Και μάλιστα ο αληθινός Θεός, ο ένας Κύριος, που εμφανίζεται με τρεις υποστάσεις. (Είναι ένας και μοναδικός ο Θεός αυτός, που) δεν διαιρείται κατά την φύση, τη θέληση, την σκέψη, την δύναμη και την ενέργεια, και όλα γενικώς τα γνωρίσματα της Θεότητας.

Αυτόν (λοιπόν τον ένα και αληθινό Θεό) μόνο θα (πρέπει να) λατρεύσεις με όλη την δύναμη που έχει ο νους σου, και με όλο το πλάτος της καρδιάς σου και με όλη την πληρότητα της δυνάμεώς σου.

Και όλα όσα (ο Θεός σου) λέει και εντέλλεται, (θα πρέπει) να είναι πάντοτε νωπά μέσα στην καρδιά σου, ώστε να εφαρμόζεις και να εντρυφάς μέσα σε αυτά και να ομιλείς με βάση αυτά (σε όλες τις περιστάσεις της ζωής σου, δηλαδή) και όταν κάθεσαι (κάπου και δεν μετακινείσαι), και όταν βαδίζεις (για να πας από το ένα μέρος στο άλλο), και όταν είσαι πεσμένος στο κρεβάτι, κι όταν είσαι όρθιος.

Και (θα πρέπει ακόμα) να ενθυμείσαι πάντοτε (δηλαδή αδιαλείπτως και χωρίς διακοπή) τον Κύριο το Θεό σου και Αυτόν μόνο να φοβάσαι (με τον Άγιο φόβο του Θεού), και να μην λησμονήσεις ποτέ ούτε Αυτόν ούτε τις εντολές Του.

Γιατί (μόνο) έτσι και ο Θεός θα σου δώσει την δύναμη (που είναι απαραίτητη) για να εφαρμόζεις (στην ζωή σου) το (άγιο) θέλημά Του.
Γιατί (ο Θεός, που δεν έχει κανενός την ανάγκη) τίποτε άλλο δεν σου ζητεί παρά μόνον να Τον φοβάσαι και να Τον αγαπάς (γιατί Αυτός ακριβώς ο φόβος του Θεού συμβαδίζει με την αγάπη προς Αυτόν) και να ακολουθείς τον δρόμο Του που Αυτός θέλει (πράγμα που είναι η φυσική συνέπεια των άλλων).
Αυτός θα είναι το καύχημά σου και Αυτός θα είναι ο Θεός σου. (Πρόσεξε) μήπως ακούγοντας τίποτα σχετικό με την (ηθική) απάθεια των αγγέλων και με την ιδιότητά τους να είναι αόρατοι, η για την μεγάλη (κι εκπληκτική) πονηρία του (διαβόλου, που) εκπέσοντος από το ύψος το αγγελικό, και για την (μεγάλη του) επινοητικότητα και εξυπνάδα και ευστροφία για κάθε πλάνη, εξ΄ αιτίας όλων αυτών
αποδόσεις σε κάποιο από αυτά (τα πνεύματα-αγαθά η πονηρά) τιμή που ανήκει στον Θεό. (Πρόσεξε) μήπως ατενίζοντας το μεγάλο μέγεθος του ουρανού και την ποικιλία της κινήσεως των ουράνιων σωμάτων, την λαμπρότητα του ήλιου, το γλυκό φως της σελήνης, την όμορφη διαύγεια των άλλων αστέρων, τη χρησιμότητα του αέρα (και την αναγκαιότητά του) για την αναπνοή, και της θαλάσσης η της γης τις ανεξάντλητες προσφορές, και (συνηπαρμένος από τα φαινόμενα τούτα τα λαμπρά) θεοποιήσεις κανένα από αυτά τα κτίσματα.

Γιατί όλα αυτά είναι κατά τρόπο δουλικό ταγμένα στον μόνο Θεό και δημιουργήματα δικά Του, που έλαβαν οντότητα από την κατάσταση της ανυπαρξίας που ήσαν, με μόνο τον λόγο του Θεού. Γιατί (όπως λέγει η Γραφή) Αυτός (ο Θεός) απλώς είπε και έγιναν (όλα όσα βλέπουμε και δεν βλέπουμε), Αυτός διέταξε και εδημιουργήθησαν.
Αυτόν λοιπόν τον Κύριο και δημιουργό της κτήσεως πρέπει να τιμήσεις (με λατρεία) σαν μόνο Θεό και με την αγάπη να ενωθείς μαζί Του, και μέρα και νύκτα από Αυτόν να ζητάς συγχώρεση για τα θεληματικά σου και αθέλητα παραπτώματα.
Γιατί Αυτός ( ο μεγαλοδύναμος Κύριος) είναι (ταυτόχρονα) γεμάτος αγάπη και φιλανθρωπία και μακροθυμία και πολύ έλεος, και κάνει αιώνια το καλό ( το αγαθό)...


2. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης.

Δεν θα (πρέπει) να κατασκευάσεις κανένα ομοίωμα κάποιου πράγματος από όσα βρίσκονται επάνω στον ουρανό και κάτω στην γη και μέσα στην θάλασσα, με σκοπό να τους αποδώσεις λατρεία και δόξα όμοια με εκείνη που αρμόζει στο Θεό.
Και τούτο, γιατί όλα αυτά είναι δημιούργημα του ενός και μοναδικού Θεού, που, αφού τώρα τελευταία επήρε σάρκα γεννηθείς από παρθενική γαστέρα, παρουσιάστηκε στην γη και ήλθε σε επαφή με τους ανθρώπους, και αφού πρώτα υπέστη πάθος για χάρη της σωτηρίας των ανθρώπων και απέθανε και αναστήθηκε, ανέβηκε ψηλά στους ουρανούς με σώμα κι εκάθησε στα δεξιά του θρόνου της μεγαλειότητος του Θεού, στα ψηλά ουράνια σκηνώματα.
Με το σώμα δε αυτό πρόκειται να ξαναρθεί στη γη, μέσα σε δόξα λαμπρή, για να κρίνει ζωντανούς και πεθαμένους. Αυτού λοιπόν (του Θεού), που έγινε άνθρωπος για χάρη μας, να κατασκευάσεις την εικόνα σε ένδειξη της αγάπης σου γι΄ Αυτόν, και να Τον θυμάσαι βλέποντας την εικόνα, και να Τον προσκυνάς προσκυνώντας την εικόνα.
Επίσης η εικόνα θα σε βοηθά να στρέψεις το νου σου στο άξιο προσκυνήσεως σώμα του Σωτήρος, που τώρα βρίσκεται ψηλά στον ουρανό στα δεξιά του Πατρός. Επίσης (θα πρέπει) να κατασκευάσεις εικόνες και για τους Αγίους και να τις προσκυνάς, όχι βέβαια σαν Θεούς, γιατί αυτό απαγορεύεται, αλλά για να δείξεις με τον τρόπο αυτό την σχέση που εσύ (σαν θνητός άνθρωπος) έχεις με αυτούς (που ήσαν σαν και εσένα άνθρωποι), και την διάθεση να τους τιμήσεις με εξαιρετική τιμή, πράγμα που θα κάνει το νου σου να πηγαίνει δια μέσου της εικόνος στους (εικονιζομένους) Αγίους.

Έτσι θα μιμηθείς και τον Μωυσή, που έφτιαξε τις εικόνες των Χερουβίμ μέσα στα Άγια. Έπειτα (μην ξεχνάς ότι) και αυτά ακόμη τα Άγια των Αγίων ήταν (σαν μία κάποια) εικόνα αυτών που ήταν στα ουράνια.
Και (μέσα στην σκηνή του Μαρτυρίου ) το άγιο κοσμικό εικόνιζε όλο τον κόσμο, και (όμως παρά ταύτα) ο Μωυσής όλα αυτά τα ονόμασε άγια, γιατί με τούτο δεν είχε σκοπό να αποδώσει δόξα στα κτίσματα, αλλά δια μέσου αυτών στον δημιουργό του κόσμου Θεό.
Και εσύ λοιπόν δεν (θα πρέπει) να θεοποιήσεις τις εικόνες (σαν υλικό κατασκεύασμα) του Δεσπότου Χριστού και των Αγίων. Αλλά δια μέσου αυτών (και με την βοήθειά τους) θα (πρέπει να) προσκυνήσεις (λατρευτικώς) Αυτών που μας έπλασε πρώτα κατ΄ εικόνα δική του, και έπειτα δέχτηκε από μεγάλη και άπειρη αγάπη προς τον άνθρωπο να λάβει την εικόνα μας την ανθρώπινη (δηλ. να παρουσιαστεί με ανθρώπινη μορφή, και με τον τρόπο αυτό) να γίνει αντικείμενο απεικονίσεως και περιγραφής.
Θα πρέπει δε να μην περιοριστείς μόνο στην προσκύνηση της θείας εικόνος, αλλά να επεκτείνης αυτήν και στο σημείο του σταυρού. Γιατί ο σταυρός είναι πολύ μεγάλο σημείο και δείγμα της νίκης της ολοκληρωτικής του Χριστού εναντίον του διαβόλου και όλης της εχθρικής για μας παρατάξεώς του...


3. Ου λήψει το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.

Μη πάρεις στο στόμα σου για το τίποτε το όνομα του Κυρίου του Θεού σου (και μην ορκισθείς ποτέ) είτε για υπόθεση γήινη, είτε από φόβο μη πάθεις τίποτε κακό από κανένα άνθρωπο, η από ντροπή, η για να κερδίσεις προσωπικό όφελος, ορκιζόμενος ψεύτικα, γιατί η παράβαση του όρκου σημαίνει άρνηση του Θεού.
Γι΄ αυτό να μην ορκίζεσαι ποτέ, αλλά να αποφεύγεις ολοσδιόλου τον όρκο, γιατί από τον όρκο προέρχεται και η παράβαση του όρκου, που απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό και συγκαταλέγει με τους αμαρτωλούς τον επίορκο.
Όταν λες πάντοτε την αλήθεια, τότε δεν υπάρχει λόγος να ορκίζεσαι, γιατί τα (αληθινά πάντοτε) λόγια σου θα είναι σαν όρκος (και θα καθιστούν περιττή κάθε άλλη βεβαίωση με όρκο). Αν όμως συμβεί καμμιά φορά και ορκισθείς, πράγμα που μακάρι ποτέ να μην γίνει, εάν μεν δώσεις τον όρκο για κάτι τι σύμφωνο με τον Θείο Νόμο, τότε θα πρέπει να εκτελέσεις το νόμιμο αυτό, αλλά εν συνεχεία θα πρέπει να ζητήσεις από τον εαυτό σου ευθύνες επειδή έδωσε όρκο, φροντίζοντας με ελεημοσύνη, δέηση και πένθος και σκληραγωγία του σώματος να εξιλεώσεις τον Χριστό που είπε να μην ορκίζεσαι.

Εάν δε έδωσες όρκο για πράγμα παράνομο, πρόσεξε μήπως εξ΄ αιτίας του όρκου εκτελέσεις παράνομη πράξη, για να μην συγκαταριθμηθείς κι εσύ μαζί με τον Προφητοκτόνο Ηρώδη. Αφού δε αθετήσεις και παραβείς τον παράνομο τούτο όρκο, βάλε κανόνα στον εαυτό σου να μην ξαναορκισθεί, και φρόντισε να εξιλεωθείς απέναντι του Θεού, χρησιμοποιώντας με περισσότερη μέριμνα τα φάρμακα που είπαμε προηγουμένως, μαζί με δάκρυα.


4. Εξ ημέρας έργα και ποιήσεις πάντα τα έργα σου. Τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου.

Μια μέρα της εβδομάδος, που ονομάζεται Κυριακή, επειδή είναι αφιερωμένη εις τον Κύριο, γιατί την ημέρα τούτη αναστήθηκε εκ νεκρών και (με τον τρόπο αυτό) μας έκανε γνωστή και βέβαιη την κοινή ανάσταση, κατ΄ αυτή θα πρέπει κάθε γήινο έργο να σταματήσει.
Τούτη λοιπόν την ημέρα να την αγιάσεις και να μην κάνεις κανένα έργο βιοτικό, εκτός από τα απαραίτητα, και να δώσεις την ευκαιρία σε αυτούς που είναι δικοί σου η σε υπηρετούν να ξεκουραστούν, ώστε όλοι μαζί να δοξάσετε Εκείνον που με το να θανατωθεί μας έκανε δικούς του και αναστήθηκε και ανέστησε μαζί την δική μας φύση.
Κατά την ημέρα αυτή να θυμηθείς την μέλλουσα ζωή, και να περάσεις τον καιρό σου μελετώντας τις εντολές και τα δικαιώματα του Κυρίου και εξετάζοντας τον εαυτό σου για να εξακριβώσεις μήπως παρέβης κάτι τι η παράλειψες, ώστε να διορθώσεις σε όλα τον εαυτό σου.
Επίσης, την ημέρα αυτή να περάσεις πολλές ώρες μέσα στον ναό του Θεού παρακολουθώντας τις ιερές (λατρευτικές) συνάξεις που τελούνται εκεί, και να κοινωνήσεις με ειλικρινή πίστη και με ήσυχη συνείδηση το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού, και να κάνεις αρχή για μία ζωή περισσότερο σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, και να ξεκαινουργώσεις τον εαυτό σου και να τον ετοιμάσεις για την υποδοχή των μελλοντικών αιωνίων αγαθών.
Γι΄ αυτά πρέπει να μην κάνεις καταχρήσεις ούτε τις άλλες ημέρες. Τη δε Κυριακή πρέπει από όλα να απέχεις, αφού μένεις κοντά στον Θεό, κάνοντας μόνον τα απολύτως αναγκαία έργα κι εκείνα που χωρίς αυτά δεν μπορείς να ζήσεις. Έτσι με το να έχεις τον Θεό σαν τόπο για να καταφύγεις, δεν θα πας αλλού πουθενά.
Και δεν θα υποστείς την πύρωση που φέρνει η φλόγα των παθών, και δεν θα σηκώσεις (στον ώμο σου) το βάρος της αμαρτίας. Με τον τρόπο δε αυτό θα αγιάσεις την (πρώτη αυτή) ημέρα της εβδομάδος, (δηλ. με το να τιμάς αυτή) παραμένοντας μακριά από κάθε τι κακό.
Αυτά δε που είπαμε, να τα εφαρμόσεις και στις μεγάλες εορτές, πράττοντας τα ίδια (τα παραπάνω) και απέχοντας πάλι από όσα προηγουμένως είπαμε.


5. Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης.

Να σέβεσαι τον πατέρα σου και την μητέρα σου, γιατί ο Θεός - χρησιμοποιώντας σαν όργανα αυτούς - σε έφερε στην ζωή, και αυτοί είναι για σένα έπειτα από τον Θεό αίτιοι της υπάρξεώς σου. Γι΄ αυτό λοιπόν και εσύ, έπειτα από τον Θεό αυτούς και να τιμήσεις και να αγαπήσεις, αν βέβαια η αγάπη προς τους γονείς βοηθάει την προς Θεό αγάπη.
Αν όμως δεν βοηθάει, τότε να φύγεις αμέσως μακριά από αυτούς... Πρέπει να σέβεσαι και να αγαπάς αυτούς που για σένα γίνηκαν πνευματικοί πατέρες.
Γιατί αυτοί εσένα σε έφεραν από την κατάσταση της (απλής) υπάρξεως, στην κατάσταση (της κατά Θεόν) υπάρξεως και σου μετέδωσαν τον φωτισμό της (θείας) γνώσεως και σου δίδαξαν την φανέρωση της αλήθειας και σε αναγέννησαν με το λουτρό της παλιγγενεσίας και σου φύτεψαν μέσα σου την ελπίδα για την ανάσταση και την αθανασία (της ψυχής) και για την αδιάδοχη βασιλεία και κληρονομία (της βασιλείας των ουρανών) και σε έκαναν, από ανάξιο που ήσουνα, άξιο των αιώνιων αγαθών, και από έπιγειο (σε αντικατέστησαν) ουράνιο, και από πρόσκαιρο, αιώνιο και υιό μαθητείας (παρά τους πόδας) όχι ανθρώπου πια, αλλά του Θεανθρώπου Χριστού, που σου χάρισε το πνεύμα της υιοθεσίας.

Αυτός μάλιστα είπε : «Μην ονομάσετε κανένα άνθρωπο πατέρα η καθηγητή, γιατί ένας είναι ο πατέρας και καθηγητής σας, ο Χριστός.
Γι΄ αυτό οφείλεις κάθε τιμή και αγάπη στους πνευματικούς πατέρες, έχοντας την συναίσθηση πως η τιμή που δίνεις σε αυτούς πηγαίνει στον Χριστό και στο Πανάγιο Πνεύμα, μέσα στο Οποίο έλαβε την υιοθεσία, και στον επουράνιο Πατέρα, από τον Οποίο πηγάζει κάθε πατριά στον ουρανό και στην γη.
Πρέπει δε να φροντίσεις σε όλο τον βίο να έχεις ένα πνευματικό πατέρα, και να του εξομολογήσαι κάθε σου αμάρτημα και κάθε λογισμό η να παίρνεις απ΄ αυτόν την θεραπεία και την συγχώρεση. Γιατί σ΄ αυτόν (δηλ. τον πνευματικό πατέρα) δόθηκε (από τον Κύριο η εξουσία) να συγχωρεί η να μην συγχωρεί αμαρτίες (δηλ. να ελευθερώνει η όχι ψυχές).
Όλα όσα δεν συγχωρήσουν στη γη, θα μείνουν ασυγχώρητα (και) στον ουρανό. Και όλα όσα συγχωρήσουν στη γη, θα συγχωρεθούν (και) στον ουρανό.

Αυτή δε τη χάρη και την δύναμη την έλαβαν από τον Χριστό. Γι΄ αυτό πρέπει να υπακούς σε αυτούς και να μην έχεις αντίθετη με αυτούς γνώμη, για να μην φέρεις την καταστροφή στην ψυχή σου.
Γιατί αν εκείνος που αντιμιλάει στους σαρκικούς του γονείς, σε πράγματα που δεν απαγορεύονται από τον νόμο του Θεού, τιμωρείται - σύμφωνα με τον νόμο (του Μωϋσέως)- με θάνατον, πως είναι δυνατόν εκείνος που αντιμιλάει στους πνευματικούς πατέρες να μην διώχνει μακριά του το πνεύμα του Θεού και να μην χάνει την ψυχή του;
Γι΄ αυτό να συμβουλεύεσαι και να υπακούς μέχρι τέλους στους πνευματικούς πατέρες, για να σωθεί η ψυχή σου και να γίνεις κληρονόμος των αιωνίων και ακηράτων αγαθών.


6. Ου μοιχεύσεις

Να μην πορνεύσεις, για να μην καταντήσεις να γίνεις από μέλος Χριστού μέλος πόρνης, και (έτσι) αποκοπείς από το θείο σώμα (σαν σάπιο μέλος) και χάσεις την Θεία κληρονομιά και ριχθείς στην γέενα (του πυρός).
Γιατί (όπως λέει ο νόμος) εάν η θυγατέρα ιερέως που συλληφθεί να πορνεύεται, υπομένει την τιμωρία τον θάνατο δια πυράς, επειδή (με την πράξη της) τον πατέρα (της) εντρόπιασε, πόσο μεγαλύτερη τιμωρία αξίζει όποιος τέτοια βρωμιά κάνει στο σώμα του Χριστού;
Συ μεν λοιπόν, αν μπορείς, εφάρμοσε (στην ζωή σου) την παρθενία, για να μπορέσεις να αφιερωθείς εξ΄ ολοκλήρου στον Θεό και με τέλεια αγάπη σε Αυτόν να προσκολληθείς, μένοντας κοντά Του σε όλη σου την ζωή και φροντίζοντας αποκλειστικά πάντοτε (να κάνεις) ότι αρέσει στον Κύριο, και (έτσι) από τώρα εξασφαλίζοντας την μέλλουσα ζωή και ζωντας κάτω στην γη σαν Άγγελος Θεού.
Γιατί αυτών (δηλαδή των Αγγέλων) γνώρισμα είναι η παρθενία, και γίνεται όμοιος με αυτούς, -αν και έχει σώμα- όσο τούτο είναι δυνατόν, όποιος ακολουθεί την παρθενία...

Αν πάλι προτιμήσεις να ακολουθήσεις την (κατά Χριστόν) παρθενική ζωή και δεν έχεις δώσει τέτοια υπόσχεση στον Θεό, τότε σου επιτρέπεται να πάρεις μία γυναίκα σύμφωνα με τον νόμο του Κυρίου, και μόνο με αυτήν να κατοικείς και να μην την θεωρείς σαν δικό σου σκεύος προς σκοπό αγιασμού, απέχοντας με όλη σου την δύναμη από ξένες γυναίκες.
Θα μπορέσεις δε τελείως να αποφεύγεις αυτές, αν προσέξεις τις άκαιρες (και ψυχικά επικίνδυνες) συναντήσεις και συζητήσεις μαζί τους, και (φρόντιζε) να μην σου αρέσουν τα πορνικά λόγια και ακούσματα, και να διώχνεις τα μάτια του σώματος και της ψυχής σου από πάνω τους όσο σου είναι τούτο δυνατό, και συνήθιζε να μην ρίχνεις βλέμματα εμπαθή και περίεργα πάνω στην ομορφιά των προσώπων.
Γιατί εκείνος που κυττάζει μια γυναίκα με κακή πρόθεση και επιθυμία, ήδη (όπως λέει ο Κύριος) είναι σαν να έκανε μαζί της την κακή πράξη (της μοιχείας η πορνείας), και έτσι έχει γίνει ακάθαρτος μπροστά στα μάτια του Χριστού που βλέπει (τα κρυπτά) στις καρδιές.

Από το σημείο δε αυτό (της ψυχικής αμαρτίας, ο άνθρωπος) ο ταλαίπωρος, καταντάει και στο να διαπράξει και τη σωματική αμαρτία. Αλλά τι μιλάω (μόνο) για τις βρωμιές της πορνείας και της μοιχείας και όλες τις άλλες τέτοιες που ενεργούνται κατά φύση;
Γιατί ο άνθρωπος όταν με περιέργεια κοιτάει τα όμορφα πρόσωπα, σέρνεται ακόλαστα και στις παρά φύση (σαρκικές αμαρτίες και) ασέλγειες.
Συ λοιπόν, άμα κόψεις από πάνω σου τις πικρές ρίζες (της αμαρτίας), δεν θα δοκιμάσεις τους καρπούς (της) αλλά θα φέρεις αντιθέτως τον καρπό της αγνότητας και του αγιασμού που έρχεται μαζί της, χωρίς τον οποίο κανείς δεν πρόκειται να ιδεί τον Κύριο.


7. Ου κλέψεις.

Να μην κλέψεις, για να μην σου δώσει πολύ μεγαλύτερη τιμωρία ο γνωρίζων τα κρύφια (Θεός), επειδή Τον περιφρόνησες. Μάλλον πρέπει απ΄ ότι έχεις, κρυφά να δίνεις σε όσους έχουν ανάγκη, για να πάρεις εκατονταπλασίονα και να κληρονομήσεις ζωή αιώνια στον μέλλοντα αιώνα από τον Θεό, που βλέπει τα κρυφά.


8. Ου φονεύσεις.

Να μην φονεύσεις, για να μην εκπέσεις από (την χάρη) της υιοθεσίας που σου έδωσε Εκείνος που ανασταίνει τους νεκρούς, και να γίνεις με τα έργα σου παιδί εκείνου που εξ΄ αρχής είναι δολοφόνος του ανθρώπου.
Επειδή δε ο φόνος έχει ως αφορμή το κτύπημα, τούτο δε το μάλωμα, και τούτο το θυμό, ο δε θυμός έρχεται εξ΄ αφορμής της ζημίας η του κτυπήματος η της βρισιάς που άλλοι μας κάνουν, γι΄ αυτό είπε ο Χριστός εκείνον που σου παίρνει το πανωφόρι, μην εμποδίσεις να σου πάρει και το χιτώνα σου και μην αποκριθείς με βρισιές σε εκείνον που σε βρίζει.
Γιατί με τον τρόπο τούτο, και τον εαυτό σου και εκείνον που σου κάνει κακό θα γλιτώσεις από το φοβερό κακό του φόνου. Συ λοιπόν, (κάνοντας έτσι), θα πετύχεις τη συγχώρεση των αμαρτιών σου που έχεις απέναντι του Θεού. Γιατί είπε: «δίδετε συγχώρεση (σε όσους σας φταίουν) και θα συγχωρεθούν και οι δικές σας αμαρτίες».
Εκείνος δε που κακολογεί και κακοποιεί τους άλλους, (αυτός) θα δώσει λόγο και θα τιμωρηθεί με αιώνια τιμωρία. Γιατί ο Χριστός είπε : «αυτός που θα πει τον αδερφό του «μωρέ», είναι άξιος να ριχτεί στη γέενα του πυρός». Αν λοιπόν κατορθώσεις να ξεριζώσεις το κακό (από μέσα σου) και να χαρίσεις στην ψυχή σου τη μακαριώτητα της πραότητος, δόξασε τον Χριστό που είναι ο διδάσκαλος και ο συνεργός των αρετών, χωρίς τον Οποίον, όπως έμαθες, δεν μπορούμε τίποτα καλό να κάνουμε.
Αν πάλι δεν μπορέσεις να μείνεις πράος (και μακριά από τον θυμό), να κατηγορείς τον εαυτό σου που θυμώνει, και να μετανοιώνεις μπροστά στον Θεό και μπροστά στον άνθρωπο που είτε του μίλησες άσχημα, είτε του έκανες κακό.
Γιατί εκείνος που μετανιώνει όταν η αμαρτία του βρίσκεται στα πρώτα βήματα, αυτός δεν φτάνει στο τελευταίο σκαλοπάτι, (αντιθέτως δε) όποιος με αδιαφορία (και αναισθησία) αντιμετωπίζει τις μικρές πτώσεις, αυτός γι΄ αυτές θα πέσει και στις μεγαλύτερες.


9. Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.

Να μην συκοφαντήσεις, για να μην εξομοιωθείς μ΄ εκείνον που παλιά (στην αρχή της ανθρώπινης ζωής) εσυκοφάντησε στην Εύα τον Θεό, και γίνεις καταραμένος όπως εκείνος. Αλλά μάλλον πρέπει, αν τούτο δεν θα κάνει κακό στους πολλούς, να σκεπάζεις τα κακά του διπλανού σου (που μοιάζουν με πτώμα), για να μοιάσεις όχι του Χαμ, αλλά του Σημ και του Ιάφεθ, και να κερδίσεις την ευλογία.


10. Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστι.

Να μην (επιθυμήσεις να αρπάξεις) τίποτα ξένο, που ανήκει στον διπλανό σου. Ούτε κτήμα, ούτε χρήμα, ούτε δόξα, ούτε τίποτε από όσα ανήκουν στον πλησίον σου. Γιατί η επιθυμία (των ξένων πραγμάτων) αφού γεννηθεί στην ψυχή, γεννάει αμαρτία.
Η δε αμαρτία άμα γίνει, φέρνει τον θάνατο. Συ δε, όταν θα μένεις ξένος προς την επιθυμία των πραγμάτων του άλλου, θα κατορθώσεις να μείνεις μακρυά και από την αρπαγή, που έχει σαν αίτιο την πλεονεξία.
Συ μάλιστα πρέπει (όχι μόνο να μην βάζεις στο μάτι του διπλανού σου τα καλά, αλλά) και από τα δικά σου να δίνεις σε αυτόν που ζητά, και να ελεείς, όσο μπορείς, αυτόν που έχει την ανάγκη σου, και να μην διώξεις αυτόν που σου ζητάει δανεικά. Και αν βρεις κάτι που χάθηκε, να το δώσεις στον κύριό του, έστω κι αν αυτός είναι από τους πιο μεγάλους σου εχθρούς.
Γιατί με τον τρόπο τούτο και θα αγαπήσετε, και θα νικήσεις εσύ το κακό με την βοήθεια του καλού, όπως ο Χριστός σε διατάζει.

* * *

Όταν λοιπόν όλα αυτά εσύ τα εκτελείς με όλη σου την δύναμη και ζεις μέσα στην ατμόσφαιρά τους, τότε μέσα στην ψυχή σου θα αποκτήσεις (σαν μεγάλο απόκτημα) τον θησαυρό της ευσέβειας, και θα ευαρεστήσεις στον Θεό και θα ευεργετηθείς από τον Θεό και από τους ανθρώπους του Θεού, και θα γίνεις κληρονόμος των αιωνίων αγαθών, τα οποία είθε όλοι να τα κερδίσουμε, με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας, του Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση (λατρευτική) μαζί με το άναρχό του Πατέρα και το Πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και εις τους ατελεύτητους αιώνες, Αμήν.


Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
   
imsamou.gr

«Λόγος εἰς τὸν Τίμιον καὶ Ζωοποιὸν Σταυρόν» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ


 Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ προαναγγελλόταν καὶ προτυπωνόταν μυστικῶς ἀπὸ παλαιὲς γενεὲς καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν συμφιλιώθηκε μὲ τὸ Θεὸ χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Πραγματικὰ μετὰ τὴ προγονικὴ ἐκείνη παράβαση στὸ παράδεισο τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ δένδρου, ἡ μὲν ἁμαρτία ἀναπτύχθηκε, ἐμεῖς δὲ πεθάναμε, ἔχοντας ὑποστεῖ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ὁ ἀπὸ τὸ Θεὸ χωρισμός της.

Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ αὐταγαθότης καὶ ἀρετὴ καὶ αὐτοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση εἶναι τὸ δικό μας πνεῦμα. Γιὰ νὰ ἀνανεωθεῖ καὶ φιλιωθεῖ ὁποιοσδήποτε μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὸ πνεῦμα, πρέπει νὰ καταργηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τοῦτο εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου.

Πολλοὶ φίλοι τοῦ Θεοῦ μαρτυρήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ νόμο, χωρὶς νὰ ἔχει φανεῖ ἀκόμα ὁ Σταυρός. Ὁ Δαβὶδ λέγει: ἀπὸ ἐμένα τιμήθηκαν ὑπερβολικὰ οἱ φίλοι σου, Θεέ» (Ψαλμ. 138,16). Πῶς λοιπὸν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρὸ; Διότι ἐνεργεῖτο σὲ αὐτοὺς τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.


Ἂς ἀρχίσουμε πρῶτα ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: Ἔβγα ἀπὸ τὴ γῆ σου καὶ τὴ συγγένειά σου καὶ ἔλα στὴ γῆ ποὺ θὰ σοῦ δείξω». Δὲν εἶπε ποὺ θὰ σοῦ δώσω, ἀλλὰ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Αὐτὸς ὁ λόγος φέρει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.

Πρὸς τὸν Μωυσῆ δέ, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «λύσε τὸ
ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια σου». Τοῦτο εἶναι ἄλλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Νὰ λύσει τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια, νὰ ἀποθέσει τοὺς δερμάτινους χιτῶνες μέσα στοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία γῆ. Νὰ μὴ ζεῖ πλέον κατὰ σάρκα καὶ στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ καταργηθεῖ καὶ νὰ νεκρωθεῖ ἡ ἀντικειμένη στὸ Θεὸ ζωή. Ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος νὰ σταυρώσει κανεὶς τὴ σάρκα μαζὶ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἐπιθυμίες.

Ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ φύγουν τελείως ἀπὸ μᾶς τὰ πονηρὰ πάθη καὶ ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴ ἐνεργοῦν σέ μας συλλογιστικά, ἐὰν δὲν φθάσουμε στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ εἴδους αὐτοῦ ποὺ σταυρώνει γιὰ τὸ κόσμο ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιώθηκαν. Ἔτσι καὶ ἡ στὴ περίπτωση τοῦ Μωυσῆ ἐκείνη θεωρία τῆς καιομένης καὶ μὴ κατακαιομένης βάτου ἦταν μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, μεγαλύτερο καὶ τελειότερο ἀπὸ τὸ μυστήριο ἐκεῖνο τὸ καιρὸ τοῦ Ἀβραάμ. Ἄραγε λοιπὸν ὁ μὲν Μωυσῆς ἐμυήθηκε τὸ τελειότερο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ Ἀβραὰμ ὄχι;

Στὸν Ἀβραὰμ ποὺ ἀξιώθηκε τὴ θαυμασιωτέρα θεοπτία, ὅταν εἶδε τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεὸ στὴ Βαλανιδιὰ τοῦ Μαβρῆ (Γεν. 18,1), ἐνεργήθηκε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ὅταν θυσίαζε τὸ γιό του Ἰσαάκ. Ὁ Ἰσαὰκ ἦταν ὁ ἴδιος τύπος ἐκείνου ποὺ προσηλώθηκε σ᾿ αὐτόν, ἀφοῦ ἔγινε ὑπήκοος στὸ πατέρα του μέχρι θανάτου, ὅπως ὁ Χριστός. Καὶ τὸ κριάρι ποὺ τοῦ δόθηκε σὲ σφαγὴ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τὸ φυτό, στὸ ὁποῖο ἦταν τὸ κριάρι δεμένο, εἶχε τὸ μυστήριο τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ λεγόταν Σαβέκ, φυτὸ ἀφέσεως, ὅπως καὶ ὁ Σταυρὸς λεγόταν ξύλο σωτηρίας.

Ἐνεργοῦσε δὲ τὸ μυστήριο καὶ ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ καὶ στὸν Ἰακώβ, τὸ γιὸ τοῦ Ἰσαάκ, διότι αὔξησε τὰ ποίμνιά του μὲ ξύλα καὶ ὕδωρ. Τὸ ξύλο λοιπὸν προετύπωνε τὸ σταυρικὸ ξύλο, τὸ δὲ ὕδωρ τὸ θεῖο βάπτισμα ποὺ περικλείει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἰακὼβ καὶ ὅταν προσκυνοῦσε ἕως τὸ ἄκρο τῆς ράβδου του καὶ ὅταν εὐλογοῦσε τοὺς ἐγγονούς του (Γεν. 48,9-20), ὑπεδήλωνε ἀκόμη καθαρότερα τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ.

Ὅπως λοιπὸν στὸν μὲν Ἀβραὰμ ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ γιός του Ἰσαὰκ ἦταν τύπος τοῦ ὕστερα σταυρωθέντος, ἔτσι πάλι στοῦ Ἰακὼβ τὸ βίο ὁλόκληρο ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ Ἰωσὴφ δὲ ὁ γιὸς τοῦ Ἰακὼβ ἦταν τύπος καὶ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Λόγου ποὺ ἀργότερα πρόκειτο νὰ σταυρωθεῖ. Διότι ἀπὸ φθόνο ὁδηγήθηκε καὶ αὐτὸς πρὸς τὴ σφαγὴ καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς. Ἐὰν δὲ δὲν σφάχθηκε, ἀλλὰ πωλήθηκε ὁ Ἰωσὴφ καὶ οὔτε ὁ Ἰσαὰκ σφάχθηκε δὲν εἶναι περίεργο, γατὶ αὐτοὶ δὲν ἤσαν ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ τύπος τῆς μελλοντικῆς ἀληθείας. Ἡ σφαγὴ προεφανέρωνε τὸ κατὰ σάρκα πάθος τοῦ Θεανθρώπου, ἡ δὲ ἀποφυγὴ τοῦ πάθους προεφανέρωνε τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος.

Ἂς ἐπανέλθουμε στὸ Μωυσῆ ποὺ σώθηκε ὁ ἴδιος μὲ ξύλο καὶ ὕδωρ, ὅταν ἐκτέθηκε μέσα σὲ ἕνα καλάθι στὰ ρεύματα τοῦ Νείλου, ποὺ ὅπως εἴπαμε προεφανέρωνε τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ βάπτισμα. Προχωρώντας ὁ Μωυσῆς προανέδειξε σαφέστατα τὸν τύπο ἀκόμη καὶ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴ σωτηρία δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τύπου. Γιατὶ ἀφοῦ ἔστησε ὄρθια τὴ ράβδο, ἅπλωσε πάνω σὲ αὐτὴν τὰ χέρια του καὶ σχηματίζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του σταυρικῶς πάνω στὴ ράβδο, κατατρόπωσε τοὺς ἐχθρούς. (Ἐξ. 17, 8). Ἐπίσης τοποθετώντας τὸ χάλκινο φίδι πλάγια πάνω σὲ σημαία, ἀναστηλώνοντας τὸ τύπο τοῦ Σταυροῦ, παρήγγειλε στοὺς δαγκαμένους ἀπὸ φίδια Ἰουδαίους νὰ τὸν βλέπουν καὶ ἔτσι νὰ θεραπεύονται ἀπὸ τὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν.

Δὲν θὰ ἐπαρκέσει ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι σὲ πόσους ἄλλους ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὅπως περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν ἔπειτα ἀπὸ αὐτῶν κριτῶν καὶ προφητῶν, τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν μετέπειτα, οἱ ὁποῖοι ἀνέκοψαν ποταμούς, σταμάτησαν τὸν ἥλιο, κατεδάφισαν πόλεις ἀσεβῶν, ἔγιναν νικηφόροι στὸ πόλεμο, ἀπέφυγαν θάνατο ἀπὸ μαχαίρι ἢ ἀπὸ φωτιὰ ἢ ἀπὸ λιοντάρια, ἔλεγξαν βασιλεῖς, ἀνέστησαν νεκρούς, ἔφεραν ξηρασία καὶ πάλι ὅταν τὸ ζήτησαν ἔφεραν βροχὴ καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὴ πίστη ἰδιαίτερα στὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι δύναμις Θεοῦ γιὰ μᾶς τοὺς σωζομένους, ἐνῶ εἶναι μωρία γιὰ τοὺς ἀφανιζομένους.

Ἀλλὰ νὰ ἀφήσουμε ὅλους μὲ τὸ παλαιὸ νόμο, καὶ νὰ πᾶμε στὸν ἴδιο τὸ Κύριο, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρό: ὅ,ποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του γιὰ νὰ μὲ ἀκολουθήσει, δὲν εἶναι ἄξιός μου», καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἔλθει πίσω μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει».

Ἡ ἐντολὴ διατάσσει νὰ ἀρνεῖται κανεὶς τὸ σῶμα καὶ νὰ σηκώνει τὸ σταυρό του. Τὸ ἔχουν τὸ σῶμα οἱ ζῶντες κατὰ Θεό, ἀλλὰ δὲν εἶναι πολὺ προσδεδεμένοι σὲ αὐτό, τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργὸ στὰ ἀναγκαῖα, ἂν δὲ τὸ καλέσει ὁ καιρὸς εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ προδώσουν καὶ αὐτό, ὅπως καὶ κτήματα καὶ ὅτι ἄλλα μέσα χρειασθοῦν. Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στοὺς προφῆτες πρὶν συντελεσθεῖ, ἀλλὰ καὶ τώρα μετὰ τὴ τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καὶ πραγματικὰ θεῖο. Πῶς; Διότι φαινομενικὰ μὲν παρουσιάζεται νὰ προξενεῖ ἀτίμωση στὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ταπεινώνει σὲ ὅλα, καὶ πόνο καὶ ὀδύνη, αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει τὶς σωματικὲς ἡδονές, αὐτὸς ποὺ δίνει τὰ ὑπάρχοντα καθίσταται αἴτιος πτωχείας στὸν ἑαυτό του. Διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ὅμως αὐτὴ ἡ πτωχεία καὶ ἡ ὀδύνη καὶ ἀτιμία, γεννᾶ δόξα αἰώνια καὶ ἡδονὴ ἀνέκφραστη καὶ ἀνεξάντλητο πλοῦτο, τόσο στὸ παρόντα ὅσο καὶ στὸ μέλλοντα ἐκεῖνο κόσμο.

Τοῦτο λοιπὸν εἶναι ἡ σοφία καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ νικήσει δι᾿ ἀσθενείας, τὸ νὰ ὑψωθεῖ διὰ ταπεινώσεως, τὸ νὰ πλουτίσει διὰ πτωχείας. Ὄχι μόνο δὲ ὁ λόγος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος εἶναι θεῖος καὶ προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίδα ἱερά, σωστικὴ καὶ σεβαστή, ἁγιαστικὴ καὶ τελεστικὴ τῶν ὑπερφυῶν καὶ ἀπορρήτων ἀγαθῶν ποὺ ἐνεργήθηκαν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ Θεό, ἀναιρετικὴ κατάρας καὶ καταδίκης, καθαιρετικὴ φθορᾶς καὶ θανάτου, παρεκτικὴ ἀϊδίου ζωῆς καὶ εὐλογίας, σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικὸ σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατὰ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τὴν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καὶ περικλείει ὅλο τὸ κατ᾿ αὐτὴν μυστήριο, ἐκτείνεται πρὸς ὅλα τὰ πέρατα καὶ περιλαμβάνει ὅλα, τὰ ἄνω, τὰ κάτω, τὰ γύρω, τὰ ἐνδιάμεσα καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καὶ δόξα του, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβεῖ σὲ αὐτό, κατὰ τὴ μέλλουσα δὲ παρουσία καὶ ἐπιφάνειά του προαναγγέλλει ὅτι θὰ ἔλθει τὸ σημεῖο τούτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ πολλὴ δύναμη καὶ δόξα.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολοσσαεῖς: «ἐνῷ εἴσαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματα καὶ τὴν ἀκροβυστία τῆς σάρκας, σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τὰ παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τὸ χειρόγραφο ποὺ περιεῖχε τὶς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπὸ τὴ μέση καὶ καρφώνοντάς το στὸ Σταυρό, ξεγυμνώνοντας δὲ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, τὶς διεπόμπευσε δημόσια θριαμβεύοντάς τες πάνω στὸ Σταυρό». (Κολ. 2,13).

Ἐμεῖς κλίνοντας τὰ γόνατα καὶ τὶς καρδιές, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδὸ καὶ προφήτη Δαβὶδ (Ψαλμ. 131,7) στὸ τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια του καὶ ὅπου ἐξαπλώθηκαν τὰ χέρια ποὺ συνέχουν τὸ σύμπαν καὶ ὅπου ἐτεντώθηκε γιὰ μᾶς τὸ ζωαρχικὸ σῶμα καὶ προσκυνώντας καὶ ἀσπαζόμενοι αὐτὸν μὲ πίστη, ἂς παίρνουμε πλούσιο τὸν ἀπὸ ἐκεῖ ἁγιασμὸ καὶ ἂς τὸν φυλάττουμε. Ἔτσι καὶ κατὰ τὴν ὑπερένδοξη μέλλουσα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντας τὸν νὰ προηγεῖται λαμπρῶς, θὰ ἀγαλλιάζωμε καὶ θὰ χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι πετύχαμε τὴν ἀπὸ τὰ δεξιὰ θέση, σὲ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιὰ μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
 
nektarios.gr
________

Ομιλία κατά την Κυριακή Β’ Νηστειών της Αγίας Τεσσαρακοστής. Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς



Για τον παράλυτο που εθεραπεύτηκε στην Καπερναούμ από τον Κύριο και προς τους ομιλούντας ακαίρως μεταξύ τους κατά τις ιερές συνάξεις στην Εκκλησία.

Μικρή περίληψη της 10ης ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά:
Εις τον παραλυτικόν της Καπερναούμ, την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, την μετέπειτα αφιερωθείσαν εις τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν. Ο παράλυτος της Καπερνα­ούμ εφέρετο υπό τεσσάρων ανδρών προς θεραπείαν παρά του Ιησού.
Ο ψυχικώς παράλυτος, μετανοών, φέρεται εις τον Κύ­ριον από τέσσαρας δυνάμεις· την αυτοκριτικήν, την εξομολόγησιν, την υπόσχεσιν αποχής από τα κακά εις το μέλλον, την δέησιν προς τον Θεόν. Η οροφή την οποίαν θα χαλάσωμεν δια να φθάσωμεν εις τον Κύριον είναι ο νους, ο οποίος πρέπει να καθαρθή δια να καθοδηγή και το σώμα.

1. Σήμερα θα ειπώ προς την αγάπη σας ως προοίμιο τα ίδια τα δεσποτικά λό­για, μάλλον δε την πεμπτουσία του ευαγγελικού κηρύγματος· «μετανοεί­τε, διότι ήγγισε η βασιλεία των ουρα­νών» (Ματθ. 3, 21).
Και δεν ήγγισε μόνο, αλλά και είναι μέσα μας· διότι, είπε πάλι ο Κύ­ριος, «η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας» (Λουκ. 17, 21). Και δεν είναι μόνο μέσα μας, αλλά σε λίγον καιρό φθάνει περιφανέστερα, για να καταργήση κάθε αρχή και εξου­σία και δύναμι και να προσφέρη την ακαταμάχητη ισχύ, τον αδαπάνητο πλούτο, την αναλλοίωτη και άφθαρτη και ατελεύτη­τη τρυφή και δόξα, εξουσία και δύναμι, μόνο σ' αυτούς που έχουν ζήσει εδώ κατά το θέλημα και την αρέσκεια του Θεού.



2. Επειδή λοιπόν η βασιλεία του Θεού και ήγγισε και μέσα μας είναι και σε λίγον καιρό φθάνει, ας καταστήσωμε τους εαυ­τούς μας με τα έργα της μετανοίας αξίους αυτής. Ας βιάσωμε τους εαυτούς μας ανακόπτοντας τις πονηρές προλήψεις και συν­ήθειες· διότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν.
Ας ζηλεύσωμε την υπομονή, την ταπείνωσι και την πίστι των θεοφόρων πατέρων μας· διότι λέγει, «εξετάζοντας τα αποτελέσματα της διαγωγής τούτων, να μιμήσθε την πίστι τους» (Εβρ. 13, 7). Ας νεκρώσωμε τα μέλη μας τα επίγεια, πορ­νεία, ακαθαρσία, κάθε κακό πάθος, και την πλεονεξία, και μά­λιστα κατά την διάρκεια των ιερών τούτων ημερών της νηστείας.
Γι' αυτό ακριβώς η χάρις του Πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας εδίδαξε περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσε­ως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστι, (Ο Γρηγόριος εννοεί το εορταστικό περιεχόμενο των τριών πρώτων Κυ­ριακών του Τριωδίου, Απόκρεω, Τυρινής, Ορθοδοξίας), έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστι, να συμμαζεύωμε τους εαυ­τούς μας, να μη παραδιδώμαστε στην ακράτεια, να μη ανοίγωμε θύρα και προσφέρωμε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοι­λίας σε όλα τα πάθη και φθάνωμε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι μ' ευχαρίστησι κατά κάποιον τρόπο· αλλά, αφού αγαπήσωμε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσωμε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.

3. Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλλη­λος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3, 1) και για όλα υπάρχει ο χρό­νος, έτσι και για την εκτέλεσι της αρετής πρέπει κανείς να ζητήση τον κατάλληλο καιρό, αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών.
Εάν δε και όλος ο βίος των ανθρώ­πων είναι επιτήδειος για την κατάκτησι της σωτηρίας, πολύ περισσότερο είναι ο καιρός αυτός της νηστείας· καθ' όσον και ο αρχηγός και χορηγός της σωτηρίας μας Χριστός έκαμε την αρχή από νηστεία, και στο στάδιό της κατεπάλαισε και κατεντρόπιασε τον δημιουργό των παθών Διάβολο, που του επετέθηκε παντοιοτρόπως.
Όπως πραγματικά η ακρασία της κοιλιάς που αναιρεί τις αρετές είναι γεννήτρια της εμπαθείας, έτσι και η εγκράτεια, που αναιρεί τους από την ακρασία μολυσμούς, εί­ναι γεννήτρια της απαθείας. Εάν δε η ακρασία προξενεί και προξένησε τα πάθη που δεν υπήρχαν σ' εμάς, πώς, όταν υπάρ­χουν, δεν θα τα αυξήση και στηρίξη, όπως η νηστεία θα τα μειώση και θα τα αφανίση;
Είναι δε συζυγικαί μεταξύ τους η νηστεία και η εγκράτεια, έστω και αν για τους συνετούς ερευνητάς πότε πλεονεκτή η μία και πότε η άλλη.

4. Ας μη τις διαζεύξωμε λοιπόν κι' εμείς τώρα, αλλά κατά την διάρκεια των πέντε ημερών της εβδομάδος ας τηρούμε περισ­σότερο τη νηστεία, ενώ κατά το Σάββατο και την Κυριακή ας προσέχωμε μάλλον στην εγκράτεια παρά στην νηστεία, για να ακούωμε με σύνεσι τα ευαγγελικά λόγια, τα οποία θα μας αναγ­γείλουν σήμερα την θαυμαστή ίασι του παραλύτου που πραγματοποιήθηκε από τον Κύριο όχι στα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Καπερναούμ (Μαρκ. 2, 1-12, Ματθ. 9, 1-8, Λουκ. 5, 17-26).
Τον καιρό εκείνο, λέγει ο θεηγόρος Μάρκος, «εισήλθε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ για ημέρες» (Μάρκ. 2, 1). Αυτήν δε την Καπερναούμ ονομάζει ιδιαιτέρα πόλι του Κυρίου ο Ματ­θαίος. Διότι ιστορώντας και αυτός τα σχετικά με τον παράλυτο τούτον, λέγει, «ήλθε ο Ιησούς στη δική του πόλι» (Ματθ. 4, 12).
Πραγματι­κά, αφού εβαπτίσθηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη και το Πνεύμα επέταξε επάνω σ' αυτόν, εξάγεται στην έρημο από το Πνεύμα για δοκιμασία και μετά την νίκη του κατά του πειρα­σμού επανήλθε και περιερχόταν τα πλησιόχωρα του Ιορδάνη διδάσκοντας και μαρτυρούμενος με πολλούς τρόπους από τον Βαπτιστή, μέχρις ότου ο Ιωάννης εφυλακίσθηκε από τον Ηρώδη.
Τότε δε, όπως λέγει ο Ματθαίος, «ανεχώρησε στην Γαλιλαία και εγκαταλείποντας την Ναζαρέτ, ήλθε και κατοίκη­σε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ» (Ματθ. 4, 12).

5. Εξερχόταν λοιπόν από αυτήν στις ερήμους χάριν προσευ­χής και στις κωμοπόλεις των γειτόνων για να κηρύττη και πάλι επανερχόταν σ' αυτήν. Γι' αυτό ο μεν ευαγγελιστής Ματθαίος την ωνόμασε ιδιαιτέρα πόλι του, ο δε Μάρκος λέγει ότι εισήλ­θε πάλι στην Καπερναούμ για ημέρες.
«Και άκουσαν ότι είναι σ' ένα οίκο και αμέσως συναθροίσθηκαν πολλοί, ώστε να μη χωρούν άλλους ούτε τα σημεία γύρω από τη θύρα»· διότι, αφού τον περισσότερο χρόνο έμενε εκεί, αναγνωρίσθηκε καλύτερα δια των πολλών και μεγάλων θαυμάτων και λόγων, γι' αυτό και εποθείτο υπερβολικά. Καθώς ήκουσαν λοιπόν ότι είναι πάλι κοντά, συνέρρευσαν πολυπληθείς· όπως δε λέγει ο Λουκάς εί­χαν συνέλθει και από κάθε πόλι, μεταξύ δε των συνελθόντων ήσαν Γραμματείς και Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι· και απηύ­θυνε προς αυτούς τον λόγο.
Τούτο δε ήταν το κυριώτερο έργο του, όπως και προκαταβολικώς εδήλωσε με τα λόγια· «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ. 8, 5), δηλαδή τον λόγο της διδασκαλίας, και «ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια» (Ματθ. 9, 13), η δε κλήσις γίνεται με τον διδακτικό λόγο. Τούτο ήθε­λε να δήλωση και ο Παύλος όταν έλεγε, «η πίστις γεννάται από την ακοή, η δε ακοή δια του λόγου του Θεού» (Ρωμ. 10, 17).

6. Απηύθυνε λοιπόν ο Κύριος σ' όλους γενικώς και χωρίς φθόνο τον λόγο της μετανοίας, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, τα λόγια της αιώνιας ζωής. Και όλοι μεν ήκουαν, αλλά δεν υπήκουαν όλοι· διότι φιλήκοοι μεν και φιλοθεάμονες είμαστε όλοι, φιλάρετοι δε δεν είμαστε όλοι.
Πραγματικά είμαστε καμωμένοι να ποθούμε πλην των άλλων να γνωρίζωμε και τα σχετικά με την σωτηρία, γι' αυτό οι περισσότεροι όχι μόνο ακούουν ευχα­ρίστως την ιερά διδασκαλία, αλλά και διερευνούν τους λόγους, εξετάζοντάς τους κατά την άποψί του ο καθένας σύμφωνα με την άγνοια ή σύνεσι που τον κατέχει.
Για να φέρωμε όμως τους λόγους σε έργο ή και να καρπωνώμαστε από αυτούς ωφέλιμη πίστι, χρειάζεται ευγνωμοσύνη και αγαθή προαίρεσις, η οποία δεν ευρίσκεται εύκολα, και μάλιστα ανάμεσα σ' αυτούς που δι­καιώνουν εαυτούς και είναι κατά τους εαυτούς των ειδήμονες, όπως ακριβώς ήσαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι μεταξύ των Ιουδαίων.

7. Γι' αυτό και τότε, μένοντας στον οίκο εκείνο, ήκουσαν το λόγο κι' έβλεπαν τα τελούμενα θαύματα, εβλασφημούσαν όμως περισσότερο παρά επαινούσαν τον δια των έργων και λόγων ευεργέτην.
Πραγματικά, όταν ο Κύριος εδίδασκε και όλοι ή οι περισσότεροι εδέχονταν με ανοικτά αυτιά τους λόγους της χά­ριτος που εκπορεύονταν από το στόμα του, λέγει, «έρχονται κά­ποιοι προς αυτόν, που έφεραν ένα παραλυτικό και τον εσήκωναν τέσσερις, οι οποίοι μη μπορώντας να τον πλησιάσουν εξ αι­τίας του πλήθους εξεσκέπασαν την στέγη της οικίας όπου ήταν ο Κύριος και ανοίγοντας τρύπα κατέβασαν το κρεββάτι στο οποίο εκοιτόταν ο παραλυτικός». Είναι δυνατό να νομισθή ότι η πράξις όλη είναι αποτέλεσμα της πίστεως των συνοδών και ότι ο Κύριος έδωσε στη συνέχεια την ίασι διότι εξετίμησε την πίστι τους· αλλ' εγώ νομίζω ότι τούτο δεν είναι αληθινό.
Εάν πραγματικά ο Κύριος, θεραπεύοντας το αγόρι του αρχισυναγώγου, δεν εζήτησε την πίστι από αυτό, όπως ούτε από την θυγα­τέρα της Χαναναίας ή του Ιαείρου, αρκούμενος στην πίστι αυ­τών που προσήλθαν υπέρ αυτών, αλλ' από αυτούς η μεν θυγατέ­ρα του Ιαείρου ήταν αποθαμένη, η της Χαναναίας ήταν ψυχο­παθής, το δε αγόρι ούτε καν ήταν παρόν· ο παράλυτος αυτός όμως ήταν παρών και κύριος του λογικού του, αν και ήταν πα­ράλυτος στο σώμα.
Γι' αυτό νομίζω ότι μάλλον από την ελπίδα και πίστι του παραλυτικού εδέχθηκαν την πίστι στον Κύριο και οι συνοδοί του κι' ενθαρρύνθηκαν να προσέλθουν σ' αυτόν. Πειθόμενοι στον παραλυτικό τούτον τον μετέφεραν και τον ανέβασαν επάνω στη στέγη και τον κατέβασαν από εκεί εμ­πρός στον Κύριο.
Βέβαια εκείνοι δεν θα ενεργούσαν έτσι χωρίς τη θέλησι αυτού και η επίτασις της παραλύσεως προφανώς δεν είχε διαλύσει το λογικό αλλά μάλλον τα εμπόδια και προσκόμ­ματα στην πίστι.

8. Ο έρως της ανθρωπίνης δόξης απεμάκρυνε τους Φαρισαίους από την πίστι προς τον Κύριο· γι' αυτό έλεγε προς αυτούς, «πώς μπορείτε να πιστεύετε σ' έμενα, δεχόμενοι δόξα από ανθρώπους και μη ζητώντας τη δόξα από τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44).
Αλλους πάλι τους εμπόδισαν από την προσέλευσι αγροί και γάμοι και φροντίδες βιωτικών έργων, πράγματα που η πάρεσις του σώματος τα παρέλυσε όλα και τα εξέβαλε από τους λογι­σμούς του παραλύτου.
Και γι' αυτό στους αμαρτωλούς η νόσος είναι μερικές φορές ανώτερη της υγείας, διότι συνεργεί στη σωτηρία τους, και τις μεν έμφυτες ορμές προς την κακία αμβλύ­νοντας, το δε χρέος των σφαλμάτων εξοφλώντας κατά κάποιον τρόπο δια της κακώσεως, τους καθίστα δεκτικούς πρώτα της ψυχικής θεραπείας, έπειτα και της θεραπείας του σώματος, και μάλιστα όταν ο ασθενής, κατανοώντας ότι το κτύπημα είναι θε­ραπεία από τον Θεό, το βαστάζει γενναίως, προσπίπτει με πίστι στον Θεό και επικαλείται τον ιλασμό δια των έργων με όση δύ­ναμι έχει.
Τούτο υπέδειξε κατά την δύναμί του και ο παράλυτος και παρέστησε ο Κύριος με τα λόγια και τα έργα του, αν και οι Φαρισαίοι, μη μπορώντας να το συλλάβουν, εβλασφημούσαν κι' εγόγγυζαν «αφού είδε», λέγει, «ο Ιησούς την πίστι τους, δηλαδή του κλινήρους που κατεβαζόταν και αυτών που τον κατέβαζαν από τη στέγη, λέγει στον παραλυτικό, τέκνο, συγχω­ρούνται οι αμαρτίες σου».

9. Τι μακαρία ονομασία. Ακούει το όνομα «τέκνο» και υιοποιείται από τον ουράνιο Πατέρα και προσκολλάται στον αναμάρτητο Θεό, γενόμενος και αυτός αμέσως αναμάρτητος δια της αφέσεως των αμαρτιών· για ν' ακολουθήση η ανακαίνισις του σώματος, λαμβάνει πρωτύτερα την ψυχή ανωτέρα της α­μαρτίας από τον γνωρίζοντα ότι, αφού πρώτα υπέπεσε η ψυχή στους βρόχους της αμαρτίας, επηκολούθησαν κατά τη δικαία κρίσι του οι νόσοι του σώματος και ο θάνατος.

10. Αλλ' οι Γραμματείς, όταν άκουσαν αυτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λαλεί αυτός βλάσφημα; ποιός μπορεί να αφήση αμαρτίες, εκτός ενός, του Θεού;
Ο δε Κύριος, γνωρί­ζοντας ως ποιητής καρδιών και τους αφανείς λογισμούς των καρδιών των Γραμματέων, λέγει προς αυτούς· «τί διαλογίζεσθε αυτά τα πράγματα στις καρδιές σας; τί είναι ευκολώτερο, να ειπώ στον παραλυτικό, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του ειπώ, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;».
Επειδή κατά τους Γραμματείς ο Κύριος αδυνατούσε να θεραπεύση τον παράλυτο, κατέφυγε προς το αφανές μέρος, την άφεσι των αμαρτημάτων, που και μόνο να την ειπής με τον λόγο, και μάλι­στα τόσο αυθεντικώς και προστακτικώς, είναι μεν βλάσφημο, αλλά εύκολο και στου καθενός το χέρι.
Γι’ αυτό λέγει προς αυτούς ο Κύριος, εάν ήθελα να εκφέρω κενούς λόγους, που δεν έχουν αποτέλεσμα σε πράξεις, θα ήταν εξ ίσου εύκολο να ειπώ χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα και την έγερσι του παραλυτικού και την άφεσι των αμαρτιών.
Για να μάθετε όμως ότι ο λόγος μου δεν είναι ανενεργός, και ότι δεν κατέφυγα στην άφεσι της αμαρτίας επειδή τάχα αδυνατώ να προσφέρω την θεραπεία της νόσου, αλλ' έχω εξουσία θεϊκή επί της γης, ως Υιός ομοούσιος με τον ουράνιο Πατέρα, αν και έγινα ομοούσιος με σας τους αχαρίστους κατά σάρκα - τότε λέγει στον παραλυτικό-, «σου λέγω, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου· και αμέσως εσηκώθηκε και παίρνοντας το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων».

11. Είναι αντίθετα προς τους διαλογισμούς των Γραμματέων και ο λόγος και το θαύμα τούτο, σε μερικά όμως σημεία και συμφωνούν. Πραγματικά το ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί αφ' εαυτού να συγχωρήση αμαρτίες, το αποδεικνύουν αληθινό, εκείνο όμως των Φαρισαίων, το ότι ο Χριστός είναι ψιλός άν­θρωπος αλλ' όχι Θεός παντοδύναμος, το αποδεικνύουν ψευδές και ασύνετο· διότι αυτό, που δεν είδε ποτέ κανείς ούτε άκουσε, εφανερώθηκε τώρα, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, που έχει διπλή φύσι και ενέργεια· ελάλησε κατά τον τρόπο μας ως άνθρωπος, έκαμε όσα θέλει με μόνο τον λόγο του και το πρόσταγμά του ως Θεός και επιβεβαίωσε με τα έργα ότι και στην αρχή, κατά το ψαλμικό, αυτός τα πάντα «είπε και έγιναν, διέταξε και εκτίσθηκαν» (Ψαλ. 32, 9).
 Γι' αυτό και τώρα στο λόγο του αμέσως επακολού­θησε το έργο. Πραγματικά αμέσως εσηκώθηκε ο παραλυτικός «και αφού πήρε το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων, ώστε να θαυμάζουν όλοι».
Η μεν άφεσις των πταισμά­των με τον λόγο ενεργείται και από τους ανθρώπους, αν κάμη κάποιος πταίσμα σε βάρος τους, ασθένεια δε, και μάλιστα τόσο σοβαρή, να φυγαδευθή με πρόσταγμα και λόγο μόνο είναι στην εξουσία μόνο του Θεού.
Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής επισημαί­νει ότι εθαύμασαν όλοι όσοι είδαν και εδόξασαν τον Θεό, δηλαδή ασφαλώς τον ίδιο τον εκτελεστή του παραδόξου τούτου έργου, μάλλον δε αυτόν που πράττει ένδοξα και εξαίσια έργα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός· «έλεγαν, ότι ποτέ έως τώρα δεν είδαμε τέτοια πράγματα».

12. Αλλ' εκείνοι μεν αποδίδοντας την δοξολογία με λόγια και παρουσιάζοντας το θαύμα μεγαλύτερο από τα προηγούμενα έλεγαν αυτά, ποτέ δεν είδαμε έως τώρα τέτοια πράγματα, εμείς όμως που δεν μπορούμε να λέγωμε τώρα τούτο (διότι είδαμε πολλά και πολύ μεγαλύτερα από αυτό θαύματα που ετελέσθηκαν όχι μόνο από τον Χριστό, αλλά και από τους μαθητάς του και τους διαδόχους των στη συνέχεια με μόνη την επίκλησι του ονόματος του Χριστού)· εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας τον δοξάσωμε με έργα τώρα, λαμβάνοντας και το θαύμα τούτο αναγωγικώς ως υπόδειγμα προς την αρετή.
Διότι ο καθένας από τους προσ­κολλημένους στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή, κατακείμενος επάνω στην κλίνη της ηδυπαθείας και της φαινομενι­κής σαρκικής ανέσεως επάνω σ' αυτήν· αλλ' όταν πειθόμενος στις ευαγγελικές παραινέσεις με την εξομολόγησι κατανικά τις αμαρτίες του και την από αυτές προκληθείσα παράλυσι της ψυ­χής του, φέρεται προς τον Κύριο από τις εξής τέσσερις δυνά­μεις· την αυτοκριτική, την εξομολόγησι των προηγουμένων αμαρτιών, την υπόσχεσι αποχής από τα κακά στο μέλλον και την δέησι προς τον Θεό.
Αλλ' αυτά δεν μπορούν να φέρουν κοντά στο Θεό, αν δεν ξεσκεπάσουν την οροφή, ρίπτοντας κάτω τα κεραμίδια και το χώμα και τα άλλα υλικά. Όροφος δε είναι σ' εμάς το λογιστικό της ψυχής, εφ' όσον ευρίσκεται επά­νω από όλα όσα είναι σ' εμάς· έχει δε τούτο πολύ υλικό ευρι­σκόμενο επάνω του, την σχέσι προς τα πάθη και τα γήινα.
Όταν λοιπόν αυτή η σχέσις λυθή και αποτιναχθή από τα τέσ­σερα προλεχθέντα, τότε πραγματικά μπορούμε να κατεβασθούμε, δηλαδή να ταπεινωθούμε αληθινά και να προσπέσωμε και να προσεγγίσωμε τον Κύριο, να ζητήσωμε και να λάβωμε από αυτόν την θεραπεία.

13. Πότε δε γίνονται αυτά τα έργα της μετανοίας; Γίνονται όταν ήλθε ο Ιησούς στην πόλι του, δηλαδή μετά την σαρκική επιδημία του στον κόσμο, ο οποίος είναι δικός του αφού εκτίσθηκε από αυτόν, όπως λέγει περί αυτού και ο ευαγγελιστής, ότι «ήλθε στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον υποδέχθη­καν σ' εκείνους δε που τον υποδέχθηκαν έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού, σ' αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του» (Ιω. 1, 11).
Γι' αυτό και ο παραλυτικός νους, όταν προσκύνησε με τόση πίστι, ακούει αμέσως από αυτόν το όνομα «τέκνο» και λαμβάνει την άφεσι και την θεραπεία· και όχι μόνο αυτά αλλά προσλαμ­βάνει και δύναμι να σηκώνη και μεταφέρη το κρεββάτι στο οποίο ήταν ξαπλωμένος.
Ως κρεββάτι δε να εννοήσης το σώμα στο οποίο είναι προσδεδεμένος και δια του οποίου επιδίδεται στα έργα της αμαρτίας ο νους που ακολουθεί τις σαρκικές ορέξεις.

14. Μετά τη θεραπεία όμως ο νους μας άγει και φέρει το σώμα σαν υποχείριο και δι' αυτού επιδεικνύει τους καρπούς και τα έργα της μετανοίας· ώστε όσοι βλέπουν, να δοξάσουν τον Θεό, βλέποντας σήμερα ευαγγελιστή τον χθεσινό τελώνη, απόστολο τον διώκτη, θεολόγο τον ληστή, υιόν του ουρανίου Πατρός τον προηγουμένως ζώντα με τους χοίρους, εάν δε θέλης, και σχεδιάζοντα μέσα του αναβάσεις και πορευόμενο από δόξα σε δόξα με την καθημερινή προκοπή προς το ανώτερο.
Γι' αυτό και ο Κύριος λέγει προς τους ιδικούς του, «έτσι ας λάμψη το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να ιδούν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον επουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5, 16). Λέγει δε τού­το, για να παραγγείλη όχι να επιδεικνύωνται, αλλά να πολιτεύωνται θεοφιλώς.
Όπως δε το φως ελκύει ανέτως τους οφθαλ­μούς των ορώντων, έτσι και η θεοφιλής διαγωγή μαζί με τους οφθαλμούς προσελκύει και τη διάνοια.
Και όπως πάλι στην περίπτωσι του ηλιακού φωτός δεν επαινούμε τον αέρα που μετέ­χει της λαμπρότητος, αλλά τον ήλιο που έχει και παρέχει την αυγή της λαμπρότητος, και αν επαινέσωμε τον αέρα ως φωτει­νό, πολύ περισσότερο πρέπει τον ήλιο· έτσι και με εκείνον που δια των έργων της αρετής επιδεικνύει την λαμπρότητα του ηλίου της δικαιοσύνης· διότι αυτός, μόλις ιδωθή, σύρει προς την δόξα του επάνω στους ουρανούς Πατρός του ηλίου της δι­καιοσύνης Χριστού.

15. Και για να παραλείψω τώρα εγώ τις μεγαλύτερες αρετές θα αναφέρω τούτο· όταν μέσα στην ιερά εκκλησία παραστεκόμενος στον Θεό μαζί με σας στραφώ και ιδώ αυτούς που ανα­πέμπουν τους ύμνους και τις δεήσεις προς τον Θεό με σύνεσι και κατάνυξι ή κάποιον που στέκεται σιωπηλός και ακούει σύννους, ενθουσιάζομαι αμέσως και με μόνη τη θέα αυτή και γεμί­ζω αγαλλίασι και δοξάζω τον ουράνιο Πατέρα Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να πράξη κανείς κανένα καλό και δια του οποίου κατορθώνεται κάθε επίτευγμα των ανθρώπων.

16. Αλλά τί θα ειπούμε τώρα προς αυτούς που ούτε σιωπηλοί στέκονται ούτε συμψάλλουν, αλλά συναντούν αλλήλους και αναμιγνύουν τη λογική προς τον Θεό λατρεία μας με κοσμική συναναστροφή, ώστε ούτε αυτοί ακούουν τα ιερά και θεόπνευστα λόγια κι' εκείνους που θέλουν ν' ακούουν εμποδίζουν;
«Έως πότε, αγαπητοί, θα χωλαίνετε κι' από τα δύο πόδια», θα έλεγε ο θεσβίτης Ηλίας (Γ’ Βασ. 18, 21), θέλοντας να επιδίδεσθε συγχρόνως με την προσευχή και σε λόγους ακαίρους και γηίνους και μη κατορθώνοντας φυσικά κανένα από τα δύο, αλλά καταστρέφον­τας το ένα με το άλλο, μάλλον δε φθείροντας αυτά δι' αλλήλων;
Έως πότε κι' εδώ δεν θ' αποφύγετε τα λόγια της ματαιότητος, αλλά θα κάμετε τον οίκο της προσευχής οίκο εμπορείας ή λόγον εμπαθείας, οίκο στον οποίο λέγονται και ακούονται λόγια αιώνιας ζωής, αλλά από εμάς καθώς ζητούμε από τον Θεό με ακαταίσχυντη ελπίδα την αιώνια ζωή, αλλά δε από τον Θεό κα­θώς την προσφέρει σ' αυτούς που την ζητούν με όλη την ψυχή και τη διάνοια, αλλ' όχι σ' αυτούς που δεν στρέφουν ούτε καν όλη τη γλώσσα προς την αίτησι;

17. Τώρα, αδελφοί, η θυσία μας προς τον Θεό δεν τελείται με φωτιά, όπως επί του Μωυσέως, αλλά δια λόγου. Τότε λοιπόν, όταν ο Θεός εδεχόταν την θυσία φερομένην προς τα άνω με πυρ, οι μαζί με τον Κορέ επαναστάτες, επειδή προσέφεραν ξένο απ’ έξω πυρ, κατεκάησαν από το ιερό πυρ που ώρμησε προς αυτούς αυτομάτως (Αρ. 16, 34).
Ας φοβηθούμε λοιπόν κι' εμείς μήπως, φέροντας απ' έξω ξένους λόγους στο λογικό τούτο θυ­σιαστήριο του Θεού, στην Εκκλησία δηλαδή, κατακριθούμε τελεσιδίκως από τους θείους λόγους που είναι σ' αυτήν, καθι­στώντας έτσι τους εαυτούς μας αξίους της απαισίας φωνής και καταδίκης.
Ναι, ας φοβηθούμε, παρακαλώ, και όσο είμαστε εδώ να προσφέρωμε την ικεσία παριστάμενοι στον Θεό με φόβο· όταν δε εξέλθωμε από εδώ, θα επιδείξωμε την από εδώ μεταβολή των τρόπων προς το καλύτερο, μη γοητευόμενοι από κέρδη, και μάλιστα άδικα, αποφεύγοντας όρκους και μάλιστα τους ψευδείς, απέχοντας αισχρών λόγων, πολύ δε περισσότερο των σχετικών με αυτά πράξεων, της καταλαλιάς, του δόλου, της μεγαλαυχίας, διαπαιδαγωγώντας και κινώντας με θεόφρονα νου κάθε μέλος και αίσθησι, και φέροντας το σώμα και αναβιβά­ζοντάς το με λόγο και θείο φόβο, αλλά μη καταβιβαζόμενοι και κατεχόμενοι από το σώμα προς τις χαμερπείς και βδελυρές ορέξεις· διότι εμάθαμε από τον Παύλο κι' εγνωρίσαμε ότι, αν μεν ζούμε σαρκικώς, πρόκειται ν' αποθάνωμε, αν δε θανατώνωμε με το πνεύμα τις πράξεις του σώματος, θα ζήσωμε αιωνίως (Ρωμ. 8, 13).

18. Και τώρα ας κινήσωμε όλους όσοι μας βλέπουν σε δοξολόγησι του Θεού, αφού γνωρίσουν καλά ότι ο οίκος αυτός φέ­ρει μέσα του τον Χριστό, που σφίγγει τους παραλύτους κατά την ψυχή και παραγγέλλει να σηκώνουν και ανεβάζουν προς αυτόν με πνευματικό και θεοφιλή λογισμό τις σωματικές αι­σθήσεις και αντιλήψεις, αλλά να μη φέρωνται και καταρρίπτωνται από αυτές ασυνέτως· και έτσι να υπάγουν στον πρα­γματικά δικό μας οίκο, δηλαδή στον ουρανό και στον υπερουράνιο χώρο, όπου ευρίσκεται τώρα ο Χριστός, ο κληρονόμος και κληροδότης μας.

19. Σ' αυτόν πρέπει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.


Πηγή Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»
Πηγή στο διαδίκτυο  alopsis.gr