Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ ΖΑΚΧΑΙΕ .....

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ
Kυριακάτικα και εόρτια κηρύγματα σταχυολογημένα από την προσωπική βιβλιοθήκη και το διαδίκτυο
 

Ιερόθεος Βλάχος, μητρ.: "Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι" (ΙΕ΄ Λουκά)


«Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι»
(Λουκ. ιθ’ 5)

Απόδοση στα Νεοελληνικά
«Ζακχαίε, κάνε γρήγορα και κατέβα»
(Λουκ. ιθ’ 5)

Ο Ζακχαίος ικανοποιώντας τις μεταφυσικές του αναζητήσεις επεδίωξε να συναντήσει τον Χριστό και Εκείνος δείχνοντας τον σκοπό της ενανθρωπήσεώς Του τον εκάλεσε σε μια προσωπική συνάντηση: «Ζακχαίε» του είπε «κάνε γρήγορα και κατέβα γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου».


Λίγες σκέψεις θα διατυπώσουμε για την προσωπική συνάντηση με τον Χριστό.

Η κοινωνία του ανθρώπου με τον Χριστό και του Χριστού με τον άνθρωπο είναι κυρίως ένα προσωπικό γεγονός.

Ο Χριστός δεν συναντάται με την μάζα, αλλά με τα πρόσωπα, που είναι άξια να δεχθούν την θεία Του διδασκαλία και να ακούσουν το ουράνιο κάλεσμά Του.

Ο Χριστός είναι Πρόσωπο. Το ίδιο και ο άνθρωπος. Επομένως μια προσωπική συνάντηση (πρόσωπο με Πρόσωπο) δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες σωτηρίας. Πράγματι η γνώση του Θεού βιώνεται στα όρια της προσωπικής σχέσεως.

Έκφραση αυτής της συναντήσεως και της κοινωνίας είναι η προφορά του ονόματος. Ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο με το όνομά του (που είναι πολύ προσωπικό του) και ο άνθρωπος καλεί τον Θεό με το όνομά Του. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».

Ο ίδιος ο Χριστός που είναι «ο ποιμήν ο καλός» φανέρωσε αυτήν την προσωπική σχέση με το ποίμνιό Του, όταν είπε: «τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά» (Ιω. ι’ 3). Αυτό το βλέπουμε και στην περίπτωση του Αποστόλου Πέτρου. Μετά την ανάστασή Του ο Κύριος τον ερωτά: «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων;» Και ο Πέτρος απαντά: «Ναι Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε» (Ιω. κα’ 15). Επίσης το ίδιο βλέπουμε στην περίπτωση της Μαρίας της Μαγδαληνής. Όταν ο Κύριος λέγει «γύναι, τι κλαίεις; τίνα ζητείς;» εκείνη νομίζει ότι είναι ο κηπουρός. Όταν όμως χρησιμοποιεί το όνομά της «Μαρία» τότε εκείνη αμέσως αναγνωρίζει τον Κύριό της και διδάσκαλό της.

Η συνάντηση του Χριστού με τον Ζακχαίο δείχνει ακόμη τις πραγματικές προϋποθέσεις μιας προσωπικής συναντήσεως.

Και αυτή η προϋπόθεση είναι η έκσταση. Ο Κύριος κατέβηκε από τον ουρανό στην γη για να συναντήσει τον άνθρωπο και να διαλεχθεί μαζί του, με σκοπό την σωτηρία του. Και ο Ζακχαίος ανέβηκε από την γη στο δέντρο για να δει τον Χριστό και να ακούσει τον θείο Του λόγο. Και οι δυο έκαναν μια έξοδο και συναντήθηκαν πραγματικά και ουσιαστικά. Ιδίως ο Ζακχαίος επέτυχε την προσωπική συνάντηση γιατί έκανε τρέλλες. Δεν ήταν λίγο πράγμα, πλούσιος αυτός, αρχιτελώνης με μια κοινωνική θέση να ανεβεί επάνω στο δέντρο για να δει ένα Ναζαρηνό. Αυτή όμως η έξοδος από την καλή ιδέα για τον εαυτό του και την «αξιοπρέπειά» του είχε συνέπεια την σωτηρία του.

Αυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος συναντάται με τον Χριστό στα όρια της προσωπικής σχέσεως, όταν κάνει τρέλλες. Όταν δηλ. αφανίζει την ψευδαίσθηση της πληρότητας και της αυτάρκειας, όταν παύει να υπολογίζει την γνώμη του κόσμου, και όταν αναζητά παρθενικά και αληθινά τον Χριστό, έστω κι αν όλοι τον κοροϊδεύουν, τότε συναντά τον Κύριο.

Η προσωπική και σωτήριος συνάντηση με τον Χριστό γίνεται μέσα στην Εκκλησία που είναι το ευλογημένο και ένδοξο Σώμα Του και κοινωνία προσώπων.

Η Εκκλησία κατά το Βάπτισμα δίδει στον άνθρωπο το όνομά του και με αυτό έκτοτε τον γνωρίζει. Του δίδει προσωπικά την θεία Χάρη και προσωπικά του προσφέρει το μήνυμα της σωτηρίας. Με το όνομά του του συγχωρεί τις αμαρτίες, τον στεφανώνει, τον χειροτονεί Ιερέα, του δίδει τα θεία Δώρα, δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, τον συνοδεύει στην άλλη ζωή με την εξόδιο ακολουθία.

Αφού λοιπόν η Εκκλησία είναι κοινωνία προσώπων, σημαίνει πως αν θέλουμε την σωτηρία μας είναι ανάγκη να την αισθανόμαστε, ως τον χώρο της προσωπικής μας συναντήσεως με τον Χριστό και όχι απλώς με την εξωτερική επαφή μαζί Του. Άλλωστε με την θεία Του Χάρη ενούμεθα μαζί Του.

Άρα δεν πρέπει να ζούμε στην εκκλησία σαν άτομα, αφού η ίδια της δεν θέλει να μιλάει σε μάζα και να θεωρεί τους πιστούς σαν όχλο, αλλά θέλει να μιλάει και να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους προσωπικά. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά της Εκκλησίας ιδίως σήμερα που όλοι πασχίζουν να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε άτομα, σε όχλο για να τους οδηγούν όπου αυτοί θέλουν.

Πολλοί σήμερα κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν κάνει μεγάλο κοινωνικό έργο και ασχολείται μόνον με την λατρεία, ή μάλλον δίδει προτεραιότητα σ’ αυτήν. Όμως αυτή η ένσταση δείχνει την τρομερή αδυναμία που έχουν να προσπελάσουν στον λυτρωτικό χώρο της Εκκλησίας μας. Αλλά η Εκκλησία κάνει μεγάλο κοινωνικό έργο. Διαθέτει άφθονη κοινωνική εργασία. Και μόνον ένας αντικειμενικός ερευνητής μπορεί αυτό να το διαπιστώσει. Επίσης μπορεί να διαπιστώσει ότι την κάνει σωστά και αληθινά. Εν τούτοις όμως, παρά την μεγάλη κοινωνική εργασία, αποφεύγει να καταγίνεται μόνο με αυτή για να ξεπεράσει τον μεγάλο πειρασμό να μαζοποιήσει τους ανθρώπους. Εργάζεται περισσότερο προσωπικά, με την εξομολόγηση, τις προσωπικές σωτήριες συναντήσεις, παρά «κοινωνικά», όπως το εννοεί ο κόσμος, γιατί πολλές φορές με την κοινωνική εργασία καταστρέφεται το πρόσωπο, αφού ο άνθρωπος γίνεται απλώς ένα νούμερο, ένας αριθμός, οπότε χάνει την ελπίδα της σωτηρίας. Οι στατιστικές έρευνες για τους πτωχούς, τους γέροντας κλπ. ή η συλλογική προσφορά εργασίας (οικοτροφείο με τόσα παιδιά που τρώνε, πίνουν κλπ.) μας βοηθούν να εργαζόμαστε κοινωνικά, όμως τις περισσότερες φορές δεν μας αφήνουν να εργασθούμε φιλάνθρωπα. Είναι προτιμότερο να δώσουμε στον άλλον την εσωτερική γαλήνη και ασφάλεια, παρά να περιορίζουμε το έργο μας σε εξωτερικές προσφορές.

Καταλήγοντας λέμε πως είναι ανάγκη στις κρίσιμες ημέρες που διερχόμαστε να θεωρούμε την Εκκλησία σαν κιβωτό της προσωπικότητος και όχι σαν υπουργείο κοινωνικών υπηρεσιών, σαν κιβωτό σωτηρίας και όχι σαν αίθουσα διαλέξεων και συζητήσεων. Τότε σαν τον Ζακχαίο θα απολαύσουμε την σωτηρία μας.

-----------------------------------------------------------------------------------
πηγή: «Όσοι Πιστοί», Εκδόσεις Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Λειβαδιά)

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Η´ Ματθαίου (Ματθ. ιδ, 14-22)

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Η´ Ματθαίου (Ματθ. ιδ, 14-22)



Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. ᾿Οψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῎Ερημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. ῾Ο δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.

Ἀπόδοση στή νεοελληνική

Εκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε πολὺν κόσμο καὶ τοὺς σπλαχνίστηκε, καὶ γιάτρεψε τοὺς ἀρρώστους των. ῞Οταν ἔπεσε τὸ δειλινό, τὸν πλησίασαν οἱ Μαθητές του καὶ τοῦ εἶπαν· ῾Ο τόπος εἶναι ἐρημικός, καὶ ἡ ὥρα πιὰ περασμένη. Διῶξε τὸν κόσμο νὰ πᾶνε στὰ χωριὰ γιὰ ν᾿ ἀγοράσουν φαγητὰ νὰ φᾶνε. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε· Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ φύγουν, δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε. Δὲν ἔχουμε ἐδῶ παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια, τοῦ ἀπαντοῦν. Φέρτε μοῦ τα ἐδῶ, τοὺς λέει. Κι ἀφοῦ πρόσταξε τὸν κόσμο νὰ καθίσει γιὰ φαγητὸ πάνω στὸ χορτάρι, πῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, τὰ εὐλόγησε, ἔκοψε τὰ ψωμιὰ σὲ κομμάτια καὶ τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητές, καὶ οἱ μαθητὲς στὸ πλῆθος. ῎Εφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν. Καὶ μάζεψαν τὰ περισσεύματα ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα. Αὐτοὶ ποὺ ἔφαγαν ἦταν περίπου πέντε χιλιάδες ἄντρες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. ᾿Αμέσως ὕστερα ὁ ᾿Ιησοῦς ὑποχρέωσε τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ καΐκι καὶ νὰ πᾶνε νὰ τὸν περιμένουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ὡσότου αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη.

Πηγή: Ι.Ν. Αγίων Χαραλάμπους & Αντωνίου Κρύα Ιτεών Πατρών
You might also like:

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου:Χωρίς Χριστό εξασθενεί και πεθαίνει η ψυχή και το σώμα.

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου:Χωρίς Χριστό εξασθενεί και πεθαίνει η ψυχή και το σώμα.



Τὸν θαυμαστὸ χορτασμὸ τῶν πέντε χιλιάδων μᾶς περιγράφει σήμερα ὀΕὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Πέντε χιλιάδες ἄνδρες, δίχως νὰ ὑπολογίζονται τὰγυναικόπαιδα, σήμερα χορταίνουν τὸν ἐπίγειο ἄρτο καὶ γεύονται στὴν γλυκύτητα τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Ἐπουρανίου Ἄρτου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Χιλιάδες ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς γύρω πόλεις ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ μίαἐρημικὴ τοποθεσία, περιμένοντας νὰ χορτάσουν ἀπὸ τὰ θεῖα λόγια Του,ἀναμένοντας μὲ ἐλπίδα τὰ θαυμαστὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα κανεὶς ἕως τότε δὲν εἶχεἐπιτελέσει. Ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα τοῦΝαζωραίου Διδασκάλου, δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία νὰ Τὸν δῆ καὶ νὰ Τὸν ἀκούσῃἀπὸ κοντά. Πεινασμένος γιὰ θαῦμα καὶ διψασμένος γιὰ διδασκαλία, ἀδιαφορεῖγιὰ τὴν πεζοπορία. Κι ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ χορταίνει καὶ ξεδιψᾶ. Μὰ ὁ Χριστὸς δὲν χορταίνει μόνον τὴν ψυχή τους· χορταίνει καὶ τὸ σῶμα τους. Ἐπιτελεῖ τὸθαῦμα, διότι εἶναι χορηγὸς ἀγαθῶν, πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν. 
Πολλαπλασιάζει τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν σωματική τους πεῖνα· περισσεύουν μάλιστα καὶ δώδεκα γεμάτα κοφίνια.

Ὁ Χριστός μας, ἀγαπητοί μου, εἶναι πλούσιος καὶ πλουσιοπάροχα μοιράζει τὶς εὐλογίες Του. Δὲν εἶναι φειδωλὸς στὶς δωρεές Του. Δίνει παραπάνω ἀπ’ ὅσα χρειαζόμαστε, γιατὶ θέλει νὰ μᾶς φανερώσῃ τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας Του καὶ παράλληλα νὰ μᾶς ὑποδείξῃ νὰ ἀσκοῦμε κι ἐμεῖς τὴν φιλανθρωπία χωρὶς δισταγμό, φειδωλότητα καὶ τσιγκουνιά.

Ἕνας τύπος τῆς θείας λειτουργίας εἶναι τὸ σημερινὸ θαῦμα. Μέσα στὸ μεγάλο μυστήριο ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς μελίζεται καὶ διαμερίζεται, χωρὶς νὰ δαπανᾶται, χωρὶς νὰ τελειώνῃ. Δίνεται πρὸς βρῶσιν καὶ σωτηρίαν στὰ ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν, ποὺ χαίρονται νὰ ἑνώνονται μαζί Του. Αὐτοὶ ποὺ λιμοκτονοῦν ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους, βρίσκουν στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὴν τροφὴ ποὺ χορτάζει τὴν πεινασμένη ψυχὴ καὶ τὸ πεινασμένο γιὰ ἁγιασμὸ σῶμα. Κομματιάζει ὁ Χριστὸς σήμερα τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ περισσεύουν δώδεκα κοφίνια, γιατὶ καὶ στὴλειτουργία ὀ Ἴδιος κομματιάζεται ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἐντούτοις παραμένει ἀδιαίρετος καὶ ἀδαπάνητος. Περισσεύει γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, διότι ὁ Χριστὸς δὲν διαιρεῖται. Βρίσκεται ὁλόκληρος σὲ κάθε μερίδα τοῦἁγιασμένου ἄρτου, διότι δίνεται ὁλοκληρωτικὰ στὸν καθένα μας καὶ δὲν τσιγκουνεύεται νὰ χαρίσῃ ὅλον Του τὸν Ἑαυτό, διότι εἶναι ἄφθαρτος καὶἀληθινός, διότι ἡ σωτηρία μας δὲν γίνεται ἀποπασματικά, διότι τὸκομματιασμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινο πρόσωπο δὲν ἑνοποιεῖται ἁπὸ ἕνα διασπασμένο καὶ διαιρεμένο Σωτῆρα. Βρίσκεται ὁλόκληρος σὲ κάθε μερίδα τοῦἁγιασμένου ἄρτου, διότι τὸ ἀναστημένο Του Σῶμα εἶναι ὑπερβατικὸ τοῦ χρόνου καὶ ἀκέραιο, ἐνῶ ὁ χρόνος μερίζει καὶ κομματιάζει τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Χωρὶς τροφὴ τὸ σῶμα μας ἐξασθενεῖ καὶ πεθαίνει. Χωρὶς Χριστὸ ἐξασθενοῦν καὶ πεθαίνουν πνευματικὰ καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς, εἶναι ὁ ΙΧΘΥΣ, εἶναι τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», τὸ ζωντανὸ νερὸ ποὺ ἀναβλύζει στὶς καρδιὲς καὶ τὶς ξεδιψᾶ. Κι ἔρχεται σὲ ἕνα πεινασμένο κόσμο νὰ προσφερθῇ«πρὸς βρῶσιν καὶ πόσιν καὶ τέρψιν». Αὐτὴν τὴν ὥρα κάποιοι συνάνθρωποί μας πεθαίνουν ἀπὸ ἀσιτία. Καὶ σίγουρα περισσότεροι πεθαίνουν ἀπὸ πνευματικὴπεῖνα, γιατὶ δὲν ἔχουν ἀντιληφθεῖ ποιά εἶναι ἡ τροφὴ ποὺ χαρίζει τὴν ἀθανασία. Κανεὶς δὲν τρώει μιὰ φορὰ τὸν χρόνο, γιὰ νὰ ζήσῃ, ἀλλὰ καθημερινῶς, ἂν ἔχῃβεβαίως αὐτὴν τὴν πολυτέλεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσῃπραγματικά, θὰ πρέπῃ καθημερινῶς νὰ τρώῃ «τὸν Ἄρτον τῆς Ζωῆς τὸνἐπιούσιον».
Μεγάλο τὸ σημερινὸ θαῦμα. Ἀλλ’ ἀκόμη μεγαλύτερο τὸ θαῦμα ποὺ τελεῖται στὶς ὀρθόδοξες ἐκκλησίας. Διότι στὸ πρῶτο μοιράστηκε «βρῶσις ἀπολλυμένη»,ἐνῷ στὸ δεύτερο μοιράζεται «βρῶσις ἡ μένουσα εἰς ζωὴν αἰώνιον». Μεγάλο τὸπλῆθος ποὺ μᾶς περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής· ἀκόμη μεγαλύτερο ὁμως τὸ πλῆθος τὸ χορτασμένο σὲ Χριστό.

Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη ὁ Κύριος μᾶς διαβεβαιώνει πὼς «ὁ ἐρχόμενος πρός Με οὐ μὴ πεινάσῃ καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε». Ὁ Χριστὸς μᾶς προσκαλεῖ ὅλους σὲ ἕνα χορταστικὸ δεῖπνο, στὸ μυστικὸ δεῖπνο, ὅπου συνδαιτημόνες δὲν εἶναι οἱ μαθητές Του, ἀλλὰ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ σήμερα ἤρθαμε σὲτοῦτο τὸ Ναό. Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ μᾶς σερβίρει κι Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ σερβίρεται. Τὸτραπέζι Του εἶναι πάντα γεμάτο. «Τρυφήσατε πάντες· μηδεὶς ἐξέλθοι πεινῶν». Σὲλίγες στιγμὲς θὰ ξεκινήσῃ καὶ πάλι ἕνα μεγάλο φαγοπότι. «Γεύσασθε καὶ ἴδετεὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος». Δοκιμάστε, ἀδελφοί μου, τὸν πιό νόστιμο ἄρτο καὶ τὸ πιό γλυκὸ κρασί. Προσέλθετε μὲ φόβο Θεοῦ, πίστη καὶ ἀγάπη, γιὰ νὰ γευθῆτε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, νὰ ἑνωθῆτε μαζί Του, νὰ Τὸν κοινωνήσετε καὶ νὰ Σᾶς κοινωνήσῃ, νὰ κοινωνήσετε ὁ ἕνας τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, νὰ ζήσετε τὴν κοινὴ ζωὴτοῦ ποτηρίου ποὺ παρέχει ἀθανασία, ἀληθινὴ χαρὰ καὶ παντοτινὴ εὐφροσύνη.


π. Στυλιανός Μακρής

     

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

ΥΠΟΜΝΗΜΑ- KAT ΙΩΑΝΝΗ


ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Κάτ' ἐλευθέραν 'Απόδοσιν

Εἰς τό κατά 'Ιωάννην Εὐαγγέλιον.

 

«'Εν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν». Δέν ἀναφέρει πρῶτα τόν Πατέρα, ὡς γνωστόν εἰς ὅλους τούς 'Ιουδαίους, ἀναφέρει τόν Λόγον, διότι ἐπρόκειτο νά διδάξῃ, ὅτι εἶναι Μονογενής Υἱός, ἀπαθής καί δείξῃ, ὅτι ἡ γέννησίς Του δέν ἦτο παθητή κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα.

Δέν ἀναφέρεται εἰς τήν οὐσίαν τοῦ Πατρός, διότι εἶναι ἄγνωστη, ἀλλά ἀφήνει ἀκολούθως νά ἐννοηθῇ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν του. 'Εν συνεχείᾳ ὀνομάζει τόν Λόγον, ὄχι ἁπλῶς λόγον διά νά διακρίνεται ἀπό τούς ἄλλους λόγους, ἀλλά οὐσίαν ὑπαρκτήν προελθοῦσαν ἀμετατρέπτως ἀπό τόν Θεόν, καί φῶς καί ζωήν, διότι μᾶς ἐχάρισε τό φῶς τῆς γνώσεως καί δι' αὐτοῦ τήν ζωήν. Τό ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, αὐτό τό «ἦν», εἶναι δηλωτικόν μόνον τῆς ἀϊδίου καί ἀνάρχου ὑπάρξεως, ἤτοι ἡ κατ' ἐξοχήν ἰδιότης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τό δεύτερο «ἦν» (καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν), εἶναι δηλωτικόν τῆς ὑπάρξεως ἐν σχέσει πρός κάποιον ἄλλον. Διά νά μή δέ θεωρηθῇ καί ὡς ἀγέννητος ὁ Λόγος, (ἀφοῦ ἐν ἀρχῇ  ἦν), ἀμέσως τό μετριάζει μέ τό δεύτερο «ἦν» πρός τόν Πατέρα, προτοῦ εἴπη τί ἦτο, συμπληρώνει, «καί Θεός ἦν ὁ Λόγος».'Εάν ὁ Υἱός δέν ἦτο γεννητός, ἀλλά κτιστός, τότε θά ἔλεγεν, «ἐν ἀρχῇ ἔπλασεν ὁ Θεός τόν Λόγον». Οἱ ἀντιφρονοῦντες προβάλλουν τό τοῦ 'Αποστ. Πέτρου, «ὅτι ὁ Θεός Κύριον καί Χριστόν αὐτόν ἐποίησεν» ἀποσιωποῦντες τό ἐν συνεχείᾳ «τοῦτον τόν 'Ιησοῦν ὅν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε».

'Αλλά τά λεγόμενα, ἄλλα ἀναφέρονται εἰς τήν Θεότητα (ἀνέπαφον φύσιν του) καί ἄλλα εἰς τήν Θείαν οἰκονομίαν (τήν ἐνσάρκωσίν Του)  «καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο».῎Αν τά ἀνωτέρω ἀναφέρωνται μόνον εἰς τήν Θεότητα, τότε τό Θεῖον εἶναι παθητόν. ῎Αν ὅμως εἶναι παθητόν, τότε δέν εἶναι οὔτε κτιστόν. ῎Αλλωστε τά ὀνόματα Κύριος καί Χριστός, δέν εἶναι δηλωτικά τῆς οὐσίας Του, ἀλλά τοῦ ἀξιώματός Του, καί ὁ 'Απόστ. Πέτρος, ὁμιλῶν πρός τούς 'Ιουδαίους, κάμνει λόγον περί τῆς ὅλης οἰκονομίας, καί κατά συνέπειαν τό «ἐποίησεν» ἀναφέρεται εἰς τήν ἔνσαρκον οἰκονομίαν, καί ἡμεῖς ὁμολογοῦμε τήν ἐν χρόνῳ σάρκωσιν, δεδομένου ὅτι δέν ἦσαν εἰς θέσιν νά ἀντιληφθοῦν ἀκόμη οἱ 'Ιουδαῖοι τά περί τῆς Θεότητός Του, διότι ἀπό τήν ἀρχή ὁ Κύριος ἐνομίζετο ὡς προφήτης καί ἁπλῶς κεχρισμένος ἄνθρωπος, καί ἐκ τῶν λόγων καί ἔργων Του ἐφανερώθη τί ἦτο. Δι' αὐτό ὁ Εὐαγγελιστής, ἐπειδή ὁμιλεῖ περί τῆς ἀπεριγράπτου καί προαιωνίου ὑπάρξεως τοῦ Λόγου, ἄφησε τό «ἐποίησεν»καί ἐχρησιμοποίησεν τό «ἦν» πού ἀναφέρεται εἰς τό ἀῒδιον τῆς ὑπάρξεώς Του, πάντα Θεός, κοντά στόν Θεόν, ἀλλά εἰς ξεχωριστήν ὕπαρξιν.

Γεννᾶται τό ἐρώτημα: 'Αφοῦ ὁ Λόγος (Υἱός) προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, ἄρα εἶναι καί μεταγενέστερος τοῦ Πατρός, καί κατά συνέπειαν ἔχει ἀρχήν. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀπαράδεκτον, διότι ὅπως «ἐν ἀρχῇ ἧν ὁ Λόγος» τό αἰώνιον δηλοῖ, ἔτσι καί τό «οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρός τόν Θεόν», τό συναῒδιον δηλοῖ, ὅπως τό «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν», νοεῖται ὅτι πρό πάντων τῶν ὁρατῶν ἐδημιουργήθησαν ταῦτα, ἔτσι καί «τό ἐν ἀρχῇ ἦν πρός τόν Θεόν», πρό πάντων τῶν νοητῶν, ὁ Μονογενής Υἱός ἦτο καί πρίν ἀπό τούς αἰῶνας, ἀφοῦ καί οἱ αἰῶνες δι' Αὐτοῦ ἐγένοντο. Τοῦτο μεταφορικῶς διαφαίνεται ἐκ τοῦ ἡλίου, πού αἱ φωτειναί ἀκτῖνες καί ἡ λάμψις αὐτοῦ, δέν δυνάμεθα νά ἰσχυρισθῶμεν, ὅτι εἶναι μεταγενέστεραι τῆς ἡλιακῆς φύσεως, διότι οὐδέποτε ἐφάνη ὁ ἥλιος ἄνευ λάμψεως καί ἀκτίνων. ῎Αν λοιπόν εἰς τά ὁρατά καί αἰσθητά σώματα ὑπάρχει κάτι πού προέρχεται ἀπό κάποιον ἄλλον καί δέν εἶναι μεταγενέστερον ἐκείνου, διατί ἀπιστεῖς διά τήν νοητήν καί ἀόρατον φύσιν;.

Καθ' ὅμοιον τρόπον συμβαίνει καί μέ τήν προέλευσιν τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ, ὅπως ἁρμόζῃ εἰς τήν οὐσίαν ἐκείνην. Συνεπῶς ὁ Υἱός εἶναι συναῒδιος τοῦ Πατρός καί συνάναρχος. ῎Αν δεχθῶμεν ὅτι κάποια ἀρχή κατέλαβε τόν Υἱόν, τότε μοιραίως καί ὁ Πατήρ ἀνάγεται εἰς ἀρχήν, προγενεστέρα μέν, ἀλλ' ὅμως ἀρχή. Συνεπῶς καί ὁ Πατήρ ἀπό κάποιον προέρχεται, καί ὁ ἐξ οὗ προέρχεται ὁ Πατήρ ἀπό κάποιον ἄλλον κ.ο.κ. καί τελικά θά ἀναζητῶμε ποῖος ἐγέννησε τόν προϋπάρχοντα. Τοιοῦτοι ἀνθρώπινοι συλλογισμοί, εἶναι ἐπισφαλεῖς καί ὁδηγοῦν εἰς τό ἀδιέξοδον καί παραλογισμόν καί παραφροσύνην, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀνώτερος ἀπό χρόνους καί αἰῶνας, ὡς διά τοῦ προφήτου ῾Ησαῒου λέγῃ «ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεός, καί μετ' ἐμέ οὐκ ἔσται».

'Εάν συνεπῶς ὁ Υἱός εἶναι μεταγενέστερος τοῦ Πατρός, τότε θά πρέπει ἤ νά ἀπορρίψωμε τήν οὐσίαν τοῦ Μονογενοῦς ἤ νά παραδεχθῶμε καί ὁμολογήσωμε μίαν Θεότητα μέ ἰδιαιτέραν ὑπόστασιν Πατρός καί Υἱοῦ.῎Αν ὁ Υἱός εἶναι χρονικός, εἶναι μεταγενέστερος τοῦ χρόνου, ἀλλά «πάντα δι' Αὐτοῦ ἐγένοντο», ἄρα καί τοῦ χρόνου.Τοῦτο ὅμως εἶναι παράλογον.῾Ο Εὐαγγελιστής λέγει, «ἐν ἀρχῇ ἦνὅ.» καί ὄχι «ἔγινε ἐκ τοῦ μηδενός» καθώς καί ὁ Θεῖος Παῦλος, «ὁ καλέσας τά μή ὄντα εἰς ὄντα» (Ρωμ. 4,17) πρᾶγμα διάφορον τοῦ ἑνός τοῦ ἄλλου. Καί εἶναι φυσικόν, ἀφοῦ ὁ Θεός οὔτε δημιουργεῖται, οὔτε μαγαλύτερον καί προγενέστερον ἔχει.

῾Ο κτίστης ὑπερέχει ἀσυγκρίτως τῶν κτισμάτων. ῞Οταν λοιπόν τό δημιούργημά του ὁμοιωθῇ μέ τό « ἐκ τοῦ μηδενός» ποῦ εἶναι ἡ ἀσύγκριτος ὑπεροχή του; Διότι ἐάν ὁ Υἱός δέν εἶναι ὁμοούσιος καί συναῒδιος μέ τόν Πατέρα, εἶναι ἄλλος Θεός, εἶναι δημιούργημα, ἀλλά «δι' Αὐτοῦ τά πάντα ἐγένοντο», καί ἐάν ὁ Υἱός εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ὁρατή φύσις θά πρέπει νά ἔγινε μόνον ἀπό τόν Πατέρα. Πρός ἀποφυγή τοιούτου ἀτοπήματος ὁ Εὐαγγελιστής συμπληρώνει «οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρός τόν Θεόν, τά πάντα δι' Αὐτοῦ ἐγένοντο, καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν». Καί ἐφ' ὅσον «χωρίς αὐτοῦ οὐδέ ἕν ἐγένετο», τότε ἐάν δεχθῶμε τόν Υἱόν ὡς δημιούργημα, ὁ Θεός διά νά δημιουργήσῃ ὅλα τά ὁρατά ἤ συνειργάσθη μέ τό δημιούργημά Του, ἤ ὁ Υἱός (Λόγος) συνυπῆρχεν ἄναρχος καί συνάναρχος μέ τόν Πατέρα, συναῒδιος καί ὁμοούσιος, καθώς καί ὁ Θεῖος Παῦλος λέγει, «μήτε ἀρχήν ἡμερῶν, μήτε ζωῆς τέλος ἔχων» (῎Εβρ. 7,3). Τό ἄναρχον, συνάναρχον, ἀτελεύτητον καί συναῒδιον τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, ὁ Εὐαγγελιστής τό φανερώνει μέ τό «ἐν Αὐτῷ ζωή ἦν, καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς  τῶν ἀνθρώπων».'Εφ' ὅσον λοιπόν ὁ Υἱός (Λόγος) εἶναι ὄχι ζωή, ἀλλά «ἡ ζωή», εἶναι δυνατόν ἡ ζωή νά ὑπῆρχε χρονικόν σημεῖον πού νά μή ὑπῆρχεν; ῾Η ζωή δέν ἔχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος. ῎Αρα καί ὁ Υἱός (Λόγος) ἀφοῦ εἶναι «ἡ ζωή», διότι ἐάν ἡ ζωή δέν ὑπῆρχε κάποτε, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ζωή τῶν ἄλλων. 'Εάν ἡ ζωή ἔχῃ ἀρχή  δέν εἶναι ἄπειρος, ἔστω καί ἄν εἶναι ἀθάνατος, διότι τό ἄπειρον πρέπει νά εἶναι καί ἄναρχον καί ἀθάνατον διά νά εἶναι ἄπειρον.

'Εφ' ὅσον λοιπόν ὁ Εὐαγγελιστής, ὀνομάζει Αὐτόν ζωή καί φῶς, καί κατά τήν δημιουργίαν ὑπῆρχε μέ τόν Πατέρα, καί ἐφ' ὅσον τά πάντα δι' Αὐτοῦ ἐγένοντο, καί Αὐτός τά πάντα συνήγαγεν ἐκ τοῦ μή ὄντος, καί τά συνθέτει, καί ὅλα τά φωτίζει, ποῖος θά ἰσχυρισθῇ, ὅτι ὁ Υἱός (Λόγος) δέν εἶναι ἄναρχος, συναῒδιος καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα; Πρός ἄρσιν τοιούτου παραλογισμοῦ καί διά νά δείξῃ τήν ἄπειρον δύναμιν τοῦ Υἱοῦ (Λόγου), προσέθεσε, «καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε». 

Οἱ αἱρετικοί ὅμως παραποιοῦντες τό κείμενον, θέτουν τελείαν εἰς τό «οὐδέ ἕν», καί παρουσιάζουν τό κείμενον «ὅ γέγονε ἐν Αὐτῷ ζωή ἦν» ὅτε ἡ πρότασις γίνεται ἀκατανόητος καί ἄτοπος, καί ἔτσι κάνουν τό ῞Αγιον Πνεῦμα κτιστόν, διότι ἰσχυρίζονται, ὅτι ζωή ὀνομάζεται τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον. 'Αλλά ἡ ζωή ἦτο τό φῶς τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε προκύπτει, ὅτι τό φῶς τῶν ἀνθρώπων, ἦτο τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον. 'Αλλά ὁ Εὐαγγελιστής αὐτόν πού πιό πάνω ὠνόμασε Λόγον, τόν ὠνόμασε καί Θεόν καί ζωή καί φῶς. 'Αφοῦ λοιπόν ὁ Λόγος εἶναι ζωή, αὐτός ὁ Λόγος καί ἡ ζωή ἔγινεν ἄνθρωπος. Διαφορετικά ἄν δεχθῶμε τήν παραποίησιν τῶν αἱρετικῶν, θά πρέπει νά δεχθῶμεν, ὅτι δέν ἐσαρκώθη ὁ Υἱός (Λόγος), ἀλλά ἡ ζωή, τό Πνεῦμα, καί κατά συνέπειαν Μονογενής Υἱός, εἶναι τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον.

'Αλλά πιό κάτω γράφει ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι ὁ 'Ιωάννης ἦλθεν ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός, «οὐκ ἦν ἐκεῖνος τό φῶς». Μέ αὐτούς τούς συλλογισμούς αὐταπόδεικτον εἶναι, ὅτι τά ἀνωτέρω δέν ἐλέχθησαν διά τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον, διότι ἀκόμη δέν ἦτο καιρός νά γίνεται λόγος περί Αὐτοῦ, οὔτε καί διά τήν κτίσιν, ἀλλά διά τόν Υἱόν (Λόγον).

'Αφοῦ μᾶς ὡμίλησεν ὁ Εὐαγγελιστής περί τῆς δημιουργίας «πάντα δι' Αὐτοῦ ἐγένοντο», μᾶς ὁμιλεῖ ἐν συνεχείᾳ καί περί τῆς προνοίας Αὐτοῦ λέγων, «ἐν Αὐτῷ ζωή ἦν καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων», διά νά μή ἀμφισβητήσῃ κανείς, ὅτι δι' Αὐτοῦ ἐδημιουργήθησαν τά τόσα μεγάλα καί σπουδαῖα, διότι οὐδόλως ἠλαττώθη ἡ ἐνέργεια τοῦ Μονογενοῦς, ὅσα καί ἄν ἔγιναν δι' αὐτῆς, ὅπως τό φῶς ὅσας μυριάδας καί ἄν φωτίσῃ, οὐδόλως χάνει ἀπό τήν λάμψιν του, ἔτσι καί ὁ Θεός καί πρίν καί μετά τήν δημιουργίαν, παραμένει ἀνελλειπής, χωρίς νά ἐλαττωθῇ ἤ ἀτονίσῃ ἡ δύναμις καί ἐνέργειά Του, προσέθεσε καί τό «καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων». 'Αλλά συγκεκαλυμμένα καί περί τῆς 'Αναστάσεως μᾶς ὁμιλεῖ ὁ Εὐαγγελιστής λέγων, «καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν». 'Αφοῦ ἦλθεν εἰς ἡμᾶς ἡ ζωή, κατηργήθη ἡ δύναμις τοῦ θανάτου, καί ἀφοῦ ἔλαμψε μέσα μας τό ἀληθινόν φῶς, δέν ὑπάρχει πλέον σκότος, ἀλλά μένει διά παντός μέσα μας ἡ ζωή, καί ἔτσι ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά τήν καταλάβῃ. ῞Ωστε ὅ,τι ἐλέχθη διά τόν Πατέρα μπορεῖ νά λεχθῇ  καί ἐν προκειμένῳ, «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν». Τό αὐτό λέγει καἰ ὁ 'Απόστολος Παῦλος, «ὅτι ἐν Αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα, ἐν Αὐτῷ συνέστηκεν» (Κολασ. 1, 16-17). Σκότος ὀνομάζει τόν θάνατον καί τήν πλάνην. Τό αἰσθητόν φῶς δέν φέγγει ὅταν εἶναι τό σκότος, ἐνῶ τό νοητόν φῶς, ἤτοι τό κήρυγμα, ἔλαμψε μέσα στό σκότος (τοῦ θανάτου καί τῆς πλάνης) πού μέχρι τότε ἐκυριαρχοῦσε, καί τήν μέν πλάνην ἀπεκάλυψε, τόν δέ θάνατον κατήργησε καί ἐλευθέρωσεν ὅσους εἶχε πρίν αἰχμαλωτίσει.

'Επειδή τό φῶς (κήρυγμα) ἔλαμψε καί κυριάρχησε καί τοῦ θανάτου καί τῆς πλάνης, μένει πάντα λαμπρόν καί φωτίζει μέ τήν ἰδικήν του δύναμιν, διά τοῦτο λέγει, «καί ἡ σκοτία αὐτόν οὐ κατέλαβεν» διότι εἶναι ἀκαταγώνιστον καί εἰσέρχεται εἰς τάς ψυχάς πού θέλουν νά φωτισθοῦν καί τόν δέχονται μέ καλήν προαίρεσιν, καί ἐνοικεῖ μέσα σέ ὅσους μέ πίστιν προσφέρουν καθαρόν βίον, ἀπηλλαγμένοι ἀπό τήν πλάνην καί πάθη. Διότι ὅπως τό φῶς τοῦ ἡλίου δέν ἠμπορεῖ κανείς νά τό ἀπολαύσῃ ὅπως πρέπει ἄν δέν ἀνοίξῃ καλά τούς ὀφθαλμούς του, ἔτσι καί αὐτήν τήν νοητήν λαμπρότητα δέν ἠμπορεῖ νά ἀπολαύσῃ ἄν δέν ἀνοίξῃ καλά τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, καί νά τούς κάνῃ νά βλέπουν μέ ὀξυδέρκεια παντοῦ. Τοῦτο δέ γίνεται ὅταν καθαρίσωμε τήν ψυχήν ἀπό τά πάθη, διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος βαθύ. «'Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ 'Ιωάννης». 'Αφοῦ ἐξέθεσεν ὁ Εὐαγγελιστής τά περί τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀμέσως μᾶς ἀναφέρει καί τόν κήρυκα τοῦ Λόγου, τόν 'Ιωάννην, διά νά μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός. Τοῦτο δέ ὄχι διότι εἶχεν ἀνάγκην μαρτυρίας ὁ Υἱός ἀπό ἄνθρωπον, ἀλλά μέ τόν τρόπον αὐτόν θά ἐγίνετο ἡ πίστις τῶν 'Ιουδαίων πρός Αὐτόν περισσότερον εὐπρόσδεκτος καί εὔκολος, ἐξ αἰτίας τῆς ταπεινότητος καί ἀσθενείας των.

Προλαβών δέ ὁ Εὐαγγελιστής τυχόν ὑπονοίας, ὅτι τό «ἐγένετο ἄνθρωποςὅ..» ἀντί τοῦ ἀπεστάλη, «ἵνα μαρτυρήση περί τοῦ φωτός», ὅτι δέν ἐπρόκειτο περί τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, προσθέτει, «ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ» διότι «οὐκ ἦν ἐκεῖνος τό φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός». Τήν ἐπεξήγησιν αὐτήν τήν κάμνει, ἐπειδή ὁ μαρτυρῶν εἶναι ἀνώτερος τοῦ μαρτυρουμένου, ἵνα μή νομισθῇ καί ἐδῶ τό ἴδιο, ἐπαναλαμβάνει «οὐκ ἦν ἐκεῖνος τό φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός».«*Ην τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Πῶς φωτίζει πάντα ἄνθρωπον; ῞Οσον ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν τόν ἴδιον. 'Εάν κανείς κλείσῃ τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας του καί δέν θέλει νά δεχθῇ τάς ἀκτῖνας αὐτοῦ τοῦ φωτός, ὁ σκοτισμός του δέν ὀφείλεται εἰς τήν φύσιν τοῦ φωτός, ἀλλά εἰς τήν κακότητά του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀποστερεῖται τάς δωρεᾶς τῆς χάριτος, ἡ ὁποία πλουσίως ἐκχύνεται πρός πάντας ἄνευ τινος ἐξαιρέσεως, καί καλεῖ πάντας μέ τόν ἴδιον τρόπον καί μέ τήν ἰδίαν τιμήν, κἄν 'Ιουδαῖος εἶναι κἄν ἕλλην κἄν βάρβαρος. «'Εν τῶ κόσμῳ ἦν, καί ὁ κόσμος δι' Αὐτοῦ ἐγένετο». ῏Ητο εἰς τόν κόσμον, διότι τούς τόν ἔδειξεν ὁ 'Ιωάννης, «ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ», ὄχι ὅμως ὡς σύγχρονος ἄνθρωπος. Διά νά μή νομισθῇ δέ ἔτσι, προσέθεσε ἀμέσως καί τό «καί ὁ κόσμος δι' Αὐτοῦ ἐγένετο», διά νά μᾶς ἐπαναφέρῃ πάλιν εἰς τήν προαιώνιον ὕπαρξιν τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ, καί τοιουτοτρόπως ὅταν ἀκούσωμεν, ὅτι τό σύμπαν εἶναι ἔργον Του, ἐκ τῶν πραγμάτων νά ὁμολογήσωμε τόν ποιητήν. «Καί ὁ κόσμος Αὐτόν οὐκ ἔγνω». Κόσμον ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής ἐννοεῖ τό διεστραμμένο καί προσκολλημένον εἰς τά γήϊνα πλῆθος. Τοῦτο προκύπτει ἐκ τῆς ἰδίας λέξεως, διότι δέν εἶπεν οὐδείς ἔγνω Αὐτόν, ἀλλά ὁ κόσμος ὁ ἁμαρτωλός, διότι φίλοι καί ἐξαίρετοι τόν ἐγνώρισαν, καί πρό καί μετά τήν ἐνσάρκωσιν, ὅπως οἱ Μωϋσῆς, 'Αβραάμ, Δαβίδ, Προφῆται, καί τόν ἐδέχθησαν, ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλός κόσμος καίτοι ἐγνώριζεν, ὅτι θά ἔλθῃ εἰς τόν κόσμον, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ὡμολόγησαν εἰς τόν ῾Ηρώδη μέ τούς Μάγους, ὄχι μόνον δέν τόν ἐδέχθησαν, ἀλλά διά τόν φόβον τῶν ἀρχόντων, ἐπρόδοσαν τήν ἀληθινήν πίστην, «ἵνα μή ἀποσυνάγωγοι γένωνται». Δι' αὐτό ἀλλοῦ τούς ἐλέγχει λέγων, «πολλοί ἐπεθύμησαν νά ἴδωσιν αὐτά πού ἐσεῖς βλέπετε». «Εἰς τά ἴδια ἦλθε καί οἱ ἴδιοι Αὐτόν οὐ παρέλαβον». ῾Ο κόσμος δέν τόν ἀνεγνώρισεν. ῾Ομιλῶν ὁ Εὐαγγελιστής διά τό παρελθόν, ἀπορεῖ διά τήν μωρίαν τῶν 'Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι ὡς περιούσιος λαός, καί γενικά δι' ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὡς δημιούργημά Του, δέν ἀνεγνώρισαν τόν δημιουργόν, δι' αὐτό καί δυσανασχετῶν διά τήν ἀγνωμοσύνην αὐτήν, θέτει πιό κτυπητά τήν κατηγορία λέγων, «εἰς τά ἴδια ἦλθε καί οἱ ἴδιοι Αὐτόν οὐ παρέλαβον (δέν ἐδέχθησαν).

'Αλλά καί ὁ Παῦλος καί οἱ προφῆται ἀποροῦσαν καί ἐξεπλήττοντο διά τήν ἀγνωμοσύνην τῶν 'Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι κάθε ἡμέραν ἤκουον τούς προφήτας, ἀνέμενον τόν Μεσσίαν, ἔβλεπον τόν ἴδιον τόν Υἱόν, τούς ἔκαμε πρός χάριν των θαύματα, τούς ὑπενθύμιζε τούς προφήτας, ὅμως τόσον ἐτύφλωσαν τούς ἑαυτούς των καί ἐκώφευον, ὥστε κανείς νά μή τόν δεχθῇ, καί ὁδηγηθῇ εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρός τούς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι τίποτα ἀπό αὐτά δέν εἶχον ἀπολαύσει, διότι διετρέφοντο μέ τούς μύθους καί τήν παραφροσύνην (πιστεύοντες εἰς τούς λίθους, ξύλα κλπ), ἀγνοοῦντες κάθε ἀγαθόν καί ὑγιές ἀπό διδασκαλία καί πίστιν εἰς τόν ἀληθινόν Θεόν, ἀφοῦ ἀνασυρθέντες ἀπό τόν πυθμένα  τῆς κακίας καί πλάνης, ξαφνικά ἐφάνησαν νά ἀστράπτουν ἀπό τήν ἰδίαν κορυφήν τῶν Οὐρανῶν, πιστεύοντες καί δεχθέντες τό κήρυγμα τοῦ 'Ιωάννου. Διά ποίαν ὅμως αἰτίαν δέν τόν ἐδέχθησαν;. 'Επειδή ἀγνοοῦσαν τήν δικαίωσιν πού δίδει ὁ Θεός, μᾶς ἐξηγεῖ ὁ 'Απόστολος Παῦλος, ἐπεδίωκον νά ἐπιβάλουν τόν ἰδικόν των τρόπον δικαιοσύνης, δηλ. τήν τήρησιν τοῦ Νόμου. 'Αλλά ἐξ αὐτοῦ δέν ἐδικαιώθησαν, ἐνῶ οἱ ἐθνικοί πού δέν ἐπεδίωκον τήν δικαιοσύνην, ἐπέτυχον αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τήν πίστιν εἰς τόν Χριστόν καί τόν Νόμον τοῦ Θεοῦ. Οἱ 'Ιουδαῖοι, ὡς περιούσιος λαός, δεχθέντες τόν Νόμον, ἐπλεονέκτουν ἔναντι τῶν ἐθνικῶν. Δι' αὐτό ὅταν ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐκάλεσεν ὅλους εἰς τήν πίστιν ἐξ ἴσου, τότε βλέποντες ὅτι δέν θά ὑπερτεροῦσαν οἱ ἐκ περιτομῆς ἀπό τούς ἐθνικούς μετά τήν πίστιν, ἐφθόνησαν καί ἐμίσησαν τούς ἀνθρώπους καί δέν ἐδέχθησαν τήν ἀπερίγραπτον φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου. Καί πότε ἦλθεν εἰς τά ἴδια, καί ποῦ ἦτο; Εἰς τόν κόσμον ἦτο, ἀλλά ἀφανῶς ἐπειδή δέν ἦτο ἀκόμη γνωστός. ῏Ηλθεν εἰς τά ἴδια ὅταν ἐφόρεσε τήν ἰδικήν μας σάρκα, διά νά εἶναι ἴδιος μέ τήν ἰδικήν μας φύσιν, διά νά ἠμπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος νά τόν γνωρίσῃ καλύτερα καί τόν δεχθῇ ὡς ἰδικήν του συγγενικήν φύσιν. Αὐτήν τήν φανέρωσιν καί συγκατάθεσιν τήν ὀνομάζει παρουσίαν.'Αλλά ὅσοι δέν τόν ἐδέχθησαν, δέν ἐπέτυχον ὅσα ἐκεῖνοι πού τόν ἐδέχθησαν, διότι συνεχίζει, «ὅσοι δέ ἔλαβον Αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Καί δέν εἶπε τούς ἔκαμε τέκνα Θεοῦ, ἀλλά τούς ἔδωκεν ἐξουσίαν νά γίνουν, ἐφ' ὅσον οἱ ἴδιοι τό θελήσουν  μέ τήν ὀρθήν πίστιν, τό καθαρόν βίον, καί ἐφ' ὅσον διατηρήσουν ἀκιλήδωτον καί ἀνέπαφον τήν εἰκόνα τῆς υἱοθεσίας, ἡ ὁποία ἐκτυπώθηκε μέσα μας κατά τό Θεῖον βάπτισμα, καί νά φανερώσῃ ὅτι τήν ἐξουσίαν αὐτήν οὐδείς ἠμπορεῖ νά τήν ἀφαιρέσῃ, ἐφ' ὅσον ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν τήν ἀφαιρέσουμε, καί διά νά δείξῃ, ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν ἔρχεται μόνη της, ἀλλά εἰς ἐκείνους πού τήν θέλουν καί προσπαθοῦν νά τήν λάβουν καί νά γίνουν τέκνα Θεοῦ. Πρέπει δηλ. νά ἀναγεννηθοῦν ἀπό τήν μυστηριακήν γέννησιν, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ τήν κάθαρσιν τοῦ ῾Αγίου βαπτίσματος. Διά νά δείξῃ δέ αὐτήν τήν ὑπεροχήν ἀπό τήν σαρκικήν γέννησιν συπληρώνει. «Οἷ οὐκ ἐξ αἱμάτων οὐδέ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν».

Μέ τά λόγια αὐτά μᾶς ὑπενθυμίζει τήν εὐτέλειαν τῆς σαρκικῆς γεννήσεως καί τήν εὐγένειαν τῆς μυστηριακῆς τοιαύτης, διά νά ἐννοήσωμε τήν μεγάλην περί Αὐτοῦ ἰδέαν, ἀνταξίαν τῆς δωρεᾶς 'Εκείνου, καί ἔτσι νά καταβάλωμε μεγαλυτέραν προσπάθειαν νά τήν κρατήσωμεν, ἵνα μή ἀποβληθῶμεν, ὡς αἱ μωραί παρθένοι, ἤ ὡς ὁ μή ἔχων ἔνδυμα γάμου, διότι δέν ἀρκεῖ ἡ πίστις μας μόνον διά νά παρασταθῶμεν εἰς τήν μυστηριακήν Τράπεζαν τοῦ Βασιλέως πού μᾶς ἐκάλεσε στόν δεῖπνον.

Δέν μᾶς ἐκάλεσε νά παρασταθῶμεν μέ τήν προηγουμένη κακίαν μας, ἀλλά ἀφοῦ ἀποβάλλουμε τήν αἰσχρότητα καί τάς ἀκαθάρτους πράξεις μας, καί φορέσωμε τό ἔνδυμα τοῦ γάμου, ἤτοι τήν πίστιν καί τόν καθαρισμόν διά τοῦ ῾Αγίου βαπτίσματος. «Καί ὁ Λόγος σάξ ἐγένετο, καί  ἐσκήνωσεν ἐν ὑμῖν». 'Αφοῦ ὅσοι τόν ἐδέχθησαν ἐγεννήθησαν ἀπό τόν Θεόν καί ἔγιναν τέκνα Θεοῦ, μᾶς αἰτιολογεῖ καί τό ἀπερίγραπτον αὐτῆς τῆς τιμῆς λέγων, «καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο». ῾Ο Δεσπότης ἔγινε δοῦλος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, διά νά κάνῃ τούς ἀνθρώπους υἱούς (τέκνα) Θεοῦ, διότι τό ὑψηλόν ἐρχόμενον σέ ἐπαφή μέ τό ταπεινό τό ἀνυψώνει χωρίς νά ἐλαττωθῇ ποσῶς ἐξ αὐτῆς τῆς ἐπαφῆς. ῎Ετσι καί ὁ Χριστός τήν ἰδική Του φύσιν δέν ἐμείωσε, καί τήν ἰδική μας ζῶντες διαρκῶς εἰς ἀτιμίαν καί σκότος, ἀνέβασεν εἰς δόξαν ἀπερίγραπτον. ῞Οταν λέγῃ «ὁ Λόγος ἐσαρκώθη» δέν μετεβλήθη ἡ οὐσία εἰς σάρκα, ἀλλά παραμένουσα ὅ,τι ἦτο, προσέλαβε μορφήν δούλου διά νά ἐλευθερώσῃ τούς ὑποδούλους ἀπό τήν ἁμαρτίαν. Χρησιμοποιεῖ τό ρῆμα «ἐγένετο» διά νά προλάβῃ τήν βλασφημίαν τῶν αἱρετικῶν, λέγοντες, ὅτι ὅλα τά γεγονότα τῆς Θείας οἰκονομίας ἦσαν φαντασία καί προσποίησις, ἐκφράζων ἔτσι ὄχι μεταβολήν τῆς οὐσίας, ἀλλά πρόσληψιν ἀληθινῆς σαρκός, καί πρός ἀπόδειξιν τῶν λεγομένων προσθέτει. «Καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», διά νά ἐκλείψῃ κάθε ἄτοπον ἀπό τό «ἐγένετο». 'Εσκήνωσε δέ ὄχι προσωρινά, ἀλλά μόνιμα καί παντοτεινά, καί ἔκαμε τήν σκηνήν αὐτήν ἀξίαν τοῦ βασιλικοῦ θρόνου προσκυνητήν ἀπό ὅλην τήν οὐράνιον στρατιά. «Καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν Αὐτοῦ, δόξαν ὡς Μονογενοῦς, παρά Πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας».

'Αφοῦ ἐγίναμεν τέκνα Θεοῦ μετά τήν σάρκωσιν τοῦ Χριστοῦ, εἴδομεν λίγο καί τήν δόξαν πού ἔχει ὡς Μονογενής Υἱός ἀπό τόν Πατέρα Του. Χωρίς τήν σάρκωσιν τοῦ  Χριστοῦ δέν θά ἠδύνατο ὁ ἄνθρωπος νά ἴδῃ τήν δόξαν αὐτήν. Δι' αὐτό καί κατεσκήνωσε μέσα μας, διά νά μπορέσωμε μέ ἐλευθερίαν νά τόν πλησιάσωμε, συζητήσωμε καί νά τόν συναναστραφῶμεν.

Διά νά μή νομισθῇ ὅτι ἐφάνη ἡ δόξα ἑτέρου (προφήτου, 'Αρχαγγέλου ἤ ἄλλων ἀνωτέρων δυνάμεων), ἐτόνισε ὅτι «εἴδομεν τήν δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρά Πατρός» καί ὄχι ἄλλην, ἀλλά τοῦ ἰδίου Δεσπότου καί Βασιλέως καί γνησίου Μονογενοῦς Υἱοῦ. Τό δέ «ὡς Μονογενοῦς» δέν σημαίνει παρομοίωσιν ἤ σύγκρισιν, ἀλλά βεβαιότητα καί ἀναμφισβήτητον ἀναφοράν καί ἀσύγκριτον ὑπεροχήν. Τήν δόξαν αὐτήν τήν ἔδειξε καί πρό τῆς γεννήσεως διά τοῦ Προδρόμου, καί κατά τήν γέννησιν μέ τούς 'Αγγέλους, ποιμένας καί Μάγους, καί μετά τήν γέννησιν διά θαυμάτων μεγαλυτέρων, μαρτυρουμένην ὑπό τοῦ Πατρός καί τοῦ Παρακλήτου ἄνωθεν, ὁ ὁποῖος καί μέ φωνήν κατήρχετο καί ἐπάνω Του ἔμεινε. Δι' αὐτό τονίζει «εἴδομεν τήν δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρά τοῦ Πατρός».Τήν μεγάλην Του δόξαν ἐφανέρωσε καί ἡ ἴδια ἡ φύσις τῶν πραγμάτων, καί οἱ δαίμονες ἔφευγον, καί ὁ θάνατος ἐξηφανίσθη, καί αἱ ἀσθένειαι ὑπεχώρουν, καί ἄλλα ἀξιοθαύμαστα (θάνατος, 'Ανάστασις κλπ), τά ὁποῖα οἱ προφῆται καί δίκαιοι ἐπεθύμουν νά τά ἴδουν καί δέν τά εἶδον. Δι' αὐτό ὁ Εὐαγελιστής, ἀφοῦ συνεκέντρωσεν ὅλα αὐτά τά ἀξιοθαύμαστα πού ἔκαμεν εἰς τά σώματα καί τάς ψυχάς, καί τά στοιχεῖα τῆς φύσεως, μᾶς λέγει «δόξαν  πλήρης χάριτος καί ἀληθείας».«'Ιωάννης μαρτυρεῖ περί αὐτοῦ, καί  κέκραγε λέγων· Οὖτος ἦν ὅν εἶπον· ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ἔμπροσθέν μου γέγονε, ὅτι πρῶτος μου ἦν». ῾Ο Εὐαγγελιστής δέν ἀναφέρει προγενεστέρους ἤ ἀποθαμένους προφήτας οἱ ὁποῖοι ὡμίλησαν δι' Αὐτόν, ἀλλά τούς ὑπενθυμίζει 'Εκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔζη καί τόν ὑπέδειξε καί τόν ἐβάπτισεν.

Μέ αὐτό δέν ἐπεδίωκε νά κάνῃ ἀξιόπιστον τόν Δεσπότην μέ τόν δοῦλον Του, ἀλλά διά νά δείξῃ τήν συγκατάβασιν εἰς τήν ἀδυναμίαν τῶν ἀκροατῶν, διότι ἐάν ἔλεγε κάτι σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν του, θά ἔκαμνεν ὕποπτον τήν μαρτυρίαν καί θά προδιέθετε πολύ δυσμενῶς. Δι' αὐτό καί παρουσιάζει ἄλλον νά μαρτυρήσῃ περί Αὐτοῦ, τόν 'Ιωάννην, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά αἰσθητά καί ἐδιδάσκετο ἀπό τούς Οὐρανούς, ἐνῶ οἱ 'Ιουδαῖοι οἱ ὁποῖοι δέν ἠμποροῦσαν νά φθάσουν εἰς τό ὕψος αὐτό, εἶχον ἄνθρωπον διδάσκαλον, ὁ ὁποῖος ἐλεύθερα καί χωρίς δισταγμόν ἐμαρτύρει περί Αὐτοῦ λέγων, «οὗτος ἦν ὅν εἶπον ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτος μου ἦν». ῎Ετσι ὀλίγον κατ' ὀλίγον ἀνεβάζει τούς 'Ιουδαίους ἐξηγῶντας, ὅτι ὀ ἐρχόμενος (Χριστός), εἶναι ἀνώτερός του, πρᾶγμα σοβαρόν, διότι τόν 'Ιωάννην ἐθεώρουν ὠς ἄγγελον καί ἔτρεχον ὅλοι πρός αὐτόν, καί τούς συνηθίζει νά πιστεύσωσι καί συνειδητοποιήσωσι, ὅτι ὁ μαρτυρούμενος εἶναι ἀνώτερος τοῦ μαρτυροῦντος. Τόν μαρτυρεῖ δέ πρό τῆς ἐμφανίσεώς Του, διά νά γίνῃ ἡ μαρτυρία πιό εὐπρόσδεκτη ὅταν θά ἐμφανισθῇ. Τό «ὀπίσω μου ἐρχόμενος» σημαίνει, αὐτός πού κηρύττει μετά ἀπό ἐμένα, καί ὄχι ἦλθε μετά ἀπό ἐμένα. Τό «ἔμπροσθέν μου γέγονε» σημαίνει, ὅτι εἶναι περισσότερον ἔνδοξος καί ἔντιμος ἀπό ἐμέ. Τό ὅτι δέν ἐννοεῖ τήν ἔλευσίν Του εἰς τήν ὕπαρξιν, τό φανερώνει ἐν συνεχείᾳ ἡ φρᾶσις, «ὅτι πρῶτος μου ἦν» δι' αὐτό καί εἶναι ἐνδοξότερός μου.

«Καί ἐκ τοῦ πληρώματος Αὐτοῦ  ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν καί χάριν ἀντί χάριτος, ὅτι ὁ Νόμος διά Μωσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά 'Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο». Συνεχίζων ὁ Εὐαγγελιστής τάς αἰτιολογίας τῆς ἀνωτερότητος τοῦ μαρτυρουμένου, συμπληρώνει ἀμέσως, ὅτι ὅλοι μας ἐλάβομε τήν μίαν χάριν μετά τήν ἄλλην ἐκ τοῦ πληρώματος Αὐτοῦ, καί ὅτι ὁ Νόμος εἰς τόν ὁποῖον ἤλπιζον τήν σωτηρίαν των  οἱ 'Ιουδαῖοι, ἐδόθη διά τοῦ Μωϋσέως, ἡ χάρις ὅμως καί ἡ ἀλήθεια διά τοῦ 'Ιησοῦ Χριστοῦ.

Τί ὅμως σημαίνει «ἐκ τοῦ πληρώματος Αὐτοῦ ἐλάβομεν ἡμεῖςὅ.».Σημαίνει ὅτι τήν δωρεάν ὁ Χριστός δέν ἔχει κατά συμμετοχήν (δανεικήν), ἀλλά ὁ ἴδιος εἶναι πηγή καί ρίζα ὅλων, εἶναι Αὐτοζωή, Αὐτοφῶς καί Αὐτοαλήθεια. Εἶναι πηγή ἀνεξάντλητος πού ὅλοι πλημμυρίζουν ἀπό Αὐτόν, χωρίς νά ἀλλοιωθῇ ἤ νά ἐλαττωθῇ, ὅπως δέν ἐλαττοῦται ποσῶς μία πηγή φωτός ὅσοι λύχνοι καί ἄν ἀνάπτουν ἐκ τῆς πηγῆς αὐτῆς, αὕτη ἔχει τήν ἴδια πληρότητα, καίτοι ἔδωσε τόσην ἀπό τήν ἐνέργειά της. 'Αφοῦ εἰς τό ὑλικό φῶς παραμένει ἡ πληρότης, πόσο μᾶλλον εἰς τό Θεῖον καί ἄκτιστον φῶς τοῦ Αὐτοφωτός; Λέγει δέ ἐκ τοῦ πληρώματος Αὐτοῦὅ.. διά νά δείξῃ, ὅτι ὅσα ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐζήσαμε μέ τόν Χριστόν εἰς ὅλας τάς ἐκδηλώσεις Του, μαρτυροῦμε κατά χάριν τήν ὁποίαν ἐλάβομεν ἀπό Αὐτόν, καθώς καί ὁ Βαπτιστής, καίτοι δέν τόν ἐγνώριζε παρά μόνον ὅταν τόν εἶδε καί τόν ἐβάπτισεν, ὡμολόγησεν, ὅτι «πρῶτος μου ἦν». ῞Οσοι πιστεύσουν εἰς Αὐτόν ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἔλαβον. Τί ὅμως; «Χάριν ἀντί χάριτος», λέγει ὁ Εὐαγγελιστής. ῎Ελαβον δηλ. ἀντί τῆς Π. Διαθήκης, ἡ ὁποία ἦτο σκιά καί προτύπωσις, τήν Ν. Διαθήκην, ἡ ὁποία εἶναι τό φῶς, ἡ ζωή καί ἡ ἀλήθεια. Μέ τά λόγια αὐτά ἠθέλησε νά δείξῃ, ὅτι καί οἱ 'Ιουδαῖοι μέ τήν χάριν ἐσώζοντο, διότι λέγει, ὁ Θεός δέν σᾶς ἐξέλεξεν ἀπό τά ἰδικά σας κατορθώματα, ἀλλά χάριν τῶν πατέρων σας. Καί ἡμεῖς βέβαια (οἱ ἐξ ἐθνικῶν) κατά χάριν σωζόμεθα, ἀλλά κατά πολύ ἀνωτέρα καί ὑψηλοτέραν ἐκείνων, διότι δέν μᾶς ἐδόθη μόνον ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτημάτων, ὅπως καί εἰς αὐτούς, ἀλλά καί ἡ δικαίωσις, καί ὁ ἁγιασμός καί ἡ υἱοθεσία καί ἡ χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, καί τοιουτοτρόπως ἐγίναμε τέκνα Θεοῦ.

Καί τά Μωσαϊκά γεγονότα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος ( ἡ ἐκ τοῦ μηδενός δημιουργία, ὁ φυσικός Νόμος μέ ἀδέκαστον κριτήν τήν συνείδησιν, ὁ μετά τήν διαστροφήν τοῦ φυσικοῦ ὁ γραπτός Νόμος) καί φυσικόν ἦτο, αὐτοί πού παρεχάραξαν τήν δοθεῖσαν ἐντολήν νά τιμωρηθοῦν, ἀλλά συνέβη τό ἀντίθετον, διότι ἐδόθη νέα διόρθωσίς των ἡ συγνώμη ἡ ὁποία δέν ὠφείλετο, ἀλλά ἐδόθη ἀπό συμπάθειαν καί χάριν, δι' αὐτό εἶπεν, «ὁ Νόμος διά Μωϋσέως, ἡ χάρις καί ἀλήθεια διά τοῦ 'Ιησοῦ Χριστοῦ», διά νά τούς ἀνεβάσῃ ὀλίγον ὑψηλότερα. «Θεόν οὐδείς ἑώρακεν πώποτε· ὁ Μονογενής Υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο».

Τάς Γραφάς μᾶς προτρέπει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νά τάς ἐρευνῶμεν, διότι τό κείμενον εἶναι συγκεκαλειμμένον καί θέλει μεγάλην διερεύνησιν, διότι ὅταν τάς διερχώμεθα ἀνεξέλεγκτα ὅσα γράφονται καί τά δεχόμεθα κατά γράμμα, θά ὑποπέσωμεν εἰς πολλά ἄτοπα διά τόν Θεόν, ἐνῶ ἄν συλλάβωμε τό βαθύτερον νόημά των, θά ἀπαλλαγῶμεν ἀπό κάθε παρόμοιον ἀτόπημα. 'Αφοῦ ἀνέφερεν ὁ Εὐαγγελιστής τάς παλαιάς εὐεργεσίας τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ἄπειρον διαφοράν μεταξύ τῶν ὅσων ἔγιναν διά τοῦ Μωϋσέως, μᾶς ἀναφέρει καί τήν αἰτίαν τῆς διαφορᾶς, διότι ὁ Μωϋσῆς, ὡς δοῦλος διηκόνησε ταπεινώτερα πράγματα, ἐνῶ 'Εκεῖνος, ὡς Δεσπότης καί Βασιλεύς, μᾶς ἔφερεν ἀσυγκρίτως ἀνώτερα, ἐπειδή εὑρίσκετο συνεχῶς καί πάντοτε μαζί μέ τόν Πατέρα, προσθέτει «Θεόν οὐδείς ἑώρακεν πώποτε». Διατί ὅμως ὁ Εὐαγγελιστής λέγει ὅτι οὐδείς εἶδε τόν Θεόν, ἀφοῦ πρό αὐτοῦ τόν εἶχαν ἴδει ὁ Μωϋσῆς, οἱ προφῆται, ὁ Δανιήλ, ὁ Πρόδρομος καί ἄλλοι; Μάλιστα δέ ὁ 'Ιακώβ ὁ ὁποῖος ἔλαβε τό ὄνομα 'Ισραήλ, τό ὁποῖον σημαίνει βλέπω τόν Θεόν; Διά νά μᾶς δηλώσῃ, ὅτι ὅλα αὐτά ἔγιναν ἀπό συγκατάβασιν καί δέν ἔβλεπαν τήν ἰδίαν φύσιν (οὐσίαν) τοῦ Θεοῦ, διότι αὕτη εἶναι ἁπλῆ, ἀσχημάτιστος, ἀσύνθετος καί ἀπερίγραπτος, καί οὔτε στέκεται οὔτε περιπατεῖ. Αὐτά εἶναι τῶν σωμάτων.

'Επειδή ἐπρόκειτο νά ἐμφανισθῇ ὁ Υἱός μέ σάρκαν ἀνθρωπίνην, τούς προετοίμαζε νά βλέπουν τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ καθ' ὅσον ἠδύναντο, διότι τήν πραγματικήν οὐσίαν οὔτε αὐταί αἱ ἄϋλοι δυνάμεις ἠμποροῦν νά τήν ἰδοῦν. ῞Οταν λέγῃ ἐνεφανίσθη ὁ Υἱος μέ σάρκα, μή θεωρηθῇ, ὅτι αὐτή ἔγινε κατά τήν οὐσίαν, διότι αὕτη εἶναι ἀόρατος καί αὐτοί οἱ ἄγγελοι δέν ἠδύναντο νά ἴδουν τόν Χριστόν, παρά μόνον ὅταν ἐφόρεσε τήν σάρκα.

῞Οταν ὁ Χριστός ἔλεγε, «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», ἐννόει ὅτι θά τόν ἰδοῦν μέ τό καθαρόν νοῦν καί θά κατανοήσουν τόν Θεόν ὅσο ἠμποροῦν, ὅπως συμβαίνῃ καί εἰς τούς ἀγγέλους, λόγῳ τῆς καθαρᾶς καί ἀΰλου φύσεώς των, φαντάζονται διαρκῶς τόν Θεόν, ἐνῶ ὁ Υἱός, ὤν τῆς αὐτῆς φύσεως καί οὐσίας, γνωρίζει Αὐτόν ὅπως εἶναι. ῾Ημεῖς γνωρίζομε τόν Θεόν μέ τόν νοῦν, καί ἀπό τάς ἐνεργείας καί δυνάμεις Του, ὄχι ὅμως καί τήν οὐσίαν, ἐνῶ ὁ ἐξ Αὐτοῦ γεννηθείς γνωρίζει τήν οὐσίαν Του. 'Αφοῦ μᾶς εἶπεν ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι οὐδείς εἶδε τόν Θεόν, συμπληρώνει, «παρά μόνον ὁ Υἱός». ῎Οχι ὅτι τόν εἶδε καί μᾶς τόν ἐφανέρωσεν, ἀλλά 'Εκεῖνος πού εὑρίσκεται εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός. Διότι ἐκεῖνος πού ἁπλῶς βλέπει, δέν ἀποκτᾶ ὁπωσδήποτε ἀκριβῆ γνῶσιν αὐτοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος πού διαμένει εἰς τούς κόλπους Αὐτοῦ δέν ἀγνοεῖ τίποτα. Κατά συνέπειαν τόν γνωρίζει τόσον, ὅσον καί ὁ Πατήρ γνωρίζει τόν Υἱόν, ὁ ὁποῖος εἶναι καί συναῒδιος, διότι τό «ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός», σημαίνει ὅτι ὑπῆρχεν αἰωνίως χωρίς ἀρχήν καί πραγματικά ὄχι κατά φαντασίαν. Διά νά χωρίσῃ τόν Υἱόν ἀπό τούς κατά χάριν υἱούς, προσέθεσε καί τό ἄρθρον «ὁ». 'Ετέθη δέ ἡ λέξις «κόλπος» ὄχι διά νά ὑποθέσωμε κάτι τό σαρκικόν, ἀλλά διά νά δείξῃ τήν γνησιότητα τοῦ Μονογενοῦς, καί τό συναΐδιον πρός τόν Πατέρα, δι' αὐτό καί συμπληρώνει, «'Εκεῖνος ἐξηγήσατο». Τί ὅμως μᾶς ἐξήγησεν; ῞Οτι δέν εἶδε κανείς τόν Θεόν: Αὐτό μᾶς τό εἶπεν ὁ Μωϋσῆς καί ἄλλοι προφῆται. Μᾶς ἐξήγησεν ὅτι ὅλα τά ἴδια ἀνήκουν εἰς τήν ἐνέργειαν 'Εκείνου, καί ἐδέχθημεν ἀνωτέραν διδασκαλίαν, καί ἐγνωρίσαμεν, ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πνεῦμα καί ἐν Πνεύματι πρέπει νά λατρεύηται, ὅτι κανείς δέν εἶδε τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, παρά μόνον ὁ Υἱός. Τό δέ «ἐξηγήσατο», σημαίνει τήν πιό μεγάλη καί σαφῆ  διδασκαλία πού ἔκαμεν ὁ Υἱός εἰς ὅλην τήν οἰκουμένη, δηλαδή σημαίνει τήν περισσοτέραν σαφήνειαν τῆς διδασκαλίας Του, δι' αὐτό καί λέγεται «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος».

«Καί αὕτη ἐστίν ἡ μαρτυρία τοῦ 'Ιωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν πρός αὐτόν οἱ 'Ιουδαῖοι ἐξ ῾Ιεροσολύμων, ἱερεῖς, καί Λευίτας, ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν. Σύ τίς εἶ;». Πολλοί 'Ιουδαῖοι καί ἐπιφανεῖς, ἀφοῦ ἐξωμολογήθησαν καί ἐβαπτίσθησαν ἀπό τόν 'Ιωάννην, τότε ὡσάν νά ἐμετανόησαν δι' αὐτό, ἐκυριεύθησαν ἀπό φθόνον, καί ἔστειλαν ἀντιπροσωπείαν καί μάλιστα ἄνδρας ἐπιφανεῖς ἐξ ῾Ιεροσολύμων, διότι ἦσαν ἱερεῖς καί Λευίται, διά νά τόν ρωτήσουν, «ἐσύ ποιός εἶσαι;». ῾Ο 'Ιωάννης δέν τούς κατηγόρησε δι' αὐτόν τόν παραλογισμόν των, διότι θά ἔπρεπε πρίν νά ἐξομολογηθοῦν καί βαπτισθοῦν, νά ἀξακριβώσουν ποῖος ἦτο, ἀλλά τούς ἀπαντᾶ μέ ἐπιείκειαν διά νά γίνῃ κατάδηλος ἡ κακουργία καί ὁ φθόνος των, διότι πάντα καί κατά τό βάπτισμα, διά τόν Χριστόν τούς ὡμιλοῦσε λέγων, «ἐγώ σᾶς βαπτίζω μέ ὕδωρ, 'Εκεῖνος πού ἔρχεται ὄπισθέν μου, εἶναι πιό ἱσχυρός καί θά σᾶς βαπτίσῃ μέ Πνεῦμα ῞Αγιον καί πῦρ». ῾Ως γήϊνοι ἔβλεπον τά ἐξωτερικά φαινόμενα, διότι ὅλα ἔδειχναν, ὅτι ὁ 'Ιωάννης ἦτο περιφανής καί υἱός 'Αρχιερέως, καί περιφρονητής ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, (ἔνδυμα, τράπεζαν, οἰκίαν, τροφήν). 'Ενόμιζον ὅτι εἶναι ἀνάξιον νά ὑποτάσσεται αὐτός εἰς τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἐν ἀντιθέσει ἦτο ἀπό ἄσημον γένος καί καταγωγήν, διότι τόν ἐγνώριζον καί πολλάκις ἔλεγον, «οὗτος δέν εἶναι ὁ υἱός τοῦ ξυλουργοῦ;» καί «ἐκ Ναζαρέτ ἠμπορεῖ νά εἶναι κάτι καλόν;» 'Αλλά οὔτε καί τρόπον ζωῆς δέν εἶχεν μέ τόν 'Ιωάννην, διότι καί ἔτρωγε καί ἐνεδύετο, ὅπως ὅλοι οἱ 'Ιουδαῖοι. 'Εθεώρουν τόν 'Ιωάννην ἐνδοξώτερον καί Αὐτόν κατώτερον. ῎Ηθελον νά ἔχουν τόν 'Ιωάννην διδάσκαλόν των. Δέν ἐτόλμουν ὅμως νά τοῦ εἴπουν εὐθέως, ἐπειδή ὁ 'Ιωάννης τούς παρέπεμπε συνεχῶς πρός Αὐτόν. Δι' αὐτό ἔστειλαν ἀπεσταλμένους, ἵνα μέ κολακείαν τόν καταφέρουν νά ὁμολογήσῃ, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός.

Εἰς τήν ἐρώτησίν των, ὁ 'Ιωάννης δέν ἀπήντησεν εὐθέως εἰς αὐτήν, ἀλλά εἰς τήν σκέψιν των, ὁμολογῶν ἀπεριφράστως, «ὅτι δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Χριστός». Δέν ἱκανοποιήθησαν ἀπό τήν ἀπάντησιν, δι' αὐτό θέτουν δευτέραν. «Τί λοιπόν ὁ 'Ηλίας εἶσαι ἐσύ;», διότι ἐπερίμενον καί τόν 'Ηλίαν. Καί αὐτός τούς ἀπαντᾶ ἀρνητικά, «δέν εἶμαι ἐγώ ὁ 'Ηλίας». Καί ἡ δευτέρα ἀπάντησις δέν ἐξυπηρέτησε τόν σκοπόν των, καί θέτουν τρίτην ἐρώτησιν, «ὁ προφήτης εἶσαι ἐσύ;». 'Αλλά ὁ 'Ιωάννης τούς ἀπογοητεύει καί εἰς τήν τρίτην ἐρώτησιν ἀπαντῶν μονολεκτικῶς «ὄχι». 'Ηρνήθη, ὄχι ὅτι δέν ἦτο προφήτης, διότι ἦτο, ἀλλά γνωρίζων τήν πονηράν σκέψιν των, ἠρνήθη ὅτι δέν ἦτο «ὁ προφήτης», διά τόν ὁποῖον ὁ Μωϋσῆς εἶχεν εἴπει, «προφήτην ὑμῖν ἀναστήσῃ Κύριος ὁ Θεός ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ, αὐτῷ ἀκούσεσθε», δηλαδή ὁ Χριστός, καί αὐτό οἱ 'Ιουδαῖοι τό ἐγνώριζον.

'Αποτυχόντες λοιπόν τοῦ σκοποῦ των καί ἀπελπισμένοι, φοβούμενοι τούς ἄρχοντας εἰς τούς ὁποίους ἔπρεπε νά δώσουν μίαν συγκεκριμένην  ἀπάντησιν, τόν ἐρωτοῦν καί διά τετάρτην φοράν λέγοντες, «ποῖος εἶσαι; Τί λέγεις περί τοῦ ἑαυτοῦ σου;», διά νά δώσωμεν ἀπόκρισιν  εἰς αὐτούς πού μᾶς ἔστειλαν. Καί ὁ 'Ιωάννης ἀτάραχος τούς ὑπενθύμησε τόν προφήτην ῾Ησαῒαν λέγοντος, «ἐγώ φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· εὐθύνατε τήν ὁδόν Κυρίου». 'Αφοῦ μέ τίς στερεότυπες ἀπαντήσεις τοῦ 'Ιωάννου ἀπεστομώθησαν, περιῆλθον εἰς ἀμηχανίαν, ὁπότε ἀπροκαλύπτως ἀφήνουν τήν κολακείαν, φανερώνουν τήν δολίαν καί πονηράν σκέψιν των, προσπαθοῦν διά νά τόν ἐνοχοποιήσουν, νά τόν ἀναγκάσουν νά ὁμολογήσῃ αὐτό πού δέν ἦτο, τοῦ λέγουν. «Τί οὖν βαπτίζεις σύ εἰ, οὐκ εἶ ὁ Χριστός;» Καί διά νά μαλακώσουν ὀλίγον τήν ἀγριότητά των, προσθέτουν καί τούς λόγους, ἤτοι τόν προφήτην, τόν 'Ηλίαν. Καί πάλιν ὁ 'Ιωάννης τούς ὁμιλεῖ μέ ἐπιείκειαν, χωρίς νά τούς ἐρεθίσῃ τούς ὑπενθύμισεν ὅσα προτήτερα τούς εἶχεν εἴπει, προσθέτων, «ἐγώ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος ὑμῶν ἔστηκεν ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· Αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὡς ἔμπροσθέν μου γέγονε, οὗ ἐγώ οὐκ εἰμί ἄξιος, ἵνα λύσω Αὐτοῦ τόν ἰμάντα τοῦ ὑποδήματος». Κατησχυμένοι ἀπό τάς ἀπαντήσεις τοῦ 'Ιωάννη καί μή δυνάμενοι νά ἀντιδράσουν ἐπειδή αὗται εἶχον προλεχθεῖ ἀπό τούς προφήτας, ἀνεχώρησαν ἄνευ ἀντιδράσεως φοβούμενοι καί τούς ὄχλους, ἐπειδή ὡς προελέχθη τόν 'Ιωάννην τόν ἐθεώρουν μέγαν καί ἔνδοξον.

«Ταῦτα ἐν Βηθαβαρᾷ ἐγένοντο πέραν τοῦ 'Ιορδάνου, πού ἦν βαπτίζων».Τό νά θέτῃ κανείς εἰς δευτέραν μοῖραν τά πάντα μέ εἰλικρίνεια καί παρρησία διά τήν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μέγα ἀγαθόν. Τοῦτο ἔκαμε καί ὁ 'Ιωάννης. Περιφρονῶν κάθε τι τό ἀνθρώπινον, ὡμολόγησε τόν Χριστόν μέ παρρησίαν δημοσίως, μέ τά μεγάλα καί ὑψηλά καί ἀπόρρητα νοήματα, ὅτι δηλαδή δέν ἦτο ἱκανός (ἄξιος), νά λύσῃ τόν ἰμάντα τῶν ὑποδημάτων Του. Δι' αὐτό δέ ὁ Εὐαγγελιστής κατωνόμασε τόν τόπον, διά νά δείξῃ ὅτι ἡ ὁμολογία ἔγινε δημοσίᾳ, διότι ἐκεῖ ἦσαν παρόντες ὅλοι ὅσοι ἐβαπτίζοντο. «Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ 'Ιωάννης τόν 'Ιησοῦν ἐρχόμενον πρός αὐτόν, καί λέγει· ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τήν θαυμασίαν αὐτήν ὁμολογίαν ὁ 'Ιωάννης τήν κάμνει ἐνώπιον τοῦ λαοῦ ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο ἐκεῖ, διά νά δείξῃ τήν ἀνωτερότητα τοῦ 'Ιησοῦ, καί νά ἐξαλείψῃ κάθε ὑποψίαν, ὅτι ὁ Χριστός ἔρχεται πρός αὐτόν διά νά ἐξομολογηθῇ τάς ἁμαρτίας Του, καί ἐν συνεχείᾳ ἐν μετανοίᾳ νά βαπτισθῇ, ὅπως ἔκαμνον ὅλοι οἱ ἄλλοι, διότι Αὐτός ἦτο ἀναμάρτητος. Οἱ 'Ιουδαῖοι ἀπό παλαιότερα ἐζήτουν τόν 'Ιησοῦν, δι' αὐτό ὅταν ἦλθε πρός αὐτόν τούς τόν ἔδειξε «ἴδε», αὐτός εἶναι ἐκεῖνος τόν ὁποῖον ζητᾶτε τόσον καιρόν.«'Αμνόν» δέ τόν ὠνόμασε διά νά ὑπενθυμήσῃ τόν προφήτην ῾Ησαῒαν καί τήν προτύπωσιν τοῦ Μωϋσέως, καί ἔτσι νά τούς ὁδηγήσῃ ἀπό τόν τύπον εἰς τήν ἀλήθειαν, διότι 'Εκεῖνος ὁ ἀμνός (τοῦ Μωϋσέως), κανενός δέν ἀνέλαβε τήν ἁμαρτίαν, ἐνῶ ὁ 'Αμνός τοῦ Θεοῦ (ὁ Χριστός), ὅλης τῇς οἰκουμένης. 'Αφοῦ τόν ὑπέδειξεν «ἴδε» καί τούς ὑπενθύμησεν τόν ῾Ησαῒαν, «ὁ 'Αμνός τοῦ Θεοῦ», τούς δηλώνει ὅτι εἶναι ἀνώτερός του, «ἔμπροσθέν μου γέγονεν» πού ἐσήμαινεν ὅτι θά ἀναλάβῃ τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, καί θά ἐβάπτιζε μέ Πνεῦμα ῞Αγιον. ῾Η παρουσία τοῦ 'Ιωάννου δέν ἦτο τίποτε ἄλλο, παρά προετοιμασία τῆς παρουσίας Αὐτοῦ, «ἐγώ φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τήν ὁδόν Κυρίου», ἐνῶ ἡ παρουσία 'Εκείνου, θά χαρίσῃ τήν ἐνέργειαν τοῦ Παρακλήτου, καί θά καθαρίσῃ ὅλους βαπτίζοντας μέ Πνεῦμα ῞Αγιον καί πῦρ. Συνεπῶς εἶναι ἀνώτερός μου ὡς, «ἔμπροσθέν μου ἦν». «Κἀγώ οὐκ ἤδειν Αὐτόν». Δηλώνει ὅτι δέν τόν ἐγνώριζε, διά νά μή φανῇ ὅτι ἐχαρίσθη ἐξ αἰτίας τῆς συγγενείας του ἀφ' ἑνός, ἀφ' ἑτέρου δέ διά νά γίνῃ φανερός εἰς τόν 'Ισραηλιτικόν λαόν, «ἵνα φανερωθῇ τῷ 'Ισραήλ», καί ἔτσι νά τούς προετοιμάσῃ εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καί διά νά τούς διδάξῃ, ὅτι ὁ ἴδιος ἦλθε διά νά βαπτίσῃ εἰς τό ὕδωρ, «διά τοῦτο ἦλθον ἐγώ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων», τό ὁποῖον βάπτισμα ἦτο προετοιμασία καί καθαρισμός διά τῆς μετανοίας, νά δεχθοῦν τό βάπτισμα 'Εκείνου, τό ὁποῖον ἦτο ἀνώτερον, διότι εἶναι βάπτισμα ἀφέσεως ἁμαρτιῶν. «Καί ἐμαρτύρησεν 'Ιωάννης λέγων, ὅτι «τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ὠσεί περιστεράν ἐξ Οὐρανοῦ καί ἔμεινεν ἐπ' Αὐτόν». Διά νά προλάβῃ δέ τυχόν ἀτιρρήσεις ἤ ἀμφιβολίας, πῶς τό ὁμολογεῖ χωρίς νά τόν γνωρίζῃ; ἐξηγεῖ ὅτι τόν ὁμολογεῖ διότι βλέπει τό Πνεῦμα νά κατεβαίνῃ ὡσεί παριστεράν καί νά κάθεται ἐπάνω του. Καί ἐγώ δέν τόν ἐγνώριζα, ἀλλά 'Εκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλεν ἐδῶ νά βαπτίζω εἰς τό ὕδωρ, Αὐτός μοῦ εἶπεν, ὅτι εἰς ὅποιον ἰδῇς τό Πνεῦμα νά κατεβαίνῃ καί νά κάθεται ἐπ' αὐτοῦ, αὐτός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά βαπτίσῃ ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ. Και ἐγώ τοῦτο ἰδών σᾶς τόν ὑποδεικνύω. «Κἀγώ ἑώρακα καί μεμαρτύρηκα ὅτι οὖτός ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ». Καί διατί κατῆλθε τό Πνεῦμα ἐπ' Αὐτόν; Εἶχεν ἀνάγκην καθαρισμοῦ καί χάριτος; ῎Οχι ἀλλά διά νά κηρύξῃ ἔτσι τόν Χριστόν. Δι' αὐτό καί ἀδιστάκτως πλέον τόν κηρύττει.

'Επειδή τόν 'Ιωάννην τόν ἐθεώρουν μέγαν προφήτην, διά νά μή νομισθῇ ὅτι ἡ ἐξ Οὐρανοῦ φωνή ἡ ὁποία ἠκούσθη, «οὗτος ἐστί ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός», ἤλθε διά τόν 'Ιωάννην, δι' αὐτό τό Πνεῦμα ἔν εἴδει περιστερᾶς κατῆλθε καί ἔμεινεν ἐπί τόν 'Ιησοῦν, διά  νά δείξῃ διά ποῖον ἠκούσθη ἡ φωνή, καί δι' αὐτό καί ὁ 'Ιωάννης τόν ἔδειξεν, «ἴδε ὁ 'Αμνός τοῦ Θεοῦ». «Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἰστήκει ὁ 'Ιωάννης καί ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. Καί ἐμβλέψας τῷ 'Ιησοῦ περιπατοῦντι, λέγει· ἴδε ὁ 'Αμνός τοῦ Θεοῦ».

Τήν ἐπαύριον ὁ ΄Ιωάννης εὑρίσκετο ἐκεῖ δηλαδή εἰς Βηθαβαρᾷ, μέ δύο μαθητάς του, καί ὅταν εἶδε τόν 'Ιησοῦν νά περιπατῇ  ἐκεῖ, πάλιν τόν ἔδειξεν «ἴδε ὁ 'Αμνός τοῦ Θεοῦ», τόσον εἰς τούς μαθητάς του, ὅσον καί εἰς τόν λαόν πού εὑρίσκετο ἐκεῖ. «Καί ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταί λαλοῦντος, καί ἠκολούθησαν τῷ 'Ιησοῦ». Οἱ δύο μαθηταί τοῦ 'Ιωάννου, ὅταν ἤκουσαν τούς λόγους τοῦ 'Ιησοῦ, τόσον ἐσαγηνεύθησαν, ὥστε τόν ἠκολούθησαν καί δέν ἐπέστρεψαν πλέον εἰς τόν διδάσκαλόν των, ἀλλά ἀμέσως ἤρχισαν νά τόν κηρύττουν, διότι ἐπίστευσαν, ὅτι ὁ ὑπό τοῦ 'Ιωάννου μαρτυρούμενος καί δακτυλοδεικτούμενος, «ἴδε ὁ 'Αμνός», εἶναι πράγματι ὁ Μεσσίας (Χριστός), ὁ ὁποῖος θά καθαρίσῃ ὅλη τήν οἰκουμένην ἀπό τάς ἁμαρτίας διά τοῦ Θείου βαπτίσματος καί τῆς χάριτος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῎Αλλωστε καί ὁ 'Ιωάννης πρός Αὐτόν τούς ὡδηγοῦσε καί προετοίμαζε νά πιστεύσωσι, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας.

Καί ἐπίστευσαν, διότι ὅταν ὁ 'Ιησοῦς εἶδε τούς δύο μαθητάς τοῦ 'Ιωάννου νά τόν ἀκολουθοῦν, τούς ἐρώτησε «τίνα ζητεῖτε;», ἀπήντησαν «Ραββί, δηλαδή διδάσκαλε, ποῦ μένεις; Καί ὁ 'Ιησοῦς τούς καλεῖ κοντά του, «ἔρχεσθε καί ἴδετε». Αὐτοί δέ ἀμέσως τόν ἠκολούθησαν καί ἔμειναν μαζί του ὅλην τήν ἡμέραν, διότι ὁ Εὐαγγελιστής λέγει, «ὥρα δέ ἦν ὡς δεκάτη». 'Από τήν ὁλοήμερον διδασκαλίαν τοῦ 'Ιησοῦ, τόσον ἐπείσθησαν, ὅτι πράγματι ὁ ὁμιλῶν εἰς αὐτούς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν ὁ ὁποῖος «ἦν 'Ανδρέας ὁ ἀδελφός Σίμωνος Πέτρου», τρέχει καί εὑρίσκει τόν ἀδελφόν αὐτοῦ Σίμωνα καί μέ πόθο καί βεβαιότητα τοῦ λέγει, «εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν». 'Από τά λόγια αὐτά φαίνεται ἡ ἀκράδαντος πίστις τοῦ 'Ανδρέα πρός τόν Χριστόν, καί νά δικαιώνεται ἡ ἀναζήτησις καί ὁ πόθος του πρός Αὐτόν. Δι' αὐτό ἔτρεξε καί εὑρῆκε τόν ἀδελφόν του καί τοῦ ἀνακοινοῖ τό γεγονός. Δέν προσπαθεῖ νά τοῦ κάνῃ διδασκαλίαν, ἀλλά ἀρκεῖ νά τοῦ εἴπῃ ὅτι, «εὑρήκαμε τόν Μεσσίαν». ῎Οχι μεσσίαν, ἀλλά «τόν Μεσσίαν» διότι ἕνας εἶναι ὁ Μεσσίας, τόν ὁποῖον τόσο καιρό ἀνεζήτουν καί ἀνέμενον. ῾Ο δέ Σίμων χωρίς νά ἀργοπορήσῃ ἤ νά ζητήσῃ ἐξηγήσεις ἀπό τόν ἀδελφόν του 'Ανδρέα, τόν ἠκουλούθησε, διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, «καί ἤγαγεν αὐτόν πρός τόν 'Ιησοῦν», διά νά διδαχθῇ τήν διδασκαλίαν Αὐτοῦ ἀπό τόν ἴδιον, ἀπό τήν πηγήν τοῦ φωτός.

῞Οταν ἔφθασεν ἐκεῖ καί τόν εἶδεν ὁ 'Ιησοῦς, λέγει εἰς αὐτόν, «σύ εἶ Σίμων ὁ υἱός 'Ιωνᾶ· σύ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὅ ἑρμηνεύεται Πέτρος», καί ἀρχίζει νά τοῦ ἀποκαλύπτῃ κατ' ὀλίγον τήν Θεότητά Του, ὅπως ἔκαμεν ἐν συνεχείᾳ εἰς τήν ὁμολογίαν τοῦ Πέτρου, «σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ», ὅτι ἐπί τῆς ὁμολογίας αὐτῆς θά οἰκοδομήσῃ τήν 'Εκκλησίαν Του, εἰς τόν Ναθαναήλ καί τήν Σαμαρείτιδα. «Τῇ ἐπαύριονὅ.. εὑρίσκει Φίλιππον καί λέγει αὐτῷ. 'Ακολούθει μοι». Τήν ἄλλην ἡμέραν περιπατῶν ὁ 'Ιησοῦς εἰς τήν Γαλλιλαίαν, εὑρῆκε τόν Φίλιππον, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀπό τήν Βηθσαϊδᾶ τήν πόλιν τοῦ 'Ανδρέου καί Πέτρου, καί τόν καλεῖ νά τόν ἀκολουθήσῃ. 'Εκεῖνος δέ χωρίς νά ἔχῃ ἀκούσῃ τίποτα ἀπό κανέναν διά τόν Χριστόν, παρά μόνον τόν λόγον Του «ἀκολούθει μοι», ὑπήκουσεν ἀμέσως καί δέν ἀνεχώρησε πλέον ἀπ' Αὐτόν, ἀλλά ἄρχισε νά τόν κηρύττῃ καί εἰς ἄλλους, διότι ἀμέσως εὑρῆκε τόν φίλον του τόν Ναθαναήλ καί τοῦ λέγει, «ὅν ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς ἐν τῷ Νόμῳ  καί οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν 'Ιησοῦν τόν υἱόν τοῦ 'Ιωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ». Τόσον ὁ Φίλιππος ὅσον καί ὁ Ναθαναήλ, καίτοι δέν εἶχον ἀκούσει τίποτα διά τόν Χριστόν, ὅμως ἐρευνοῦσαν  τάς Γραφάς καί μέ πόθον ἀνέμενον τόν Μεσσίαν. Τοῦτο δέ γίνεται φανερόν ἀπό τόν λόγον πού εἶπεν ὁ Φίλιππος «εὑρήκαμεν», πού σημαίνει ὅτι εὑρῆκεν ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐζητοῦσε καί ἐπερίμενε νά ἔλθῃ. ῾Ο Ναθαναήλ ὅμως γνώστης τῶν προφητειῶν, ὅταν ἤκουσε ἐκ τῆς Ναζαρέτ, ἀντέδρασε καί τοῦ ἀπαντᾶ, «ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι.;», τό ὁποῖον δηλοῖ, ὅτι ἐγνώριζεν ὅτι ὁ Μεσσίας θά ἤρχετο ἀπό τήν Βηθλεέμ. ῾Ο δέ Φίλιππος εἰς τήν ἀντίδρασιν τοῦ Ναθαναήλ, δέν προσπαθεῖ νά τοῦ δώσῃ περισσότερες πληροφορίες, ἀλλά τόν καλεῖ, «ἔρχου καί ἴδε» διά νά διαπιστώσῃ ὁ ἴδιος, ἀπό τόν ἴδιον τόν Χριστόν, ὅτι εὑρῆκε τό ποθούμενον. Μέ ἐπιφυλάξεις ὅμως ἠκολούθησε τόν Φίλιππον καί διεπίστωσεν, ὅτι πράγματι ἦτο ὁ Μεσσίας, διότι ἀπό τήν προσφώνησιν τοῦ 'Ιησοῦ, «ἴδε ἀληθῶς 'Ισραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι», ἐξεπλάγη καί τόν ἐρωτᾶ, «πόθεν μέ γινώσκεις;». ῞Οταν δέ ὁ 'Ιησοῦς τοῦ ἀπεκάλυψε τόν τόπον ὅπου εὑρίσκετο πρίν τόν καλέσει ὁ Φίλιππος, «πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπό τήν συκήν, εἶδόν σε», τότε χωρίς καμμίαν ἀμφιβολίαν ἐπίστευσε καί τόν ὡμολόγησε, «Ραββί, σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ Βασιλεύς τοῦ 'Ισραήλ».῾Ο Πέτρος μετά ἀπό τόσα θαύματα πού εἶδε καί τοιαύτην διδασκαλίαν πού ἤκουσεν, ὅταν ὡμολόγησε «σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ», ἐμακαρίσθη ἀπό τόν Κύριον, ὡς δεχθείς τήν ἀποκάλυψιν ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Ναθαναήλ ὅμως ὅταν καί αὐτός χωρίς νά ἴδῃ ἤ ἀκούσῃ τίποτα ὡμολόγησε καί αὐτός μέ τά ἴδια λόγια, δέν ἤκουσεν ἀπό τόν 'Ιησοῦν κάτι παρόμοιον μέ τόν Πέτρον, ἀλλά παραπέμπεται εἰς μεγαλύτερα. Καί οἱ δυό τά ἴδια λόγια εἶπαν, ἀλλά μέ διαφορετικήν ἔννοιαν. ῾Ο Πέτρος ὡμολόγησεν ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Θεός ἀληθινός καί δι' αὐτό ἐμακαρίσθη, ὁ δέ Ναθαναήλ ὅτι εἶναι ἁπλῶς ἄνθρωπος, «ὁ Βασιλεύς τοῦ 'Ισραήλ», δι' αὐτό  καί  παρεπέμφθη εἰς τά μεγαλύτερα, πού ἐν συνεχείᾳ θά ἴδῃ ἀφοῦ ἐπίστευσεν εἰς μίαν ἁπλῆν πρόγνωσιν, ἐνῶ εἰς τήν ὁμολογίαν τοῦ Πέτρου δέν προσθέτει τίποτα, ἀλλά ὡσάν ἡ πίστις του νά ἦτο τελεία εἶπεν, «εἰς τήν ὁμολογίαν σου αὐτή θά οἰκοδομήσω τήν 'Εκκλησίαν μου». ῾Ο Ναθαναήλ δέν εἶχε σχηματίσει ἀκόμη σαφῆ γνώμην περί τοῦ 'Ιησοῦ καί τόν ὁμολογεῖ ὡς ἁπλόν ἄνθρωπον, «σύ εἶ ὁ Βασιλεύς τοῦ 'Ισραήλ», τόν ἀνεβάζει βαθμηδόν ἀπό τήν γῆν εἰς τόν Οὐρανόν λέγων, «ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν· ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τόν Οὐρανόν ἀνεωγότα καί τούς 'Αγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καί κατεβαίνοντας ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου», διά νά τόν πείσῃ καί ὁμολογήσῃ Αὐτόν καί ὡς Κύριον τῶν 'Αγγέλων. ῾Ο Ναθαναήλ ἐσιώπησεν εἰς αὐτά τά λόγια τοῦ 'Ιησοῦ, δι'  αὐτό καί ὁ Χριστός ἔθεσε τέλος εἰς τόν λόγον του, διά νά τοῦ δώσῃ χρόνον νά σκεφθῇ αὐτά κατ' ἰδίαν, διότι δέν ἤθελε νά τά παραχωρήσῃ ὅλα μαζεμένα, ἀλλά ἀφοῦ ἔρριψε τόν σπόρον εἰς ἔφορον γῆν, ἀφήνει νά καρποφορήσῃ μέ τήν ἡσυχίαν του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β!

 

Τρεῖς ἡμέρας μετά τά γεγονότα αὐτά, «γάμος ἐγένετο ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίαςὅ.. ἐκλήθη καί ὁ 'Ιησοῦς, καί οἱ Μαθηταί Αὐτοῦ εἰς τόν γάμον». 'Εκλήθη εἰς τόν γάμον ὄχι ὡς μεγάλος ἄνθρωπος, ἀλλά ὡς ἁπλός καί γνωστός, διότι ὁ Εὐαγγελιστής συμπληρώνει, «καί ἦν ἡ Μήτηρ τοῦ 'Ιησοῦ ἐκεῖ», διά νά μᾶς δείξῃ ὅτι τόσον ἡ Μήτηρ του, ὅσον καί αὐτός ἦσαν γνωστοί. «Καί ὑστερήσαντος οἴνου, λέγει ἡ Μήτηρ τοῦ 'Ιησοῦ πρός Αὐτόν· οἶνον οὐκ ἔχουσι». Διατί ὅμως ἡ Μήτηρ του τοῦ εἶπεν «οἶνον οὐκ ἔχουσι» ἐνῶ μέχρι τότε ὀ 'Ιησοῦς δέν εἶχε κάμει κανένα θαῦμα;. Διά νά μεγαλοφρονήσῃ περί Αὐτοῦ; ῾Η Μήτηρ Του, ὡς Θεοδίδακτος, ἐγνώριζεν ὅσα ἐλέγοντο περί Αὐτοῦ, καί ἀπό τήν σύλληψίν Του, τήν γέννησίν Του, καί τήν μαρτυρίαν τοῦ 'Ιωάννου, «καί διετήρη ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς».

Μέχρι τότε ὅμως, ἄν καί ἐγνώριζε ποῖος ἦτο δέν τοῦ ἐζήτησε τίποτα, διότι ὁ 'Ιησοῦς ἔζη ἀφανῶς, καί τότε ἤρχισε νά ἐμφανίζεται δημοσίως. Τότε λοιπόν καί ἡ Μήτηρ Του, ὅταν ἔμαθεν ὅτι ὁ 'Ιωάννης ἦλθε δι' Αὐτόν καί ἐματύρησε περί Αὐτοῦ, ὁ ἴδιος δέ εἶχε καλέσει μαθητάς, τότε ἀδιστάκτως τόν παρακαλεῖ, γνωρίζουσα τί ἠμπορεῖ νά κάνῃ. Τοῦ λέγει, «οἶνον οὐκ ἔχουσι», διά νά συνδέσῃ τούς ἐκεῖ εὑρισκομένους μέ τήν εὐεργεσίαν Του. Πιθανόν ὅμως νά εἶχε πάθῃ κάτι τό ἀνθρώπινον, καί ἠθέλησε νά καταστήσῃ τόν ἑαυτόν της λαμπρότερον διά τόν Υἱόν της, καί νά ἔχῃ τήν πρώτην θέσιν ἐπειδή ἦτο Μήτηρ Του, ἀλλά καί οἱ ἀδελφοί του νά ὠφεληθοῦν τήν δόξαν ἀπό τό θαῦμα του, ἐπειδή ἀκόμα δέν εἶχαν πιστεύσει εἰς Αὐτόν καί δέν εἶχαν σχηματίσει σαφῆ γνώμην περί τοῦ τίνος ἐπρόκειτο, δι' αὐτό καί ἄλλοτε τοῦ ἔλεγον, «δεῖξον σ' ἑαυτόν τῷ κόσμῳ». Διά τόν λόγον τοῦτον ὁ 'Ιησοῦς ἀπήντησε κάπως αὐστηρά εἰς τήν Μητέρα Του λέγων. Τί μέ προστάζεις Μῆτερ, δέν ἦλθεν ἀκόμα ἡ ὥρα (καιρός) νά ἀπελευθερωθῶ καί ἐγώ ἀπό τήν κηδεμονίαν σου; Τοῦτο δέ ἐπειδή ὑπῆρχε συνήθεια εἰς τούς 'Ιουδαίους, οἱ γονεῖς νά ἔχουν ἀξιώσεις ἀπό τά τέκνα των, καί νά προστάζουν εἰς αὐτούς τά πάντα, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά τόν παρακαλῇ καί τόν σέβεται ὡς Κύριον καί Θεόν. 'Εγνώριζε βέβαια ποῖος ἦτο, ἀλλά δέν εἶχε σχηματίσει ἀκόμα τήν γνώμην πού ἔπρεπε. Τοῦτο προκύπτει καί  ἀπό ἄλλην περίπτωσιν, ὅταν ὁ 'Ιησοῦς ἐκήρυττε, τοῦ παραγγέλλει ὅτι τόν ἐζήτει μαζί μέ τούς ἀδελφούς του, ὡσάν νά εἶχε τό δικαίωμα καί τήν ἐξουσίαν ὡς Μήτηρ Του νά τόν προστάζῃ. Δι' αὐτό καί ὁ 'Ιησοῦς ἀπήντησε «ποία ἡ Μήτηρ μου καί οἱ ἀδελφοί μου;» ῎Οχι ὅτι δέν ἐσέβετο τήν Μητέρα Του, διότι ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν πού ἦτο, ἔδειξε τόσο ἐνδιαφέρον δι' αὐτήν, καί κατά τόν Εὐαγγελιστήν Λουκᾶν «ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς», ἀλλά διά νά τήν ὠφελήσῃ καί νά μή τήν ἀφήσῃ νά σκέπτεται ταπεινά περί Αὐτοῦ. Εἰς τήν δευτέραν ἑρμηνείαν, ὡσάν νά καθησυχάζῃ τήν Μητέρα του, ὅτι δέν ἦλθεν ἀκόμα ἡ ὥρα νά πράξῃ αὐτό πού ἡ Μήτηρ Του ἐζήτει, διότι ἔπρεπε πρῶτα νά παρακληθῇ ἀπό τούς ἔχοντας ἀνάγκην καί ὄχι ἀπ' αὐτήν. Διότι τό θαῦμα, ὅταν γίνεται μέ παράκλησιν τοῦ ἔχοντος ἀνάγκην, τότε ἡ ὠφέλεια εἶναι μεγάλη ἀπηλλαγμένη πάσης ὑποψίας, μαγείας ἤ φαντασίας. Διά τοῦτον τόν λόγον ἀπήντησεν αὐστηρά, «τί ἐμοί καί σοί γύναι;», διά νά τήν νουθετήσῃ εἰς τό μέλλον νά μή σκέπτεται ταπεινά, διότι Αὐτός ἐφρόντιζε μέν διά τήν πρός τήν Μητέρα Του τιμήν, ἀλλά καί διά τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν καί τήν εὐεργεσίαν τῶν πολλῶν, διά τήν ὁποίαν καί ἐσαρκώθη. Κατά συνέπειαν τά λόγια αὐτά δέν ἐσήμαιναν αὐθάδειαν ἤ ἀπειθαρχίαν πρός τήν Μητέρα, ἀλλά μεγάλην οἰκονομίαν. Καί ἐκείνην ἐδίδασκε καί τά θαύματα προέβλεπε νά γίνωνται μέ τήν ἁρμόζουσαν τάξιν καί ἀξίαν. Τοῦτο κατανοοῦσα ἡ Μήτηρ Του, λέγει εἰς τούς ὑπηρέτας. «῞Ο,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε», βεβαία ὅτι ὁ 'Ιησοῦς θά ἔκαμεν ἐκεῖνο πού ἔπρεπε.

'Αφοῦ ἀπήντησεν ἔτσι εἰς τήν Μητέρα Του, διατί ἀμέσως ἔκαμε αὐτό πού τοῦ εἶπεν αὐτή;. Διά δύο λόγους α) διά νά δείξῃ ὅτι δέν ἦτο ὑποτεταγμένος εἰς τόν χρόνον, διότι ἀλλοιῶς πῶς θά ἔκαμνεν αὐτό πού ἔκαμεν ἀφοῦ δέν εἶχεν ἔλθει ἡ ὥρα πού ἔπρεπε καί β) διά νά τιμήσῃ τήν Μητέρα Του καί μή προσβάλῃ αὐτήν πού τόν ἐγέννησε καί φανῇ ἔτσι, ὅτι συνεχῶς ἀντιλέγῃ εἰς αὐτήν καί ἀποκτήσῃ φήμην ἀδυναμίας.

῞Οταν λέγει, «οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου», δέν ἐννοεῖ τόν χρόνον καί ἀδυνατεῖ δι' αὐτό, διότι αὐτός ἦτο ὑπεράνω τοῦ χρόνου, ἀλλά δέν εἶχε ἔλθει ἡ κατάλληλη ὥρα, διότι ἔπρεπε νά τό ζητήσουν αὐτοί πού εἶχαν τήν ἀνάγκην καί νά τόν παρακαλέσουν, διά τούς λόγους πού ἐλέχθησαν ἀνωτέρω, ὅπως καί ἔγινε. ῞Οταν ἦλθον οἱ ὑπηρέται, προειδοποιηθέντες ἀπό τήν Μητέρα Του, εἰς τό πρόσταγμα τοῦ 'Ιησοῦ, «γεμίσατε τάς ὑδρίας ὕδατος», ἀμέσως ἔπραξαν τό προστασσόμενο, διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, «ἦσαν ἐκεῖ ὑδρίαι λίθιναι ἕξὅ». Τότε ὁ 'Ιησοῦς τούς παραγγέλλει νά ἀντλήσουν ἀπό τό ὕδωρ πού ἔβαλαν εἰς τάς ὑδρίας καί νά φωνάξουν νά ἔλθῃ ὁ ἀρχιτρίκλινος νά δοκιμάσῃ. «'Αντλήσατε νῦν, καί φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ». ῞Οταν ὁ ἀρχιτρίκλινος ἐδοκίμασε, μετ' ἐκπλήξεως διεπίστωσεν ὅτι τό ὕδωρ εἶχε μεταβληθεῖ εἰς οἶνον, καί δέν ἐγνώριζε τοῦτο πῶς ἔγινε, παρά μόνον οἱ ὑπηρέται οἱ ὁποῖοι ἐγέμισαν  καί ἤντλησαν τό ὕδωρ ἀπό τάς ὑδρίας. «῞Ως δέ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος τό ὕδωρ οἶνον γεγενημένον, καί οὐκ ἤδει πόθεν ἐστίν· οἱ δέ διάκονοι ἤδεισαν, οἱ ἠντληκότες τό ὕδωρ». Διέταξε δέ νά καλέσουν τόν ἀρχιτρίκλινον διά νά εἶναι μάρτυρες τοῦ θαύματος καί νά κηρύξουν, τό μέν «τό ὕδωρ οἶνον γεγενημένον», οἱ δέ «ἡμεῖς ἠντλήσαμεν τό ὕδωρ», καί ἔτσι νά δεχθοῦν ὅλοι τό θαῦμα μέ μεγαλυτέραν κατανόησιν. «Ταύτην ἐποίησεν τήν ἀρχήν τῶν σημείων ὁ 'Ιησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας». Σημεῖα ὁ 'Ιησοῦς εἶχε δείξει πολλά, ὅπως δωδεκαετής ὤν ἐδίδασκε τούς ῾Ιερεῖς εἰς τόν Ναόν τοῦ Σολομῶντος, καί ὁ Εὐαγγελιστής λέγει, ὅτι ἀρχή τῶν σημείων ἔκαμε μέ τό θαῦμα τῆς Κανᾶ, διότι αὐτό ἦτο τό πρῶτον ἀπό τῆς δημοσίας ἐμφανίσεώς Του μετά τό βάπτισμα, διότι ἔπρεπε καί τόν Νόμον νά τηρήσῃ ὁ ὁποῖος δέν ἐπέτρεπε δημοσίαν δρᾶσιν πρό τοῦ τριακοστοῦ ἔτους καί τοῦ βαπτίσματος, ἀλλά καί αἱ περί Αὐτοῦ προφητεῖαι νά ἐπαληθεύσουν, δηλαδή καί νά προκαταγγελθῇ καί νά ὐποδειχθῇ, «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» καί «ἴδε ὁ 'Αμνός τοῦ Θεοῦ», δι' αὐτό καί ἀναφέρεται τό θαῦμα τῆς Κανᾶ ὡς ἀρχή τῶν σημείων, τό ὁποῖον ἔγινε τρεῖς ἡμέρας μετά τό βάπτισμα, «καί τῇ τρίτῃ ἡμέρα γάμος ἐγένετο ἐν Κανᾷ». «Καί ἐφανέρωσε τήν δόξαν Αὐτοῦ, καί ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ». Μέ ποῖον τρόπον ἐφανέρωσε τήν δόξαν Του; Μέ τό γεγονός, ὅτι τόσον οἱ ὑπηρέται, ὁ ἀρχιτρίκλινος, ὁ γαμβρός καί οἱ παρευρισκόμενοι, ὅσον καί οἱ μαθηταί Αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι καί πρό τοῦ θαύματος τόν ἐθαύμαζον, τό ἐπρόσεξαν καλῶς καί ἐπίστευσαν, ὡς φαίνεται ἀπό τήν προσθήκη, «καί ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ». Τότε ἦλθεν ἡ ὥρα του, ὅταν τοῦ τό ἐζήτησαν καί ἦσαν παρόντες ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί ἐπρόσεχον μέ ἀκρίβειαν τά γεγονότα.

«Μετά τοῦτο κατέβη εἰς Καπερναούμ, Αὐτός καί ἡ Μήτηρ Αὐτοῦ, καί οἱ ἀδελφοί Αὐτοῦ, καί οἱ μαθηταί Αὐτοῦ· καί ἐκεῖ ἔμειναν οὐ πολλάς ἡμέρας». Μετά ἀπό τήν Κανᾶ μετέβη εἰς Καπερναούμ μετά τῆς Μητρός του, τῶν ἀδελφῶν καί μαθητῶν Αὐτοῦ, καί παρέμεινεν ἐκεῖ ὀλίγας ἡμέρας μαζί της, διά νά τήν τιμήσῃ καί ἀποκαταστήσῃ ἔτσι τήν κάπως αὐστηράν στᾶσιν Του εἰς τόν γάμον τῆς Κανᾶ, διότι μετ' ὀλίγας ἡμέρας θά ἀνήρχετο εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἐπειδή ἐπλησίαζε τό 'Ιουδαϊκόν Πάσχα. «Καί ἐγγύς ἦν τό Πάσχα τῶν 'Ιουδαίων».

'Αφοῦ μετέβη εἰς ῾Ιεροσόλυμα πλήρης αὐτοπεποιθήσεως, ὅτι ἔχει ἐξουσίαν, ἐκδιώκει ἀπό τόν Ναόν τούς ἐμπόρους, τραπεζίτας καί ζωεμπόρους. ῾Η ἐξουσία του δέ, δηλοῦται ἀπό τό γεγονός, ὅτι δέν τούς παρεκάλεσε νά φύγουν, ἀλλά βιαίως τούς ἐξεδίωξε καί ἐπέταξε τά ἐμπορεύματά των, «καί ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων, πάντας ἐξέβαλε τοῦ ῾Ιεροῦ» λέγων, «μή ποιεῖτε τόν οἶκον τοῦ Πατρός μου, οἶκον ἐμπορίου», ἐνῶ ἄλλος Εὐαγγελιστής λέγει, «σπήλαιον ληστῶν». 'Εκ τούτου προκύπτει, ὅτι δύο φοράς ἐξεδίωξεν ἐκ τοῦ Ναοῦ τούς ἐμπόρους, μίαν εἰς τήν ἀρχήν τῆς δημοσίας ἐμφανίσεώς Του, δι' αὐτό ἦτο ἐπιεικέστερος καί λέγει, «οἶκον ἐμπορίου», διά τό ἀναίσχυντο ἐμπόριόν των, ἐνῶ τήν δευτέραν φοράν, ὅταν ἐπορεύετο πρός τό ἑκούσιον πάθος Του, δι' αὐτό καί ἦτο αὐστηρότερος λέγων, «σπήλαιον ληστῶν», διά νά δείξῃ ὅτι τά ἐμπορεύματά των προήρχοντο ἀπό κλοπήν, ἁρπαγήν καί πλεονεξίαν. Μέ τά λόγια αὐτά ἔδειξεν ἀπό τήν ἀρχήν τήν ἐξουσίαν πού εἶχεν, ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ.

'Εξεδίωξε δέ αὐτούς ἀπό τόν Ναόν διά νά δείξῃ, ὅτι δέν ἐνεργεῖ ἀντίθετα πρός τόν Πατέρα, διότι ἀφοῦ ἐνδιαφέρεται διά τόν οἶκον, δέν ἦτο δυνατόν νά ἐναντιώνεται πρός τόν κύριον τοῦ οἴκου, καί εἰς ἐκεῖνον πού ἐλατρεύετο ἐντός αὐτοῦ. ῎Ετσι διορθώνει τήν ἐσφαλμένη γνώμην των, διότι καίτοι μετεχειρίσθη βίαν καί ὠνόμασε τόν Ναόν «οἶκον τοῦ Πατρός μου», δέν ὠργίσθησαν οὔτε καί τόν ὕβρισαν ἤ ἐκακοποίησαν, ἀλλά τοῦ ζητοῦν σημεῖα τῆς ἐξουσίας του, λέγοντες. «Τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν, ὅτι ταῦτα ποιῆς;». Τοῦτο τό εἶπαν ἐπειδή τούς ἀφήρεσε τό αἰσχρόν κέρδος, καί διά νά τόν ἐμποδίσουν ἀπό τό ἔργον Του. Διά τόν λόγον τοῦτον δέν τούς ἔδειξε σημεῖον, ὅπως ἄλλοτε πού τοῦ ἐζήτησαν σημεῖον τούς ὑπενθύμισε τόν προφήτην 'Ιωνᾶν. Τώρα ὅμως, λόγῳ τῆς τελείας ἀναισθησίας των, τούς ὡμίλησε πιό αἰνιγματικά, ἐπειδή ἡ σκέψις των ἦτο πονηρά καί δολία, καί ἡ πρόθεσις ὕπουλος, διότι ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἐπιδοκιμάσουν τήν προθυμίαν καί τόν ζῆλον Του διά τόν Ναόν, αὐτοί τόν κατηγοροῦν, ὅτι δέν ἔχει ἐξουσίαν νά τούς ἀπαγορεύσῃ τό ἐμπόριον ἄν δέν τούς δείξῃ σημεῖον. Τότε ὁ 'Ιησοῦς τούς ἀπαντᾶ.

«Λύσατε τόν Ναόν τοῦτον, καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν».

Οἱ τά γήϊνα φρονοῦντες δέν ἠμποροῦσαν νά ἐννοήσουν τά ὑψηλά καί Θεῖα νοήματα τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ 'Ιησοῦ, διότι ἀποροῦντες καί ἀμφιβάλλοντες τοῦ λέγουν, «τεσσαράκοντα καί ἕξ ἔτεσιν ὠκοδομήθη ὁ Ναός οὗτος, καί σύ ἐν τρισί ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν;».

῾Ο 'Ιησοῦς τούς ὡμίλησεν αἰνιγματικά, διότι δέν ἐννοοῦσε τόν Ναόν, ἀλλά τό ἰδικόν του σῶμα, τό ὁποῖον σέ τρεῖς ἡμέρας θά ἐγείρετο ἐκ νεκρῶν, ὅμως δέν τούς ἐξήγησεν, ἐπειδή δέν θά ἐπίστευον εἰς τόν λόγον Του, ἐφ' ὅσον καί οἱ μαθηταί Του δέν τό ἐκατάλαβαν, πολύ δέ περισσότερον ὁ λαός. Τό ὅτι δέν τό ἐκατάλαβαν οἱ μαθηταί, προκύπτει ἀπό τά ἐν συνεχείᾳ ἀναφερόμενα ὑπό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, «ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταί αὐτοῦ, ὅτι τοῦτο ἔλεγεν αὐτοῖς, καί ἐπίστευσαν τῇ Γραφῇ, καί τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν ὁ 'Ιησοῦς».  

Παραμένων εἰς ῾Ιεροσόλυμα ὁ 'Ιησοῦς κηρύττων καί ποιῶν θαύματα, πολλοί ἀπό τούς σταθεροτέρους ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀκούοντες τήν διδασκαλίαν καί βλέποντες τά θαύματα.

'Επειδή ὅμως ἡ πίστις των αὐτή δέν ἦτο ἀληθινή, ἀλλά συνεπείᾳ τῶν λόγων καί θαυμάτων τά ὁποῖα ἔβλεπον, ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἄλλοτε ὁ 'Ιησοῦς, ἐμακάρισε τούς ἀργότερον πιστεύσαντας, «μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες», ἐπειδή ἡ πίστις των θά ἦτο ἀληθινή καί σταθερά.

«῾Ο 'Ιησοῦς οὐκ ἐπίστευεν ἑαυτόν αὐτοῖς, διά τό αὐτόν γινώσκει πάντας». ῾Ο 'Ιησοῦς, ὡς Θεός, δέν ἀπέβλεπε μόνον εἰς τά λόγια των, δηλαδή εἰς μίαν πίστιν συνεπείᾳ ἐνθουσιασμοῦ καί θαυμασμοῦ ἐκ τῶν γενομένων θαυμάτων, ἀλλά εἰς τήν καρδίαν των, συνεχίζει ὁ Εὐαγγελιστής λέγων, ὁ 'Ιησοῦς δέν ἐπίστευε, δηλαδή δέν ἐνεπιστεύετο εἰς αὐτούς ὅλα τά δόγματα, καί αὐτός ὡς Θεός τά ἐγνώριζεν ὅλα αὐτά, δι' αὐτό ἐπειδή ὁ ζῆλος των ἦτο πρόσκαιρος καί δέν ἐπίστευον μετά βεβαιότητος καί ἦσαν εὐμετάβλητοι καί ἀσταθεῖς, δι' αὐτό καί δέν τούς ἐνεπιστεύθη ὅλα, ἐπειδή δέν τούς θεωροῦσε τελείους καί γνησίους μαθητάς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ  Γ!

«Καί ἦν δέ ἄνθρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων, Νικόδημος ὄνομα αὐτῷ, ἄρχων τῶν 'Ιουδαίων».

῾Ο Νικόδημος ἦτο ὑπερασπιστής τοῦ 'Ιησοῦ εἰς τό συνέδριον τῶν 'Ιουδαίων, καί εἰς τήν ταφήν Του προσεκόμισε σμύρνα κλπ. χρειώδη, καί γενικῶς εἶχε καλήν διάθεσιν διά τόν Χριστόν, ὄχι ὅμως ὅπως ἔπρεπε, διότι κατείχετο ἀκόμα ἀπό τήν ἰουδαϊκήν ἀδυναμίαν, και δι' αὐτό ἐπῆγε νύκτα εἰς τόν 'Ιησοῦν, ἐπειδή ἐφοβεῖτο τήν ἡμέραν. ῾Ο 'Ιησοῦς, γνωρίζων, ὡς Θεός, ὅτι τό ἐνδιαφέρον του δέν ἦτο πονηρόν, τόν δέχεται καί συζητεῖ μαζί του ὑψηλά δόγματα καί ἀποκαλυπτικά, ἄν καί ἐφαίνοντο αἰνιγματικά.

῾Ο Νικόδημος ἐπίστευεν εἰς τόν 'Ιησοῦν, ἄν καί δέν εἶχεν ἀκόμα σαφῆ γνῶσιν περί Αὐτοῦ, διότι ἀμέσως ὡμολόγησε, «Ραββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπό Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος». ῾Ωμολόγησε μέν ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεόν, ὄχι ὅμως ὅτι εἶναι καί Αὐτός Θεός, ἀλλά ὡς ἕνας ἀπό τούς προφήτας τοῦ Θεοῦ, ὡς προκύπτῃ ἀπό τήν φρᾶσιν, «οὐδείς γάρ ταῦτα τά σημεῖα δύναται ποιεῖν, ἅ σύ ποιεῖς, ἐάν μή ἦ ὁ Θεός μετ' αὐτοῦ». 'Επίστευε δηλαδή, ὅτι τά σημεῖα τά ὁποῖα ἔκαμεν ὁ 'Ιησοῦς, τά ἔκαμε μέ ἄλλην δύναμιν καί ὄχι μέ τήν ἰδικήν Του.

Διά τήν λανθασμένην αὐτήν πίστιν τοῦ Νικοδήμου, ὁ 'Ιησοῦς δέν τόν ἐπέπληξεν, ἀλλά ἥρεμα συζητεῖ μαζί του, καί φανερῶς μέν δέν τοῦ λέγει τίποτα, αἰνιγματικῶς δέ τόν ἀνυψώνει ἀπό τήν ταπεινήν του γνώμην, διδάσκων αὐτόν ὅτι τά σημεῖα τά ὁποῖα κάμνει, τά ἐπιτελεῖ μέ τήν ἰδικήν Του δύναμιν, διότι εἰς μέν τά λόγια ὁ 'Ιησοῦς φαίνεται μετριοπαθής, εἰς τά θαύματα ὅμως αὐτάρκης καί αὐτοδύναμος, ὅπως «θέλω καθαρίσθητι», «Ταλιθᾶ ἀνάστηθι» κλπ λόγια αὐθεντικά καί περιέχοντα ἐξουσίαν.

Τότε διά νά τοῦ δείξη, ὅτι εὑρίσκετο ἀκόμη πολύ μακρυά ἀπό τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν τοῦ λέγει, «'Αμήν, ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», ἐννοῶν ὅτι ἐάν κανείς δέν γεννηθῇ ἄνωθεν καί δέν λάβῃ τήν ἀλήθειαν τῶν δογμάτων, δηλαδή νά μετάσχῃ τοῦ Πνεύματος διά τῆς ἀναγεννήσεως, δέν ἠμπορεῖ νά λάβῃ σαφῆ γνῶσιν περί Αὐτοῦ, ἀλλά κάπου ἔξω αὐτῆς πλανᾶται, διότι ἡ γνώμη τοῦ Νικοδήμου ἦτο σαρκική καί ὄχι πνευματική. Τοῦτο δέ φαίνεται ἀπό τήν ἐρώτησίν του, «πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μή δύναται εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καί γεννηθῆναι;». Δέν ἐγνώριζε καί δέν ἠμποροῦσεν ἀκόμη νά φαντασθῇ τό νόημα, ὅτι ἐπρόκειτο περί ἀναγεννήσεως καί ὄχι δευτέρας σαρκικῆς γεννήσεως. Δι' αὐτό ὁ 'Ιησοῦς γίνεται κατ' ὀλίγον πιό σαφής καί τοῦ λέγει, «ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐκ τοῦ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», θέλων ἔτσι νά τόν πλησιάσῃ πρός τό βάπτισμα, ἀπαντῶντας εἰς τήν ἀπορίαν του, «πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν κλπ». 'Επειδή δέν εἶχεν ἀκουσθεῖ ἄλλη φοράν εἰς τούς 'Ιουδαίους οὔτε Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οὔτε τοιαύτη γέννησις ἄνωθεν ἐκ πνεύματος.

Καί συνεχίζων ὁ 'Ιησοῦς λέγει, «Τό γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός, σάρξ ἐστι· καί τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος, Πνεῦμα ἐστι».

Τά λόγια αὐτά τοῦ 'Ιησοῦ, ἔκαμον τόν Νικόδημον νά ταραχθῇ, διότι τό ἐν συνεχείᾳ, «μή θαυμάσῃς, ὅτι εἶπον σοι δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν», ταραχήν δηλοῖ, καί διά νά τόν ἡρεμήσῃ ἐπειδή τοῦ ἐφάνη παράδοξον τό «γεγεννημένον ἐκ Πνεύματος», τόν ἐπαναφέρει εἰς αἰσθητό παράδειγμα, «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ· καί τήν φωνήν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ' οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται, καί ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστί πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος». Τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ὁ ἄνεμος φυσᾶ ὅπου θέλει. 'Ακοῦς τήν πνοήν του, ἀλλά δέν ἠξεύρεις ἀπό ποῦ ἔρχεται καί ποῦ πηγαίνει. ῎Ετσι εἶναι καί ὁ γεννηθείς ἐκ Πνεύματος. ῞Οπως ἡ πνοή τοῦ ἀνέμου δέν φαίνεται, ἔτσι καί ἡ Πνευματική γέννησις δέν φαίνεται μέ τούς ὑλικούς ὀφθαλμούς.

'Εάν δέν στενοχωρῆσαι πού δέν βλέπεις τό σῶμα τοῦ ἀνέμου καί οὔτε δυσπιστεῖς ὅτι ὑπάρχει, διατί περί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ταράσσεσαι καί ζητεῖς ἀποδείξεις;

῾Ο Νικόδημος ἐξακολουθοῦσεν ἀκόμη νά εὑρίσκεται εἰς τά αἰσθητά, ἐπιμένων εἰς τήν ἰουδαϊκήν μικρότητα καί ἀπορῶν ἐρωτᾶ, «πῶς δύναται τοῦτα γενέσθαι;». Τότε ὁ Χριστός δέν τόν κατηγορεῖ διά πονηρίαν, ἀλλά δι' ἀφέλειαν καί ἄγνοιαν, δι' αὐτό καί τοῦ ἀπαντᾶ κάπως αὐστηρότερον. «Σύ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ 'Ισραήλ, καί ταῦτα οὐ γινώσκεις;». Μέ τά λόγια αὐτά τόν παραπέμπει εἰς τάς Γραφάς ὑπενθυμίζων εἰς αὐτόν προγενέστερα ἐν σχέσει μέ παραδόξους γεννήσεις, ὅπως γηραιαί καί στεῖραι γυναῖκες, αἱ ὁποῖαι προετοίμαζον τήν ὁδόν διά τήν πίστιν, εἰς τόν τοκετόν τῆς Παρθένου κ.ἄ. Καί διά νά κάνῃ τόν λόγον του περισσότερον ἀξιόπιστον προσθέτει, «ὅ οἴδαμεν λαλοῦμεν, καί ὅ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν· καί τήν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε». Τοῦτο τό λέγει ἐπειδή τά ὁρώμενα εἶναι πιστότερα ἀπό τά ἀκουόμενα. ῎Ετσι ὁ Χριστός ὁμιλεῖ μέ τόν Νικόδημον πιό ἀνθρώπινα, διά νά τόν κάνῃ νά ἀφήσῃ τά γήϊνα, νά πιστεύσῃ διά νά τόν ἀνυψώσῃ ὑψηλότερα.

῾Ως γήϊνος καί σαρκικός, τοῦ ὁμιλεῖ πρῶτα διά τά νοητά, «ὅ,τι ἐγεννήθη ἐκ σαρκός εἶναι σάρξ», καί  «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ». 'Εν συνεχείᾳ διά νά τόν ἀπαγκριστρώσῃ ἀπό τά γήϊνα τοῦ ὁμιλεῖ διά τά πνευματικά, «ὅ,τι ἐγεννήθη ἐκ Πνεύματος εἶναι Πνεῦμα», καί διά νά γίνῃ πιστικώτερος συνεχίζει, «αὐτά πού εἴδαμε λέγομε καί αὐτά πού ἀκούσαμε ὁμολογοῦμεν, ἀλλά τήν ὁμολογίαν μου αὐτήν ἐσεῖς δέν τήν δέχεσθε». Τοῦ ὁμιλεῖ πνευματικά διά τήν τελείαν γνῶσιν, διότι τοῦ λέγει, «ὅ,τι οἴδαμεν» ἐνῶ ἀκόμη δέν εἶχον γίνει. Αὐτός ὅμως ὡς Θεός προαιώνιος τά ἐγνώριζεν. Οἱ 'Ιουδαῖοι ὅμως προσκολλημένοι εἰς τά γήϊνα δέν ἠδύναντο νά τά ἐννοήσουν καί δεχθοῦν. Δι' αὐτό ἐλυπεῖτο ὁ 'Ιησοῦς καί συνεχίζων λέγει, «εἰ τά ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν, καί οὐ πιστεύετε· πῶς ἐάν εἴπω ὑμῖν τά ἐπουράνια, πιστεύσετε;».

῎Ηθελεν ὁ 'Ιησοῦς νά ἀνεβάσῃ τό πνεῦμα τῶν 'Ιουδαίων πρός τά ἐπουράνια, τοῦ ὁμιλεῖ διά τό βάπτισμα, τήν κατά χάριν ἀναγέννησίν του ἐπί τῆς γῆς, καί νά φθάσῃ εἰς τήν μυστηριώδη καί ἀνέκφραστον γέννησίν Του, ἀλλά ἡ παχυλή ἀμάθεια τοῦ μαθητοῦ του, τόν ἀναγκάζει νά μή συνεχίσῃ, καί δι' αὐτό λέγει, «ἐάν διά τά ἐπίγεια σᾶς ὁμιλήσω καί δέν πιστεύετε πού εἶναι ὁρατά καί αἰσθητά, πῶς νά σᾶς εἴπω διά τά ἐπουράνια τά ὁποῖα εἶναι ἀόρατα καί νοητά θά πιστεύσετε;». 'Επίγεια ἐννοεῖ τό παράδειγμα τοῦ ἀνέμου εἰς τό ὁποῖον δέν ἐπείσθηκε καί τοῦ ἐζήτει ἀποδείξεις. Δι' ὅλα αὐτά ἐπιπλήττει τόν Νικόδημον, καί ἐν συνεχείᾳ τοῦ δεικνύει, ὅτι γνωρίζῃ καί ἄλλα πολλά καί σπουδαιότερα διότι προσθέτει.

«Καί οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν Οὐρανόν, εἰμή ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὤν ἐν τῷ Οὐρανῶ». Διά νά διορθώσῃ τήν γνώμην τοῦ Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐθεώρει τόν 'Ιησοῦν ὡς ἕναν προφήτην, διδάσκαλον ἐπί τῆς γῆς, «οἴδομεν ὅτι ἀπό Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος», ὡς χοϊκόν προφήτην ἀπεσταλμένον ἀπό τόν Θεόν, τοῦ τονίζει ὅτι, «τώρα εἶμαι ἐδῶ ὡς προφήτης καί διδάσκαλος, ἀλλά ἐκατέβηκα ἀπό τόν Οὐρανόν, πού καί μονίμως κατοικῶ, διότι οὐδείς ἔχει ἀναβεῖ εἰς τόν Οὐρανόν, εἰμή μόνον ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἐκατέβη ἀπό ἐκεῖ πού ἔμενε μονίμως».Υἱόν δε ἀνθρώπου δέν ἀποκαλεῖ τήν σάρκα, ἀλλά ὅλο τόν ἑαυτόν Του. Τοῦτο πολλές φορές τό συνηθίζει νά λέγῃ, ἄλλοτε διά τήν ἀνθρωπίνην καί ἄλλοτε διά τήν Θείαν του φύσιν. ῎Ετσι ἀνυψώνει ὀλίγον τό πνεῦμα τοῦ Νικοδήμου πρός τά θαυμάσια τοῦ Οὐρανοῦ.

'Αφοῦ ἀνέπτυξε τήν μεγάλην εὐεργεσίαν τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ῞Αγιον βάπτισμα, προσθέτει καί τήν εὐεργεσίαν πού θά προκύψῃ εἰς τούς ἀνθρώπους ἀπό τό Σταυρικόν θάνατόν Του. Διά νά κατανοήσῃ δέ αὐτήν τήν εὐεργεσίαν, τοῦ ὑπενθυμίζει τό τοῦ Μωϋσέως, «καί καθώς Μωσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτω ὑψωθῆναι δεῖ τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου· ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόλυται, ἀλλ' ἔχει ζωήν αἰώνιον». ῞Οπως οἱ 'Ιουδαῖοι εἰς τήν ἔρημον βλέποντες ὁρατῶς τό ὁμοίωμα τοῦ ὄφεως τό ὁποῖον ὕψωσεν ὁ Μωϋσῆς, διέφευγον τόν προσωρινόν θάνατον, τώρα οἱ πιστοί βλέποντες (πιστεύοντες) μέ τούς νοητούς ὀφθαλμούς τόν 'Ιησοῦν, διαφεύγουν τόν αἰώνιον θάνατον. ῞Οπως ὁ ὁρατός ὄφις ἀνυψώθη εἰς τόν σταυρόν, ἔτσι καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά ἀνυψωθῇ εἰς τόν Σταυρόν διά νά νικήσῃ τόν νοητόν ὄφιν (τόν διάβολον) διά τοῦ θανάτου Του, καί νά σωθῇ πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν καί νά ἔχῃ ζωήν αἰώνιον. Καί διά νά τόν κάνῃ νά πεισθῇ περισσότερον συμπληρώνει, «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν, μή ἀπόλυται, ἀλλ' ἔχει ζωήν αἰώνιον».

Αὐτά τά εἶπε διά νά διδάξῃ τόν Νικόδημον, ὅτι αὐτός πού τόν θεωροῦσε ἁπλόν προφήτην, ἔχει κατεβεῖ ἀπό τόν Οὐρανόν καί εἶναι Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἦλθε διά νά σώσῃ μέ τόν θάνατόν Του τόν κόσμον, συντρίβων τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου δηλαδή τόν διάβολον. Διά νά μή θεωρήσῃ ὅμως ὅτι ὁ θάνατος τοῦ 'Ιησοῦ θά εἶναι καί τό τέλος τῆς ὑπάρξεώς Του, ἐφ' ὅσον ἀκόμα δέν ἐγνώριζον πολλά περί τῆς μελλούσης ζωῆς, τοῦ ἐτόνισε, ὅτι ὅποιος θά πιστεύσῃ εἰς Αὐτόν, δέν θά χαθῇ μέ τόν πρόσκαιρον θάνατον, ἀλλά θά ἔχῃ ζωήν αἰώνιον. Διότι ἐάν μέ τόν θάνατον ἐτελείωνεν ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ὁ ἴδιος θά ἐβάδιζε πρός τό ἑκούσιο θάνατον, ἀλλά οὔτε καί ὁ Πατήρ θά ἐθυσίαζε τόν Μονογενῆ Υἱόν Του. Τό ἔκαμεν ὅμως τοῦτο ἐπειδή ὁ Θεός ἠγάπησε τόν κόσμον καί ἤθελε νά μή ἀπωλεσθῇ, ἐθυσίασε τόν Μονογενῆ Υἱόν, ἵνα διά τοῦ θανάτου Αὐτοῦ ἀποκτήσῃ ὁ ἄνθρωπος τήν αἰωνιότητα.

«Οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν Αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον, ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι' Αὐτοῦ».

'Αφοῦ τοῦ ὡμίλησε διά τήν εὐσπλαχνίαν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τόν Μονογενῆ Υἱόν Του, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπώλυται, ἀλλά καί διά τήν τιμωρίαν, διότι ὁ Θεός εἶναι εὔσπλαχνος, ἀλλά καί τιμωρός δι' ὅσους ἁμαρτάνουν. Διά νά τόν ἐνθαρρύνῃ τοῦ λέγει ὅτι, «ὁ Θεός ἔστειλε τόν Υἱόν Του, ὄχι διά νά κρίνῃ, ἀλλά νά σώσῃ τόν κόσμον». ῎Αφησε νά ἐννοηθῇ, ὅτι καί διά τούς ἁμαρτωλούς ἤνοιξε θύραν μετανοίας διά νά ἀποπλύνουν τά ἁμαρτήματά των ἄν θέλουν, ἐφ' ὅσον διά τῆς χάριτος εἰς τούς μετανοοῦντας δίδει καιρόν ἀπολογίας καί τήν συγχώρησιν. Τώρα ἦλθεν εἰς τόν κόσμον ὡς Σωτήρ διά νά σώσῃ ὅσους πιστεύσουν εἰς Αὐτόν, κατά τήν δευτέραν Του ὅμως παρουσίαν, θά ἔλθῃ ὡς Κριτής διά νά κρίνῃ ὅσους ἔμειναν εἰς τήν ἁμαρτίαν καί δέν ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν, διότι συνεχίζει, «῾Ο πιστεύων εἰς Αὐτόν, οὐ κρίνεται· ὁ δέ μή πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μή πεπίστευκεν εἰς τό ὄνομα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ».

Πῶς ἔχει κριθεῖ ἀφοῦ δέν ἤλθε διά νά κρίνῃ; Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἀπιστία χωρίς μετάνοιαν, εἶναι ἀξία τιμωρίας, ἀλλά προαναγγέλλει καί τά μέλλοντα. Διότι ὅπως ὁ φονεύς ἄν καί δέν κατεδικάσθῃ ἀπό τήν δικαιοσύνην, καταδικάζεται ἀπό τήν φύσιν τοῦ ἐγκλήματος, ἔτσι καί ὁ ἄπιστος, ἐπειδή αὐτή εἶναι ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ 'Αδάμ, ὅταν ἔφαγε τόν καρπόν ἀπέθανε πνευματικά καίτοι ἐζοῦσε, λόγῳ τῆς παρακοῆς καί τῆς ἀποφάσεως, «ἐν ᾖ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀποθανεῖτε».

Διά νά προλάβῃ τυχόν πλάνην τινός ἀπό τό «οὐκ ἦλθεν ἵνα κρίνῃ», ἀμέσως προσέθεσε, «ἤδη κέκριταιὅ» διότι ἀναβολή τῆς κρίσεως δέν ὠφελεῖ τόν ὑπαίτιον ἐάν δέν σωφρονησθῇ. Συνεχίζων ἐξηγεῖ καί αἰτιολογεῖ αὐτήν τήν κρίσιν λέγων, «Αὕτη ἔστι ἡ κρίσις· ὅτι τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος, ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα».

Μέ τά λόγια αὐτά τούς καθιστᾶ ἀναπολόγητους, διότι ἐάν ἔλεγεν ὅτι, «ἦλθα ἵνα κρίνω τόν κόσμον», καί ζητήσω εὐθύνας διά τάς πράξεις του, θά ἱσχυρίζωντο, ὅτι δι' αὐτό καί ἐμεῖς ἀπεμακρύνθημεν ἀπ' αὐτόν. Προλαμβάνων αὐτόν τόν ἰσχυρισμόν, εἶπεν ὅτι ἦλθε τό φῶς, διά νά τούς βγάλῃ ἀπό τό σκότος καί τούς ὁδηγήσῃ εἰς τό φῶς, ἀλλά αὐτοί δέν ἠθέλησαν. Καί ἄλλοτε εἶχεν εἴπει, «εἰ μη ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον», σημαίνων ὅτι ὅσοι εὑρίσκοντο εἰς τό σκότος, ἐπειδή δέν εἶχον ἰδῇ τό φῶς, μπορεῖ νά συγχωρηθοῦν. 'Εκεῖνοι ὅμως πού μετά τήν παρουσίαν τοῦ φωτός θέλουν νά μείνουν εἰς τό σκότος δηλοῖ ὅτι εἶναι διεστραμμένοι καί ἰσχυρογνώμονες.

'Επειδή ὅλα αὐτά ἐφαίνοντο ἀπίστευτα, ἀναφέρει καί τήν αἰτίαν, «ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων, μισεῖ τό φῶς· καί οὐκ ἔρχεται πρός τό  φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ. ῾Ο δέ ποιῶν τήν ἀλήθειαν, ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ εἰσιν εἰργασμένα» Αὐτά τά εἶπε δι' ὅσους προτιμοῦν νά παραμένουν συνεχῶς εἰς τό σκότος (ἁμαρτίαν), οἱ ὁποῖοι ἐπειδή τά ἔργα των εἶναι πονηρά, ἀποφεύγουν τόν δικαστήν, ἵνα μή κριθοῦν, ἐνῶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἠγάπησαν τό φῶς καί μετενόησαν διά τάς πονηράς πράξεις των (ὅπως ἀργότερα οἱ τελῶναι καί αἱ πόρναι), πηγαίνουν πρός τό φῶς, πρός 'Εκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθεν «ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι' Αὐτοῦ».

«Μετά ταῦτα ἦλθεν ὁ 'Ιησοῦς καί οἱ μαθηταί Αὐτοῦ εἰς τήν 'Ιουδαίαν γῆ καί ἐκεῖ διέτριβε μετ' αὐτῶν, καί ἐβάπτιζεν. ῏Ην δέ καί 'Ιωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνῶν, ἐγγύς τοῦ Σαλείμ, ὅτι ὕδατα πολλά ἦν ἐκεῖ καί παρεγίνοντο, καί ἐβαπτίζοντο· οὔπω γάρ ἦν βεβλημένος εἰς τήν φυλακήν ὁ 'Ιωάννης».

῾Ο 'Ιησοῦς κατά τάς ἑορτάς παρέμενεν εἰς τάς πόλεις διά  νά κηρύττῃ καί ὠφεληθοῦν περισσότεροι, ἐνῶ τάς καθημερινάς πολλάκις μετέβαινε πρός τόν 'Ιορδάνην ἐν Αἰνῶν, διότι ἐκεῖ ἦσαν πολλά νερά καί εὑρίσκετο καί ὁ 'Ιωάννης ἐκεῖ κηρύττων καί βαπτίζων, καί ἔτσι συνεκεντρώνετο πολύ πλῆθος. Διά τοῦτο καί ὁ 'Ιησοῦς μετά τήν διδασκαλίαν Του πρός τόν Νικόδημον, μετέβη εἰς τήν περιοχήν τῆς 'Ιουδαίας μετά τῶν μαθητῶν Του, καί διέμενεν ἐκεῖ καί ἐβάπτιζεν. 'Εβάπτιζον μόνον οἱ μαθηταί Του, βάπτισμα ὅμοιον μέ τό τοῦ Προδρόμου, βάπτισμα προετοιμασίας εἰς μετάνοιαν καί πίστιν, ἐστερημμένου τῆς Χάριτος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν χάριν οἱ μαθηταί ἔλαβον τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, διά νά προσελκύσουν περισσοτέρους εἰς τήν σωτηρίαν.

῾Ο 'Ιησοῦς δέν ἐβάπτιζεν, ἐπειδή ὁ 'Ιωάννης εἶχε προείπει, ὅτι «αὐτός ὑμᾶς βαπτίσῃ ἐν Πνεύματι καί πυρί», καί τό Πνεῦμα αὐτό δέν εἶχεν ἔλθει ἀκόμα εἰς αὐτόν. ῎Οχι ὅτι ὁ 'Ιησοῦς ἐστερεῖτο Πνεύματος ῾Αγίου, ἀλλά δέν εἶχεν ἔλθει ἀκόμα ἡ ὥρα τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου Του καί τῆς 'Αναστάσεως.

Μαζί μέ τούς μαθητάς Του, ἐβάπτιζε καί ὁ 'Ιωάννης, διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, «οὔπω γάρ ἦν βεβλημένος εἰς τήν φυλακήν ὁ 'Ιωάννης».

Διατί ὅμως ἀφοῦ ἐβάπτιζον οἱ μαθηταί τοῦ 'Ιησοῦ, βάπτισμα μετανοίας, ἐβάπτιζε καί ὁ 'Ιωάννης; Διότι ἐάν ἐσταματοῦσε νά βαπτίζῃ, θά ἔδειχνε τούς μαθητάς τοῦ 'Ιησοῦ ἀξιοτέρους ἀπό τούς δικούς του καί θά προκαλοῦσεν εἰς αὐτούς μεγαλυτέραν ζηλοτυπίαν, καί θά τούς ἔκαμνε περισσότερον φιλονείκους, ἄν καί πολλές φορές παρεχώρει τήν πρώτην θέσιν εἰς τόν 'Ιησοῦν καί ἐμείωνε τόν ἑαυτόν του «'Εκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι». Δέν ἠμπόρεσε νά τούς πείσῃ νά προσχωρήσουν εἰς τόν 'Ιησοῦν, ἐπειδή ἀκόμα οἱ μαθηταί του, ἐθεώρουν τόν διδάσκαλόν των ἀνώτερον τοῦ 'Ιησοῦ. Διά τόν σκοπόν αὐτόν, τῆς ζηλοτυπίας, ἐξηκολούθη νά βαπτίζῃ, καί διά νά μή νομισθῇ, ὅτι ἐσταμάτησε τό βάπτισμα ἀπό ζηλοτυπίαν ἤ ὀργήν, ἐπειδή οἱ μαθηταί τοῦ 'Ιησοῦ ἀνέλαβον τό ἔργον του, ἀλλά βαπτίζων δέν ἔπαυσε νά παραπέμπῃ τούς ἀκροατάς του πρός τόν 'Ιησοῦν.

Μέ τον τρόπον αὐτόν ὁ 'Ιωάννης, τήν μαρτυρίαν δι' 'Εκεῖνον τήν ἔκαμεν ἰσχυροτέραν καί τούς μαθητάς προσπαθοῦσε νά τούς προωθήσῃ πρός τόν 'Ιησοῦν, διότι αὐτοί ἐφθόνουν τόν 'Ιησοῦν καί τούς μαθητάς Του, ἐπειδή ἐνόμιζον τό βάπτισμα τοῦ 'Ιωάννου ἀνώτερο τῶν μαθητῶν 'Εκείνου. Διά νά μή θεωρηθῇ δέ ἀπό τούς μαθητάς τοῦ 'Ιωάννου, ὅτι ὁ 'Ιησοῦς καίτοι κατώτερος τοῦ διδασκάλου των, προσπαθεῖ νά ἀναλάβῃ τό ἔργον αὐτοῦ, δέν ἐβάπτιζεν ὁ ἴδιος, ἀλλά καί τήν ἐπίσημον διδασκαλίαν Του ἤρχισε μετά τήν φυλάκισιν τοῦ 'Ιωάννου.

Τό ὅτι ἐθεώρουν ἀνώτερον τόν 'Ιωάννην οἱ μαθηταί του, φανερόν εἶναι ἐκ τῆς προσθήκης  τοῦ Εὐαγγελιστοῦ. «'Εγένετο οὖν ζήτησις ἐκ τῶν μαθητῶν 'Ιωάννου μετά 'Ιουδαίων περί καθαρισμοῦ»

Προσεπάθουν οἱ μαθηταί τοῦ 'Ιωάννου, νά πείσουν τούς βαπτιζομένους 'Ιουδαίους, ὅτι τό βάπτισμά των, ἦτο ἀνώτερον, ἐπειδή ὁ διδάσκαλός των ἦτο ἀνώτερος τοῦ 'Ιησοῦ, ἀφοῦ Αὐτός ἐβαπτίσθη ὑπ' αὐτοῦ, ἐλαμπρύνθη καί ἔγινε ξακουστός ἀπό τόν 'Ιωάννην, ἄρα καί τό βάπτισμα τῶν μαθητῶν Του εἶναι κατώτερον. Καί ἡ ζηλοτυπία των καταφαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι ἐπῆγαν εἰς τόν διδάσκαλόν των καί τοῦ λέγουν μέ προφανῆ ἀγανάκτησιν.

«Ραββί, ὅς ἦν μετά σοῦ πέραν τοῦ 'Ιορδάνου, ᾧ σύ μεμαρτύρηκας, ἴδε οὗτος βαπτίζει, καί πάντες ἔρχονται πρός Αὐτόν». 'Εφθόνουν τούς μαθητάς τοῦ 'Ιησοῦ ὄχι μόνον ἐπειδή ἐβάπτιζον, ἀλλά ἔβλεπον, ὅτι ἡ φήμη των ἤρχιζε νά παρακμάζῃ  μέ τό νά πηγαίνουν πολλοί πρός τόν 'Ιησοῦν, δι' αὐτό καί τοῦ εἶπον «πάντες ἔρχονται πρός Αὐτόν». Αὐτά δέ τά λέγουν ἐπειδή ἀκόμη ἦσαν ἀτελεῖς καί δέν εἶχον ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν φιλοδοξίαν. ῾Ο 'Ιωάννης ὅμως γνωρίζων τήν ἀτέλειάν των, δέν τούς ἐπέπληξεν, ἀλλά μέ πραότητα τούς λέγει. «Οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδέν, ἐάν μή ᾗ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ».

῾Ο 'Ιωάννης θέλει νά τούς τονίσῃ, ἀλλά μέ ἀσάφεια λόγῳ τῆς ἀτελείας των, ὅτι μέ τήν ἀντίδρασιν εἰς τό ἔργον τοῦ 'Ιησοῦ, ἐπιχειροῦν τά ἀδύνατα, καί δι' αὐτό γίνονται ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, διότι Αὐτός πού ὑπερέχει ἀπ' αὐτόν δέν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά Θεός. ῾Επομένως δέν ἔπρεπε νά ἐκπλήττωνται οἱ μαθηταί του, πού ἐπήγαιναν ὅλοι πρός Αὐτόν, διότι σεῖς οἱ ἴδιοι μοῦ ὑπενθυμίζετε τήν μαρτυρίαν μου, ὅτι εἶπα, ὅτι δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Χριστός, ἀλλά ἀπεσταλμένος περί Αὐτόν. ῞Ωστε ἐάν ἐγώ εἶμαι ἀξιόπιστος μεταξύ τῶν ἄλλων, θά πρέπει εἰς τήν μαρτυρίαν μου αὐτή, «ὅτι δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Χριστός», νά προτιμήσητε Αὐτόν παρά ἐμένα, διότι ἐγώ δέν ἐμαρτύρησα διά νά φανῶ εὐχάριστος εἰς Αὐτόν, ἀλλά εἶπα αὐτά διά τά ὁποῖα ἀπεστάλην νά εἴπω. Καί διά νά τό ἐννοήσουν αὐτό καλύτερα προσθέτει.

«῾Ο ἔχων τήν νύμφην, νυμφίος ἐστίν· ὁ δέ φίλος τοῦ νυμφίου ὁ ἐστηκώς καί ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διά τήν φωνήν τοῦ νυμφίου, αὕτη οὖν ἡ χαρά ἡ ἐμή πεπλήρωται». Θέλει νά τούς δείξῃ μέ τά λόγια αὐτά, ὅτι ὅσα γίνονται, ὄχι μόνον δέν λυπεῖται δι' αὐτά, ἀλλά χαίρεται καί δέν γίνονται παρά τήν θέλησίν του, ἀλλά ἀντιθέτως αὐτά ἐπεθύμει καί δι' αὐτά ἐφρόντιζε, δηλαδή ἡ νύμφη νά ὑπάγῃ εἰς τόν νυμφίον, ἵνα καί ἡ χαρά τοῦ φίλου τοῦ νυμφίου νά εἶναι μεγάλη. Καί χαίρω δι' αὐτό διότι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ὁμιλεῖτε ὅτι «πάντες ἔρχονται πρός Αὐτόν».

῞Οπως ἡ μνηστεία γίνεται διά λόγου, ἔτσι καί ἡ ἕνωσις τῆς 'Εκκλησίας μέ τόν Θεόν γίνεται διά τοῦ λόγου καί τήν διδασκαλίαν. Καί ὅπως οἱ φίλοι ὅταν  παραδώσουν τήν νύμφην εἰς τόν νυμφίον, στέκονται πλησίον του καί χαίρονται μαζί του, ἔτσι καί ἐγώ τώρα, ἡ χαρά μου εἶναι πεπληρωμένη καί παραστέκομαι πλησίον τοῦ νυμφίου, ἀφοῦ τοῦ παρέδωσα τήν νύμφην, δηλαδή ἡ ἀποστολή μου ἐτελείωσε καί τό ἔργον μου ἐπερατώθη.

Διά νά προλάβῃ δέ καί ἀποδιώξῃ μελλοντικήν αὔξησιν τοῦ φθόνου τῶν μαθητῶν του προσθέτει. «'Εκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι». 'Αφοῦ τό ἔργον μου ἐπερατώθη, πρέπει πλέον  νά ὑποχωρήσω, διά νά συνεχίσῃ 'Εκεῖνος ὁ ὁποῖος καί θά σώσῃ τόν κόσμον.

«῾Ο ἄνωθεν ἐρχόμενος, ἐπάνω πάντων ἐστίν. ῾Ο ὤν ἐκ τῆς γῆς ἐκ τῆς γῆς ἐστιν καί ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ. ῾Ο ἐκ τοῦ Ούρανοῦ ἐρχόμενος, ἐπάνω πάντων ἐστιν, καί ὅ ἑώρακε καί ἤκουσε, τοῦτο μαρτυρεῖ, καί τήν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδείς λαμβάνει».

'Αφοῦ ὁ 'Ιωάννης τούς ἐξήγησεν, ὅτι χαίρει διά τά ἔργα τοῦ 'Ιησοῦ πού ἔλαβον τόσην ἔκτασιν, ἐπειδή προηγήθησαν τά ἰδικά του καί ἔγιναν κατά τήν ἐπιθυμίαν καί ἀποστολήν του, διά νά τούς καθησυχάσῃ καί νά τούς θεραπεύσῃ ἀπό τήν νόσον τῆς ζηλοτυπίας, προσέθεσε τ' ἀνωτέρω. 'Αφοῦ ὁμολογεῖτε τήν μαρτυρίαν μου παντοῦ, καί ἕνεκα τῆς ὁποίας μέ θεωρεῖτε ἀξιοπιστώτερον, θά πρέπει νά θεωρῆται περισσότερον ἀξιοπιστώτερος «ὁ ἐξ Οὐρανοῦ ἐρχόμενος, ἀπό τόν εἰς τήν γῆν κατοικοῦντα». Θέλει νά τούς τονίσῃ, ὅτι ὁ Χριστός ὁ ὁποῖος «ἦλθεν ἀπό τόν Οὐρανόν» ἦτο ἀσυγκρίτως ἀνώτερος, ὡς προαιώνιος καί Θεός, ἐνῶ αὐτός ἔμπροσθέν Του ἦτο μηδαμινός γήϊνος, διότι προέρχεται ἀπό τήν γῆν καί ἐγεννήθη εἰς τήν γῆν ἐνῶ ὁ Χριστός ἀπό τόν Οὐρανόν, καί μαρτυρεῖ αὐτά πού εἶδε καί ἤκουσεν ἀπό τόν Πατέρα. Αὐτά τά εἶπεν ὁ 'Ιωάννης, ὄχι διότι ὁ Χριστός λέγει αὐτά πού ἤκουσεν ἀπό τόν Πατέρα Του καί τά ἐδιδάχθη ἀπό Αὐτόν, ἀλλά διά νά μή προκαλέσῃ τήν ἀμφιβολίαν τῶν ἀναισχύντων 'Ιουδαίων, κάμνων οὕτω τά λεγόμενα πιό ἀξιόπιστα, ὅτι τά ἤκουσεν ἀπό τόν Πατέρα Του, ἐπειδή οἱ 'Ιουδαῖοι δέν ἠδύνοντο ἀκόμη νά πιστεύσουν, ὅτι ὁ Χριστός ἦτο ὁ ἴδιος Θεός καί δέν εἶχεν ἀνάγκην διδασκαλίας, ἀλλά διά νά πιστεύσουν οἱ ἀκροαταί του, ὅτι ἀπ' ὅλα αὐτά κανένα δέν ἦτο ψευδές. Παρά ταῦτα τήν μαρτυρίαν του δέν τήν ἐδέχθη κανείς. ῾Η λέξις «κανείς» ἐδῶ σημαίνει τό «ὀλίγοι», διότι ἤδη ὁ Χριστός εἶχε καί μαθητάς καί πολλοί ἐπρόσεχον εἰς τούς λόγους του, «πάντες ἔρχονται πρός Αὐτόν»

«῾Ο λαβών αὐτοῦ τήν μαρτυρίαν, ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεός ἀληθής ἐστιν».

Προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά πείσῃ τούς μαθητάς του καί διαφωτίσῃ, ὅτι ἄν καί ὀλίγοι ἐπρόσεχον τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, αὐτός ὅμως δέν εἶναι ψευδής, διότι λέγει, «ὅ ἑώρακε καί ἤκουσε τοῦτο καί μαρτυρεῖ», καί ἐκεῖνος πού δέχεται τήν μαρτυρίαν Του, βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀληθινός. Κατά συνέπειαν ὁ ἀπιστῶν εἰς τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀπιστεῖ καί εἰς τόν Θεόν, δι' αὐτό καί προσθέτει, «ὅν γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός, τά ρήματα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ· οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα». Τους ἐπεσήμανε τόν κίνδυνον, ὅτι ὅποιος δέν ἀκούει τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, δέν ὑπακούει οὔτε καί εἰς τόν Θεόν. 'Επειδή οἱ 'Ιουδαῖοι ἐγνώριζον ὅτι ὑπάρχει Πατήρ καί Πνεῦμα, ἀτελῶς βέβαια, ὄχι ὅμως καί Υἱός, δι΄ αὐτό συνεχῶς καταφεύγει εἰς τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, διά νά κάνῃ τά λόγια του πιστευτά. ῎Ηθελε νά διδάξῃ τούς μαθητάς του ὑψηλότερα νοήματα καί τούς λέγει, ὅτι ἐμεῖς ἔχομε λάβει τήν χάριν μέ μέτρον, ἐνῶ ὁ Υἱός δέν ἔχει ἀνάγκην βοηθείας τοῦ Πνεύματος, διότι ὁ ἴδιος εἶναι καί Πνεῦμα καί αὐτάρκης διά τόν ἑαυτόν Του. Αὐτοί ὅμως δέν ἠδύναντο νά τό καταλάβουν ἀκόμα, δι' αὐτό καί περιορίζεται εἰς τά ἁπλούστερα λόγια.

«῾Ο Πατήρ ἀγαπᾶ τόν Υἱόν, καί πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρί Αὐτοῦ. ῾Ο πιστεύων εἰς τόν Υἱόν ἔχει ζωήν αἰώνιον, ὁ δε ἀπειθῶν τῷ Υἱῷ, οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ' ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ' αὐτο».

'Αφοῦ τούς ἐκήρυξε κατά σκοτεινόν τρόπον τά ὑψηλά νοήματα, λόγῳ τῆς διανοητικῆς ἀδυναμίας τῶν ἀκροατῶν, ὅπως, «οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνει οὐδένὅ» «ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ ἐρχόμενοςὅ» και «ἐκ μέτρουὅ.», διά νά τούς στερεώσῃ εἰς αὐτά τούς λέγει ὅτι, «ὁ Πατήρ ἀγαπᾶ τόν Υἱόν καί πάντα δίδωσιν τῇ χειρί Αὐτοῦ», συνεπῶς ὅ,τι λέγει εἶναι ἀληθῆ. 'Αντιληφθείς δέ ὅτι πολλοί ὠφελήθησαν, δέν προχωρεῖ περισσότερον, ἀλλά τούς τονίζει ὅτι, «ὁ πιστεύων εἰς τόν Υἱόν ἔχει ζωήν αἰώνιον, ὁ δέ ἀπειθῶν τῷ Υἱῷ, οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλά ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ' αὐτόν». Δέν εἶναι ἡ ὀργή τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά τοῦ Θεοῦ, διά νά τούς φοβήσῃ περισσότερον θέτει καί τό ρῆμα «μένει» διά νά δείξῃ τό παντοτεινόν καί μέ τόν τρόπον αὐτόν τούς ὠθεῖ πρός τό μέρος τοῦ Χριστοῦ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ!

«῾Ως οὖν ἔγνω ὁ Κύριος, ὅτι ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι, ὅτι ὁ 'Ιησοῦς πλείονας μαθητάς ποιεῖ καί βαπτίζει, ἤ 'Ιωάννης· (καίτοι γε 'Ιησοῦς αὐτός οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλ' οἱ μαθηταί Αὐτοῦ)· ἀφῆκε τήν 'Ιουδαίαν, καί ἀπῆλθε πάλιν εἰς τήν Γαλιλαίαν».

῞Οταν ἔμαθεν ὁ 'Ιησοῦς, ὅτι οἱ ἀντιπαθοῦντες Αὐτόν διέδιδον ψευδῆ κατ' αὐτοῦ, ὅτι βαπτίζῃ, ἐνῶ μόνον οἱ μαθηταί Του ἐβάπτιζον, διά νά προκαλέσουν τό μῖσος τῶν ἀκροατῶν καί τῶν Φαρισαίων, τότε ἀνεχώρησεν ἀπό τήν 'Ιουδαία καί μετέβη εἰς τήν Γαλιλαίαν, ὄχι ἀπό φόβον, ἀλλά διά νά ξερριζώσῃ τό μῖσος καί κατακαύσῃ τόν φθόνον των, καί νά μή προκαλέσῃ δισπιστίαν διά τήν κατά σάρκαν γέννησίν Του, καί τότε ἤθελε πιστευθῇ ὅτι καίτοι φέρει σάρκαν, εἶναι Θεός καί νά πιστευθῇ ὡς Θεός μόνος. Δι' αὐτό καί πολλάκις ἐνήργει σύμφωνα μέ τήν ἀνθρωπίνην συνήθειαν, καί πολύ ἐφρόντιζε δι' αὐτήν, χωρίς ὅμως νά ἀφήσῃ καί τήν Θείαν Του φύσιν εἰς τήν σκιάν. ῾Η μετάβασίς Του εἰς τήν Γαλιλαίαν δέν ἦτο τυχαία, ἀλλά ἐπειδή ἐπρόκειτο νά τελέσῃ μεγάλα γεγονότα εἰς τούς Σαμαρείτας, δι' αὐτό καί ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει τόν τόπον, «ἔδει δέ Αὐτόν διέρχεσθαι διά τῆς Σαμαρείας», καθορίζων ἐπ' ἀκριβῶς τήν τοποθεσίαν, «ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν Σαμαρείας λεγομένην Σιχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου, ὅ ἔδωκεν 'Ιακώβ 'Ιωσήφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. ῏Ην δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ 'Ιακώβ». 

Εἰς αὐτήν τήν πηγήν (φρέαρ) τοῦ 'Ιακώβ, κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορίαν περί τήν μεσημβρίαν, ἐκάθισεν ὁ 'Ιησοῦς νά ξεκουρασθῇ, ἐνῶ οἱ μαθηταί του μετέβησαν εἰς τήν πόλιν διά νά ἀγοράσουν τρόφιμα.

Τότε ἔρχεται μία γυναῖκα Σαμαρεῖτις διά νά ἀντλήσῃ ὕδωρ ἀπό τήν πηγήν, καί ὄχι δι' ἄλλην αἰτίαν καί οὔτε ἐγνώριζεν, ὅτι ἐκεῖ εὑρίσκετο ὁ 'Ιησοῦς. ῾Η Σαμαρεῖτις ἐγνώριζεν ὅτι εἶναι 'Ιουδαῖος ἀπό τήν ἐνδυμασίαν καί τήν ὁμιλίαν Του, δι' αὐτό ὅταν ὁ 'Ιησοῦς τῆς ἐζήτησεν ὕδωρ διά νά πίῃ, ἀποροῦσα τοῦ ὑπενθυμίζει, ὅτι οἱ 'Ιουδαῖοι δέν πλησιάζουν τούς Σαμαρείτας, «οὐ γάρ συγχρῶνται 'Ιουδαῖοι Σαμαρείταις». ῾Ο 'Ιησοῦς ὅμως ἀδιαφορῶν διά τήν παρουσίασιν αὐτῆς τῆς ἀπαγορεύσεως, συνομιλεῖ μαζί της. Καί ναί μέν εἶχε πεῖ εἰς τούς μαθητάς Του, «εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μή εἰσέλθετε», ἀλλά δέν εἶχεν ἀπαγορεύσει ὅμως καί νά ἔρχωνται Σαμαρεῖται πρός Αὐτόν, διά τοῦτο ἀπαντᾶ εἰς τήν γυναῖκα, «εἰ ᾔδεις τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι· δός μοι πιεῖν· σύ ἄν ᾔτησας αὐτόν, καί ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν». Τῆς ὡμίλησε κατ' αὐτόν τόν τρόπον, διότι ἐγνώριζεν ἀφ' ἑνός μέν ὅτι αὐτή ἦτο ἀξία νά ἀκούσῃ ταῦτα, καί δέν θά ἀπέρριπτε τά λόγια Του, ἀφ' ἑτέρου δέ νά τῆς ἀποκαλύψῃ τόν ἑαυτόν Του, ἐπειδή αὐτή θά ἔστρεφε τήν προσοχήν της πρός Αὐτόν, ἐν ἀντιθέσει μέ τούς 'Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι καίτοι ἤκουον τά λόγια Του, τόν ὕβριζον καί κατεδίωκον.

Τά λόγια αὐτά δέν ἠμποροῦσε νά τά ἐννοήσῃ ἡ γυναῖκα καί εἶχεν ἀμφιβολίας, ὅμως δέν τόν εἰρωνεύεται, ἀλλά μέ σεβασμόν τόν ἀποκαλεῖ Κύριον καί τοῦ λέγει, «Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τό ὕδωρ τό ζῶν;» 'Ενόμιζεν ὅτι ἐπρόκειτο διά τό ὑλικό ὕδωρ καί δικαίως ηὔξανεν ἡ ἀμφιβολία της, δι' αὐτό καί ἀμέσως προσθέτει, «μή σύ μείζων εἶ τοῦ πατρός ἡμῶν 'Ιακώβ, ὅς ἔδωκεν ἡμῖν τό φρέαρ, καί αὐτός ἐξ αὐτοῦ ἔπιε, καί οἱ υἱοί αὐτοῦ, καί τά θρέμματα αὐτοῦ;».

Μήπως ἐσύ εἶσαι μεγαλύτερος ἀπό τόν πατέρα μας 'Ιακώβ, ὁ ὁποῖος καί αὐτός καί τά παιδιά του καί τά ζῶα του ἔπινον ἀπό αὐτό τό νερό; 'Εάν ὑπῆρχεν ἄλλο καλύτερο θά ἔπινε καί αὐτός ἀπό αὐτό. Καίτοι τά λόγια Του τῆς ἐφάνησαν παράδοξα, δέν τόν περιφρονεῖ ἤ εἰρωνευθῇ, ἀλλά μέ ἐπιμονή καί προσοχή τόν ἀκούει, μέχρις ὅτου εὗρεν αὐτό πού ἐζητοῦσε, τό ὁποῖον τελικά καί εὑρῆκε, διότι ἐν συνεχείᾳ ἐκάλεσε καί ἄλλους νά τόν ἀκούσουν, ἐνῶ οἱ 'Ιουδαῖοι ἐμπόδιζον καί αὐτούς πού ἐπήγαινον πρός Αὐτόν. Εἰς τήν ἀγαθήν πραίρεσίν της ὁ 'Ιησοῦς, διά νά τήν κάνῃ ἀκόμη προσεκτικώτερη τῆς ἀπαντᾶ, «πᾶς ὁ πίων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου, διψήσῃ πάλιν· ὅς δ' ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος, οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλά γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον».

῾Η Γραφή, τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἄλλοτε τό λέγει ὕδωρ καί ἄλλοτε πῦρ, διά νά δείξῃ τήν θερμότητα τῆς χάριτος, καί μέ τήν λέξιν ὕδωρ, τό καθαρμόν καί μεγάλην ἀναψυχήν πού λαμβάνομεν ὅταν τό δεχθοῦμε. Δι' αὐτό καί τῆς εἶπεν, «ὅποιος πίει ἀπό τό ὕδωρ τό ὁποῖον ἐγώ θά τοῦ δώσω δέν θά διψήσῃ ποτέ». Καί ὁ 'Ιωάννης ὅταν ἔλεγεν, ὅτι «αὐτός θά σᾶς βαπτίσῃ μέ πῦρ καί ὕδωρ», ἐννοοῦσε τήν χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού θά ἐλάμβανον.

῾Ο 'Ιησοῦς δέν κατηγόρησε τό ὕδωρ τοῦ 'Ιακώβ, ἀλλά ἠθέλησε νά δείξῃ τήν ἀνωτερότητά Του, συγκρίνων τήν φύσιν τοῦ ὕδατος αὐτοῦ, «ὅποιος πίει θά διψήσῃ πάλιν», μέ τήν φύσιν τοῦ ὕδατος πού Αὐτός ὑπόσχεται νά δώσῃ, δηλαδή τήν χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, «ὅς δέ ἄν πίει ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσει εἰς τόν αἰῶνα». Καί διά νά λύσῃ τήν ἀπορίαν τῆς γυναικός περί τοῦ ζῶντος ὕδατος τῆς ἐξηγεῖ, «τό ὕδωρ, ὅ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον.

῾Η Σαμαρεῖτις εἰς τούς λόγους τούτους ἐπίστευσε, καί ἀμέσως ἀδιστάκτως χωρίς καμμίαν ἐπιφύλλαξιν, ἐζήτησε νά τῆς δώσῃ ἀπό τό ὕδωρ, «δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῷ, μηδέ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν». Μέ τό αἴτημά της αὐτό ἀπέδειξεν ὅτι ἀντελήφθη κάποιαν πνευματικήν ἀνωτερότητα, καί ἀφοῦ τό ἠρεύνησε μέ ἀκρίβειαν ἐπίστευσεν εἰς αὐτά. ῞Ομως δέν ἐκατάλαβε περί τινος ἀκριβῶς ὕδατος ἐπρόκειτο, διότι τό ἐζήτησε διά νά μή διψήσῃ πάλιν καί ἔτσι θά ἀπηλλάσσετο νά ἔρχεται εἰς τό φρέαρ νά ἀντλήσῃ ὕδωρ.

'Επειδή ὁ 'Ιησοῦς ἤθελε νά τῆς διδάξῃ ἀνώτερα πνευματικά, καί αὐτή δέν ἠδύνατο ἀκόμα νά τά κατανοήσῃ, ἐπιμένει εἰς τά αἰσθητά διά νά τήν προετοιμάσῃ καλύτερα, διότι ἐάν τῆς ἔλεγεν, ὅπως ἄλλοτε εἰς τούς 'Ιουδαίους, «ὅποιος πιστεύσει εἰς ἐμέ δέν θά πεθάνῃ», δέν θά ἐννοοῦσε περί τινος πράγματος ὁμίλει, ἐπειδή δέν ἐγνώριζε ποῖος ἦτο ὁ συνομιλητής της. ῞Οταν ὅμως ἦλθεν ἡ ὥρα διά νά τῆς δείξῃ, ὅτι ὅλα τά γνωρίζει, καί τήν ὁδηγήσῃ εἰς ὑψηλότερα, μετά τό αἴτημά της, «δός μοι τό ὕδωρ τοῦτο», τό ὁποῖον σημαίνει ὅτι ἐπίστευσεν εἰς τούς λόγους Του, τῆς εἶπεν. «῞Υπαγε, φώνησον τόν ἄνδρα σου, καί ἐλθέ ἐνθάδε». ῾Η γυνή χωρίς συστολήν τοῦ εἶπεν, ὅτι δέν ἔχει ἄνδρα. Τότε ὁ 'Ιησοῦς τῆς ἀποκαλύπτει τό παρελθόν της καί τῆς λέγει. «Καλῶς εἶπας· ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω. Πέντε γάρ ἄνδρας ἔσχες· καί νῦν ὅν ἔχεις, οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθῶς εἴρηκας». Δέν τήν ἐπιπλήττει διά τήν ἁμαρτωλήν ζωήν της, ἐπειδή ἐγνώριζε ποία θά δειχθῇ ἀργότερον. Αὐτή δέ χωρίς νά προβάλῃ δικαιολογίες ἤ ἀρνηθῇ τήν ἐνοχήν της, μέ ἡρεμίαν ἐδέχθη τόν ἔλεγχον, καί ἀμέσως ἐνεθυμήθη τόν προφήτην λέγων.«Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ», καί χωρίς χρονοτριβήν ἀπό τά αἰσθητά μετεφέρθη εἰς τά πνευματικά (δογματικά), καί συνεχίζει, «Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τούτῳ τῷ ὄρει προσεκύνησαν· καί ὑμεῖς λέγετε, ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἔστιν ὁ τόπος, πού δεῖ προσκυνεῖν».

Εἰς τήν ἐρώτησιν αὐτῆς ὁ 'Ιησοῦς διά νά τήν ἀνυψώσῃ εἰς ὑψηλά δογματικά, τῆς ἀπάντησεν. «Γύναι, πίστευσόν μοι, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ, οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί».

Δέν τῆς ὡμίλησε προτύτερα περί δογματικῶν, παρά μόνον ὅταν αὐτή παρεδέχθη, ὅτι ἦτο προφήτης. Καί ἐπειδή ἡ Σαμαρεῖτις ἐπίστευσεν, ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά λατρεύεται εἰς τό ὄρος αὐτό, καί οἱ 'Ιουδαῖοι μόνον εἰς τά ῾Ιεροσόλυμα, δέν ἀπήντησεν ἀμέσως εἰς τήν ἐρώτησίν της «καί ἐσεῖς λέγετε ὅτι εἰς τά ῾Ιεροσόλυμα πρέπει νά λατρεύεται», ἀλλά ἀφοῦ ἀφήρεσε καί τῶν δύο τόπων τήν ὑπεροχήν, τήν ἀνεβάζει ὑψηλότερα καί τῆς λέγει, «ὅτι θά ἔλθῃ ὥρα, πού ὁ Θεός δέν θά προσκυνῆται οὔτε εἰς αὐτό τό ὄρος, οὔτε εἰς τά ῾Ιεροσόλυμα». Διά νά τῆς δείξῃ δέ, ὅτι ἡ λατρεία τῶν 'Ιουδαίων εἶναι ἀνωτέρα τῆς τῶν Σαμαρειτῶν, προσθέτει. «῾Υμεῖς προσκυνεῖτε ὅ οὐκ οἴδατε· ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὅ οἴδαμεν». ῾Η ὑπεροχή τῆς λατρείας τῶν 'Ιουδαίων ἦτο, εἰς τό ὅτι ἐπίστευον, ὅτι ὁ Θεός, εἶναι Θεός ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμένης, ἐνῶ οἱ Σαμαρεῖται, ὅτι ὁ Θεός εἶναι τοπικός καί μερισμένος, διότι ἐπηρεασμένοι ἀκόμα ἀπό τά εἴδωλα, δέν ἠμποροῦσαν νά φαντασθοῦν περί αὐτοῦ κάτι τό εὑρύτερον, ἐν ἀντιθέσει μέ τούς 'Ιουδαίους, καί δι' αὐτό τῆς εἶπε, «ὅτι ἐσεῖς προσκυνεῖτε ἐκεῖνο πού δέν γνωρίζετε». Συγκαταλέγει καί τόν ἑαυτόν του μέ τούς 'Ιουδαίους, ἐπειδή ἡ Σαμαρεῖτις τόν ἐθεώρει ἀκόμα, ὡς ἕναν προφήτην 'Ιουδαῖον, καί δι'  αὐτό τῆς ὁμιλεῖ ὡς 'Ιουδαῖος. Διά νά ἀπομακρύνῃ δέ κάθε ὑποψίαν τῆς γυναικός, ὅτι ἐξυψώνει τήν 'Ιουδαίαν χάριν συγγενείας, ἀφοῦ ἀφήρεσε τήν ὑπεροχήν τοῦ τόπου διά τόν ὁποῖον ἐκαυχῶντο οἱ 'Ιουδαῖοι, καί διά νά τήν ἀνεβάσῃ ὑψηλότερα, ἀποδεικνύει, ὅτι ὅσα λέγει τά λέγει χάριν τῆς ἀληθείας, δι' αὐτό προσθέτει, «ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν 'Ιουδαίων ἐστιν». Τοῦτο τό εἶπεν διά δύο λόγους. 'Αφ' ἑνός ὅτι ἀπό τήν 'Ιουδαίαν προῆλθον ὅλα τά ἀγαθά, (γνῶσις τοῦ Θεοῦ, καταδίκη τῶν εἰδώλων) καί ἀπό ἐκεῖ ἔχουν τήν καταγωγήν αὐτά τά ἀγαθά, συνεπῶς καί ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν, ἄν καί δέν εἶναι ἡ ὀρθή, ἀφ' ἑτέρου δέ, ἐννοοῦσε τήν ἰδικήν του ἔλευσιν τήν ὁποίαν ὀνομάζει σωτηρίαν. ῾Η ὑπεροχή τῶν 'Ιουδαίων ὀφείλεται εἰς τόν τρόπον τῆς λατρείας καί ὄχι εἰς τόν τόπον. 'Αλλά καί ὁ τρόπος αὐτός τῆς λατρείας θά ἀλλάξῃ, διότι λέγει, «'Αλλ' ἔρχεται ὥρα, καί νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τῷ Πατρί ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ».

'Εδώ τῆς τονίζει ὅτι αἱ προφητεῖαι πραγματοποιοῦνται τώρα, ὅταν οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί θά λατρεύσουν τόν Θεόν, ὄχι τυπικῶς ἀλλά ἐν Πνεύματι καί καθαρᾷ καρδίᾳ, διότι «ὁ Πατήρ τοιούτους ζητεῖ τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν».

Μέ τήν λέξιν «ἀληθινοί» ἀποκλείει καί τούς 'Ιουδαίους καί τούς Σαμαρείτας, οἱ ὁποῖοι ἐθεώρουν ὁ καθείς, ὅτι λατρεύει τόν Θεόν καλύτερα τοῦ ἄλλου. 'Αφήνει νά ἐννοηθῇ, ὅτι πλέον δέν χρειάζονται θυσίαι ζώων καί θυμιάματα διά τή λατρείαν (αὐτά ἦσαν τύποι), ἀλλά πνευματική καθαρότης. Οὕτως θέλει ὁ Θεός νά λατρεύεται, διότι «Πνεῦμα ὁ Θεός· καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».

 ῞Ολα αὐτά πού ἤκουσεν ἡ Σαμαρεῖτις τῆς ἐπροκάλεσαν ἴλιγγον, καί ἐπειδή δέν ἠμποροῦσε νά ἐννοήσῃ τό ὕψος τῶν λεχθέντων, τοῦ λέγει. «Οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα». 'Επειδή ἡ Σαμαρεῖτις μέ ἀδέκαστον καί ἁπλῆν διάνοιαν ὡμίλησε διά τόν ἀναμενόμενον Μεσσίαν, περί τοῦ ὁποίου  εἶχεν ὁμιλήσει ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆται, ἐν ἀντιθέσει μέ τούς 'Ιουδαίους οἱ ὁποῖοι τόν ἠρώτησαν ποῖος εἶσαι, διά νά τόν διασύρουν, δέν τούς ἀπήντησεν εὐθέως, ἀλλά τούς ὑπενθύμισε τούς προφήτας καί τάς Γραφάς, διότι ὡς ἤκουσε τούς λόγους καί ἐπίστευσε, καί ἄλλους ἔφερεν εἰς τήν πίστιν, τῆς ἀποκαλύπτει εὐθέως τόν ἑαυτόν Του ποῖος ἦτο λέγων. «'Εγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι».

Τήν στιγμήν αὐτήν ἐπειδή εἶχε τελειώσει ἡ διδασκαλία, ἦλθον οἱ μαθηταί του και ἠπόρεσαν, ὅταν εἶδον ὅτι ὁ διδάσκαλός των συνωμίλει μετά γυναικός καί μάλιστα Σαμαρείτιδος. 'Αλλά λόγῳ φόβου καί σεβασμοῦ πρός αὐτόν οὐδείς ἐτόλμησε νά τόν ἐρωτήσῃ, διατί ὡμιλοῦσε μέ αὐτήν. Μόλις ἦλθον οἱ μαθηταί τοῦ 'Ιησοῦ, ἡ Σαμαρεῖτις, «ἀφῆκεν οὖν τήν ὑδρίαν αὐτῆς  ἡ γυνή, καί ἀπῆλθεν εἰς τήν πόλιν, καί λέγει τοῖς ἀνθρώποις». ῞Οταν ἤκουσε τά πνευματικά αὐτά λόγια ἡ γυνή, κατελήφθη ἀπό τόσον ἐνθουσιασμόν, ὥστε ἐγκατέλειψε καί τήν ὑδρίαν της ἐκεῖ, περιφρονοῦσα κάθε τι τό βιωτικόν, ἀφοῦ ἀνεκάλυψε τήν ἀληθινήν πηγήν, καί ἔτρεξεν εἰς τήν πόλιν νά ἀναγγείλῃ τά γενόμενα, καί νά προσελκύσῃ καί ἄλλους πρός τόν Χριστόν λέγουσα. «Δεῦτε, ἴδετε ἄνθρωπον, ὅς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;».

Δέν ἐντράπη νά ὡμολογήσῃ εἰς τούς ἀνθρώπους ὅσα τῆς ἀπεκάλυψεν ὁ Χριστός ἀπό τά πονηρά ἔργα της, διότι ἡ ψυχή της ἐθερμάνθη ἀπό τό Θεῖον πῦρ, καί τά ἐπεριφρόνησεν ὅλα καί τρέχει νά κηρύξῃ τόν Μεσσίαν, χωρίς ὅμως νά τούς εἰπῇ πιστεύσατε εἰς Αὐτόν, ἀλλά διά νά γίνῃ πειστικώτερη, τούς λέγει, ἐλᾶτε νά ἰδῆτε μόνοι σας καί νά πιστεύσετε. Αὐτοί δέν ἐζήτησαν περισσότερες ἐξηγήσεις, ἀλλά «ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καί ἤρχοντο πρός Αὐτόν», διότι ἐπίστευσαν εἰς τούς λόγους τῆς γυναικός.

'Εν τῷ μεταξύ οἱ μαθηταί του τόν παρεκάλουν (τό ἠρώτων, αὐτό σημαίνει), νά φάγῃ, «Ραββί, φάγε». Καί ὁ Χριστός τούς ἀπαντᾶ ἀόριστα.

«'Εγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε».

῾Η ἀπάντησις αὐτή δέν ἐγένετο ἀντιληπτή ἀπό τούς μαθητάς καί τήν παρεξήγησαν, διότι σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, «ἔλεγον οὖν οἰ μαθηταί πρός ἀλλήλους· μήτις ἤνεγγεν αὐτῷ φαγεῖν;». Παρά ταῦτα ὅμως ἀπό σεβασμόν δέν τόν ἠρώτησαν.

'Ιδών τοῦτο ὁ 'Ιησοῦς διά νά τούς λύσῃ τήν ἀπορίαν καί θεραπεύσῃ τόν λογισμόν των, τούς ὁμιλεῖ φανερά λέγων. «'Εμόν βρῶμά ἔστιν, ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με, καί τελειώσω Αὐτοῦ τό ἔργον».

Μέ τόν τρόπον αὐτόν καί τούς ἤλεγξε διά τό ταπεινόν φρόνημά των, ἀλλά καί τούς ἐδίδαξεν, ὅτι εὑρίσκεται μέν ἐδῶ εἰς τήν γῆν ὡς ὑλικός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ σκοπός Του δέν εἶναι ὑλικός, ἀλλά πνευματικός. Δι' ἐμέ τροφή εἶναι νά πράττω τό θέλημα 'Εκείνου πού μέ ἔστειλεν ἐδῶ εἰς τήν γῆν. Καί τό θέλημα 'Εκείνου εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Διά νά τούς κάνῃ δέ προσεκτικώτερους καί νά συνηθίσουν νά ἀκοῦνε τούς λόγους του, παραβολικά συνεχίζει, «οὐχ ὑμεῖς λέγετε, ὅτι ἔτι τετράμηνον ἐστι, καί ὁ θερισμός ἔρχεται;» τούς ὑπενθυμίζει ὅτι ὅταν τά στάχυα ἀρχίσουν νά ἀσπρίζουν, τότε πλησιάζει ὁ θερισμός. Καί ἐπειδή ἤδη εἶχεν ἔλθει ὁ θερισμός, τούς ὑποδεικνύει τά λευκά χωράφια μέ τά ὤριμα στάχυα τά ὁποῖα ἦσαν ἕτοιμα πρός θερισμόν. «'Ιδού,ὅ. ἐπάρατε τούς ὀφθαλμούς ὑμῶν, καί θεάσασθε τάς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρός θερισμόν ἤδη».

Μέ τά λόγια αὐτά τούς καθιστᾶ προσεκτικούς διά  νά ἴδουν τά λευκά χωράφια (χώρας), μέ τά ὁποῖα ἐννοεῖ τήν προετοιμασίαν τῆς θελήσεως τῶν Σαμαρειτῶν, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο πρός Αὐτόν, καί νά δεχθοῦν τό σωτήριον κήρυγμά Του, τόν ὁποῖον ὀνομάζει θερισμόν. Καί ὅπως ὁ γεωργός ὁ θερίζων λαμβάνει μισθόν καί τόν καρπόν συνάγει, «καί ὁ θερίζων, μισθόν λαμβάνει, καί συνάγει καρπόν εἰς ζωήν αἰώνιον· ἵνα καί ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ, καί ὁ θερίζων».

῎Ετσι καί ὁ ἐρχόμενος νά θερίσῃ εἰς τά λευκά χωράφια τοῦ Χριστοῦ θά λάβῃ πνευματικόν μισθόν καί καρπόν αἰώνιον, τήν σωτηρίαν του, τήν αἰώνιον ζωήν. Σπορεῖς δέ ἐννοεῖ τούς προφήτας οἱ ὁποῖοι ἔσπειρον τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, καί θεριστάς ἐννοεῖ αὐτούς τούς ἰδίους, οἱ ὁποῖοι ἀργότερον θά θερίζουν τούς καρπούς τῶν προφητῶν καί θά συνέχαιρον ὁμοῦ. ῎Ετσι τούς προετοιμάζει διά τό δύσκολον ἔργον πού θά ἀνελάμβανον, τό κήρυγμα εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην. Καί τούς ἐξηγεῖ, ὅτι «ἄλλος ἐστίν ὁ σπείρων, καί ἄλλος ὁ θερίζων». Διά νά μή τούς ἀπογοητεύσῃ εἰς τήν ἀρχήν τούς ἐνθαρρύνει λέγων, ὅτι «ἐγώ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν  ὅ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καί ὑμεῖς εἰς τόν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθητε».

Τό δυσκολώτερον εἶναι ἡ σπορά ἐνῶ ὁ θερισμός πιό εὔκολος καί ὀλιγώτερον κοπιαστικός. 'Εσεῖς μή θορυβηθῆτε ἀπ' αὐτό, διότι ἐγώ σᾶς ἔστειλα (ἀντί τοῦ θά σᾶς στείλω), νά θερίσητε τόν σπόρον τῶν προφητῶν. Συνεπῶς αὐτοί ἐκοπίασαν περισσότερον. 'Εν τῷ μεταξύ, διά νά ἐπαληθεύσουν καί τά λόγια Του, ὅτι τά χωράφια εἶναι λευκά καί ὁ θερισμός πλησίον, ἐφάνησαν οἱ Σαμαρεῖται νά ἔρχωνται πρός Αὐτόν πολλοί, οἱ ὁποῖοι σημειώνει ὁ Εὐαγελιστής «ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν τῶν Σαμαρειτῶν δια τόν λόγον τῆς γυναικός» ἡ ὁποία τούς εἶπεν ὅτι τῆς ἀπεκάλυψεν ὅσα εἶχε πράξει εἰς τήν ζωήν της.

«῾Ως οὖν ἦλθον πρός Αὐτόν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων Αὐτόν μεῖναι παρ' αὐτοῖς· καί ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας».

'Εν ἀντιθέσει πρός τους 'Ιουδαίους, οἱ Σαμαρεῖται χωρίς νά ἰδοῦν θαύματα ἤ νά ἀκούσουν κάτι, ἐπίστευσαν. Καί ἐνῶ οἱ 'Ιουδαῖοι ἀπό φθόνον καί ζηλοτυπίαν τόν ἔδιωχναν, αὐτοί τόν παρεκάλεσαν νά μείνῃ παντοτεινά μαζί των, «μεῖνον παρ' ἡμῖν». 'Ιδών τήν  ἀγαθήν προαίρεσίν των ὁ 'Ιησοῦς, καί τόν πόθον νά εὕρουν τόν Μεσσίαν, πού θά ἔλθῃ νά σώσῃ τόν κόσμον, ὑπήκουσε καί παρέμεινε πλησίον των δύο ἡμέρας. Κατά τήν διάρκειαν τῶν δύο ἡμερῶν, ἐδέχθησαν τήν διδασκαλίαν τοῦ 'Ιησοῦ καί ἐπίστευσαν πολλοί περισσότεροι ἀπ' ὅσους εἶχον πιστεύσει εἰς τούς λόγους τῆς γυναικός, καί δι' αὐτό τῆς ἔλεγον, «ὅτι οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν· αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν, καί οἴδαμεν, ὅτι οὗτος ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός», διά τόν ὁποῖον ὡμίλησαν οἱ προφῆται.

῾Η πίστις των ἦτο βεβαία καί σταθερά διότι εἰς τήν ἀμφιβολίαν τῆς γυναικός, «μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός», δέν ἀμφέβαλον, ἀλλά ὡμολόγησαν ὅτι πράγματι αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός καί μοναδικός Σωτήρ, καί ὄχι ἕνας ἀπό τούς πολλούς προφήτας.

'Αφοῦ τούς ἐδίδαξε καί ἐπίστευσαν σχεδόν ὅλοι οἱ Σαμαρεῖται, τότε ἀνεχώρησε διά τή Γαλιλαίαν καί ὄχι εἰς τήν πατρίδα του τήν Καπερναούμ, πού δέν τόν ἐδέχθησαν καί δέν τόν ἐτίμησαν, δι' αὐτό καί εἶπεν, «ὅτι προφήτης ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι τιμήν οὐκ ἔχει». 'Αντιθέτως οἱ Γαλιλαῖοι τόν ἐδέχθησαν διότι εἶχον ἰδεῖ θαύματά Του εἰς τά ῾Ιεοσόλυμα, πού εἶχον πάει καί αὐτοί ἐκεῖ εἰς τήν ἑορτήν. Εἰς τήν Γαλιλαίαν ὅπου ἦτο, ἐπῆγε πάλιν εἰς τό χωρίον Καννᾶ ὅπου εἶχε κάνει τό θαῦμα εἰς τόν γάμον καί μετέβαλεν τό ὕδωρ εἰς οἶνον.

Μαθών δέ ὅτι εὑρίσκετο εἰς Καννᾶ ὁ 'Ιησοῦς, ἕνας ἀξιωματοῦχος τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος διέμενεν εἰς Καπερναούμ, καί εἶχε τόν υἱόν του ἀσθενῆ, ἑτοιμοθάνατον, μετέβη ὁ ἴδιος πρός τόν Χριστόν καί τόν παρεκάλη (ἠρώτα αὐτόν), νά ἔλθῃ εἰς Καπερναούμ νά θεραπεύσῃ τόν υἱόν του πρίν πεθάνῃ.

῾Ο ἀξιωματοῦχος αὐτός εἶναι ἄλλος ἀπό ἐκεῖνον πού ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Τοῦτο ἀποδεικνύεται καί ἀπό τό ἀξίωμα καί ἀπό τήν πίστιν. Διότι ἐκεῖνος δηλώνει ὅτι δέν εἶναι ἄξιος νά εἰσέλθῃ ὁ Χριστός εἰς τήν οἰκίαν του, ἐνῶ ἐτοῦτος ἐπείγεται καί τόν καλεῖ νά μεταβῇ εἰς τήν οἰκίαν του πρίν  πεθάνῃ ὁ υἱός του, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀσθενής, ἐνῶ τοῦ ἄλλου ὁ δοῦλος ἦτο παράλυτος.

Εἰς τήν περίπτωσιν πού ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, τό γεγονός ἔγινεν ὅταν ὁ 'Ιησοῦς κατῆλθεν ἀπό τό ὄρος καί εἰσῆλθεν εἰς τήν Καπερναούμ.

῾Η πρόσκλησις τοῦ 'Ιησοῦ ὑπό τοῦ ἀξιωματούχου δηλώνει πίστιν, ὄχι ὅμως τελείαν, διότι ἐπιμένει νά μεταβῇ εἰς τήν οἰκίαν του, πρίν ἀποθάνῃ. Δέν ἠδύνατο ἀκόμη νά πιστεύσῃ, ὅτι καί νεκρόν ὁ Χριστός ἠμποροῦσε νά τόν ἀναστήσῃ, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν ἄλλον, ὁ ὁποῖος ἐπίστευεν ὄχι μόνον εἰς τήν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί εἰς τόν λόγον Του, «εἰπέ λόγον καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου».

Διά τήν ἀτέλειαν τῆς πίστεώς του ὁ 'Ιησοῦς, λέγει εἰς τόν ἀξιωματοῦχον. «'Εάν μή σημεῖα καί τέρατα ἴδητε οὐ μή πιστεύσητε», ἐλέγχων αὐτόν διά τήν ἀτελῆ πίστιν του, ὁ ὁποῖος ἐξηκολούθη νά ἐπιμένῃ νά μεταβῇ γρήγορα, «Κύριε, κατάβηθι πρίν ἀποθανεῖν τό παιδίον μου». Εἰς τήν ἐπιμονήν του ὁ 'Ιησοῦς ἀφοῦ δέν συνετίσθη μέ τόν ἔλεγχον, διά  νά τόν διδάξῃ, ὅτι αὐτός εἶναι ἐξουσιαστής καί τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, καί συνεπῶς δέν ἐχρειάζετο νά μεταβῇ εἰς τήν οἰκίαν του διά νά θεραπεύσῃ τόν υἱόν του, τοῦ λέγει, «πορεύου, ὁ υἱός σου ζῆ». Τότε ὁ ἀξιωματοῦχος ἐπίστευσεν εἰς τά λόγια Του, καί ἀνεχώρησε μέ κάποιαν ἐπιφύλαξιν, διότι ὅταν συνήντησε καθ' ὁδόν τούς δούλους του, τούς ἠρώτησε ποίαν ὥραν ἀφῆκεν ὁ πυρετός τό παιδίον; Καί ὅταν ἐπληροφορήθη τήν ἀκριβῇ ὥραν, τότε ἐπείσθη ὅτι δέν ἦτο τυχαῖον, ἀλλά ἐκ τῆς δυνάμεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, καί ἐπίστευσεν εἰς Αὐτόν, καί αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του, καί ἐβαπτίσθησαν ὅλοι.

'Εν συνεχείᾳ ὁ Εὐαγγελιστής σημειώνει, ὅτι «τοῦτο πάλιν δεύτερον σημεῖον ἐποίησεν ὁ 'Ιησοῦς, ἐλθών ἐκ τῆς 'Ιουδαίας εἰς τήν Γαλιλαίαν», διά νά ἐξάρῃ τήν πίστιν τῶν Σαμαρειτῶν, οἱ ὁποῖοι δέν εἶδον τίποτα καί ἐπίστευσαν, ἐνῶ αὐτοί καίτοι εἶδον εἰς τόν τόπον των δεύτερον θαῦμα, δέν ἔφθασαν εἰς τό πνευματικόν ὕψος τῶν Σαμαρειτῶν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε !

«Μετά ταῦτα ἦν ἑορτή τῶν 'Ιουδαίων, καί ἀνέβη ὁ 'Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα»

Μετά τό δεύτερο θαῦμα πού ἔκαμεν ὁ 'Ιησοῦς εἰς τήν Γαλιλαίαν, ἀνέβη εἰς τά ῾Ιεροσόλυμα, διότι ἦτο ἡ ἑορτή τῶν 'Ιουδαίων, κατά πᾶσαν πιθανότητα ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, διά νά φαίνεται ὅτι συνεορτάζῃ μέ τούς 'Ιουδαίους, ἀλλά καί διά νά προσελκύσῃ περισσοτέρους εἰς τήν πίστιν, ἐπειδή λόγῳ τῆς ἑορτῆς συνεκεντρώνετο πολύς κόσμος.

Εἰς τά ῾Ιεροσόλυμα ὑπάρχει πηγή ὕδατος, Βηθεσδᾶ καλουμένη, ἡ ὁποία εἶχε πέντε στοάς. Εἰς αὐτήν την πηγήν εὑρίσκοντο πολλοί ἀσθενεῖς περιμένοντας τήν θεραπείαν των ἐκ τῆς ταραχῆς τοῦ ὕδατος, τά ὁποῖα κατά διαστήματα ῎Αγγελος Κυρίου κατέβαινε καί ἐτάρασσε. Συνεπείᾳ τούτου ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος εἰσήρχετο εἰς τήν πηγήν, ἐθεραπεύετο ἀπό οἱανδήποτε ἀσθένειαν, τό ὁποῖον προεικόνιζε τό ῞Αγιον βάπτισμα, διά τοῦ ὁποίου θεραπεύεται πᾶσα νόσος σώματος καί ψυχῆς, ὅταν τό ὕδωρ λάβῃ τό χάρισμα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.

Εἰς τήν πηγήν αὐτήν εὑρίσκετο ἕνας παράλυτος, ὁ ὁποῖος ἐπί τριάκοντα ὀκτώ ἔτη ἐπερίμενε νά λουσθῇ εἰς τά ὑπό τοῦ 'Αγγέλου ταρασσόμενα ὕδατα διά νά θεραπευθῇ, ἀλλά ὡς παράλυτος ἔπρεπε κάποιος νά τόν μεταφέρῃ εἰς τά ὕδατα καί αὐτός δέν εἶχε κανένα νά τόν βοηθήσῃ, δι' αὐτό μέ πόνον καί παράπονον ἀπήντησεν εἰς τόν 'Ιησοῦν, ὅταν τόν ἠρώτησε «θέλεις ὑγιής γενέσθαι;», ὅτι «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν». Καί δικαιολογημένα, διότι ἐκεῖνος εἶχε τήν ἀνάγκην βοηθείας διά νά θεραπευθῇ ἀπό τήν ἐπενεργοῦσαν ἐνέργειαν τοῦ 'Αγγέλου πού ἐτάρασσε τό ὕδωρ, πού ὅπως προελέχθη προεικόνιζε τό ῞Αγιον βάπτισμα, ἐνῶ ἐμεῖς διά νά πλησιάσωμε τόν Κύριον αὐτοῦ τοῦ 'Αγγέλου, ὁ ὁποῖος θεραπεύει τά νοσήματα καί τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, δέν ἔχομεν ἀνάγκην βοηθείας ἄλλου διά νά πλησιάσωμεν εἰς τό ῞Αγιον βάπτισμα καί τήν πίστιν εἰς Αὐτόν.

'Ιδών ὁ 'Ιησοῦς τόν πόνον καί τήν ὑπομονήν τοῦ ἀσθενοῦς, καί τήν ἡρεμίαν νά τοῦ διηγῆται τήν τραγωδίαν του, χωρίς νά γνωρίζῃ μέ ποῖον συνομίλει, διά νά περιμένῃ καμμίαν βοήθειαν, τόν εὐσπλαχνίσθη, καί τόν ἐρωτᾶ ἄν θέλῃ νά θεραπευθῇ. ῎Οχι βέβαια διά νά μάθῃ ἄν ἐπιθυμῇ τήν θεραπείαν του, ἀλλά διά νά δείξῃ, ὅτι ὄχι  μέ ἔργον ἤ τήν βοήθειαν ἄλλου ἠμπορεῖ κανείς νά θεραπευθῇ, ὅπως εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ ταρασσομένου ὕδατος, ἀλλά καί μέ τόν λόγον του μόνον ἠμπορεῖ νά θεραπευθῇ, ἀρκεῖ νά πιστεύσῃ, ὅτι ἔχῃ δύναμιν καί ἐξουσίαν νά πράττῃ ὅλα. Καί ὁ ἀσθενής εἶχε πίστιν, διότι ἡ ὑπομονή καί ἐπιμονή του ἐπί τριάκοντα ὀκτώ ἔτη νά παραμένῃ πλησίον τῆς πηγῆς, αὐτό ἀποδεικνύει. 'Επειδή ὅμως δέν ἐγνώριζε ποῖος ἦτο ὁ ἐρωτῶν αὐτόν τοῦ εἶπεν, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», διαφορετικά θά ζητοῦσε τήν θεραπείαν του ἀμέσως ἀπ' Αὐτόν.

Γνωρίσας ὁ Κύριος τήν προαίρεσιν καί τήν ἄγνοιάν του, ἀμέσως τοῦ δίδει τό ποθούμενον λέγων, «ἔγειρε καί ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει». Καί εὐθέως ἐγένετο ὑγιής ὁ ἄνθρωπος καί ἦρε τόν κράββατον αὐτοῦ καί περιεπάτει». Δέν ἠρκέσθη μόνον εἰς τήν θεραπείαν, ἀλλά καί τόν προστάζει νά σηκώσῃ καί τό κρεββάτι του διά νά γίνῃ τό θαῦμα μεγαλύτερον, καί νά μή θεωρηθῇ ὅτι ἡ θεραπεία του ἔγινε κατά φαντασίαν, ἀλλά νά σηκώσῃ καί βάρος, διά νά φανῇ ἡ πλήρης ἀποκατάστασις τῆς ὑγείας του. Καί ὁ παραλυτικός ἠγέρθη καί ἐσήκωσε καί τό κρεββάτι του.

῾Η προσταγή τοῦ 'Ιησοῦ νά σηκώσῃ τό κρεββάτι, εἶχε καί ἄλλον σκοπόν, διότι ἔτσι θά διεκηρύσσετο τό θαῦμα, ἐπειδή ἦτο ἡμέρα Σάββατον, καί εἰς τήν παρατήρησιν τῶν 'Ιουδαίων, διατί σηκώνεις τό κρεββάτι, αὐτός ὁμολογεῖ, ὅτι ἐκεῖνος πού μέ ἐθεράπευσε τόν διέταξε, χωρίς νά τόν γνωρίζῃ ποῖος ἦτο. Δι' αὐτό καί ὁ 'Ιησοῦς δέν τοῦ ἐζήτησε πρῶτα πίστιν, ὅπως ἔπραττεν εἰς ἄλλας περιπτώσεις πού οἱ ἀσθενεῖς ἐγνώριζον ἤ εἶχον ἀκούσει περί τῆς δυνάμεώς Του, ἐνῶ ὁ προκείμενος δέν ἐγνώριζε, δι' αὐτό καί εἰς τήν ἐρώτησιν τῶν 'Ιουδαίων, «τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει;», ἀπήντησεν «ἐκεῖνος» καί δέν τόν κατωνόμασεν. ῾Ο 'Ιησοῦς σκοπίμως ἐχάθη μέσα εἰς τόν ὄχλον πού εὑρίσκετο εἰς τόν τόπον τοῦ θαύματος.

«Μετά ταῦτα εὑρίσκει αὐτόν ὁ 'Ιησοῦς ἐν τῷ ῾Ιερῷ, καί εἶπεν αὐτῷ, «ἴδε, ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν τι σοι γένηται».

'Αφοῦ τό θαῦμα διεδόθη καί συνεζητεῖτο εὑρέως, ὁ 'Ιησοῦς εὑρῆκε τόν θεραπευθέντα εἰς τόν Ναόν, καί διά νά τόν προετοιμάσῃ διά τήν μελλοντικήν του πίστιν, μέ τά λόγια αὐτά τόν πληροφορεῖ, ὅτι τά νοσήματα ἔρχονται συνεπείᾳ ἁμαρτιῶν, καί ὅτι ὑπάρχει γέενα καί τιμωρία διαρκής. Καί ἐπειδή τό σῶμα τιμωρεῖται πολλάκις λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν, ὁ 'Ιησοῦς τόν καθιστᾶ προσεκτικόν νά μή ἁμαρτήσῃ ἐκ νέου, διότι θά τιμωρηθῇ περισσότερον, «ἵνα μή τι χεῖρον γένηται». Δέν τοῦ εἶπε διά νά μή σέ τιμωρήσω, ἀλλά διά νά μή σοῦ συμβῇ κάτι χειρότερον, διά νά τοῦ δείξῃ ὅτι ἡ θεραπεία του ἦτο ἔργον τῆς χάριτος, καί ὅτι ἀπό φιλανθρωπίαν ἀναξίως ἐθεραπεύθη.

'Αλλά καί τήν Θεότητά Του ἀπέδειξεν, ὄχι μόνον μέ τήν στερέωσιν τοῦ σώματος, ἀλλά καί μέ τό ὅτι ἐγνώριζε τά προηγούμενα σφάλματά του, ὡς παντογνώστης Θεός. Καί ἀφοῦ ἐγνώριζε τό παρελθόν θά ἦτο ἀξιόπιστος καί διά τά μέλλοντα.

Μέ τά λόγια αὐτά ὁ θεραπευθείς ἐπίστευσεν εἰς τόν εὐεργέτην του καί μέ μεγάλο θάρρος καί ἀνδρείαν ὡμολόγησεν, ὅτι 'Ιησοῦς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μέ ἐθεράπευσεν, «ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καί ἀνήγγειλε τοῖς 'Ιουδαίοις, ὅτι ὁ 'Ιησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ». Τότε ὁ 'Ιησοῦς διά νά μή ἀνάψῃ περισσότερον τό μῖσος εἰς τάς ψυχάς τῶν 'Ιουδαίων, διέφυγε διά μέσου τοῦ ὄχλου, καί χωρίς ὁ ἴδιος νά ὁμιλῇ περί τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀφήνει τόν θεραπευθέντα νά συζητῇ μέ τούς κατηγόρους του, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔλεγον, «οὐκ ἔξεστιν σοι ἆραι τόν κράββατον». ῞Οταν ὁ θεραπευθείς ὡμολόγησεν, ὅτι ὁ 'Ιησοῦς τόν ἐθεράπευσε καί τόν διέταξε νά σηκώσῃ τόν κράββατον, οἱ 'Ιουδαῖοι ἤθελαν νά τόν φονεύσουν καί τόν κατεδίωκον. ῾Ο δέ 'Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς.

«῾Ο Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ ἐργάζομαι».

'Ακούοντας αὐτά οἱ 'Ιουδαῖοι ἐξεμάνησαν περισσότερον, διότι ὄχι μόνον τό Σάββατον κατέλυε, ἀλλά καί τόν ἑαυτόν Του ἔκαμεν ἰσότιμον μέ τόν Πατέρα Θεόν, καί ἐζήτουν νά τόν φονεύσουν. Διά νά τούς δείξῃ ὁ 'Ιησοῦς, ὅτι εἶναι κύριος καί τοῦ Σαββάτου καί ὁμότιμος μέ τόν Πατέρα, καταφεύγει εἰς Αὐτόν, διά νά μή ὁμιλήσῃ διά τόν ἑαυτόν του, ἐν ἀντιθέσει ὅταν ἤθελε νά ὑπερασπισθῇ τούς μαθητάς Του, καταφεύγει εἰς τόν Δαβίδ, «τί ἐποίησεν ὁ Δαβίδ ὅταν ἐπείνασε;», καί τούς λέγει, «ὅπως ἐργάζεται ὁ Πατέρας μου ἔτσι καί ἐγώ ἐργάζομαι», διότι ἐργασία τοῦ Πατρός μου εἶναι ἡ πρόνοια δι' ὅλα τά δημιουργήματά Του. Καί ἐγώ δι' αὐτό ἦλθα εἰς τόν κόσμον, διά νά  ἐλευθερώσω τόν κόσμον ἀπό τήν δουλείαν τοῦ θανάτου.

Εἰς τάς κατηγορίας τῶν 'Ιουδαίων ὁ 'Ιησοῦς, ἄλλοτε ἀπολογεῖται ὡς ἄνθρωπος καί ἄλλοτε ὡς Θεός, ἐπειδή ἤθελε νά πιστεύσουν καί εἰς τά δύο, δηλαδή καί εἰς τήν κατά σάρκαν γέννησιν καί εἰς τήν ἀξίαν τῆς Θεότητός Του.

 ῞Οταν διατάσσῃ νά γίνῃ καί ἐργασία εἰς τά θαύματά Του κατά τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, ἀπολογεῖται ὡς Θεός, διά νά τούς ἀνεβάσῃ ὑψηλότερα, διότι ἀφοῦ καί ἡ κτίσις ἐργάζεται τό Σάββατον, καί ἐγώ ὡς Κύριος τῆς κτίσεως ἐργάζομαι, ὅπως καί ὁ Πατήρ μου ἐργάζεται.

Μέ τά λόγια αὐτά ἀποδεικνύει, ὅτι εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα, διότι δέν εἶπεν, ὅτι ὁ Πατήρ ἐργάζεται καί ἐγώ τόν ὑπηρετῶ, άλλά ὅπως ὁ Πατήρ, ἔτσι καί ἐγώ ἐργάζομαι, τό ὁποῖον σημαίνει μεγάλη ἰσότητα. Καί ἐν συνεχείᾳ προσθέτει.

«'Αμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ Υἱός ποιεῖν ἀφ' ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐάν μή τι βλέπῃ τόν Πατέρα ποιοῦντα».

Δέν ἀναιρεῖ τά ἀνωτέρω λεχθέντα, ἀλλά ἀντιθέτως ἐπιβεβαιώνει τήν ἰσοτιμίαν. ῾Η λέξις ἀφ' ἑαυτοῦ ἀναφέρεται εἰς πολλά χωρία τῆς Γραφῆς, καί δέν σημαίνει, ὅτι ὁ Υἱός δέν ἠμπορεῖ νά κάνῃ τίποτα ἀπό μόνος του, διότι ἔχομε περί τούτου πολλάς μαρτυρίας, ὅτι ἠμπορῇ καί ἔκανε, ὅπως «ἔχω ἐξουσίαν νά θυσιάσω τήν ζωήν μου καί ἐξουσίαν νά τήν λάβω πάλιν», καί ὁ Θεῖος Παῦλος, «ὅἀλλ' ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβώνὅ», ἀλλά σημαίνει, ὅτι ὁ Υἱός δέν ἠμπορεῖ νά κάνῃ κάτι ἀντίθετον πρός τόν Πατέρα, οὔτε ξένον πρός Αὐτόν, πρᾶγμα τό ὁποῖον δηλώνει τήν ἰσοτιμίαν καί μεγάλην συμφωνίαν Πατρός καί Υἱοῦ. ῾Η δέ λέξις, «οὐ δύναται», δέν σημαίνει ἀδυναμίαν, ἀλλά ἀναντίρρητον δύναμιν. Θέλει νά εἰπῇ, ὅτι ἠμπορῶ νά κάνω ὅ,τι θέλω, ἀλλά εἶναι ἀδύνατον καί ἀσυγχώρητον εἰς ἐμέ νά πράξω κάτι ἀντίθετον πρός τό θέλημα τοῦ Πατρός. Καί πρός βεβαίωσιν τούτου προσέθεσε, «ἅ γάρ ἄν 'Εκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καί ὁ Υἱός ὁμοίως ποιεῖ».

'Επιμένει εἰς τήν λεπτομέρειαν διά νά δείξῃ τήν ἰσοτιμίαν μέ τόν Πατέρα, καί τήν ταὐτότητα τῶν θελήσεων Πατρός καί Υἱοῦ, συνεχίζει λέγων, «ἐάν μήτι βλέπῃ τόν Πατέρα ποιοῦντα·  ταῦτα καί ὁ Υἱός ὁμοίως ποιεῖ». 'Από τά λόγια αὐτά αὐταπόδεικτος εἶναι ἡ ἰσοτιμία, διότι ἐάν ὁ Υἱός δέν ἠμπορεῖ νά κάνῃ τίποτα ἀφ' ἑαυτοῦ του, οὔτε καί ὁ Πατήρ ἠμπορεῖ νά κάνῃ ἐφ' ὅσον «ἅ 'Εκεῖνος ποιεῖ, τοῦτο καί ὁ Υἱός ὁμοίως ποιεῖ». 'Αφοῦ τούς ὡμίλησε διά τήν ἐξουσίαν καί τήν ἰσοτιμίαν καί συμφωνίαν μέ τόν Πατέρα, ἤθελε νά τούς ἀνεβάσῃ ὑψηλότερα, ἀλλά ἐπειδή ὅταν τούς ὡμιλοῦσε διά ὑψηλά πράγματα τόν κατεδίωκον, διά τοῦτο ταπεινώνει τήν ὁμιλίαν του διά νά γίνεται εὐχάριστος καί δεκτή ἀπό τούς ἀσεβεῖς, προσθέτει «ὁ γάρ Πατήρ φιλεῖ τόν Υἱόν, καί πάντα δείκνυσιν αὐτῷ, ἅ Αὐτός ποιεῖ, καί μείζονα τούτων δείξῃ αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε».

Μέ τήν κατά γράμμα ἑρμηνείαν τῆς προτάσεως αὐτῆς, προκύπτει, ὅτι ὁ Υἱός δέν ἔχει μάθει ἀκόμα ὅλα, καί πρόκειται νά τοῦ τά δείξῃ ὁ Πατήρ. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἄτοπον, διότι ἀφοῦ οἱ μαθηταί του μέ τήν ἐπιφοίτησιν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τά ἔμαθαν καί ἠμποροῦσαν νά τά κάνουν ὅλα, πολύ περισσότερον ἠμποροῦσε καί ἤξερεν ὁ διδάσκαλός των, ὁ ὁποῖος ἦτο πλήρης πνεύματος. Τό εἶπεν ὅμως ἐπειδή διά τά ὑψηλά κατεσκανδαλίζοντο οἱ 'Ιουδαῖοι, διά νά τούς καταπραΰνῃ ὁμιλεῖ ταπεινά. Καί διά νά κάνῃ πιό ζωηρά τά θαύματα τά ὁποῖα θά ἔπραττεν ἀμέσως, ὅπως ἀνάστασις νεκρῶν, πρᾶγμα ἀνώτερον τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου, παρουσιάζει τόν ἑαυτόν Του κατώτερον τῆς Θεότητός Του καί τούς λέγει, «῞Ωσπερ γάρ ὁ Πατήρ ἐγείρει τούς νεκρούς καί ζωοποιεῖ, οὕτω καί ὁ Υἱός οὕς θέλει ζωοποιεῖ».

Πάλιν τούς ἀνεβάζει ὑψηλά, διότι ὅπως μέ τό «ὅπως ὁ Πατήρ ἀνασταίνῃ», δεικνύει τήν ἰσότητα τῆς δυνάμεως καί μέ τό «ἐκείνους πού θέλει ζωοποιεῖ», τήν συμφωνίαν τῆς θελήσεως. Συνεπῶς ἐάν ὁ Υἱός δέν ἠμπορεῖ ἀφ' ἑαυτοῦ του νά κάνῃ τίποτα δέν ἠμπορεῖ καί νά ζωοποιῇ ἐκείνους πού ἤθελεν. 'Εάν πάλιν ζωοποιεῖ ἐκείνους πού θέλει, τότε ἠμπορεῖ νά κάνῃ καί ἀφ' ἑαυτοῦ, ὡς ἰσότιμος εἰς ὅλα μέ τόν Πατέρα, δι' αὐτό εἶπεν, «ὅσα κάνει ὁ Πατήρ κάνει καί ὁ Υἱός ὁμοίως», (δηλαδή θεραπείας, ἀνάστασιν νεκρῶν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν).

«Οὐδέ γάρ ὁ Πατήρ κρίνει οὐδένα, ἀλλά τήν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ, ἵνα πάντες τιμῶσι τόν Υἱόν, καθώς τιμῶσι τόν Πατέρα».

Κατά τήν δευτέραν του παρουσίαν ὁ Κύριος, δέν θά ἔλθῃ δι' ἐξιλέωσιν, ἀλλά νά κρίνῃ τούς μή ἀκολουθοῦντας  καί τηροῦντας τάς ἐντολάς Του. Δι' αὐτό λέγει, ὅτι «ὁ Πατήρ δέν κρίνει κανένα, ἀλλά τήν ἐξουσίαν  τῆς μελλούσης κρίσεως ἔδωκεν εἰς τόν Υἱόν, διά νά τιμοῦν ὅλοι τόν Υἱόν, ὅπως τιμοῦν καί τόν Πατέρα.

Πάλιν δεικνύει τήν ἰσότητα μέ τόν Πατέρα, εἶπε δέ, «πᾶσαν τήν κρίσιν», διά νά δείξῃ ὅτι ἔχει ἐξουσίαν νά κρίνῃ καί τιμᾷ ὅπως θέλῃ. Τό δέ «ἔδωκεν», σημαίνει ὅτι ἐγέννησεν Αὐτόν κριτήν καί ὄχι ὅτι τοῦ ἐδόθη μετά τήν γέννησιν ἡ ἐξουσία αὐτή. ῞Οπως ἐννοῇ ὅταν λέγῃ, «ὥσπερ γάρ ὁ Πατήρ ἔχει ζωήν ἐν ἑαυτῷ· οὕτως ἐδωκεν καί τῷ Υἱῷ ζωήν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ». 'Εδῶ φαίνεται, ὅτι τό «ἔδωκε» σημαίνει ἐγέννησεν, διοτι δέν ἦτο δυνατόν νά γεννηθῇ χωρίς ζωήν καί νά τοῦ  ἐδόθη μετά τοιαύτη. Τοῦτο τό λέγει διά νά γίνῃ εὔκολα πιστευτός ὁ λόγος Του, καί διά νά τούς ἀνεβάσῃ ὑψηλότερα, ποικίλει τόν λόγον Του, πότε μέ ὑψηλά νοήματα, πότε μέ φυσικά, πάντοτε διά νά προσελκύσῃ περισσοτέρους, καί νά τούς προετοιμάσῃ νά δεχθοῦν τήν διδασκαλίαν Του, πότε ἀπειλῶν καί πότε ὑποσχόμενος. 'Εν συνεχείᾳ ἐπανέρχεται εἰς τήν ἰσότητα μέ τόν Πατέρα λέγων, «ὁ μή τιμῶν τόν Υἱόν, οὐ τιμᾶ τόν Πατέρα τόν πέμψαντα Αὐτόν». 'Εξ αὐτοῦ φαίνεται ἡ ἰσότης Πατρός καί Υἱοῦ, διότι ὅποιος δέν τιμᾶ τόν Υἱόν δέν τιμᾶ καί τόν Πατέρα, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλεν εἰς τόν κόσμον διά νά τόν σώσῃ. Τούς λέγει δέ πολλάκις, ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Πατέρα, ὄχι διότι εἶναι κατώτερος Αὐτοῦ, ἀλλά διά νά μή ἐρεθίζῃ τούς 'Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἔλεγον, «οὗτος δέν εἶναι ἀπό τόν Θεόν» διά τοῦτο ἐπικαλεῖται συχνά τόν Πατέρα. ῞Ομως ἀμέσως ἤ ἐμμέσως παρεμβάλλει καί τήν ἰδικήν Του αὐθεντίαν. Κατ' αὐτόν τόν τρόπον γίνεται πιό πιστευτός, ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεόν Πατέρα, καί ὅτι δέν εἶναι ἀντίθετος πρός Αὐτόν, ἀλλά εἰς ὅλα συμφωνεῖ. Προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπον νά τούς κάνῃ νά ἐννοήσουν καί πιστεύσουν, ὅτι εἶναι ὁμότιμος καί ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεόν, δι' αὐτό συνεχίζων, ἠπιώτερα λέγει.

 «'Αμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ τόν λόγον μου ἀκούων, καί πιστεύων τῷ πέμψαντί με, ἔχει ζωήν αἰώνιον, καί εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν»

Δέν τούς λέγει, ὅτι ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, ἀλλά εἰς τόν πέμψαντά με, διά νά τούς τονίσῃ ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεόν, καί διά νά μή τούς ἐρεθίσῃ περισσότερον καί τόν θεωρήσουν ἀλαζόνα καί ἀντίθετον πρός τόν Θεόν. Τούς ὁμιλεῖ διά τήν μέλλουσα κρίσιν καί τήν πέραν τοῦ σωματικοῦ θανάτου ζωήν, διότι αὐτό ἐννοεῖ μέ τό, «οὐκ εἰς κρίσιν ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». 'Εκεῖνος πού θά πιστεύσῃ εἰς τά λόγια μου, δέν θά τιμωρηθῇ (κολασθῇ), ἀλλά θά ζῇ αἰώνια. Καί διά νά τούς δείξῃ τήν αὐθεντίαν καί ἐξουσίαν Του συμπληρώνει, «'Αμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἔρχεται ὥρα καί νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροί ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· καί οἱ ἀκούσαντες  ζήσωνται».

Διά νά περάσῃ ὅμως κανείς ἀπό τόν θάνατον εἰς τήν ζωήν, θά πρέπει ἀπό τώρα πού εἶμαι ἐδῶ μαζί σας νά ἀκούσητε τούς λόγους μου διά νά ἔχετε ζωήν αἰώνιον. Δέν πρέπει δηλαδή νά περιμένουν τήν μέλλουσα κρίσιν, ἀλλά ἀπό τήν παροῦσα ζωήν θά πρέπει νά ἀκούσουν τούς λόγους Του. Αὐτό σημαίνει τό «ἔρχετε ὥρα καί  νῦν ἐστιν». Δι' αὐτό σήμερον (τώρα), ὅσοι ἀπό τούς νεκρούς (λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν των), ἀκούσουν τούς λόγους Του, δέν θά τιμωρηθοῦν κατά τήν μέλλουσν κρίσιν, ἀλλά μετά τόν σωματικόν θάνατον θά ἔχουν ζωήν αἰώνιον, ἐφ' ὅσον μετανοήσουν τώρα πού εἶναι καιρός μετανοίας.

'Εν συνεχείᾳ φέρει ἀποδεικτικόν συλλογισμόν τῶν λεχθέντων, λέγων, «῞Ωσπερ γάρ ὁ Πατήρ ἔχει ζωήν ἐν ἑαυτῷ· οὕτως ἔδωκε καί τῷ Υἱῷ ζωήν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ».

Συνεχῶς τούς ὁμιλεῖ συγκεκριμένα διά ἀνώτερα πνευματικά νοήματα, παρουσιάζων τήν σχέσιν Του πρός τόν Πατέρα, ὅτι εἶναι ἰσότιμος, ἀλλά ἄλλο πρόσωπο ὁ Πατήρ καί ἄλλο ὁ Υἱός, διότι τό «ἔδωκε καί τῷ Υἱῷ ζωήν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ», αὐτήν τήν διάκρισιν ἐννοεῖ. Συνεπῶς φανερόν εἶναι, ὅτι ὁ Υἱός, μέ ὅσην δύναμιν και ἐξουσίαν ἐνεργεῖ ὁ Θεός (Πατήρ), μέ αὐτήν ἐνεργεῖ καί αὐτός, καί δέν λαμβάνει δύναμιν ἀπό ἀλλοῦ. ῎Ελαβε δέ τήν ἐξουσίαν τῆς κρίσεως, ὄχι ὡς ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεόν, ὡσάν ἕνας προφήτης, ἀλλά ὡς γεννηθείς κριτής, ἐπειδή εἶναι Υἱός τῆς ἀνεκφράστου οὐσίας τοῦ Θεοῦ Πατρός. Μή ἀπορεῖτε δι' αὐτό πού σᾶς λέγω, ἐπειδή μέ βλέπετε ὡς ἄνθρωπον, «ὅτι ἔρχεται ὥρα, ἐν ᾖ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς Αὐτοῦ,·καί ἐκπορεύσονται οἱ τά ἀγαθά ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν  ζωῆς, οἱ δέ τά φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως».

Τούς ὁμιλεῖ καθαρά περί τῆς μελλούσης κρίσεως τί πρόκειται νά συμβῇ, καί τούς καθιστᾶ προσεκτικούς διά νά μή κριθοῦν καί τιμωρηθοῦν αἰωνίως, ὅπως θά συμβῇ μέ τούς τά φαῦλα πράξαντας.

'Επειδή ὅμως τά ὑψηλά αὐτά νοήματα ἦσαν διά τούς 'Ιουδαίους νέα καί παράξενα, καί δέν ἠδύναντο νά τά ἐννοήσουν, πάλιν προσαρμόζει τόν λόγον εἰς τήν πνευματικήν ἀδυναμίαν τῶν ἀκροατῶν Του, λέγων «οὐ δύναμαι ἐγώ ποιεῖν ἀπ' ἑμαυτοῦ οὐδέν».

Τοῦτο τό εἶπε διά νά ξερριζώσῃ τήν καταστρεπτικήν ὑποψίαν τῶν 'Ιουδαίων, ὅτι τά λόγια του εἶναι ἀντίθετα πρός τούς προφήτας οἱ ὁποῖοι ἔλεγον, «ὁ Θεός εἶναι δικαστής δίκαιος», ἐνῶ ὁ Χριστός τούς ἔλεγεν, ὅτι «ὁ Θεός δέν κρίνει κανέναν, ἀλλά ἔχει δώσει τήν κρίσιν εἰς τόν Υἱόν». Τούς ἐξηγεῖ ὅτι δέν εἶναι ἀντίθετος πρός αὐτούς, διότι τίποτε παράξενον ἤ διαφορετικόν ἤ πού νά μή τό θέλῃ ὁ Θεός (Πατήρ) θά ἰδῆτε νά κάνω ἤ νά λέγω.

Προσπαθεῖ νά τούς τονίσῃ καί  ἀποδείξῃ μέ πολλούς τρόπους τήν συμφωνίαν καί ἰσότητα τῆς κρίσεως μέ τόν Πατέρα, καί δι' αὐτό μέ πολλήν συγκαταβατικότητα καί ἀνθρώπινα, ἐπειδή τόν ἐθεώρουν ὡς ἁπλοῦν ἄνθρωπον, συμπληροῖ «Καθώς ἀκούω, κρίνω· καί ἡ  κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστίν· ὅτι οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός».

'Εδῶ τούς ὁμιλεῖ ὡς ἄνθρωπος σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψιν τῶν ἀκροατῶν. 'Αποδεικνύει δέ ὅτι ἡ κρίσις ἡ δική του εἶναι δικαία, διότι δέν ἐπιδιώκω τήν ἰδικήν μου δόξαν, ἀλλά τήν δόξαν τοῦ Πατρός μου, ὁ ὁποῖος μέ ἀπέστειλε, δι' αὐτό καί τά λόγια μου δέν ἐπιδέχονται ὑποψίας ἤ ἀμφισβητήσεως, ἐπειδή δι' ἄλλον ὁμιλῶ. Τοῦτο δέ τό λέγει ὡς ἄνθρωπος, ἐπειδή ἡ ὑπερβολική ἁπλούστευσις τῶν λέξεων πείθει πάρα πολύ καί αἴρει τάς ὑποψίας.

«'Εάν ἐγώ μαρτυρῷ περί ἑμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν άληθής. ῎Αλλος ἐστίν ὁ μαρτυρῶν περί ἐμοῦ, καί οἶδα ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία, ἥν μαρτυρεῖ περί ἐμοῦ».

'Επειδή οἱ 'Ιουδαῖοι δι' ὅλα τά προλεχθέντα ἐδισπίστουν καί ἀμφέβαλλον, ὁ Χριστός προγνωρίζων τάς σκέψεις των, τούς λέγει, «ἡ μαρτυρία μου διά τόν ἑαυτόν μου δέν εἶναι ἀληθής». Τοῦτο ὅμως τό εἶπεν ἀποκαλύπτων τάς σκέψεις καί ἐνστάσεις των, ὅτι δηλαδή ἐφ' ὅσον μαρτυρεῖς μόνος σου διά τόν ἑαυτόν σου ἡ μαρτυρία αὐτή δέν εἶναι ἀληθής. Μέ τό νόημα αὐτό πρέπει νά ἑρμηνευθῇ ἡ φράσις, διαφορετικά ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν μέ τά ἐν συνεχείᾳ λεχθέντα, «κἄν ἐγώ μαρτυρῶ περί ἑμαυτόν, ἡ μαρτυρία μου ἀληθής ἐστιν», διότι ἐάν ἑρμηνεύσωμε τάς φράσεις κατά γράμμα, τότε καί ἡ πρώτη καί ἡ δευτέρα εἶναι ψεῦδος.

Διά νά τούς ἀπαλλάξῃ δέ ἀπό τάς ἀνοήτους αὐτάς σκέψεις, τούς ἀναφέρει ἄλλας ἀποδείξεις, τά ἔργα Του, τήν μαρτυρίαν τοῦ Πατρός κατά τήν βάπτισιν, δι' αὐτό τούς συμπληρώνει, «ἄλλος ἐστιν ὁ μαρτυρῶν περί ἐμοῦ, καί οἶδα ὅτι ἡ μαρτυρία ἥν μαρτυρεῖ περί ἐμοῦ ἐστιν ἀληθής», ἀλλά προπαντός τόν προφήτην 'Ιωάννην, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε περί αὐτόν καί τούς ὑπενθυμίζει λέγων, «ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρός 'Ιωάννην, καί μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ».

῾Η μαρτυρία τοῦ 'Ιωάννου θά πρέπει νά σᾶς πείσῃ, ἐπειδή ἐάν δέν τόν ἐθεωρούσατε μέγαν προφήτην καί ἀξιόπιστον, δέν θά ἐστέλνατε ἀνθρώπους καί μάλιστα ἐπιφανεῖς, νά τόν ρωτήσητε νά μαρτυρήσῃ περί τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐάν αὐτός ἦτο «ὁ προφήτης», αὐτός ἐμαρτύρησε περί ἐμοῦ καί κατά συνέπειαν ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀξιόπιστος καί ἀληθής, ἐφ' ὅσον δέν ἐμαρτύρησε διά τόν ἑαυτόν του, ἀλλά δι' ἄλλον.

'Αφοῦ ὅμως ὁ 'Ιωάννης ἐμαρτύρησε καί ὑπέδειξε, διατί ἐν συνεχείᾳ λέγει, «ἐγώ δέ οὐ παρά ἀνθρώπου τήν μαρτυρίαν λαμβάνω· ἀλλά ταῦτα λέγω, ἵνα ὑμεῖς σωθῆτε».

'Αφοῦ ἡ μαρτυρία τοῦ 'Ιωάννου δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπον, ἀλλά παρά Θεοῦ, «ἐκεῖνος πού μέ ἔστειλε νά βαπτίζω ἐκεῖνος μοῦ εἶπεν ὅ. κλπ» τούς ὑπενθύμισεν ὅμως τήν μαρτυρίαν του, ἐπειδή τόν 'Ιωάννην ἐθεωροῦσαν ἀξιοπιστώτερον τοῦ Χριστοῦ, καίτοι τούς εἶχε κάνει καί τόσα θαύματα. 'Ασφαλῶς δέν εἶχεν ἀνάγκην τῆς μαρτυρίας τοῦ 'Ιωάννου, ἀλλά διά νά μή ἔχουν ἀμφιβολίες πρός Αὐτόν, καί τούς τό ἐτόνισεν αὐτό μέ τίς φράσεις, «σᾶς τά λέγω αὐτά διά νά σωθῆτε», δηλαδή νά πιστεύσετε εἰς ἐμέ καί τόν Πατέρα, διότι μόνον ὅσοι πιστεύσουν εἰς ἐμέ καί τόν Πατέρα σώζονται, διότι ὁ 'Ιωάννης δέν εἶναι ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου, ἀλλά «ἐκεῖνος ἦν ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων· ὑμεῖς δέ ἠθελήσατε ἀγαλλιασθῆναι πρός ὥραν ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ».

*Ητο το φῶς τό ὁποῖον ὡδηγοῦσε πρός τήν σωτηρίαν, μέ τήν ὁμολογίαν καί μαρτυρίαν του, «οὐκ εἰμί ἐγώ τό φῶς» καί «οὗτος ἐστιν ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦὅ.», ἡ ὁποία σωτηρία εἶναι ἡ πίστις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ. 'Επαινεῖ τήν πρός τό φωτεινόν λύχνον, τόν 'Ιωάννην προσκόλλησίν των, διότι δι' αὐτοῦ θά ὡδηγοῦντο πρός τήν σωτηρίαν.

'Αλλά ἡ προσκόλλησις αὐτή θά εἶναι προσωρινή, διότι τό φῶς ἐκείνου δέν ἦτο ἰδικό του, ἀλλά τῆς χάριτος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Τό εἶπε δέ αὐτό ἐπειδή ἤδη εἶχον ἀποχωρήσει ἀπό τόν 'Ιωάννην καί προσεκολλῶντο πρός τόν 'Ιησοῦν, ἀλλά προλέγων καί διά τό μέλλον πού θά πιστεύσουν εἰς Αὐτόν καί θά σωθοῦν.

'Αφοῦ πρῶτα τούς ὑπενθύμισε τήν ἀξιόπιστον καί ἀληθῆ μαρτυρίαν τοῦ 'Ιωάννου, ἐπεκαλέσθη καί ἄλλας μαρτυρίας λέγων, «ἐγώ δέ· ἔχω τήν μαρτυρίαν μείζων τοῦ 'Ιωάννου· τά γάρ ἔργα, ἅ ἔδωκέ μοι ὁ Πατήρ, ἵνα τελειώσω αὐτά, αὐτά τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ, μαρτυρεῖ περί ἐμοῦ, ὅτι ὁ Πατήρ με ἀπέσταλκε».

Μέ τά λόγια αὐτά ἀποκρούει τάς κατηγορίας των, ὅτι δέν εἶναι ἀπό Θεοῦ σταλμένος ἐφ' ὅσον καταργεῖ τό Σάββατον. Μέ τό νά πῇ «τά ἔργα τά ὁποῖα μοῦ ἔδωσεν ὁ Πατήρ νά τελειώσω», ἀφοῦ δέν εἶναι ἀντίθετα πρός τό θέλημά του, μαρτυροῦν ὅτι εἶμαι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεόν. ῎Ετσι πάλιν τούς φανερώνει τήν ἰσότητα καί συμφωνίαν μέ τον Πατέρα, καί θέλει νά τούς πείσῃ νά πιστεύσουν εἰς ὅσα τούς ἔλεγε καί εἰς Αὐτόν, ὅπως εἶχε προλεχθεῖ καί πρός τούς προφήτας. Καί συνεχίζει, «Καί ὁ πέμψας με Πατήρ, αὐτός μεμαρτύρηκε περί ἐμοῦ· οὔτε φωνήν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε, οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε».

'Επειδή δέν ἐπείθοντο ἀπό τά ἔργα Του, ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Πατέρα, τούς ὑπενθυμίζει τήν μαρτυρίαν τοῦ Πατρός κατά τήν βάπτισίν του, «οὗτος ἦν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός».

'Επειδή οἱ 'Ιουδαῖοι ματαίως ἐκαυχῶντο, ὅτι πολλοί προφῆται εἶχον ἀκούσει τόν Θεόν ὁμιλοῦντα, διά  νά τούς προετοιμάσῃ εἰς ὑψηλοτέρας δογματικάς θεωρίας, καί δείξῃ, ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει οὔτε φωνήν οὔτε μορφήν, διότι εἶναι ἀνώτερος τούτων, τούς λέγει, ὄχι μόνον δέν τόν εἴδατε καί δέν τόν ἀκούσατε, ἀλλά καί τάς ἐντολάς του (τόν λόγον του) πού ἐκήρυξαν οἱ προφῆται, καί σᾶς ἐξηγῶ καί ἐγώ τώρα, δέν ἐτηρήσατε καί ἐπιστεύσατε εἰς αὐτάς, «καί τόν λόγον αὐτοῦ οὐκ ἔχετε μένοντα ἐν ὑμῖν, ὅτι  ὅν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς οὐ πστεύετε».

Διά νά ἀντικρούσῃ τυχόν ἀντίρρησίν των, ὅτι ἀφοῦ δέν τόν εἴδαμε καί δέν ἠκούσαμε τήν φωνήν τοῦ Πατρός, πῶς θά πιστεύσωμεν εἰς ἐκεῖνον πού ἀπέστειλεν εἰς αὐτούς; τούς παραπέμπει καί προτρέπει εἰς τάς Γραφάς λέγων.

«'Ερευνᾶτε τάς Γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωήν αἰώνιον ἔχειν· καί ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περί ἐμοῦ».

'Αφοῦ τούς ὡμίλησε διά τήν μαρτυρίαν τοῦ Πατρός, πού ἔγινεν εἰς τόν 'Ιορδάνη καί τό Σινᾶ, τούς προτρέπει νά ἐρευνοῦν τάς Γραφάς, διότι ἐκεῖ θά εὕρουν τήν μαρτυρίαν ταύτην. Τούς τονίζει, ὅτι πρέπει νά ἐρευνοῦν τάς Γραφάς, διότι μέσα εἰς τά λεγόμενά των εὑρίσκεται συγκεκαλυμένος, λόγῳ τῆς πνευματικῆς παχυλότητός των, ὁ θησαυρός, καί συνεπῶς χρειάζεται προσοχή καί ἐπιμέλεια καί κατανόησις καί ὄχι ἁπλῆ ἀνάγνωσις, ὅπως ἐσφαλμένως ἐνόμιζον οἱ 'Ιουδαῖοι, ὅτι θά σωθοῦν. ῾Η ἀνάγκη τῆς ἐρεύνης ἐπιβάλλεται, διότι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι νομίζετε, ὅτι μέσα εἰς τάς Γραφάς, εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, ὅταν πιστεύσωμε καί τηρῶμεν αὐτάς. 'Ενῶ πιστεύετε εἰς τάς Γραφάς καί αὐταί μαρτυροῦν περί ἐμοῦ, ἐσεῖς «οὐ θέλετε ἐλθεῖν πρός με, ἵνα ζωήν ἔχητε».

Διά νά μή δώσῃ ἀφορμήν ὑποψίας, ὅτι αὐτά λέγει ἀπό κενοδοξίαν καί ζητᾶ ἀπό αὐτούς νά πιστεύσουν εἰς Αὐτόν, τούς λέγει «δόξαν παρά ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω». 'Εγώ δέν ἔχω ἀνάγκην ἀπό ἀνθρωπίνην δόξαν, ἀλλά σᾶς τά λέγω διά νά σωθῆτε ἐσεῖς καί ἀπολαύσετε τήν αἰώνιον ζωήν.

Δέν ἐπίστευον εἰς τόν Χριστόν καί τόν κατεδίωκον, ἐπειδή ἴσον ἔκαμε τόν ἑαυτόν του μέ τόν Θεόν. Καί ἐπειδή ἰσχυρίζοντο, ὅτι ὅλα τά κάνουν ἀπό ἀγάπην πρός τόν Θεόν, διά νά τούς ἐλέγξῃ καί συνετίσῃ τούς λέγει, «ἀλλ' ἔγνωκα ὑμᾶς ὅτι τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς».

῎Αν πραγματικά ἀγαπούσατε τόν Θεόν θά ἐρχόσαστε πρός ἐμέ, διότι αὐτός μαρτυρεῖ εἰς αὐτά περί ἐμοῦ. Συνεπῶς ἡ ἀγάπη σας αὐτή δέν εἶναι πραγματική, διαφορετικά θά μέ ἐδεχόσαστε ἐφ' ὅσον, «ἔχω ἔλθει ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Πατέρα μου» «'Εάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε».

'Εδῶ ἀποκαλύπτει τήν ἀναμφισβήτητον ἀπόδειξιν  τῆς ἀσεβείας των καί τήν ἔλευσιν τοῦ ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος θά ἁρπάξῃ τυραννικῶς, ὅ,τι δέν τοῦ ἀνήκει, καί θά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι Θεός ὅλων. Τό «ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ», αὐτό σημαίνει.

Εἶπε δέ «ἐάν ἔλθῃ», ὄχι διότι εἶναι ἀμφίβολον, ὅτι θά ἔλθῃ, ἀλλά ἀπό φιλανθρωπίαν καί ἐπειδή ἀκόμα δέν εἶχε συμπληρωθεῖ ἡ ἀγνωμοσύνη των, δι' αὐτό καί ἀπεσιώπησε τήν παρουσίαν τοῦ ἀντιχρίστου, ἐνῶ ὁ Θεῖος Παῦλος τό ὑπαινίχθη αὐτό μέ ἀκρίβειαν.

'Επιμένων εἰς τήν ἐσφαλμένην πίστιν των, καί διά νά τούς συγκινήσῃ τούς λέγει, «Πῶς δύνασθαι ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρά ἀλλήλων λαμβάνοντες, καί τήν δόξαν τήν παρά τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;»

'Αφοῦ ἔκαμε την ἀπιστίαν των αὐταπόδεικτον ἀπό τάς Γραφάς, καί αἰνιγματικῶς τούς ὡμίλησε διά τόν ἀντίχριστον, οἰκτίρων αὐτούς, τούς λέγει, ὅτι ἀφοῦ ἐσεῖς μελετᾶτε καί ἑρμηνεύετε τάς Γραφάς, ὅπως θέλετε καί δέν θέλετε νά κατανοήσητε αὐτά πού ὁ μόνος ἀληθινός Θεός διέταξε, καί εἶναι αὐτά πού ἐγώ τώρα σᾶς λέγω, πῶς ἠμπορεῖτε νά πιστεύσητε εἰς αὐτά; Δι' αὐτό δέν θά ἐπιτύχητε τήν συγχώρησιν καί τήν σωτηρίαν σας. 'Αλλά «μή δοκεῖτε ὅτι ἐγώ κατηγορήσω ὑμῶν πρός τόν Πατέρα ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὅν ὑμεῖς ἠλπίκατε».

Μέ τό νά μή πιστεύσητε εἰς ἐμέ καί εἰς ὅσα σᾶς λέγω, δέν θά σᾶς κατηγορήσω ἐγώ εἰς τόν Πατέρα δι' αὐτό, ἀλλά ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά σᾶς κατηγορήσῃ, εἶναι αὐτός εἰς τόν ὁποῖον πιστεύσατε καί ἐλπίζετε τήν σωτηρίαν σας, ὁ προφήτης Μωϋσῆς ὁ νομοδότης, τά λεγόμενά του εἰς τά ὁποῖα στηρίζετε τήν σωτηρίαν σας, συμφωνοῦν μέ τά ἔργα μου καί ἐπαληθεύονται ἐπ' αὐτά, ἀπό τήν μαρτυρίαν τοῦ 'Ιωάννου καί τοῦ Πατρός μου, ὅτι ἔχω ἔλθει ἀπό τόν Θεόν, ὅμως ἐσεῖς δέν πιστεύετε εἰς τά λόγια καί τά ἔργα μου, δι' αὐτό κατήγορός σας θά εἶναι ὁ Μωϋσῆς. Δέν τούς ὑπέδειξε ποῦ μαρτυροῦν αἱ Γραφαί περί αὐτοῦ, διά νά τούς αὐξήση τόν φόβον καί τούς ὑποχρεώσῃ νά τάς ἐρευνοῦν.

Καί συνεχίζων τόν ἔλεγχον λέγει. «Εἰ γάρ ἐπιστεύσετε Μωϋσῇ, ἐπιστεύσετε ἄν ἐμοί· περί γάρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν. Εἰ δέ τοῖς ἐκείνου γράμμασιν οὐ πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς ρήμασι πιστεύσετε;».

'Αφοῦ δέν πιστεύετε εἰς τά λόγια τοῦ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ νομοδότης σας καί τόν θεωρεῖτε μεγάλον προφήτην, καί ὁ ὁποῖος ἔχει γράψει δι' ἐμέ, πῶς θά πιστεύσετε εἰς τά λόγια μου,  ἀφοῦ ἀκόμα δέν μέ ἐγνωρίσατε ποῖος εἶμαι.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ!

«Μετά ταῦτα ἀπῆλθεν ὁ 'Ιησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος».

Εἰς τήν 'Ιουδαίαν παρέμεινε πολύν καιρόν, κηρύττων καί θαυματουργῶν. Διά νά καταπραΰνῃ τό μῖσος καί τόν θυμόν τῶν Φαρισαίων, ἐπειδή ἐπήγαιναν περισσότερον πρός τόν Χριστόν παρά εἰς τόν 'Ιωάννην, ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν εἰς Γαλιλαίαν πέραν τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος. ῞Οταν οἱ κάτοικοι ἔμαθον, ὅτι ἦλθεν εἰς τήν περιοχήν των, ἐπειδή εἶχον ἀκούσει διά τά θαύματά Του εἰς τήν 'Ιουδαίαν καί ἔβλεπον τάς θεραπείας τάς ὁποίας ἔκαμε, τόν ἠκολούθησε πολύς κόσμος, «καί ἠκολούθη αὐτῷ ὄχλος πολύς», ὄχι ὅμως ἀπό σταθεράν πίστιν, ἀλλά περισσότερον ἀπό τά θαύματα πού ἔκαμνεν.

«'Ανῆλθε δέ εἰς τό ὄρος ὁ 'Ιησοῦς, καί ἐκεῖ ἐκάθητο μετά τῶν μαθητῶν αὐτοῦ». Διά δύο λόγους τό ἔκαμεν αὐτό. Πρῶτον διά τό μεγάλο θαῦμα πού συντόμως θά ἐπραγματοποιοῦσε, καί δεύτερον διά νά μᾶς διδάξῃ, ὅτι διά νά προσευχηθοῦμε καί νά πλησιάσωμε τόν Θεόν, πρέπει νά ἀπομακρυνθῶμεν ἀπό τούς θορύβους, διότι ἡ ἀπομόνωσις εἶναι κατάλληλος διά στοχασμόν καί προσευχήν.

Διατί ὅμως μετέβη τότε εἰς τό ὄρος, ἐφ' ὅσον, ὡς γράφῃ ὁ Εὐαγγελιστής, «ἦν δέ ἐγγύς τό Πάσχα, ἡ ἑορτή τῶν 'Ιουδαίων», εἰς τήν ἑορτήν συνεκεντροῦτο πολύς κόσμος διά νά προσευχηθῇ. Τοῦτο τό κάμνει διά νά τούς διδάξῃ ὅσα εἶχε πεῖ εἰς τήν Σαμαρείτιδα, «ὅτι ἔρχεται ὥρα καί νῦν ἐστιν ὅ. », καί ἔτσι νά τούς συνδέσῃ περισσότερον με τόν ἑαυτόν του καί τούς ἀπαγκιστρώσῃ ἀπό τό γράμμα τοῦ Νόμου, ὅτι πρέπει νά λατρεύεται ὁ Θεός μόνον εἰς τήν ῾Ιερουσαλήμ.

῾Ο κόσμος ὅμως καίτοι ἐπλησάζεν ἡ ἑορτή, ἐπήγαινε πρός Αὐτόν. «'Επάρας οὖν ὁ 'Ιησοῦς τούς ὀφθαλμούς, καί θεασάμενος, ὅτι πολύς ὄχλος ἔρχεται πρός Αὐτόν, λέγει πρός τόν Φίλιππον· πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους, ἵνα φάγουσιν οὖτοι;» 'Απευθύνεται πρός τόν Φίλιππον, ἐπειδή ἐγνώριζεν, ὅτι αὐτός εἶχεν ἀνάγκην μεγαλυτέρας διδασκαλίας, διότι δέν εἶχε συνειδητοποιήσῃ ἀκόμα περί τοῦ ποῖος ἦτο ὁ Χριστός, δι' αὐτό καί ἀργότερεον  τοῦ εἶπεν, «δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα καί ἀρκεῖ ἡμῖν». Τοῦτο τό ἔκαμε διά νά τόν δυναμώσῃ καί τόν ὑποχρεώσῃ νά ὁμολογήσῃ ὁ ἴδιος τήν ἔλλειψιν ἄρτου, καί ἐν συνεχείᾳ νά γνωρίσῃ τήν ἔκτασιν τοῦ θαύματος, κάμνων σύγκρισιν τοῦ περισσεύματος μέ τήν ὑπάρχουσαν ἔλλειψιν. Τόν ἐρώτησε διά  νά ὁμολογήσῃ τήν ἔλλειψιν καί ὄχι διά νά πληροφορῇ περί τούτου, διότι σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, «ἤδει τί ἔμελλε ποιεῖν», καί ἔτσι δέν θά ὑπῆρχε καμμία ἀμφιβολία περί τοῦ θαύματος, καί ὁ Φίλιππος θά ἐσταθεροποιῆτο περισσότερον, διότι ἡ μή σταθερότης του φαίνεται ἀπό τήν ἀπάντησίν του. «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσι αὐτοῖς, ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ», ἐν ἀντιθέσει πρός τόν 'Ανδρέαν ὁ ὁποῖος ἐσκέπτετο λεπτώτερον ἀπό τόν Φίλιππον, ἀλλά δέν εἶχε ἀκόμη κατανοήσει τά πάντα. Δι' αὐτό εἰς τήν ἀπάντησιν  τοῦ Φιλίππου προσθέτει, «ἔστι παιδάριον ἕν ὧδε, ὅ ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καί δύο ὀψάρια, ἀλλά ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;».

῾Υπέθετε ὅτι κάτι ἠμποροῦσε νά γίνῃ, ἀλλά δέν ἠμπόρεσε νά φαντασθῇ, ὅτι θά γίνῃ τό ἀδιαννόητον δι' αὐτούς (τούς μαθητάς) τερατούργημα μέ πέντε ἄρτους καί δύο ὀψάρια νά χορτάσουν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι. Διά νά καταφανῇ δέ τό μέγεθος τοῦ γεγονότος, ὁ Εὐαγγελιστής ἐσημείωσε καί τόν ἀριθμόν τῶν παρευρισκομένων.

῞Οταν οἱ μαθηταί ἐνώπιον τόσων ἀνθρώπων εὑρέθησαν σχεδόν εἰς ἀπελπιστικήν θέσιν, τότε ὁ Χριστός ὡσάν ἡ τράπεζα νά ἦτο ἐστρωμμένη, παραγγέλλει τούς μαθητάς νά καθίσουν τόν κόσμον εἰς τά χορτάρια ἕτοιμοι πρός φαγητόν, ἐνῶ ἀκόμη δέν εἶχον ἐμφανισθεῖ οἱ ἄρτοι, καί αὐτοί συνεμορφώθησαν. Τοῦτο τό ἔκαμε διά νά ἐγείρῃ τόν νοῦν τῶν μαθητῶν καί δείξῃ τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, διότι ὅταν ἀποδειχθῇ καί ὡμολογηθῇ ἡ δυσκολία τοῦ πράγματος, τότε ἡ ὠφέλεια ἐκ τοῦ θαύματος εἶναι μεγαλυτέρα καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ λαμπροτέρα. 'Αφοῦ ὅλα ἑτοιμάσθησαν καί ἀνέμενον νά ἴδουν τό ἀποτέλεσμα, τότε «ἔλαβε δέ τούς δύο ἄρτους ὁ 'Ιησοῦς καί εὐχαριστήσας, διέδωκε τοῖς μαθηταῖς· καί οἱ μαθηταί τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καί ἐκ τῶν ὀψαρίων ὄσον ἤθελον».

῾Ο Χριστός ἐσυνήθιζεν, ὅταν ἔκαμε μόνος του τό θαῦμα, μέ τόν λόγον Του ἐπρόσταζε καί ἐγένετο, «θέλω καθαρίσθητι», «ἡ παῖς ἐγείρου». ῞Οταν ὅμως ἐπρόκειτο νά θαυματουργήσῃ ἐνώπιον πολλῶν, προσηύχετο εἰς τόν Πατέρα, διά νά πιστεύσουν ὅτι δέν ἦτο ἀντίθετος πρός τόν αὐτόν. 'Αλλά ἐν προκειμένῳ καί διά νά μᾶς διδάξῃ, ὅτι ὅταν ἀρχίζωμε νά τρώγωμε πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεόν διά τά ἀγαθά πού μᾶς ἔδωσεν.

'Αφοῦ ἐχόρτασαν ὅλοι, τότε προστάζει τούς μαθητάς, «συναγάγετε τά περισσεύματα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. Συνήγαγον οὖν, καί ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντα ἄρτων τῶν κριθίνων ἅ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν».

Παραγγέλλει τούς μαθητάς νά συλλέξουν τά περισσεύματα τῶν ἄρτων, διά νά μή νομισθῇ τό γεγονός, ὅτι  ἦτο φανταστικόν, ἀλλά καί διά νά τούς παιδαγωγήσῃ, ὅτι τίποτα ἀπό τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ δέν πρέπει νά ἀπορρίπτεται ἤ νά σπαταλᾶται. *Ησαν δέ τά περισσεύματα κόφινοι δώδεκα, ὅσοι καί οἱ μαθηταί καί ἐπῆρεν ἕναν ἕκαστος, διά νά εἶναι αὐτόπται μάρτυρες, ὅτι οἱ ἴδιοι τά ἐπῆραν εἰς τά χέρια των, ἐνῶ ἠδύναντο νά τά συλλέξουν οἱ χορτασθέντες. Δι' αὐτό ἄλλοτε τούς τό ὑπενθύμισεν ὁ Χριστός, «πόσους κοφίνους συλλέξατε;».

῾Ο κόσμος, ὅταν εἶδεν αὐτό τό μέγα καί θαυμαστό γεγονός καί ἐχορτάσθησαν ὅλοι, ἐθαύμασαν, δι' αὐτό ἔλεγον, «ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης, ὁ ἐρχόμενος εἰς τόν κόσμον».

Οἱ 'Ιουδαῖοι ἐνόμιζον, ὅτι ὁ προφήτης ὁ ὁποῖος θά ἔλθῃ εἰς τόν κόσμον, θά τούς ἔδιδε ὅλα τά ἀγαθά τά ὁποῖα εἶχον ἀνάγκην, καί θά ἦτο ὁ βασιλεύς τοῦ 'Ισραήλ. Τώρα πού εἰς τήν ἔρημον χωρίς τρόφιμα ἐχορτάσθησαν, ἐνθυμήθηκαν τάς Γραφάς καί ἐνόμισαν, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος ὁ προφήτης, ὄχι ὅμως ὁ Μεσσίας, ὁ Σωτήρ, δι' αὐτό εἶπον, ὅτι εἶναι ἀληθινά ὁ προφήτης καί ὄχι ὁ Σωτήρ. 'Ιδών ὁ 'Ιησοῦς τάς σκέψεις καί διαθέσεις αὐτῶν, ὅτι ἤθελον νά τόν ἀνακηρύξουν βιαίως ὡς βασιλέα των, τά τοῦ κόσμου φρονοῦντες ἀκόμα, «ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τό ὄρος αὐτός μόνος», διά νά μᾶς διδάξῃ νά περιφρονοῦμε τά κοσμικά ἀξιώματα καί ἀποδείξῃ, ὅτι δέν εἶχεν ἀνάγκην καμμίαν ἀπό τά ἐπίγεια.

«῾Ως δέ ὀψία ἐγένετο, κατέβησαν οἱ μαθηταί Αὐτοῦ ἐπί τήν θάλασσαν».

'Αφοῦ ἀνέβη εἰς τό ὄρος ὁ 'Ιησοῦς μόνος του, οἱ μαθηταί κατέβησαν εἰς τήν λίμνην καί ἀνέμενον νά ἔλθῃ πρός αὐτούς. 'Επειδή ὅμως ἄρχισε νά νυχτώνῃ, ἐμβῆκαν εἰς τό πλοιάριον καί κατευθύνοντο πρός τήν ἀπέναντι ὄχθη,  εἰς τήν Καπερναούμ, διότι καί ἡ θάλασσα ἄρχισε νά φουσκώνῃ καί ὁ ἄνεμος δυνατός ἄρχισε νά φυσᾷ. Παρά ταῦτα δέν ἐδίστασαν νά πλεύσουν σπεύδοντες πρός ἀναζήτησιν τοῦ διδασκάλου των, ὁ ὁποῖος τόσην ὥραν τούς ἐγκατέλειψεν, ἀπό τήν μεγάλην ἐπιθυμίαν των νά εἶναι κοντά τους, δι' αὐτό καί ὁ Εὐαγγελιστής ἐπισημαίνει τό ἄστατον τοῦ καιροῦ, διά νά δηλώσῃ τήν θερμήν ἀγάπην τῶν μαθητῶν πρός τόν διδάσκαλον.

Τοῦτο τό ἔκαμεν ὁ Χριστός διά νά τούς διδάξῃ πόσο βαρειά εἶναι ἡ ἐγκατάλειψις, καί ἔτσι νά αὐξήσῃ τήν προθυμίαν των ἀφ' ἑνός, ἀφ' ἑτέρου δέ διά νά δείξῃ τήν δύναμίν Του, τόσον μέ τό περπάτημά Του ἐπί τῆς θαλάσσης, ὅσον καί τήν καταπράϋσιν τῶν κυμάτων καί τοῦ ἀνέμου, πού ὅσον ἐπροχωροῦσαν, τόσον ἐδυνάμωνον μέ κίνδυνον νά πνιγοῦν. «῞Η τε θάλασσα, ἀνέμου μεγάλου πνέοντος, διηγείρετο. 'Εληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἤ τριάκοντα, θεωροῦσι τόν 'Ιησοῦν περιπατοῦντα ἐπί τῆς θαλάσσης, καί ἐγγύς τοῦ πλοίου γινόμενον· καί ἐφοβήθησαν».

Πρό τοῦ κινδύνου τῆς θαλασσοταραχῆς καί τοῦ σκότους εὑρισκόμενοι εἰς τό μέσον περίπου τῆς λίμνης, εὑρέθησαν εἰς πολλήν δύσκολον θέσιν καί ἤρχισαν νά ἐπελπίζωνται νικώμενοι ἀπό τήν ἀνθρώπινην ἀδυναμίαν. 'Από τόν φόβον των ἐξέχασαν καί τόν διδάσκαλόν των, διότι ἐάν ἤλπιζον καί ἐπίστευον εἰς τήν ἀγάπην του καί τήν δύναμίν του τήν ὁποίαν πρό ὀλίγων ὡρῶν εἶχον ἰδεῖ, δέν θά ἐφοβοῦντο, περισσότερον δέ ὅταν τόν εἶδον, «περιπατοῦντα ἐπί τῆς θαλάσσης».

῞Οταν πλέον ἤρχισαν νά ἀπελπίζωνται τελείως τούς ἐπλησίασε περιπατῶν ἐπί τῶν κυμάτων, καί ἐπειδή τόν ἐθεώρησαν φάντασμα, διά νά τούς καθησυχάσῃ καί ἐνθαρρύνῃ μέ τήν συνήθη Του πραότητα τούς λέγει, «ἐγώ εἰμι, μή φοβεῖσθε», καί μέ τόν λόγον Του ἀμέσως ὁ ἄνεμος ἔπαυσε καί ἡ θάλασσα ἐγαλήνευσε καί εὑρέθησαν εἰς τήν ἀπέναντι ὄχθη ἐκεῖ πού ἐκατευθύνοντο.

Τοῦτο τό γεγονός τό ἐπέτρεψεν ὁ 'Ιησοῦς νά συμβῇ, ἄλλωστε συνεχῶς τό ἐσυνήθιζε νά τό κάνῃ αὐτό, διά νά ἔλθουν οἱ μαθηταί εἰς τήν ἀνάγκην νά ζητήσουν τήν βοήθειάν Του, καί τό θαῦμα νά γίνῃ μεγαλύτερον, καί τήν Θεότητά Του νά ἀποδείξῃ λαμπρότερον.

Τήν ἑπομένην ἡμέραν ὁ κόσμος, ἐπειδή τό βράδυ αὐτό δέν ὑπῆρχεν ἄλλο πλοιάριον ἀπ' αὐτό πού ἐμβῆκαν οἱ μαθηταί χωρίς τόν 'Ιησοῦν, ἐπεβιβάστηκαν εἰς ἄλλα πλοιάρια, τά ὁποῖα ἦλθαν ἀπό τήν Τιβεριάδα, καί ἐπῆγαν εἰς τήν Καπερναούμ ζητοῦντες τόν 'Ιησοῦν. ῞Οταν τόν εἶδον ἐκεῖ τόν ἠρώτησαν.«Ραββί, πότε ὧδε γέγονας;». ῾Η λέξις «πότε» ἔχει τήν σημασίαν τοῦ «πῶς». Εἰς τήν ἐρώτησίν των ὁ 'Ιησοῦς, ἐπειδή ἐγνώριζε τάς σκέψεις των ἀπαντᾶ.

«'Αμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ' ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καί ἐχορτάσθητε».

Τόν ἐζήτουν, ὄχι ὅτι εἶδον τό θαῦμα, ἀλλά διότι ἐχορτάσθησαν φαγητόν. Τοῦτο γνωρίζων ὁ 'Ιησοῦς, ἀποκαλύπτει τάς σκέψεις των διά νά τούς διορθώσῃ, μέ ἐπιείκειαν τούς ἐπιπλήττει διά τά ταπεινά καί ὑλικά των φρονήματα, λέγοντάς τους ὅτι, «μέ ζητεῖτε ὄχι διά τό θαῦμα πού εἴδατε, ἀλλά ἐπειδή ἐχορτάσθητε μέ τήν ὑλικήν τροφήν, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ζητῆτε τήν πνευματικήν, ἡ ὁποία εἶναι αἰώνιος. «'Εργάζεσθε μή τήν βρῶσιν τήν ἀπολλυμένην, ἀλλά τήν βρῶσιν τήν μένουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον».

Τούς τά εἶπεν αὐτά ἐπειδή οἱ 'Ιουδαῖοι δέν ἤθελον νά ἐργάζωνται, παρά μόνον διά τάς ἀτομικάς των ἀνάγκας. Δι' αὐτό τούς ἐτόνισεν, ὅτι πρέπει νά ἐργάζωνται, ὄχι μόνον διά τάς ἀνάγκας των αἱ ὁποῖαι εἶναι προσωριναί, ἀλλά νά ἐργάζωνται πολύ διά νά μποροῦν νά δίδουν καί ἐλεημοσύνας εἰς τούς ἔχοντας ἀνάγκην, διότι αὐτή ἡ τροφή (ἐργασία), εἶναι ἀρεστή εἰς τόν Θεόν καί φέρει εἰς τήν αἰώνιον ζωήν, «ἥν ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει».

'Επειδή ὡμίλησε σοβαρά διά τόν ἑαυτόν Του λέγων, ὅτι τήν αἰώνιον τροφήν θά σᾶς δώσῃ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ὁ ἴδιος, προσθέτει, «τοῦτον γάρ ὁ Πατήρ ἐσφράγισεν, ὁ Θεός», διά νά μή προσκρούσουν τά λόγια του εἰς τήν ἔχθραν των, μετριάζει τήν σοβαρότητα τῶν λόγων, ἐξηγῶν ὅτι  αὐτός ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θά σᾶς δώσῃ τροφήν αἰώνιον, ἐκεῖνον ἐσφράγισεν (ἀπέστειλεν) ὁ Πατήρ Θεός, ὑπονοῶν ἀσφαλῶς τό Σῶμα καί Αἷμα, τά ὁποῖα προσέφερε κατά τό Μυστικόν Δεῖπνον, τά ὁποῖα ἔχουν πραγματικά ζωήν αἰώνιον.

Παρά τό γεγονός, ὅτι μέ τά λόγια, «ζητεῖτέ με οὐχί ὅτι εἴδετε τά σημεῖα», τούς ἐπέπληξε μέ τό «ἐργάζεσθε μή τήν βρῶσιν τήν ἀπολλυμένην», τούς ὑπέδειξε ποίαν τροφήν πρέπει νά ἐπιζητοῦν, τούς παρουσιάζει τά ἔπαθλα τῆς ἐπιζητουμένης τροφῆς, «ἀλλά τήν βρῶσιν τήν μένουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον», διορθώνει ἐκείνους πού ἐνοχλοῦντο, μέ τήν διαβεβαίωσιν ὅτι «τοῦτον γάρ ὁ Πατήρ ἐσφράγισεν, ὁ Θεός», ὡς νά μή συνέβη τίποτα τόν ἐρωτοῦν, «τί ποιῶμεν, ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;»

῾Η ἐρώτησις αὐτή ἦτο πονηρή, διότι δέν ὀφείλετο εἰς ἄγνοιαν ἤ ἐπιθυμίαν μαθήσεως καί συμμορφώσεως εἰς ὅσα θά τούς ἔλεγεν, ἀλλά διά νά τόν παρακαλέσουν νά τούς χορτάσῃ πάλιν. ῾Ο 'Ιησοῦς διά νά τούς ἀποδείξῃ ὅτι ἡ ἀποστολή του δέν ἦτο αὐτή νά τούς χορτάσῃ μέ ὑλικήν τροφήν, ἀλλά μέ πνευματικήν, τούς λέγει, «τοῦτό ἐστιν τό ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὅν ἀπέστειλεν 'Εκεῖνος».

Οἱ 'Ιουδαῖοι προσκολλημένοι εἰς τά γήϊνα, δέν ἔδωσαν σημασίαν εἰς τά λόγια τοῦ 'Ιησοῦ, ἀλλά καταπλαγέντες ἀπό τήν προηγουμένην ἡμέραν μέ τόν πολλαπλασιασμόν τῶν ἄρτων, ἐφανέρωσαν τόν σκοπόν των προσπαθοῦντες νά παρακινήσουν τόν 'Ιησοῦν νά τούς χορτάσῃ καί πάλιν. Δι' αὐτό τοῦ θέτουν τήν πονηράν ἐρώτησιν, «τί οὖν ποιεῖς σύ σημεῖον, ἵνα ἴδωμεν καί πιστεύσωμέν σοι. Τί ἐργάζῃ;».

'Εκτός τῆς ἀπιστίας των ἐφάνησαν καί ἀχάριστοι, διότι τήν προηγουμένην ἡμέραν εἶδον τό μεγάλο θαῦμα τῶν ἄρτων, καί τώρα τοῦ ζητοῦν νά δείξῃ τά σημεῖα τῶν ἔργων του. 'Εκτός τῆς ἐρωτήσεως, ἀπέδειξαν τήν πονηράν σκέψιν των. Δέν ὁμολογοῦν τό πρόσφατο γεγονός τῶν ἄρτων, ἀλλά ἐνθυμήθησαν τούς πατέρες των εἰς τήν ἔρημον καί τοῦ λέγουν. «Οἱ πατέρες ἡμῶν τό μάννα ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι γεγραμμένον, ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν».

῾Ο σκοπός των διά νά τόν παρακινήσουν εἰς δεύτερον χορτασμόν, φαίνεται ἐκ τοῦ τρόπου τῆς ἐρωτήσεως. Τοῦ ὑπενθύμισαν τό μάννα τῶν πατέρων καί δέν τόν εὐχαρίστησαν διά τόν ἰδικόν των χορτασμόν. Δέν τοῦ εἶπον, ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἔδωσε τό μάννα εἰς τούς πατέρας των διά νά μή τόν παρουσιάσουν κατώτερόν του, ἀλλά οὔτε, ὅτι ὁ Θεός τούς τό ἔδωσε, διά νά μή τόν παρουσιάσουν πάλιν ἴσον μέ τόν Θεόν, ἀλλά εἶπον ἁπλῶς, «ἔφαγον τό μάννα», πιστεύοντες ἔτσι, ὅτι θά τόν παρακινοῦσαν νά τούς χορτάσῃ πάλιν.

Τότε ὁ 'Ιησοῦς, ἐπειδή σκοπός του ἦτο νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πνευματικήν τροφήν, ἀποκαλύπτει τάς πονηράς σκέψεις των, τούς ἀπαντᾶ. «Οὐ Μωσῆς δέδωκεν ὑμῖν τόν ἄρτον ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, ἀλλ' ὁ Πατήρ μου δίδωσιν ὑμῖν τόν ἄρτον ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ τόν ἀληθινόν».

Δέν τούς εἶπεν, ὅτι ἐγώ ἔδωσα τόν ἄρτον αὐτόν καί ὄχι ὁ Μωϋσῆς, ἀλλά ὁ Πατήρ τούς τό ἔδωσε, λόγῳ τῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας τῶν ἀκροατῶν νά ἐννοήσουν καί πιστεύσουν τοῦτο, δι' αὐτό μέ κάθε τρόπον προσπαθεῖ νά τούς διορθώσῃ καί ἀνεβάσῃ ὑψηλώτερα, λέγων. «῾Ο γάρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ».

῞Οταν οἱ 'Ιουδαῖοι ἤκουσαν διά ἄρτον ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ ἀληθινόν, ἔδειξαν μεγάλην προθυμίαν καί τοῦ λέγουσι. «Κύριε, πάντοτε δός ὑμῖν τόν ἄρτον τοῦτον», νομίζοντες ὅτι ἐπρόκειτο περί ὑλικοῦ ἄρτου. Γνωρίζων τοῦτο ὁ 'Ιησοῦς, διά νά τούς ἀνασύρῃ ἀπό τά ὑλικά, συνεχίζει. «'Εγώ εἰμί ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με, οὐ μή πεινάσῃ· καί ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή διψήσῃ πώποτε».

Σιγά σιγά τούς ἀποκαλύπτει τά μυστήρια καί κάμνει λόγον περί τῆς Θεότητός Του, «ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς». ῞Οταν ἐννόησαν πλέον ὅτι τούς ὁμιλεῖ διά πνευματικόν ἄρτον, καί δέν ὑπάρχει ὑλικός χορτασμός, τότε ἄρχισαν νά ἀπιστοῦν προφασιζόμενοι, ὅτι τά λόγια του εἶχον ὑψηλά νοήματα καί δέν τά ἐννοοῦμεν δι' αὐτό καί δέν πιστεύομεν. Τοῦτο προκύπτει ἀπό τά ἐν συνεχείᾳ λόγια τοῦ ῾Ιησοῦ, λέγοντος «'Αλλ' εἶπον ὑμῖν, ὅτι καί ἑωράκατέ με, καί οὐ πιστεύετε», ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς καί τό προηγούμενο θαῦμα τῶν ἄρτων, καί τήν μαρτυρίαν τοῦ 'Ιωάννου, καί τάς Γραφάς αἱ ὁποῖαι μαρτυροῦν περί αὐτοῦ, ἀλλά αὐτοί δέν ἤθελον νά ἀλλάξουν γνώμην. ῾Ο 'Ιησοῦς ὅμως πάντα ἀποβλέπων εἰς τήν σωτηρίαν των, συνεχίζει. «Πᾶν ὅ δίδωσί μοι ὁ Πατήρ, πρός ἐμέ ἤξει, καί τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω. ῞Οτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, οὐχ ἵνα ποιῷ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με. Τοῦτο δέ ἐστιν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός, ἵνα πᾶν ὅ δέδωκέ μοι, μή ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ, ἀλλά ἀναστήσω αὐτό ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».

Τούς δίδει ἐλπίδα  εἰς τήν ἀπιστίαν των, ὅτι ὅποιος τόν πλησιάσῃ θά τόν δεχθῇ εὐχαρίστως, διότι δι' αὐτό κατέβη ἀπό τόν Οὐρανόν διά νά πράξῃ τό θέλημα τοῦ Πατρός του, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε διά νά τούς σώσῃ. Δι' αὐτό ἔλαβε σάρκα καί μορφήν δούλου, διά νά δυνηθοῦν οἱ ἄνθρωποι νά τόν πλησιάσουν, καί διά τῆς ἰδικῆς Του 'Αναστάσεως, νά ἀναστηθοῦν κατά τήν μέλλουσα κρίσιν εἰς ζωήν αἰώνιον.

Μέ τά λόγια αὐτά τούς ὁμιλεῖ περί τῆς μελλούσης ζωῆς, ἀλλά καί ἐλέγχει τήν ἀπιστίαν των, διότι καί τάς Γραφάς ἐγνώριζον καί τά θαύματα ἔβλεπον. ῞Ομως δέν παραλείπει καί νά τούς ἐνθαρρύνῃ, διότι ἔργον Του ἦτο νά μή χαθῇ κανείς ἀπό αὐτούς πού θά τοῦ δώσῃ ὁ Πατήρ, δηλαδή ὅσοι θά τόν πλησιάσουν καί θά πιστεύσουν, ἀφοῦ αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Πατρός Του. Δι' αὐτό συμπληρώνει.

«Τοῦτο ἐστι τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τόν Υἱόν καί πιστεύων εἰς αὐτόν, ἔχει ζωήν αἰώνιον· καί ἀναστήσω αὐτόν ἐγώ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ», διά νά μή φανῇ ὅτι ὁ Υἱός ἔχει ἄλλο θέλημα ἀπό τό θέλημα τοῦ Πατρός.

«'Εγόγγυζον οὖν οἱ 'Ιουδαῖοι περί αὐτοῦ, ὅτι εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβάς ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ».

῞Οταν τούς ἐχόρτασε μέ ἄρτον, τόν ἐνόμισαν προφήτην καί ἤθελαν νά τόν κάνουν βασιλέα. ῞Οταν ὅμως τούς ἐδίδασκε περί πνευματικῆς τροφῆς καί ζωῆς αἰωνίου, καί ὡμίλησε περί ἀναστάσεως, καί ἔφερε τό πνεῦμα των ὑψηλώτερα, τότε πού ἔπρεπε νά τόν θαυμάσουν, τότε τόν ἐγκαταλείπουν καί ἐγόγγυζον κατ' αὐτοῦ, ἐπειδή τούς εἶπεν, «ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος πού κατέβηκεν ἀπό τόν Οὐρανόν». Καί ναί μέν δέν ἔφερον φανερά ἀντιρρήσεις, ἀλλά ἐγόγγυζον καί ἔλεγον ματαξύ των. «Οὐχ οὗτος ἐστιν 'Ιησοῦς, ὁ υἱός 'Ιωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τόν πατέρα καί τήν μητέρα;. Πῶς οὖν λέγει οὗτος· ὅτι ἐκ τοῦ Ουρανοῦ καταβέβηκα;».

Τόν ἐρχομόν τοῦ Μεσσία τό ἐγνώριζον οἱ 'Ιουδαῖοι ἀπό τούς προφήτας καί τόν ἀνέμενον, διότι τό εἶχον ὡμολογήσει εἰς τόν ῾Ηρώδη μέ τούς μάγους. Τώρα πού βλέπουν τήν πραγματοποίησιν τῶν προφητειῶν, βλέπουν τόσα θαυμάσια καί καταπληκτικά, ἀκούουν ὑψηλάς πνευματικάς θεωρίας, δέν θέλουν νά πιστεύσουν εἰς αὐτά, καί τόν θεωροῦν ὡς ἁπλόν ἄνθρωπον, φανερώνοντας ἔτσι τάς πονηράς σκέψεις των. Διά νά τούς συνεφέρῃ καί διά νά μή δημιουργήσῃ ἄλλο σκάνδαλον εἰς τάς καρδίας τῶν ἀκροατῶν, ἐπειδή ἠγνόουν τήν κατά σάρκα γέννησίν Του, δέν τούς ὡμίλησεν οὔτε περί τῆς μυστικῆς γεννήσεώς του, ἀλλά τά παραβλέπει ὅλα αὐτά μέ πραότητα καί ἀπαντᾶ. «Μή γογγύζετε μετ' ἀλλήλων. Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καί ἐγώ ἀναστήσ αὐτόν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».

Καί πάλιν φανερώνει τήν ἰσοτιμίαν τῆς δυνάμεώς του μέ τόν Πατέρα. Καί διά νά μή σκανδαλισθοῦν ἐπειδή τούς ὁμιλεῖ συνεχῶς διά τήν ἰσοτιμίαν καί τήν ἐκ Θεοῦ ἀποστολήν Του, τούς παραπέμπει εἰς τούς προφήτας, οἱ ὁποῖοι εἶχον εἴπει. «Καί ἔσονται πάντες διδακτοί Θεοῦ».

Μέ τήν λέξιν «πάντες» ἐννοεῖ ὅσοι θελήσουν. Καί μέχρι τότε, εἶχον μέν διδαχθεῖ οἱ 'Ιουδαῖοι περί τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀπό ἀνθρώπους. 'Ενῶ τώρα διδάσκονται ἀπό τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Καί τούς ἐξηγεῖ, ὅτι ὅποιος ἀκούσῃ τά λόγια ἀπό τόν Πατέρα, τά ὁποῖα εἶναι αὐτά πού ἐγώ σᾶς λέγω, καί πιστεύσῃ, αὐτός ἔρχεται πρός ἐμένα. Καί διά νά μή νομίσουν, ὅτι πρόκειται νά ἰδοῦν καί γνωρίσουν τόν Πατέρα, τούς λέγει. «Οὐχ ὅτι τόν Πατέρα τις ἑώρακεν, εἰμή ὁ ὤν παρά τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τόν Πατέρα».

Τούς ὡμίλησε λίγο μέ ἀσάφειαν, ἐπειδή ὅταν τούς εἶπεν «ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβέβηκα», ἐσκανδαλίσθησαν. Τώρα διά νά καταπραΰνῃ ὀλίγον τήν σκληρότητά των, ὡμίλησεν ἀόριστα, ὅτι τόν Πατέρα ἔχει ἰδῇ μόνον ἐκεῖνος, πού ἦτο πλησίον του, χωρίς νά εἰπῇ μόνον ἐγώ, διά νά μή αὐξήσῃ τόν σκανδαλισμόν.

'Αφοῦ μέ τήν ἀσάφειαν, ἐμετρίασε τόν λόγον, τούς ἐπαναφέρει εἰς τά ἴδια καί τούς λέγει. «῾Ο πιστεύων εἰς ἐμέ, ἔχει ζωήν αἰώνιον. 'Εγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς».

῞Οταν τούς εἶχεν εἴπη, «ὁ ἀκούων τούς λόγους μου οὐκ ἀποθάνῃ», εἶχον σκανδαλισθεῖ. Τώρα ὅμως δέν ἐσκανδαλίσθησαν πού τούς εἶπεν, «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἔχει ζωήν αἰώνιον», ἐπειδή τό θαῦμα τῶν ἄρτων ἦτο ἀκόμα πρόσφατον. 'Ωνόμασε δέ τόν ἑαυτόν του ἄρτον, διότι παρέχει εἰς ἡμᾶς καί τήν παροῦσα καί μέλλουσα ζωήν, μέ τήν σωτήριον διδασκαλία Του καί τήν εἰς αὐτόν πίστιν. Καί διά νά δείξῃ τήν διαφοράν τοῦ μάννα ἀπό τόν ἄρτον τῆς ζωῆς, προσθέτει.

«Οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τό μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ, καί ἀπέθανον». ῾Υπαινίσσεται τόν Μωϋσῆν καί ἄλλους οἱ ὁποῖοι ἔφαγον τό μάννα καί ἀπέθανον. Τονίζε δέ, «ἐν τῇ ἐρήμῳ», ἐπειδή τό μάννα δέν διήρκησε πολύ καί δέν εἰσῆλθεν εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, δηλαδή τόν παράδεισον, ἐνῶ ὅσοι φάγουν ἀπό τόν ἄρτον τόν προερχόμενον ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ δέν θά ἀποθάνουν, διότι, «ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου  ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα».

Τοῦτο τό εἶπεν, ἐπειδή τό μάννα εἶχεν ἔλθει ἀπό τόν Οὐρανόν, καί οἱ ἄρτοι ἐκ τῆς γῆς, διά νά μή εἴπουν, ἀφοῦ ἀπέθανον ὅσοι ἔφαγον τό μάννα ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ προερχόμενον, πῶς θά ἔχουν ζωήν αἰώνιον ὅσοι ἔφαγον ἄρτον ἐκ τῆς γῆς; 'Επεξηγῶν τοῦτο λέγει, «καί ὁ ἄρτος δέ, ὅν ἐγώ δώσῳ ἡ σάρξ μου ἐστίν, ἥν ἐγώ δώσῳ ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Σιγά σιγά τούς συνδέει μέ τόν ἑαυτόν του, καί παρουσιάζεται δίδων αὐτός καί ὄχι ὁ Πατήρ. Τούς ὁμιλεῖ συγκεκαλυμμένα διά τήν αἰώνιον ζωήν, ἡ ὁποία θά ἐπιτευχθῇ διά τοῦ ἑκουσίου Σταυρικοῦ θανάτου του, ὁ ὁποῖος θά προσφερθῇ ὡς θυσία ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Καί οἱ 'Ιουδαῖοι ἀντί νά θαυμάσουν καί πιστεύσουν εἰς ὅσα εἶδον καί ἤκουσαν, ἐταράχθησαν καί μέ ἀπορίαν ἔλεγον μεταξύ των, «πῶς δύναται οὗτος ὑμῖν δοῦναι τήν σάρκα φαγεῖν;». Μέ τήν ἀπορία των αὐτήν «πῶς δύναται», εἰσῆλθεν εἰς τήν ψυχήν των ἡ ἀπιστία καί δι' αὐτό ἔφευγον. ῾Ο 'Ιησοῦς ὅμως διά νά τούς διαλύσῃ αὐτήν τήν ἀπορία καί ἀπιστίαν, ἐπιμένει καί λέγει. «'Εάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».

'Επειδή οἱ 'Ιουδαῖοι ἐγόγγυζον καί ἔλεγον, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά φάγῃ κανείς τήν σάρκα, δι' αὐτό τούς τονίζει διαρκῶς, ὅτι ὄχι μόνον ἀδύνατον δέν εἶναι, ἀλλά καί ἀναγκαῖον, καί συμπληρώνει. «῾Ο τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἔχει ζωήν αἰώνιον καί ἐγώ άναστήσῳ αὐτόν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».

'Εφ' ὅσον  ὁ Υἱός ἔχει ζωήν ἤ μᾶλλον εἶναι ἡ ζωή, ἔτσι καί ὅποιος φάγει τόν ἄρτον τῆς ζωῆς καί πίει τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἑνώνεται μέ αὐτόν καί ἔχει ζωήν αἰώνιον, ἐφ' ὅσον μένει μέσα εἰς τήν ζωήν, καί ἐγώ θά τόν ἀναστήσῳ κατά τήν μέλλουσα κρίσιν εἰς ζωήν αἰώνιον. Τώρα ἀπροκαλύπτως τούς δεικνύει τήν ἰσοδυναμία μέ τόν Πατέρα.

'Εννοεῖ μέ αὐτά, ὄχι τήν ἐδῶ ζωήν, διότι καί οἱ μή τρώγοντες τήν σάρκα ζοῦν, ἀλλά τήν ἐξαιρετικήν καί ἔνδοξον καί αἰώνιον μετά τήν ἀνάστασιν.

'Επειδή θέλει  νά τούς ἐντυπωθῇ εἰς τόν νοῦν των καί τούς κάνῃ νά πιστεύσουν εἰς τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἐπαναλαμβάνει τά ἴδια συνεχῶς, λέγων. «῾Η γάρ σάρξ μου ἀληθῶς ἔστι βρῶσις, καί τό αἷμα μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ῾Ο τρώγων μου τήν σάρκα, καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ. Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ ζῶν Πατήρ, κἀγώ ζῶ διά τόν Πατέρα, καί ὁ τρώγων  με, κἀκεῖνος ζήσεται, δι' ἐμέ».

῞Οπως ὁ Πατήρ ὁ ὁποῖος μέ ἀπέστειλε ζῇ, ἔτσι καί ἐγώ πού εἶμαι ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα ζῶ, καί ἐκεῖνος πού θά φάγῃ ἀπό τήν σάρκα μου, θά ἑνωθῇ μέ ἐμέ καί θα ζήσῃ αἰώνια. Καί συνεχίζων ἐξηγεῖ, «οὗτος ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ Ούρανοῦ καταβάς, οὐ καθώς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τό μάννα καί ἀπέθανον· ὁ τρώγων τοῦτον τόν ἄρτον, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα».

'Επειδή προηγουμένως τούς εἶπεν, ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα, ὅπως 'Εκεῖνος ζῇ, ἔτσι καί ὁ Υἱός ζῇ, τούς ἐπαναφέρει εἰς τόν ἄρτον τῆς ζωῆς, πού εἶναι ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, καί ὅποιος φάγει ἀπό αὐτόν τόν ἄρτον (τήν σάρκα) θά ζῇ αἰώνια, ἐν ἀντιθέσει πρός τό μάννα, τό ὁποῖον καίτοι προῆλθεν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, ὅμως ὅσοι ἔφαγον ἀπέθανον, ἐνῶ μέ τόν ἄρτον τοῦτον ὅποιος φάγει θά ζῇ αἰώνια.

῞Ολην αὐτήν τήν διδασκαλίαν τήν ἔκαμεν εἰς τήν Συναγωγήν τῆς Καπερναούμ, ἐπειδή ἐκεῖ εἶχον γίνει πολλά θαύματα, διά νά πιστεύσουν εἰς τούς λόγους του καί προσελκύσει περισσοτέρους, ἀλλά καί διά νά δείξῃ, ὅτι δέν εἶναι ἀντίθετος πρός τόν Πατέρα, ἀφοῦ ἀπό αὐτόν ἔχει σταλεῖ καί εἶναι ἡνωμένος μαζί του.

Τότε πολλοί ἀπὀ τούς μαθητάς του, ἐπειδή τά λόγια του ἦσαν δογματικά, καί αὐτοί ἐνόμιζον ὅτι τούς ὁμιλεῖ περί πραγμάτων τά ὁποῖα ὑπερβαίνουν τήν ἀξίαν καί τήν δύναμίν του, ἐσκανδαλίσθησαν λόγῳ τῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας των, καί διά νά δικαιολογήσουν τήν φυγήν των, εἶπον· «σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». ῾Ο 'Ιησοῦς ὡς καρδιογνώστης ἐγνώρισε τάς σκέψεις των καί τάς ἀποκαλύπτει λέγων εἰς αὐτούς. «Τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; ἐάν οὖν θεωρῆτε τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τό πρότερον;». Αὐτά τά τονίζει διά νά τούς πείσῃ, ὅτι δέν εἶναι υἱός τοῦ 'Ιωσήφ ὅπως εἶπον, ἀλλά ὅτι ἔχει καταβεῖ ἀπό τόν Οὐρανόν καί ἐκεῖ πάλιν θά ὑπάγῃ, διότι μόνον ὅσοι πεισθοῦν δι' αὐτό θά ἐπρόσεχον μέ μεγαλυτέραν προθυμίαν τά λόγια του. 'Εν συνεχείᾳ τούς ἀνεβάζει ὑψηλότερα λέγων, «τό Πνεῦμα ἐστι τό ζωοποιοῦν, ἡ σάρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν».

Προσπαθεῖ νά τούς συνεφέρῃ ἐπειδή αὐτοί ἤκουον τά λόγια σαρκικῶς, λέγοντες ὅτι εἶναι υἱός τοῦ 'Ιωσήφ, δι' αὐτό καί δέν ὠφελήθησαν, ἐνῶ ἔπρεπε νά τά ἐννοήσουν μυστικῶς καί πνευματικῶς διά νά ζήσουν αἰώνια. Δι' αὐτό τούς προτρέπει εἰς αὐτό λέγων, ὅτι «τά ρήματα, ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμα ἐστι καί ζωή ἐστιν, ἀλλ' εἰσίν ἐξ ὑμῶν τινες, οἵ οὐ πιστεύουσιν».

'Επειδή τά λόγια μου ἔχουν Πνεῦμα ῞Αγιον καί ζωήν πρέπει νά τά πιστεύσητε ἔτσι καί ὄχι σαρκικά, δι' αὐτό καί δέν ὠφεληθήκατε ἐπειδή δέν πιστεύετε εἰς αὐτά. 'Εγνώριζεν ὁ 'Ιησοῦς, ὅτι πολλοί ἀπό τούς μαθητάς του δέν ἐπίστευον εἰς αὐτόν. Τοῦτο τό σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, ὄχι μόνον τήν ἀπιστίαν, ἀλλά καί τήν προδοσία τήν ὁποίαν ἐγνώριζεν ὁ 'Ιησοῦς. ῎Ετσι φανερώνει καί τήν πρόγνωσιν καί τήν Θεότητα. Διά τήν ἀπιστία των αὐτήν τούς λέγει· «διά τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν, ὅτι οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ᾗ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ Πατρός μου», διά νά τούς πείσῃ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατήρ του καί ὄχι ὁ 'Ιωσήφ, ὅπως αὐτοί ἐνόμιζον.

῾Η λέξις «δεδομένο» σημαίνει νά πιστεύῃ κανείς, ὅτι ἐκεῖνος πού κατέστησε τόν ἑαυτόν του ἄξιον, αὐτός λαμβάνει καί τήν χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.

'Επειδή πολλοί ἀπ' αὐτούς δέν ἦσαν ἄξιοι νά λάβουν καί ἀπεκλείσθησαν τῆς χάριτος, ἀφοῦ ἔχασαν τήν πίστιν πού εἶχον προηγουμένως, ἀπελπισμένοι ἔφυγον ἀπό κοντά του καί πλέον δέν τόν ἠκολούθησαν.

Οἱ δώδεκα μαθηταί παρέμεινον κοντά του, ὄχι ὅμως ἀκόμα μέ τήν πρέπουσα πίστιν. Τοῦτο προκύπτει ἀπό τήν ἐρώτησιν τοῦ 'Ιησοῦ. «Μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»  

Δέν ἐπήνεσε τήν παραμονήν των πλησίον του, ἀλλά διά νά τούς ἐμπεδώσῃ εἰς τήν πίστιν των, τούς ἠρώτησε μήπως καί αὐτοί ἤθελον νά ἀκολουθήσουν τούς ὑπολοίπους οἱ ὁποῖοι ἔφυγον. 'Εκτός αὐτοῦ τούς ἠρώτησε διά νά τούς δείξῃ, ὅτι αὐτός δέν εἶχε καμμίαν ἀνάγκην συνοδείας, καί ὅτι δέν κρατᾶ οὐδένα μέ τήν βίαν, παρά μόνον ὅσοι θέλουν νά παραμείνουν μαζί του. Μέ τόν τρόπον αὐτόν τούς προσελκύει περισσότερον, καί τούς ἀφήνει μόνοι των νά λάβουν τήν ἀπόφασιν ἐάν θά μείνουν ἤ ὄχι.

῾Η συμπεριφορά αὐτή τοῦ 'Ιησοῦ καί ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψεώς των, ἔκαμε τούς μαθητάς, νά ἐννοήσουν τά λόγια του, ὅτι εἶναι πνευματικά καί αἰώνια καί ἀπεφάσισαν νά παραμείνουν μαζί του, καί νά ἐναποθέσουν τά πάντα εἰς τήν πίστιν τῶν λόγων του.

῎Ετσι οἱ μαθηταί μέ τήν ἀπάντησιν τοῦ Πέτρου, «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις· καί ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καί ἐγνώκαμεν, ὅτι σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος».

Παρεδέχθησαν τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν, ἄν καί ἴσως νά μή τό εἶχον συνειδητοποιήσῃ ἀπολύτως ἀκόμα, ὅμως τά ἐγνώριζον ὅλα ὅσα εἶχεν εἴπει ὁ Χριστός, «ἐκεῖνος πού θά πιστεύσῃ εἰς ἐμέ ἔχει ζωήν αἰώνιον». Καί ἀπέδειξαν, ὅτι δέν ἦσαν τά λόγια σκληρά πού ἐσκανδάλιζον, ἀλλά ἡ ἀπροσεξία, ραθυμία καί ἀγνωμοσύνη τῶν ἀκροατῶν, διότι τά ἤκουον σαρκικῶς.

'Επειδή ὁ Πέτρος ὡμίλησεν ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν μαθητῶν, «πεπιστεύκαμεν καί ἐγνώκαμεν», ὁ 'Ιησοῦς δέν τόν ἐπαινεῖ δι' αὐτό οὔτε τόν κολακεύει, ἀλλά προφητικῶς τοῦ ἀπαντᾶ· «οὐκ ἐγώ ὑμᾶς τούς δώδεκα ἐξελεξάμην; καί εἷς ἐξ ὑμῶν διάβολος ἐστιν».

Καί τούς δώδεκα ἐγώ σᾶς ἐδιάλεξα καί κατά συνέπειαν σᾶς γνωρίζω καλά. Καί πιστεύετε καί γνωρίζετε, ἀλλά ὄχι ὅλοι, διότι ἕνας ἀπό ἐσᾶς εἶναι διάβολος, ἐννοῶν τόν 'Ιούδα τόν 'Ισκαριώτην. ῞Ομως οὔτε τόν ἀπεκάλυψεν, ἀλλά οὔτε καί νά μείνῃ κρυπτόν τό μελλούμενον γεγονός ἄφησε, διά νά δώσῃ ἀφορμήν μετανοίας ἀφ' ἑνός, ἀφ' ἑτέρου δέ μήπως γίνῃ σκληρότερος καί ἀναιδέστερος, καί μή νομίσῃ ὅτι διέφυγε τῆς προσοχῆς του καί διαπράξῃ τό ἔγκλημα πρό τῆς ὥρας καί μέ μεγαλυτέραν ἀναίδειαν. Τούς ὡμίλησεν ἀόριστα, «εἷς ἐξ ὑμῶν», διά νά ἐμβάλῃ τόν φόβον ἀπό κοινοῦ εἰς ὅλους διά νά μή ἀποκαλύψῃ τόν 'Ιούδα.

Δέν ἐπαινεῖ τήν ὀρθήν ἀπάντησιν τοῦ Πέτρου, ὅπως ἔκαμεν ἄλλοτε ὅταν τούς ἠρώτησεν, «ἐσεῖς ποῖος νομίζετε ὅτι εἶμαι;», ἀλλά διά νά τούς ἀνεβάσῃ ὑψηλότερα τούς ἐμβάλλει τόν φόβον, διά νά μή νομίσουν ὅτι θά κολακευθῇ ἀπό τήν ἀπάντησιν, καί διά νά δείξῃ ὅτι ἡ διδασκαλία του ἦτο ἀπηλλαγμένη ἀπό καλακείας, τούς ἀφαιρεῖ αὐτήν τήν ὑποψίαν, καί τούς τονίζει ὅτι ἐγώ πού σᾶς ἐκάλεσα κοντά μου γνωρίζω τά πάντα. Καί μή νομίσουν, ὅτι ἐπειδή παρέμειναν πλησίον του, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔφυγον, θά κολακευθῇ καί δέν θα ἐλέγξῃ τούς πονηρούς λογισμούς.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ!

«Καί περιεπάτει ὁ 'Ιησοῦς μετά ταῦτα ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γάρ ἤθελεν ἐν τῇ 'Ιουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτόν οἱ 'Ιουδαῖοι» θά προέβαλον κάποιαν κατηγορίαν ἤ ἀντιλογίαν ἀποκτεῖναι, μετά ἀπό ὅλα αὐτά πού ἔκαμεν εἰς τήν 'Ιουδαίαν ὁ 'Ιησοῦς, (δογματικές ὁμιλίες, ἀποκαλύψεις περί τοῦ ἑαυτοῦ του, αἰωνίας ζωῆς κλπ).

'Εκεῖνοι δέ δέν ἠθέλησαν νά συνέλθουν καί πιστεύσουν, ἀλλά τόν ἐγκατέλειψαν, καί τό χειρότερον τόν ἐφθόνησαν καί ἐμίσησαν. Τότε ὁ 'Ιησοῦς ἔφυγεν ἀπ' αὐτούς καί «περιεπάτει ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, ὅτι ἐζήτουν αὐτόν οἱ 'Ιουδαῖοι ἀποκτεῖναι».

῎Εφυγε δέ ὄχι διότι ἐφοβεῖτο, ἀλλά διά νά τούς ἀποδείξῃ καί ἐπιβεβαιώσῃ πάλιν ὅτι εἶναι καί ἄνθρωπος, διότι ὅταν ἐζήτουν νά τόν φονεύσουν, αὐτός εὑρίσκετο εἰς τό μέσον αὐτῶν κηρύττων καί ἐλέγχων, ἐνείργει ὡς Θεός δυνατός καί ἐξουσιαστής, καί ἐνῶ εὑρίσκετο εἰς τάς χείρας των τούς διέφυγε.

'Αναφέρει ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής τήν ἑορτήν τῆς Σκηνοπηγίας, ἐπειδή πρόκειται νά ἀφηγηθῇ κάτι τό ἀσυνήθιστον, ὅτι καί οἱ ἀδελφοί του δέν τόν ἐπίστευον καί εἶχον καταληφθεῖ ἀπό φθόνον. Τοῦτο δέ φαίνεται ἀπό τά λόγια των καί τό θράσος των, διότι ἐνῶ ἀπιστοῦν, τοῦ ζητοῦν νά κάνῃ θαύματα, τοῦ λέγουν· «Μετάβηθι ἐντεῦθεν, καί ὕπαγε εἰς τήν 'Ιουδαίαν, ἵνα καί οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τά ἔργα σου ἅ ποιεῖς· οὐδείς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ, καί ζητεῖ αὐτός ἐν παρρησίᾳ εἶναι· εἰ ταῦτα ποιεῖς φανέρωσον σεαυτόν τῷ κόσμῳ».

'Απ' αὐτά τά λόγια γίνεται φανερά ἡ δισπιστία, ὁ φθόνος καί ἡ κενοδοξία των, διότι ἐνῶ εἶχον ἰδεῖ καί ἀκούσει διά τά θαύματά του, ἀπό κακήν διάθεσιν καί φθόνον δέν πιστεύουν εἰς αὐτόν καί τόν παρακινοῦν νά φανερώσῃ τόν ἑαυτόν του ποῖος εἶναι. Δι' αὐτό ὁ Εὐαγγελιστής συμπληρώνει, «οὐδέ γάρ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν», δέν εἶχον ἀκόμη συνειδητοποιήσει ἀκριβῶς περί τίνος ἐπρόκειτο.

Τότε ὁ 'Ιησοῦς χωρίς νά τούς θίξῃ, ἀλλά μέ πραότητα διά νά τούς διδάξῃ, τούς ἀπαντᾶ· «ὁ καιρός ὁ ἐμός οὔπω πάρεστιν, ὁ δέ καιρός ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος».

Συγκεκαλυμμένα τούς ἀποκαλύπτει τόν Σταυρικόν του θάνατον, δι΄ αὐτό τούς εἶπεν, ὅτι δι' ἐμέ δέν ἦλθεν ἀκόμα ἡ κατάλληλη ὥρα διά νά παρουσιασθω εἰς τούς 'Ιουδαίους, ἐνῶ ἐσεῖς πού σκέπτεσθε τά ἴδια μέ αὐτούς, δηλαδή μέ φθόνον καί ἀπιστίαν μπορεῖτε πάντοτε νά τούς συναναστρέφεσθε, δι' αὐτόν τόν λόγον, «οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς», ἐπειδή σκέπτεσθε τά ἴδια μέ αὐτούς, ἐνῶ «ἐμέ δέ μισεῖ, ὅτι ἐγώ μαρτυρῶ περί αὐτοῦ, ὅτι τά ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν».

'Επειδή ἐγώ ἐλέγχω τά ἔργα τοῦ κόσμου αὐτοῦ τά ὁποῖα εἶναι, πονηρά, μισοῦμαι ὑπ' αὐτῶν. ῎Ετσι ἀποκαλύπτει τάς πονηράς σκέψεις των καί προσπαθεῖ νά τούς φέρῃ περισσότερον κοντά του. Καί συνεχίζων λέγει: 'Επειδή ἐσεῖς εἶσθε ὅμοιοι μέ αὐτούς δέν διατρέχετε κίνδυνον, «ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τήν ἑορτήν ταύτην· ἐγώ οὔπω ἀναβαίνω εἰς τήν ἑορτήν ταύτην, ὅτι ὁ καιρός ὁ ἐμός οὐ πεπλήρωται».

'Εσεῖς μπορεῖτε νά πᾶτε εἰς τήν ἑορτήν αὐτήν, ἐνῶ ἐγώ δέν πηγαίνω, διότι καθώς σᾶς εἶπα δέν ἔχει ἔλθει ἀκόμα ὁ καιρός τοῦ Σταυρικοῦ μου θανάτου. Τούς εἶπε δέ νά ὑπάγουν εἰς τήν ἑορτήν, διά νά μή νομίσουν ὅτι τούς ἐμποδίζῃ νά τελέσουν τά 'Ιουδαϊκά των ἔθιμα, καί ζητᾶ παρά τήν θέλησίν των νά τούς κρατήσῃ κοντά του, ὅταν τούς λέγῃ ὅτι ἐγώ δέν θά ἔλθῳ μαζί σας εἰς τήν ἑορτήν, ὅπως καί ἔκαμεν, ἔμεινεν εἰς τήν Γαλιλαίαν, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί ἐπῆγαν εἰς τήν ἑορτήν.

«῾Ως δέ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ, τότε καί αὐτός ἀνέβη εἰς τήν ἑορτήν οὐ φανερῶς, ἀλλ' ὡς ἐν κρυπτῷ».

'Αφοῦ ἄφησε νά ὑπάγουν οἱ ἀδελφοί μόνοι τους εἰς τήν ἑορτήν, τότε καί αὐτός ἐπῆγεν σχεδόν κρυφά. Τοῦτο τό ἔκαμεν ἐπειδή δέν ἤθελε νά παρουσιασθῇ εἰς τούς 'Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὀργισμένοι ἐναντίον του, παρά μόνον τήν ἑορτάσιμον ἡμέραν.

'Εδῶ ἐνείργει ὡς ἄνθρωπος καί ὡς Θεός. ῾Ως ἄνθρωπος ἐπειδή ἀπέφευγε νά παρουσιαθασθῇ κατά τήν ἑορτήν, ὡς Θεός δέ ὅταν ἐστάθη εἰς τό μέσον αὐτῶν κηρύττων καί ἐλέγχων αὐτούς, καίτοι ἐζήτουν νά τόν φονεύσουν ἐξ αἰτίας τοῦ μεγάλου των φθόνου καί μίσους. Τοῦτο γίνεται φανερόν, διότι τόν ἐζήτουν ὄχι διά νά τόν ἀκούσουν, ἀλλά διά νά τόν συλλάβουν. 'Από τήν κακότητά των δέν ἤθελαν οὔτε τό ὄνομά του νά εἴπουν, ἀλλά ἔλεγον· «ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος;»

Καί αὐτοί πού ἔλεγον αὐτά ἦσαν οἱ ἄρχοντες, διότι ἦσαν καί καλοπροαίρετοι εἰς τήν ἑορτήν, δι' αὐτό μεταξύ των ἐγένετο φιλονικία σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής. «Καί γογγυσμός πολύς περί αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις· οἱ μέν ἔλεγον, ἀγαθός ἐστιν· ἄλλοι δέ ἔλεγον· οὔ, ἀλλά πλανᾶ τόν ὄχλον».

῞Οσοι εἶχον ἰδεῖ τά θαύματά του τόν ἐθαύμαζον καί ἔλεγον, ὅτι εἶναι καλός, ἐνῶ οἱ ἄρχοντες οἱ ὁποῖοι τόν ἐφθονοῦσαν διά τήν διδασκαλίαν τῶν δογμάτων του καί εἶχον ἐξαγριωθεῖ ἀπό  ἀγανάκτησιν δι' ὅσα ὁ 'Ιησοῦς εἶχε κάμει κατά τό παρελθόν, ἀλλά καί ἀπό φόβον μήπως καί ἐδῶ εἰς τήν ἑορτήν κάμῃ τά ἴδια, δι' αὐτό ἔλεγον «πλανᾶ τόν ὄχλον» καίτοι τά θαύματα εἶχον γίνει πραγματικά καί ὄχι κατά φαντασίαν καί δέν ἐπιδέχοντο ἀμφιβολίας.

Τόση ἦτο ἠ ἐξαγρίωσις τῶν ἀρχόντων, ὥστε «οὐδείς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει περί αὐτοῦ, διά τόν φόβον τῶν 'Ιουδαίων».

Εἰς τήν 'Ιουδαίαν ὁ 'Ιησοῦς δέν ἐπαρουσιάσθη δημοσίως, ἀλλά ἄφησε νά περάσουν λίγες ἡμέρες καί ὅταν, «ἤδη δέ τῆς ἑορτῆς μεσούσης, ὁ 'Ιησοῦς ἀνέβη εἰς τό ῾Ιερόν καί ἐδίδασκε».

Δέν ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής ποίαν διδασκαλίαν ἔκαμεν ὁ 'Ιησοῦς, ἀλλά πρόκειται περί σπουδαίων πραγμάτων, διότι ὅλους τούς ἐξέπληξε καί αὐτοί πού πρῶτον ἔλεγον, ὅτι πλανᾶ, τώρα μετ' ἐκπλήξεως ἔλεγον· «πῶς οὗτος γράμματα οἶδε, μή μεμαθηκώς;»

Καί μόνον ἡ ἀπορία των αὐτή θά ἔπρεπε νά τούς πείσῃ, ὅτι εἰς αὐτόν δέν ὑπῆρχε τίποτε τό ἀνθρώπινον, ἀλλά ὅσα ἔλεγεν ἦσαν Θεῖα καί σωτήρια.

'Απαντῶν ὁ 'Ιησοῦς εἰς τήν ἀπορίαν των, και διά νά τούς διδάξῃ ὑψηλάς δογματικάς θεωρίας, λέγει· «ἡ ἐμή διδαχή οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλά τοῦ πέμψαντός με», διά νά τούς ἀποστομώσῃ. Διά νά μή τούς ἐπιπλήξῃ πάρα πολύ διά τόν φθόνον καί τήν ἀπιστίαν των, μετριάζει τόν λόγον του λέγων· «ἐάν τις θέλει τό θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περί τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ἤ ἐγώ ἀπ' ἑμαυτοῦ λαλῶ».

Προηγουμένως τούς εἶπεν, ὅτι ἡ διδασκαλία μου αὐτή πού ἀκοῦτε τώρα δέν εἶναι δική μου, ἀλλά τοῦ Πατρός μου. Παρουσιάζει μίαν ἀντίθεσιν, εἶναι δική μου, καί δέν εἶναι δική μου, διά νά τούς φανερώσῃ ἀφ' ἑνός τό ταυτόσημον μέ τόν Πατέρα, ἐφ' ἑτέρου δέ νά τούς λύσῃ τήν ἀπορίαν των, πῶς γνωρίζει  γράμματα, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ὁμολογοῦν ὅτι δέν ἔχει μάθει. Πάλιν προσπαθεῖ νά τούς ἀποδείξῃ ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καί Θεός. ῎Ανθρωπος μέν διότι δέν γνωρίζει γράμματα καί καταπλήττει μέ τήν διδασκαλίαν του, Θεός δέ, διότι ἡ διδασκαλία αὐτή προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, καί ὁμιλῶ καί πράττω ὅπως καί ὁ Πατήρ. ῞Οποιος δέ, θέλει νά πράττῃ τό θέλημα τοῦ Πατρός, αὐτός θά καταλάβῃ ὅτι ἡ διδασκαλία μου εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Πατρός καί ὄχι δική μου. Τούς ὁμιλεῖ ὡς ἄνθρωπος διά τήν πνευματικήν ἀδυναμίαν των, ἀλλά καί διά  νά μή τούς ἐξαγριώσῃ περισσότερον. Διά νά μή θεωρηθῇ ὡς φιλόδοξος καί θέλει νά ἐπιβάλῃ πρός τοῦτο τήν διδασκαλίαν του, τούς λέγει· «ὁ ἀφ' ἑαυτοῦ λαλῶν, τήν δόξαν τήν ἰδίαν ζητεῖ· ὁ δέ ζητῶν τήν δόξαν τοῦ πέμψαντός αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι καί ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν».

'Εγώ σᾶς λέγω τήν ἀλήθειαν δέν ζητῶ δόξαν ἀνθρώπων, ἀλλά τήν δόξαν τοῦ Πατρός, διότι σᾶς εἶπα ὅτι ἡ διδασκαλία μου προέρχεται ἀπό 'Εκεῖνον πού μέ ἀπέστειλεν.

'Επειδή ἐσκέπτοντο πονηρά καί ἤθελον νά τόν συλλάβουν καί θανατώσουν, ὁ 'Ιησοῦς ἀποκαλύπτων τάς σκέψεις των τούς ἐλέγχει αὐστηρά. Τούς ὑπενθυμίζει τόν Νόμον τοῦ Μωϋσέως καί τούς ἐλέγχει, ὡς παραβάτας τοῦ Νόμου, διότι ἐνῶ κατηγοροῦν αὐτόν, ὅτι δέν τηρεῖ τό Σάββατον ἐπειδή ἐθεράπευεν ἀσθενεῖς, αὐτοί καί μάλιστα εἰς τήν ἑορτήν ἐζήτουν νά τόν θανατώσουν. Δι' αὐτό τούς εἶπεν· «οὐ Μωσῆς δέδωκεν ὑμῖν τόν Νόμον; καί οὐδείς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τόν Νόμον. Τί μέ ζητεῖτε ἀποκτεῖναι;»

'Εάν ἐγώ παραβαίνῳ τόν Νόμον καί καταργῶ τό Σάββατον, ἐπειδή θεραπεύω καί σώζω ἄνθρωπον, ἐσεῖς καταργεῖτε καί τό Σάββατον καί τήν ἑορτήν διά νά κάνετε κακόν. Διατί θέλετε νά μέ θανατώσετε; ῾Η ἀποκάλυψις τῶν πονηρῶν σκοπῶν των καί ὁ ἔλεγχος δέν τούς συνέτισεν, ἀλλά ὀργισθέντες κατ' αὐτοῦ περισσότερον, δέν τόν συνέλαβον, ἀλλά πλήρεις μίσους καί φθόνου τοῦ εἶπον. «Δαιμόνιον ἔχεις· τίς σέ ζητεῖ ἀποκτεῖναι;» 'Εφοβήθησαν τόν ὄχλον διά νά μή γίνῃ θόρυβος εἰς τήν ἑορτήν καί δέν τόν συνέλλαβον.

Τότε ὁ 'Ιησοῦς διά νά καταπραΰνῃ τήν ὀργήν των, παύει τόν ἔλεγχον καί ἐπανέρχεται πάλιν εἰς τήν κατάργησιν τοῦ Νόμου (Σαββάτου), λέγων· «ἕν ἔργον ἐποίησα, καί πάντες θαυμάζετε (ταράσσεσθε)», διότι καταργῶ τό Σάββατον, ἐνῶ ἐσεῖς καταργεῖτε τό Σάββατον καί τόν Νόμον τοῦ Μωϋσέως, ἄν καί δέν ἐδόθη ὁ Νόμος ἀπό τόν Μωϋσῆν, ἀλλά ἀπό τόν Πατέρα, ὅταν κάμνετε τήν περιτομήν, ἐπειδή ἡ περιτομή εἶναι σπουδαιοτέρα τοῦ Σαββάτου, διότι ἐάν θά ἔπρεπε νά τηρῆτε ὁ Νόμος αὐστηρῶς, τότε ἡ περιτομή δέν θά ἦτο ἱσχυροτέρα τοῦ Νόμου. Συνεπῶς ὅταν ἐσεῖς κάνετε τήν περιτομήν, παραβιάζετε τό Σάββατον καί τηρεῖται τόν Νόμον. 'Εάν δέν ἐκάνατε τό Σάββατον τήν περιτομήν, τότε παραβιάζετε τόν Νόμον. Κατά συνέπειαν ἡ παραβίασις τοῦ Σαββάτου εἶναι τήρησις τοῦ Νόμου, καί ἐσεῖς αὐτό κάνετε.

'Αλλά «εἰ περιτομήν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν Σαββάτῳ, ἵνα μή λυθῇ ὁ Νόμος Μωσέως, ἐμοί χολᾶτε, ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν Σαββάτῳ;».

Τότε διατί μέ κατηγορεῖτε, ὅτι παραβιάζῳ τό Σάββατον καί καταργῶ τόν Νόμον, ἀφοῦ μέ τά ἔργα τά ὁποῖα ἐγώ κάνω, ἀνώτερα καί σπουδαιότερα ἀπό τήν περιτομήν, τηρῶ καί ἐπικυρώνω τόν Νόμον; Μέ τόν λόγον αὐτόν καί ἐλέγχει τήν κακότητά των, ἀλλά προσπαθεῖ νά τούς ἀπαγκριστρώσῃ ἀπό τό γράμμα τοῦ Νόμου καί νά ἐννοήσουν καί κρίνουν, ὅτι ἡ θεραπεία ἑνός ἀνθρώπου, εἶναι ἀναγκαιοτέρα τῆς περιτομῆς. Καί ἐνῶ ἐσεῖς διά νά τηρήσητε τόν Νόμον, περιτέμνετε τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, ἐμένα δέ κατηγορεῖτε καί ταράσσεσθε ὅταν θεραπεύῳ ἕναν ἀσθενῆ.

Διά νά τούς κάνῃ δέ προσεκτικούς συνεχίζει· «μή κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε».

Τούς τονίζει, ὅτι εἰς τά ἐξωτερικά φαινόμενα δέν πρέπει νά δίδωμε μεγάλην προσοχήν, ἀλλά εἰς τήν φύσιν τῶν πραγμάτων καί τό βαθύτερον νόημα. 'Εσεῖς τιμᾶτε τόν Μωϋσῆν ὡς Νομοθέτην σας. ῞Οταν αὐτός ἐπέβαλε τήν κατάργησιν τοῦ Σαββάτου διά τῆς περιτομῆς, οὐδείς ἔφερεν ἀντιρρήσεις, ἀλλά ὅλοι πειθαρχεῖτε. ῞Οταν ὅμως ὁ Νόμος παραβιάζεται ἀπό ἔργα ἀνώτερα τῆς περιτομῆς, τότε ἐκδικεῖτε τόν Νόμον ὑπερμέτρως καί ἀγανακτεῖτε. ῞Οταν εἶδον οἱ ῾Ιεροσολυμῖται τήν παρρησίαν τοῦ 'Ιησοῦ, νά κρίνῃ καί ἐλέγχῃ δημοσίως τούς 'Ιουδαίους, ἐξεπλάγησαν καί ἀκουσίως ὡμολόγησαν ἐκεῖνο τό ὁποῖον προηγουμένως ἠρνοῦντο, ὅτι ἤθελον νά τόν φονεύσουν καί τοῦ ἔλεγον, «δαιμόνιον ἔχεις», τώρα θαυμάζοντες ἔλεγον μεταξύ των, «Οὐχ οὗτός ἐστιν, ὅν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι; καί ἴδε, παρρησίᾳ λαλεῖ, καί οὐδέν αὐτῷ λέγουσι».

'Αναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής τούς ῾Ιεροσολυμίτας, ἐπειδή αὐτοί εἶχον ἰδεῖ τά περισσότερα θαύματα, καί τάς περισσοτέρας ἀποδείξεις τῆς Θεότητος τοῦ 'Ιησοῦ, ἀλλά παρεσύροντο καί ἐφοβοῦντο τούς ἄρχοντας, καί ἔτσι ἀπό τήν μωρίαν των οἱ ἴδιοι αὐτοκατηγοροῦνται, ὁμολογοῦντες, ὅτι ἐζήτουν νά τόν φονεύσουν. Τώρα ἐνῶ τόν ἔχουν στά χέρια των, ὄχι μόνον δέν τοῦ κάνουν τίποτα, ἄν καί τούς ἐλέγχῃ, ἀλλά ἡσυχάζουν καί τόν ἀκοῦνε, διερωτώμενοι «μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;»

'Αλλά ἡ μωρία των δέν ἔχει ὅρια, διότι καί εἰς τούς ἄρχοντας ἐπειθαρχοῦσαν, καί τήν γνώμην των δέν ἠκολούθουν, καί εἰς τήν ἀπορίαν των ἔδιδον μόνοι τους διεφθαρμένη γνώμην. 'Ενῶ ὡμολόγουν ὅτι ἤθελον νά τόν φονεύσουν, ὅταν δημοσίως τούς ἤλεγχε καί οἱ ἄρχοντες δέν ἐτολμοῦσαν νά τόν συλλάβουν, ἀποροῦσαν καί διερωτῶντο, μήπως καί αὐτοί ἐπίστευσαν, ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ὁ Χριστός;. Διά νά δικαιολογήσουν τήν πνευματικήν ἀναλγησίαν των, ἔλεγον· «'Αλλά τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δέ Χριστός ὅταν ἔρχηται, οὐδείς γινώσκει πόθεν ἔστι».

῎Ετσι ἀπέδειξαν πάλιν τήν διεστραμμένη γνώμην των, διότι ὅταν ἠρωτήθησαν ὑπό τοῦ ῾Ηρώδου, ἀπήντησαν ὅτι ὁ Χριστός θά ἔλθῃ ἀπό τήν Βηθλεέμ, καί τώρα λέγουσι, ὅτι ούδείς γνωρίζῃ ἀπό ποῦ θά εἶναι.

Εἰς τάς φλυαρίας των αὐτάς ὁ 'Ιησοῦς μέ ἐλευθερίαν καί αὐθεντίαν, τούς διδάσκει καί ἐλέγχει, παρουσιάζων ὅσα μεταξύ των ἔλεγον καί τάς πονηράς σκέψεις των, διά νά ἐντραποῦν. 'Εν συνεχείᾳ δέ τούς ἀνεβάζει ὑψηλότερα εἰς τόν Οὐρανόν, λέγων· «Κἀμέ οἴδατε, καί οἴδατε πόθεν εἰμί· καί ἀπ' ἑμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα, ἀλλ' ἐστιν ἀληθινός ὁ πέμψας με, ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε».

Τούς ἐλέγχει κάπως αὐστηρά, διότι καίτοι τό ἐγνώριζον ἀπό ποῦ εἶναι, μέ τά ἔργα των τόν ἀρνοῦνται καί μέ τό στόμα τό ὁμολογοῦν, λέγοντες μεταξύ των· «αὐτός δέν εἶναι ὁ υἱός τοῦ τέκτονος κλπὅ». Αὐτός τούς ἀνεβάζει ὑψηλότερα καί τούς ὑπενθυμίζει τάς Γραφάς καί τούς προφήτας, ὅτι εἶναι σταλμένος ἀπό τόν Θεόν. Καί ἐφ' ὅσον ὁ Θεός εἶναι ἀληθινός, καί ὁ ἀπεσταλμένος εἶναι ἀληθινός, ἄν καί ἐσεῖς προσποιεῖσθε, ὅτι δέν τόν γνωρίζεται.

«'Εγώ δέ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ' αὐτοῦ εἰμι, κἀκεῖνος μέ ἀπέστειλε».

῎Αν ἐσεῖς προσποιεῖσθε ὅτι δέν μέ γνωρίζετε καί μέ τά ἔργα σας τό ἀρνεῖσθε, ἐγώ ὅμως τό γνωρίζω καλά, διότι εἶμαι ἀπεσταλμένος 'Εκείνου. Τά λόγια αὐτά τούς ἐρέθισαν περισσότερον καί, «ἐζήτουν οὖν αὐτόν πιάσαι, καί οὐδείς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτόν τήν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ», ἀλλά ἀόρατος δύναμις τούς συνεκράτει, ἐπειδή δέν εἶχε ἔλθει ἀκομη ἡ ὥρα τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου του.

'Από τά λόγια αὐτά καί τήν παρρησίαν τοῦ 'Ιησοῦ πολλοί ἀπό τόν ὄχλον ἐπίστευσαν καί ἔλεγον μεταξύ των, «ὅτι ὁ Χριστός ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσῃ, ὧν οὗτος ἐποίησεν;».

῾Ο θόρυβος καί ἡ ἀνησυχία πού κατέλαβε τόν ὄχλον, ἀνησύχησε τούς ἄρχοντας, δι' αὐτό ἔστειλαν ἀμέσως ὑπηρέτας νά τόν συλλάβουν, διότι ἤρχισαν νά πιστεύουν, ὅτι εἶναι πραγματικά ὁ Χριστός, ὄχι ὅμως μέ πεποίθησιν. Αὐτό τό «ὅταν ἔλθῃ» αὐτό σημαίνει. Οἱ ἄρχοντες θορυβηθέντες ἀπό τήν πίστιν τοῦ ὄχλου μήπως προστρέξουν πρός αὐτόν, ἤθελον νά τόν φονεύσουν, καί ἔστειλαν τούς ὑπηρέτας νά τόν συλλάβουν μέ τό πρόσχημα, ὅτι παραβιάζῃ τό Σάββατον, ἐνῶ δέν εἶχον ἄλλην κατηγορίαν.

῾Ο 'Ιησοῦς μέ ἡρεμία τούς ἔλεγεν. «῎Ετι μικρόν χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι καί ὑπάγω πρός τόν πέμψαντά με. Ζητήσετέ με καί οὐχ εὑρήσσετε καί πού εἰμί ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν».

Θέλει νά προσελκύσῃ τούς ὑπηρέτας. 'Απόδειξις ὅτι γνωρίζῃ τήν αἰτίαν τῆς ἀφίξεώς των, καί τούς καθιστᾶ προσεκτικούς τονίζων, ὅτι ματαίως βιάζονται νά τόν φονεύσουν, ἀφοῦ ἀκόμα δέν ἦλθεν ἡ ὡρα τοῦ θανάτου του.

Συνεπῶς εἰς τόν ὀλίγον χρόνον πού ἀπομένει, ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας καί θά φροντίζῳ διά τήν σωτηρίαν σας. ῞Οταν θά ἔλθῃ ἡ ὥρα, ἐγώ θά ἀνεχθω νά μέ συλλάβετε καί φονεύσετε, διότι πρέπει πλέον νά ὑπάγῳ εἰς 'Εκεῖνον πού μέ ἔχει στείλει. Τότε θά μέ ζητήσετε, ἀλλά δέν θά μέ βρῆτε. 'Επειδή ἐνόμιζον ὅτι τούς ὁμιλεῖ περί τοῦ κοινοῦ θανάτου, διά νά τούς ἀφαιρέσῃ κάθε ὑποψίαν, τούς εἶπεν ὅτι, «ἐκεῖ ὅπου θά εἶμαι ἐγώ ἐσεῖς δέν θά μπορέσετε νά ἔλθετε», διότι ἀκόμα εὑρίσκεσθε εἰς τήν ἁμαρτίαν. Δέν ἐπιστεύσατε καί δέν ἐκαθαρίσθητε διά τοῦ ῾Αγίου βαπτίσματος, καί δι' αὐτό δέν ἠμπορεῖτε νά ἔλθετε ἐκεῖ ὅπου θά ὑπάγῳ ἐγώ.

Θέλει νά τούς διεγείρῃ διά νά ἔλθουν κοντά του, καί τούς προαναγγέλλει τό ἑκούσιον θάνατόν του, «ὅπου ἐγώ ὑπάγω», καί ἐξ αὐτοῦ δέν θά τοῦ συμβῇ καμμία βλάβη, διότι θά ὑπάγῃ ἐκεῖ ἀπ' πού ἦλθεν.

Πολλοί 'Ιουδαῖοι ἐθορυβήθησαν ἀπ' ὅλα αὐτά πού ἤκουσαν καί ἐπίστευσαν. ῾Η ἀνησυχία των φαίνεται ἀπό τό ἐνδιαφέρον νά μάθουν ποῦ θά ὑπάγῃ, καί τά αὐθαίρετα συμπεράσματα, λέγοντες «ποῦ οὗτος μέλλει πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν; μή εἰς τήν διασποράν τῶν ἑλλήνων μέλλει πορεύεσθαι, καί διδάσκειν τούς ἕλληνας;» ἐνῶ θά ἔπρεπε νά χαίρωνται πού θά ἔφευγε ἀφοῦ ἤθελον νά τόν φονεύσουν, ὅμως ἀνησυχοῦν διά τήν ἀναχώρησίν του.

Αὐτά τά λόγια τά ἔλεγεν ὁ 'Ιησοῦς τήν τελευταίαν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς μᾶς σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, «ἐν δέ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἰστήκει ὁ 'Ιησοῦς, καί ἔκραξε, λέγων·».

῾Η πρώτη ἡμέρα καί ἡ τελευταία τῆς ἑορτῆς ἦτο μεγάλη, διότι τίς ἄλλες ἡμέρες οἱ 'Ιουδαῖοι διεσκέδαζον. 'Επειδή τήν πρώτην ἡμέραν καθώς εἶχεν πεῖ εἰς τούς ἀδελφούς του, δέν ἐπῆγεν, ἀλλά εἰς τό μέσον τῆς ἑορτῆς, χωρίς πάλιν νά παρουσιασθῇ, ὄχι ἀπό φόβον, ἀλλά διά νά μή χάνῃ τόν καιρόν, ἐνῶ οἱ 'Ιουδαῖοι διεσκέδαζον καί δέν θά τόν ἐπρόσεχον.

Τήν τελευταίαν ὅμως ἡμέραν πού συνεκεντρώνετο ὁ ὄχλος διά τήν ἀναχώρησίν των, τότε ἐμφανίζεται ὁ 'Ιησοῦς, διά νά φανερώσῃ τό θάρρος του καί τούς διδάξῃ ὑψηλάς δογματικάς θεωρίας, δίδων εἰς αὐτούς ἐφόδια πρός σωτηρίαν, λέγων. «'Εάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με, καί πινέτω». Μέ τήν λέξιν «ἐάν», δηλώνει ὅτι δέν καλεῖ κανέναν ἀναγκαστικῶς ἤ βιαίως, ἀλλά ὅποιος ἔχει μόνος του προθυμίαν καί φλέγεται ἀπό ἐπιθυμίαν νά πίῃ τό πνευματικόν ποτόν, τό ὁποῖον προσφέρει ὁ Κύριος. Καί ἐξηγῶν λέγει· «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». ῎Αν καί πουθενά εἰς τήν Γραφήν δέν ἀναφέρεται ἡ φρᾶσις αὐτή, ὅμως ὁ 'Ιησοῦς τούς παραπέμπει συνεχῶς εἰς τά Γραφάς, διά νά τούς δείξῃ ὅτι πρέπει νά ἔχουν ὀρθήν γνώμην καί νά πιστεύουν, ὄχι τόσον ἀπό τά θαύματα, ὅσον ἀπό τάς Γραφάς, αἱ ὁποῖαι ὁμιλοῦν περί ὅλων τούτων.

Μέ τήν φρᾶσιν «ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος», ἐννοεῖ τόν πλοῦτον καί τήν ἀφθονίαν τῆς χάριτος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού θά λάβουν ὅσοι πιστεύουν εἰς αὐτόν. Καί λέγει, «ποταμοί», ἐπειδή ἡ χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅταν ἐγκατασταθῇ εἰς τήν ψυχήν, ἀναβλύζει περισσότερον ἀπό κάθε πηγήν, χωρίς νά ἀδειάζῃ ἤ στερεύῃ. Δι' αὐτό ὀνομάζει πηγήν τήν χάριν, διά νά δηλώσῃ καί τήν συνέχειαν καί τήν ἀλάθητον ἐνέργειάν της, ἄν καί δέν εἶχε δοθεῖ ἀκόμα ἡ χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, σημειώνει ὁ Εύαγγελιστής, ἐπειδή ὁ 'Ιησοῦς δέν εἶχε δοξασθεῖ μέ τόν Σταυρικόν θάνατόν του. ῞Οσα θαύματα εἶχον γίνει, ἔγιναν ὄχι μέ τήν δύναμιν τῆς χάριτος, ἀλλά μέ τήν ἐξουσίαν τοῦ 'Ιησοῦ. Καί οἱ 'Απόστολοι ἐθαυματούργησαν, ὅταν ἦλθεν ἐπάνω τους ἡ χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, ἐνῶ πρό τῆς χάριτος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἐθαυματούργουν μέ τήν ἐξουσίαν τοῦ 'Ιησοῦ, διότι ὅταν τούς ἔστειλε νά κηρύξουν, δέν τούς ἔδωσεν ῞Αγιον Πνεῦμα, ἀλλά ἐξουσίαν. Πνεῦμα ῞Αγιον τούς ἔδωσε μετά τήν δόξαν του τήν ἐκ νεκρῶν 'Ανάστασιν, «λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον», ἐνῶ οἱ προφῆται εἶχον λάβει Πνεῦμα ῞Αγιον, ἀλλά εἶχον ἀτονίσει καί φύγει ἀπό τήν γῆν, ὅταν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν, (Ματ. 23-38), δι' αὐτό ὁ Εὐαγγελιστής λέγει, ὅτι δέν ὑπῆρχεν ἀκόμα ῞Αγιον Πνεῦμα.

Τά λόγια αὐτά τοῦ 'Ιησοῦ ἐπροκάλεσαν σύγχυσιν και ἰδίως τῶν ἀρχόντων, ἐπειδή εἶχε διαφθαρεῖ ἡ γνώμη των, προσεπάθουν νά ἀνατρέψουν τήν ὀρθήν γνώμην τοῦ ὄχλου. Πολλοί ἔλεγον, «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης». ῎Αλλοι «οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός», καί ἄλλοι «μή γάρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστός ἔρχεται;». ῎Ετσι μέσα εἰς τήν σύγχυσίν των ὡμολόγουν τήν ἀλήθειαν, διότι προηγουμένως ἔλεγον, «οὐκ οἴδαμεν πόθεν εἶναι», τώρα ὁμολογοῦν, «οὐχί ἡ Γραφή εἶπεν, ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβίδ, καί ἀπό Βηθλεέμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν ὁ Δαβίδ, ὁ Χριστός ἔρχεται;».

Τοιουτοτρόπως ἐδιχάσθησαν αἱ γνῶμαι των καί μεγάλη σύγχυσις ἐγένετο εἰς τόν λαόν. Μάλιστα δέ μερικοί ἤθελον νά τόν συλλάβουν, ἀλλά οὐδείς ἐτόλμησε νά θέσῃ τάς χείρας του ἐπ' αὐτόν, διότι δέν εἶχεν ἔλθει ἀκόμα ἡ ὥρα τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου του.

Οἱ ἄρχοντες ἤθελον νά τόν φονεύσουν, δι' αὐτό εἶχον στείλει τούς ὑπηρέτας νά τόν συλλάβουν, ἀλλά καίτοι τούς ὡμίλει δημοσίᾳ καί ἐνώπιόν των, ἀοράτως ἠμποδίζοντο, καί ὄχι μόνον δέν τόν συνέλλαβον, ἀλλά οἱ ἴδιοι συνελλήφθησαν ἀπό τήν ὁμιλίαν καί τό θαῦμα, καί ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τούς ἄρχοντας καί ἠρωτήθησαν διατί δέν τόν συνέλλαβον, μέ μεγάλην σύνεσιν καί θάρρος ἀπήντησαν, διότι «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος».

῎Ετσι μέ θάρρος γίνονται κήρυκες τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ, καί κατήγοροι τῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι τούς εἶχαν στείλει διά νά τόν συλλάβουν, χωρίς καμμίαν δικαιολογίαν, ἀλλά μέ παρρησίαν ἐξέφρασαν τήν ὀρθήν γνώμην των.

Τότε οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐφαίνοντο σοφώτεροι καί συνετοί, ἀντί νά σωφρονιστοῦν καί συντριβοῦν, κατηγοροῦν τούς ὑπηρέτας λέγοντες· «μή καί ὑμεῖς πεπλάνησθε;» Δέν τούς ἠρώτησαν τί ὡμίλησε καί ἐθαύμασαν τόσο πολύ, ἀλλά πλήρεις θυμοῦ καί μέ ἐπιεικεῖς ἐκφράσεις καί ἐπιφύλαξιν, φοβούμενοι μήπως ἀποσχισθοῦν ἐντελῶς ἀπό αὐτούς καί προσέλθουν πρός τόν 'Ιησοῦν, τούς προβάλλουν ἕνα ἀνόητον ἐπιχείρημα κατηγορίας, ἡ ὁποία ἦτο ἰδική των κατηγορία, λέγοντες «Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτόν, ἤ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλά ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μή γινώσκων τόν Νόμον, ἐπικατάρατοί εἰσι».

Κατηγοροῦν τόν ὄχλον πού ἐπίστευσεν εἰς τόν 'Ιησοῦν, διότι δέν γνωρίζουν τόν Νόμον καί δι' αὐτό εἶναι κατηραμένοι. 'Ενῶ οἱ ἄρχοντες οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τόν Νόμον δέν ἐπίστευσαν. Τοῦτο ὅμως εἶναι εἰς βάρος των, διότι οἱ μή γνωρίζοντες τόν Νόμον, ἔπραξαν ὅσα δέν ἔπραξαν οἱ γνωρίζοντες αὐτόν. Κατά συνέπειαν ἐκεῖνοι εἶναι κατηραμένοι καί ὄχι ὅσοι ὑπήκουσαν εἰς τόν Νόμον. Μέ τόν ἰσχυρισμόν των οἱ ἄρχοντες ἀποδεικνύονται, ὅτι ἀγνοοῦν καί παραβαίνουν τόν Νόμον καί κατήγορος εἶναι ὁ Νικόδημος, «ὤν εἷς ἐξ αὐτῶν τῶν ἀρχόντων», ὁ ὁποῖος εἶχε πιστεύσει εἰς τόν Χριστόν, ὄχι βέβαια μέ τήν πρέπουσαν παρρησίαν ἀκόμη, μέ ἐπιφυλακτικότητα τούς ἐλέγχει, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς τόν Νόμον. «Μή ὁ Νόμος ἡμῶν κρίνει τόν ἄνθρωπον, ἐάν μή ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον, καί γνῶ τί ποιεῖ».

Τά λόγια τοῦ Νικοδήμου εἶναι αὐστηρά, διότι τούς ἐλέγχει καί κατηγορεῖ, ὅτι αὐτοί παραβαίνουν τόν Νόμον. ῾Ως τηρηταί τοῦ Νόμου, πρίν ἐξακριβώσουν τί κάνει καί τόν ἀκούσουν, τί λέγει, θέλουν νά τόν φονεύσουν.

῾Ο Εὐαγγελιστής ἐδῶ σκοπίμως ἐπισημαίνει, ὅτι μεταξύ τῶν ἀρχόντων ἦτο εἷς πού εἶχε πιστεύσει εἰς τόν Χριστόν, διά νά τούς καταισχύνῃ, ὅταν εἶπαν εἰς τούς ὑπηρέτας, «μή τις τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν;». Εὑρεθέντες εἰς ἀμηχανίαν δέν ἔδωσαν τήν ἁρμόζουσαν ἀπάντησιν εἰς τόν Νικόδημον, ἀλλά οὔτε σκληρῶς οὔτε ἠπίως, περιφρονητικῶς τοῦ ἀπαντοῦν ἄσχετα μέ τήν ἐρώτησιν. «Μή καί σύ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καί ἴδε, ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται», καί κατησχυμένοι ἀπῆλθεν ὁ καθένας εἰς τήν οἰκίαν του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η!

Μετά ἀπό ὅλα αὐτά τά γεγονότα πού συνέβησαν τήν τελευταίαν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς, ὁ 'Ιησοῦς ἀνέβη εἰς τό ὄρος, καί τήν ἑπομένην ἡμέραν πρωῒ-πρωῒ ἐπῆγε πάλιν εἰς τόν Ναόν, καί ὅλος ὁ ὄχλος ἐπήγαινε πρός αὐτόν. Οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι τότε, πλήρεις ὀργῆς καί μίσους τοῦ παρουσιάζουν μίαν γυναῖκα ἐπ' αὐτοφώρῳ καταληφθεῖσα νά μοιχεύεται, ἡ ὁποία κατά τόν Μωσαϊκόν Νόμον, ἔπρεπε νά λιθοβολιστῇ. Δέν τήν ἐλιθοβόλησαν ὅμως, ἀλλά ἐρώτησαν τόν 'Ιησοῦν, «σύ οὖν τί λέγεις;» Τοῦτο δέ τό ἔκαμαν, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, διά νά τόν πειράξουν καί ἔτσι νά ἔχουν κατηγορίαν κατ' αὐτοῦ, διότι ἐπερίμεναν νά τούς εἴπῃ νά τήν λιθοβολήσουν σύμφωνα μέ τόν Νόμον. ῾Ο 'Ιησοῦς δέ, ἀτάραχος δέν τούς ἀπήντησε, καί ὅταν αὐτοί ἐπέμενον διά νά τοῦ ἀποσπάσουν κάτι, τό ὁποῖον κατά τήν προσδοκίαν των θά τόν ἐνοχοποιοῦσε, τότε τούς εἶπεν· «῾Ο ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος τόν λίθον ἐπ' αὐτήν βαλέτω».

῾Η ἀπάντησις ἦτο καταπέλτης καί  αἰφνιδιαστική, διότι ἦσαν βέβαιοι, ὅτι ἀπό τήν ἀπάντησιν θά εὕρισκον ἀφορμήν κατηγορίας, καί θά πραγματοποιοῦσαν τά πονηρά σχέδιά των νά τόν φονεύσουν, ἀλλά ἀντιθέτως κατελήφθησαν ἀπό φόβον, «ὑπό τῆς συνειδήσεως ἐλεγχόμενοι, ἐξήρχετο εἷς καθείς, ἀρξάμενοι ἀπό τῶν πρεσβυτέρων ἕως τῶν ἐσχάτων».

῞Οταν ἀπεχώρησαν ὅλοι, ἔμεινε μόνος ὁ 'Ιησοῦς καί ἡ γυναῖκα, τότε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διεχώριζε τήν ἁμαρτίαν ἀπό τήν ἁμαρτωλόν, ἐφόνευε τήν ἁμαρτίαν διά νά σώσῃ τήν ἁμαρτωλόν, ἔτσι καί ἐδῶ διεχώρισε τήν ἁμαρτίαν τῆς μοιχαλίδος ἀπό τήν θεοειδῆ ὑπόστασίν της, ἠλέησε τήν ἁμαρτωλόν, «οὐδέ ἐγώ σέ κατακρίνω», κατέκρινε ὅμως τήν ἁμαρτίαν, «πορεύου, καί μηκέτι ἁμάρτανε».

Διά νά τούς βγάλῃ ἀπό τήν πλάνην των, ὅτι δέν εἶναι κάποιος προφήτης, ὅπως αὐτοί ἐπίστευον, ἀλλά ὁ Κύριος τοῦ κόσμου, τούς λέγει· «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί, οὐ μή παριπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς».

῾Η σκληροκαρδία τους ὅμως δέν τούς ἄφηνε νά πιστεύσουν καί ἐννοήσουν τά λόγια τοῦ 'Ιησοῦ, καίτοι συνεχῶς τούς παραπέμπει εἰς τάς μαρτυρίας τῶν προφητῶν καί τῶν Γραφῶν, αὐτοί ἀντιλέγουν καί ἀμφισβητοῦν, διότι ἡ ἀπάντησίς των αὐτό μαρτυρεῖ. «Σύ περί σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής».

Δέν ἐδέχθησαν τόν ἔμεσον ἔλεγχον τοῦ Κυρίου, ὅτι τά ἔργα των ἦσαν πονηρά, καί ἐπροτίμουν λόγῳ τοῦ μίσους των, νά παραμείνουν εἰς τήν σκοτίαν (πλάνην), καί δέν ἤθελαν νά ἀκολουθήσουν τό φῶς (τήν ἀλήθειαν πού εἶναι ἡ αἰωνία ζωή). Εἰς τήν ἀντιλογίαν των ὁ 'Ιησοῦς τούς ἀπαντᾶ· «Κἄν ἐγώ μαρτυρῶ περί ἑμαυτοῦ, ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία μου· ὅτι οἶδα πόθεν ἦλθον καί ποῦ ὑπάγω» Τούς ὁμιλεῖ σύμφωνα μέ τήν γνώμην των, πού τόν ἐθεωροῦσαν ἁπλοῦν ἄνθρωπον, ἐνῶ τό νόημα τῶν λέξεων εἶναι, ὅτι ἐγώ ἔχω ἔλθει ἀπό τόν Θεόν, καί εἶμαι Θεός καί Υἱός τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός δέ, εἶναι ἀξιόπιστος μάρτυς. ῾Επομένως ἡ περί ἑμαυτόν μαρτυρία, εἶναι ἀξιόπιστος καί ἀληθινή, καί γνωρίζω ἀπό ποῦ ἔχω ἔλθει καί ποῦ ὑπάγω, ἐνῶ «ὑμεῖς δέ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι, καί ποῦ ὑπάγω».

Δέν γνωρίζετε ποῖος εἶμαι καί μέ τήν θέλησίν σας παραμένετε εἰς τό σκότος, καί «ὑμεῖς κατά τήν σάρκα κρίνετε». ῾Ομιλεῖτε καί κρίνετε μέ ἀνθρώπινα κριτήρια, ἀλλά ἡ ἀνθρωπίνη κρίσις εἶναι ἀτελής καί ἄδικος. Θέλει νά τούς τονίσῃ, ὅτι αὐτοί τώρα κρίνουν ἄδικα, διότι σκέπτονται καί ἐνεργοῦν ἀνθρώπινα, «ἐγώ οὐ κρίνω οὐδέναν», ἐπειδή δέν ἦλθα τώρα δια νά κρίνῳ, ἀλλά διά νά διδάξῳ, νά πιστεύσετε καί σωθῆτε, δι' αὐτό τώρα δέν κρίνω κανέναν. Διά νά τούς ἀποδείξῃ δέ τοῦτο καί προλάβῃ τυχόν ἀντιρρήσεις των, συνεχίζει «Καί ἐάν κρίνῳ δέ ἐγώ, ἡ κρίσις ἡ ἐμή ἀληθής ἐστιν», διότι ἐάν ἤθελα νά κρίνῳ, ἐσεῖς θά εἴχατε καταδικασθῇ μέ τάς ἀδίκους πράξεις σας. Αὐτήν τήν δικαίαν καί ἀληθινήν κρίσιν θά τήν κάμῳ ἀργότερα, ἐννοῶν τήν μέλλουσα κρίσιν. Τοῦτο δηλοῦται ἀπό τήν προσθήκην, «ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ' ἐγώ καί ὁ πέμψας με Πατήρ».

Κάνει ὑπαινιγμόν, ὅτι δέν θά κρίνῃ μόνος του, ἀλλά μαζί μέ τόν Πατέρα, δηλαδή σύμφωνα μέ τήν κρίσιν τοῦ Πατρός του. ῎Ετσι συγκεκαλυμμένα ἐπαρουσίασε καί πάλιν τήν μαρτυρίαν περί τοῦ ἑαυτοῦ του, παραπέμποντάς τους εἰς τάς Γραφάς. «Καί ἐν τῷ Νόμῳ δέ τῷ ὑμετέρῳ γέγραπται, ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστιν».

Τοῦτο ὅμως ἔχει γραφτεῖ εἰς τόν Νόμον δι' ἀνθρώπους καί ὄχι διά τόν Θεόν. Καί ὁ 'Ιησοῦς δέν ἤθελε νά στηρίξῃ τήν μαρτυρίαν του εἰς τήν ἀξιοπιστίαν δύο ἀνθρώπων, ἄν καί ἠμποροῦσε νά ἀναφέρῃ τήν μαρτυρία τοῦ 'Ιωάννου, ἀγγέλων, προφητῶν κ.α. ῎Ηθελε νά ἀποδείξῃ ὅτι εἶναι τῆς αὐτῆς οὐσίας μέ τόν Πατέρα. Καί ἐφ' ὅσον ἡ μαρτυρία δύο ἀνθρώπων εἶναι ἀληθής καί ἀξιόπιστος, πόσον μᾶλλον τοῦ Θεοῦ, δι' αὐτό, τούς λέγει «'Εγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περί ἐμαυτοῦ, καί μαρτυρεῖ περί ἐμοῦ ὁ πέμψας με Πατήρ».

Καί ἐν προκειμένῳ, μαρτυρῶ ἐγώ περί τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀλλά μαρτυρεῖ καί ὁ Πατήρ. Καί ἐπειδή ἡ μαρτυρία τοῦ Πατρός εἶναι ἀληθής καί ἀξιόπιστος, καί ἡ δική μου μαρτυρία εἶναι ἀληθής καί ἀξιόπιστος, διότι καί ἐγώ εἶμαι Θεός καί ὁμοούσιος καί ἰσότιμος μέ τόν Πατέρα. 'Επειδή δέν ἤθελον νά δεχθοῦν τήν ἰσοτιμίαν τοῦ 'Ιησοῦ μέ τόν Πατέρα, τόν ἐρωτοῦν· «ποῦ ἐστιν ὁ Πατήρ σου;» δεικνύοντες ἔτσι περιφρόνησιν πρός τόν Υἱόν, ἐζήτουν νά μάθουν διά τόν Πατέρα. Καί ὁ 'Ιησοῦς τούς ἀπαντᾶ· «οὔτε ἐμέ οἴδατε, οὔτε τόν Πατέρα μου· εἰ ἐμέ ἤδειτε καί τόν Πατέρα ἤδειτε ἄν».

'Επειδή δέν θέλετε νά γνωρίσετε ἐμένα, οὔτε καί τόν Πατέρα μου θά γνωρίσετε, παρά μόνον ὅταν πιστεύσετε εἰς ἐμέ καί θελήσετε νά μέ γνωρίσετε.

Αὐτήν τήν διδασκαλίαν ὁ 'Ιησοῦς τήν ἔκαμεν εἰς τό γαζοφυλάκιον, ὅταν ὡμίλει εἰς τόν Ναόν περί ἐκείνων πού τόν κατηγοροῦσαν, ὅτι κάμνῃ ἴσον τόν ἑαυτόν του μέ τόν Θεόν, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἠρέθιζε περισσότερον τούς 'Ιουδαίους, καί ἐνῶ ἤθελαν νά τόν συλλάβουν καί φονεύσουν, ἐνώπιόν τους ὡμίλει μέ θάρρος καί αὐθεντίαν, καί οὐδείς ἐτόλμα νά τόν συλλάβῃ, ἐπειδή δέν εἶχεν ἔλθει ἡ ὥρα νά ἐπιτρέψῃ ὁ ἴδιος τοῦτο.

Αὐτά τά ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής, διά νά μᾶς δείξῃ τάς προθέσεις τῶν 'Ιουδαίων νά τόν συλλάβουν, ἀλλά ἀπό ἀόρατον δύναμιν ἠμποδίζοντο. Παρά ταῦτα δέν ἐξεπλήσσοντο, ἀλλά ἐπέμενον εἰς τήν κακίαν των καί δέν τήν ἄφηνον.

Συνεχίζων ὁ 'Ιησοῦς τήν διδασκαλίαν του, λέγει. «'Εγώ ὑπάγω, καί ζητήσετέ με, καί ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε· ὅπου ἐγώ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθαι ἐλθεῖν», διά νά τούς φοβήσῃ, ὅπως καί ἔγινε, διότι διερωτῶντο μεταξύ των. Μήπως πρόκειται νά αὐτοκτονήσῃ καί δι' αὐτό μᾶς λέγει, ὅπου ἐγώ ὑπάγω ἐσεῖς δέν ήμπορεῖτε νά ἔλθετε;

Διά νά τούς ἀφαιρέσῃ αὐτήν τήν ὑποψίαν καί τούς ὐπενθυμίσῃ πάλιν τήν ἔλευσίν του, τούς λέγει· «ὑμεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγώ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί». 'Επειδή αἱ σκέψεις σας εἶναι ταπειναί καί γήϊναι, καί ἐσεῖς εἶσθε γήϊνοι, ἐνῶ «ἐγώ εἶμαι ἐκ τῶν ἄνω», ἀπό τόν Ούρανόν. 'Επειδή σκέπτεσθε ταπεινά καί γήϊνα, «εἶσθε ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», δηλαδή ὄχι ὅτι δέν ἔλαβε σάρκα κατά τήν γέννησίν του, ἀλλά ἀπέχει τελείως ἀπό τήν πονηρίαν αὐτῶν καί ἀπό κάτι τι τό γήϊνον, καί δι' αὐτό σᾶς εἶπα, «ὅτι ἀποθανεῖσθε ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν», διά τά ταπεινά καί γήϊνα φρονήματά σας, τά ὁποῖα εἶναι ἁμαρτωλά, καί ἐξακολουθεῖτε νά μένετε εἰς αὐτά.

«'Εάν γάρ μή πιστεύσητε, ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν».

'Εφ' ὅσον δέν πιστεύετε, ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι μέ ἔχει στείλει ὁ Πατήρ μου, θά ἀποθάνετε εἰς τάς ἁμαρτίας σας.

Μέ τόσους διδακτικούς λόγους, καί τόσα θαύματα πού εἶδον  καί ἄκουσαν οἱ 'Ιουδαῖοι, δέν ἠθέλησαν νά πιστεύσουν, καί τόν ἐρωτοῦν· «σύ τίς εἶ;». Τόσον τούς εἶχε τυφλώσει τό μῖσος καί ὁ φθόνος, ὥστε τόν ἐρωτοῦν νά μάθουν ποῖος εἶναι, καίτοι κάθε ἡμέρα τούς τό ἔλεγε μέ λόγια καί τό ἀπεδείκνυε μέ τά θαύματά του.

Εἰς τήν ἀνόητον ἐρώτησίν των ὁ 'Ιησοῦς τούς ἀπαντᾶ. «Τήν ἀρχήν ὅ,τι καί λαλῶ ὑμῖν». 'Από τήν ἀρχήν τοῦ κηρύγματός μου σᾶς ὁμιλῶ ποῖος εἶμαι, ἀλλά ἐσεῖς εἶσθε ἀνάξιοι νά ἰδῆτε καί ἐννοήσητε ὅσα ἔκαμα καί νά ἀκούσετε τά λόγια μου, ἀφοῦ δέν ἠμπορέσατε νά μάθετε ποῖος εἶμαι, καί ὅ,τι λέγετε τό κάμνετε διά νά μέ δοκιμάσετε, ἐνῶ δέν προσέχετε εἰς τά λόγια μου. Δι' ὅλα αὐτά, «πολλά ἔχω περί ὑμῶν λαλεῖν καί κρίνειν· ἀλλ' ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστι».

Σύμφωνα μέ τήν ἀνάρμοστον συμπεριφοράν σας, ἔχω πολλά νά σᾶς εἰπω καί νά σᾶς κατακρίνῳ, ἀλλά ὁ Πατήρ μου ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθής καί δίκαιος δέν θέλει τοῦτο, διότι τώρα μέ ἔστειλε, ὄχι νά δικάσῳ τόν κόσμον, ἀλλά νά σώσῳ αὐτόν. Δέν σᾶς καταλογίζω ἀκόμα τάς πράξεις σας, ἀλλά σᾶς λέγω μόνον ὅσα εἶναι διά τήν σωτηρίαν σας, καί ὄχι ὅσα εἶναι διά τόν ἔλεγχόν σας. Μέ τά λόγια αὐτά τούς ἀποκαλύπτει τάς σκέψεις των καί τούς ἀποδεικνύει, ὅτι δέν τούς ἀντιμετωπίζει ἀπό ἀδυναμίαν, ἀλλά διά νά τούς διδάξῃ καί συνετίσῃ, δι' αὐτό καί τούς ἐξηγεῖ· «κἀγώ ἅ ἤκουσα παρ' αὐτοῦ, ταῦτα λέγω εἰς τόν κόσμον», δηλαδή τά λόγια τοῦ Θεοῦ τά ὁποῖα εἶναι ἀξιόπιστα, αὐτά ἤκουσα καί αὐτά λέγω εἰς τόν κόσμον. ῎Οχι ὅτι εἶχεν ἀνάγκην ὁ 'Ιησοῦς διά νά ἀκούσῃ ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά ὡς ὁμότιμος μέ αὐτόν καί ὁμοούσιος, λέγει ὅ,τι καί ὁ Πατήρ. 'Αλλά οἱ 'Ιουδαῖοι δέν ἤθελον νά τό καταλάβουν, δι' αὐτό καί ὁ 'Ιησοῦς μετεφέρει τόν λόγον του καί τούς ὁμιλεῖ πλέον περί τοῦ ἑκουσίου θανάτου του, λέγων· «῞Οταν ὑψώσητε τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι, καί ἀπ' ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλά καθώς ἐδίδαξέ με ὁ Πατήρ μου, ταῦτα λαλῶ. Καί ὁ πέμψας με, μετ' ἐμοῦ ἐστιν, οὐκ ἀφῆκέ με μόνον ὁ Πατήρ, ὅτι ἐγώ τά ἀρεστά αὐτῷ ποιῶ πάντοτε».

Τούς τονίζει ὅτι τώρα δέν προσέχουν εἰς τά λόγια του, ἀλλά μετά τόν Σταυρικόν θάνατόν του, τότε θά γνωρίσουν ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό θαῦμα τῆς 'Αναστάσεως, καί ἰσότιμος καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, καί δέν κάνει τίποτα ἀντίθετον ἀπό τό θέλημα τοῦ Πατρός, καί δι' αὐτόν τόν λόγον ὁ Πατήρ μου δέν μέ ἄφησε μόνον μου, ἀλλά εἶναι πάντα μαζί μου.

Εἰς τά λόγια αὐτά τοῦ 'Ιησοῦ ἐπίστευσαν πολλοί εἰς αὐτόν, δι' αὐτό καί συνεχίζει νά τούς διδάσκῃ, λέγων· «ἐάν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἐστέ· καί γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».

Οἱ πιστεύοντες εἰς τόν 'Ιησοῦν 'Ιουδαῖοι δέν εἶχον συνειδητοποιήσει καί κατανοήσῃ τήν διδασκαλίαν του, καί ἄλλοτε τόν ἄφησαν καί ἔφυγον, τώρα τούς τονίζει, διά νά τούς στερεώσῃ εἰς τήν πίστιν των καί νά μή εἶναι αὕτη ἐπιφανειακή, τούς παραγγέλλει νά μένουν πλησίον του καί νά πιστεύσουν συνειδητά, διότι τότε θά γνωρίσουν τήν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία θά τούς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας, καί θά εἶναι ἀληθινοί μαθηταί του. 'Αντιθέτως τό εἶχεν εἰπεῖ προηγουμένως εἰς ὅσους δέν ἐπίστευσαν, ὅτι θά πεθάνουν εἰς τήν ἁμαρτίαν.

Οἱ 'Ιουδαῖοι καί ἰδιαίτερα οἱ ἄρχοντες δέν ἤθελαν νά πιστεύσουν εἰς τά λόγια του, διότι ἐσκέπτοντο γήϊνα καί εἶχον κυριευθεῖ ἀπό τό μῖσος καί τόν φθόνον, καί μέ πολύ ἀγανάκτησιν καί περιφρόνησιν τοῦ εἶπον. «Σπέρμα 'Αβραάμ ἐσμέ, καί οὐδενί δεδουλεύκαμε πώποτε· πῶς σύ λέγεις· ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε;».

Δέν κατενόησαν τά λόγια του καί ἐθεώρησαν, ὅτι τούς ὁμιλεῖ περί δουλείας εἰς ἀνθρώπους, δι' αὐτό καί ἐρεθίστηκαν καί ἐπεκαλέσθησαν τόν 'Αβραάμ, ὅτι εἶναι ἀπόγονοί του, καί ὄχι ἀπό ἄλλους. ῾Ο δέ 'Ιησοῦς ὁ ὁποῖος δέν ἀπέβλεπεν εἰς φιλοδοξίαν, ἀλλά εἰς τήν σωτηρίαν καί παροχήν εὐεργετημάτων πρός αὐτούς, δέν τούς ὑπενθύμισε τά χρόνια τῆς δουλείας των, ἀλλά τούς ὡμίλησε περί τῆς δουλείας τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἶναι καί πλέον βαρυτέρα, καί ἀπό τήν ὁποίαν μόνον ὁ Θεός ἠμπορεῖ νά ἐλευθερώσῃ τόν ἄνθρωπον, καί τούς ἐξηγεῖ «ὅτι «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν, δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας»

Διά νά τό ἐννοήσουν αὐτό τούς φέρνει παράδειγμα ἀπό τήν ζωήν· «ὁ δέ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τόν αἰῶνα· ὁ υἱός μένει εἰς τόν αἰῶνα. 'Εάν οὖν ὁ Υἱός ἐλευθερώσῃ ὑμᾶς, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε».

῞Οπως ὁ δοῦλος δέν ἠμπορεῖ νά ἐλευθερωθῇ μόνος του παρά μόνον μέ τήν ἐξουσίαν τοῦ οἰκοδεσπότου του, τό αὐτό συμβαίνει καί μέ τήν ἁμαρτία. Δέν ἠμπορεῖτε νά ἐλευθερωθῆτε μόνοι σας χωρίς τήν ἐξουσίαν τοῦ κληρονόμου, πού εἶναι ὁ Υἱός, ἐάν δέν πιστεύσετε εἰς αὐτόν, τόν οἰκοδεσπότην.

Μέ ἔμμεσον τρόπον θέλει να τούς ἀπαγκιστρώσῃ ἀπό τόν Νόμον, πού διά τῶν θυσιῶν ἀπηλλάσσοντο τῆς δουλείας τῆς ἁμαρτίας, καί νά πιστεύσουν εἰς αὐτόν, ὁ ὁποῖος ὡς οἰκοδεσπότης καί κληρονόμος θά δώσῃ μέ τήν ἐξουσία του τήν πραγματικήν ἐλευθερίαν.

Διά νά τούς προλάβῃ νά μή ἰσχυρισθοῦν ὅτι δέν ἔπραξαν ἁμαρτίαν καί συνεπῶς δέν εἶναι δοῦλοι αὐτῆς, δέν τούς ἐλέγχει διά τήν ὅλην ζωήν των πού εἶχον ἁμαρτήσει πολλές φορές, ἀλλά τούς ἀποκαλύπτει τό μελετώμενον ὑπ  αὐτῶν ἔγκλημα πού ἐσκέπτοντο νά διαπράξουν, μέ τό νά τόν θανατώσουν, τούς λέγει. «Οἶδα ὅτι σπέρμα 'Αβραάμ ἐστε· ἀλλά ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμός οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν».

Καυχᾶσθε ὅτι εἶσθε τέκνα τοῦ 'Αβραάμ, ἀλλά ἡ ζωή σας δέν εἶναι σύμφωνα μέ τήν ζωήν ἐκείνου, καί κάμνετε ὅλο τό ἀντίθετον, καί χωρίς καμμίαν δικαιολογίαν θέλετε νά μέ φονεύσετε ἀδίκως, ἐπειδή δέν ἠμπορεῖτε νά ἐννοήσητε τάς ὑψηλάς δογματικάς θεωρίας πού σᾶς λέγω. 'Επανέρχεται πάλιν εἰς τά λόγια των, ὅταν τοῦ εἶπον, ὅτι ὅσα λέγεις, ἀπό τόν ἑαυτόν σου τά λέγεις, δι' αὐτό συνεχίζει· «ἐγώ ὅ ἑώρακα παρά τῷ Πατρί μου, λαλῶ· καί ὑμεῖς οὖν ὅ ἑωράκατε παρά τῷ πατρί ὑμῶν, ποιεῖτε».

Δέν κατενόησαν τί τούς ἔλεγε, καί ποῖον πατέρα τους ἐννοοῦσε, καί δι' αὐτό διά νά δείξουν τήν ὑψηλήν καταγωγήν των, ἐπικαλοῦνται καί πάλιν τόν 'Αβραάμ, «ὁ πατήρ ἡμῶν 'Αβραάμ ἐστι», πῶς ἐσύ μᾶς λέγεις ὅτι πράττομεν, ὅ,τι ἐμάθομεν ἀπό τόν πατέρα μας;

'Επειδή ἐξηκολούθουν νά ἐμμένουν εἰς τήν γνώμην των, καί ἐπέμενον, διά νά τούς συνεφέρῃ τούς λέγει. «Εἰ τέκνα τοῦ 'Αβραάμ ἦτε, τά ἔργα τοῦ 'Αβραάμ ἐποιεῖτε ἄν. Νῦν δέ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον, ὅς τήν ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα, ἥν ἤκουσα παρά τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο 'Αβραάμ οὐκ ἐποίησεν. ῾Υμεῖς ποιεῖτε τά ἔργα τοῦ πατρός ὑμῶν».

Τούς τονίζει συνεχῶς τήν φονικήν διάθεσίν των, καί προσπαθεῖ νά τούς ἀπομακρύνῃ ἀπό τήν φυσικήν συγγένειαν μέ τόν 'Αβραάμ πού ἐπικαλοῦνται, καί τούς πείσῃ ὅτι δέν θά ἐπιτύχουν τήν σωτηρίαν των, λόγῳ τῆς καταγωγῆς των, καί ὁ ἰσχυρισμός αὐτός τούς ἠμπόδιζε νά πιστεύουν εἰς τόν Χριστόν, τόν ὁποῖον ἤθελον νά τόν φονεύσουν, ἐπειδή τούς ἔλεγε τήν ἀλήθειαν, τήν ὁποίαν ἤκουσεν ἀπό τόν Θεόν, καί τίποτα ἀπ' ὅσα λέγει καί πράττει εἶναι ἀντίθετα ἀπό τό θέλημα τοῦ Πατρός. 'Εφ' ὅσον ἰσχυρίζεσθε ὅτι εἶσθε τέκνα τοῦ 'Αβραάμ, πρέπει νά πράττετε καί πολιτεύεσθε σύμφωνα μέ αὐτόν, ὁ ὁποῖος δέν ἔπραττε αὐτά πού ἐσεῖς πράττετε.

Μέ τά λόγια αὐτά τούς ἀπεμάκρυνε ἀπό τον 'Αβραάμ καί δέν εἶχον νά προβάλουν ἄλλο ἐπιχείρημα, καταφεύγουν εἰς τόν Θεόν καί τοῦ λέγουν. «῾Ημεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα, ἕνα πατέρα ἔχωμεν τόν Θεόν».

Τό μῖσος καί ὁ φθόνος τούς εἶχε τυφλώσει, καί δέν ἤξευρον τί ἔλεγον. ῾Ομολογοῦν ὅτι εἶναι τέκνα τοῦ Θεοῦ, καί κατηγοροῦν τόν 'Ιησοῦν, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. 'Αλλά ὁ 'Ιησοῦς τούς ἀφαιρεῖ αὐτήν τήν τιμήν νά ὀνομάζωνται τέκνα τοῦ Θεοῦ, καί τούς λέγει· «εἰ ὁ Θεός πατήρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἄν ἐμέ, ἐγώ γάρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καί ἤκω· οὐδέ γάρ ἀπ' ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλά 'Εκεῖνος μέ ἀπέστειλε».

Τά λόγια σας εἶναι πονηρά, διότι δέν εἶσθε ἀληθινά τέκνα τοῦ Θεοῦ. Τότε θά ἔπρεπε νά ἀγαπᾶτε καί ἐμένα, πού εἶμαι Υἱός του καί δέν ἦλθα μόνος μου, ἀλλά ὁ Πατήρ μου μέ ἔστειλε, διά νά σᾶς ἐλευθερώσῳ ἀπό τήν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας, καί ἐσεῖς θέλετε νά μέ φονεύσετε. 'Αφοῦ εἶμαι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὑπ' αὐτοῦ ἀπεσταλμένος, «διατί τήν λαλιάν τήν ἐμήν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τόν λόγον τόν ἐμόν. ῾Υμεῖς ἐκ τοῦ πατρός ὑμῶν τοῦ διαβόλου ἐστέ, καί τάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρός ὑμῶν θέλετε ποιεῖν· ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ' ἀρχῆς, καί ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν· ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τό ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστί καί ὁ πατήρ αὐτοῦ».

Δέν ἀκοῦτε τόν λόγον μου, διότι εἶσθε ἀνάξιοι καί ἀνίκανοι, ἐπειδή κατάγεσθε ἀπό τόν πατέρα σας τόν διάβολον, καί τάς ἐπιθυμίας αὐτοῦ θέλετε νά κάνετε. Αὐτός ἀπό τήν ἀρχή ἦτο ψεύστης καί ἀνθρωποκτόνος, ὅπως καί ὁ πατήρ αὐτοῦ. Εἰς αὐτόν δέν ὑπάρχει ἀλήθεια, καί ἐσεῖς τά ἔργα αὐτοῦ πράττετε.

'Αφοῦ τούς ἀπέδειξεν ὅτι εἶναι ἀνάξιοι ἀπόγονοι τοῦ 'Αβραάμ, τώρα πού ἐπιχειροῦν μεγαλύτερα καί ἐπικαλοῦνται τόν Θεόν, τούς καταφέρει κτύπημα καί τούς δίδει τραῦμα, ἀντίστοιχον μέ τήν ἀναισχυντίαν των, ἀποκαλῶντας τους τέκνα τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος τίποτα ἄλλο δέν ἐπιθυμεῖ παρά φόνους, ὅπως καί ἐσεῖς τώρα, κυριευμένοι ἀπό τό μῖσος θέλετε νά μέ φονεύσετε, καί δέν πιστεύετε εἰς τήν ἀλήθειαν πού σᾶς λέγω, ἐπειδή εἶσθε ἐχθροί τῆς ἀληθείας, ὅπως καί ὁ πατήρ σας ὁ διάβολος.

Μέ σειρά ἀποδεικτικῶν λογισμῶν τούς φανερώνει τάς ἀδίκους καί πονηράς σκέψεις των, ἐνῶ αὐτός τούς λέγει τήν ἀλήθειαν, δι' αὐτό μέ παρρησίαν τούς ἐρωτᾶ.

«Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας; εἰ δέ ἀλήθειαν λέγῳ, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;»

'Επειδή δέν ἔχετε νά παρουσιάσητε καμμίαν ἰδικήν μου ἁμαρτίαν, ἀλλά μέ δολοπλοκίες καί ψεύδη πλήρεις μίσους κινούμενοι, ἄν καί σᾶς λέγῳ τήν ἀλήθειαν, ὅμως ἐσεῖς δέν μέ πιστεύετε καί θέλετε νά μέ φονεύσετε.

῎Ετσι τούς ἀπέδειξεν ὅτι εἶναι ξένοι πρός τόν 'Αβραάμ καί τόν Θεόν, ἐπειδή ἐμίσουν ἐκεῖνον πού δέν τούς ἠδίκησεν, ἀλλά τούς ἐδίδαξεν, ἐθεράπευσε καί τούς ἔλεγε τήν ἀλήθειαν, δι' αὐτό κατάγεσθε ἀπο τόν διάβολον τόν ὁποῖον καί ἀκοῦτε, ἐνῶ ἐκεῖνος πού προέρχεται ἀπό τόν Θεόν, λέγει ὅσα ἤκουσεν ἀπό τόν Θεόν.

Μετά ἀπό τόσον  αὐστηρόν ἔλεγχον πού τούς ἔκαμε, διά νά τούς διδάξῃ καί καταρρίψῃ τήν ἀλαζονείαν των πού ὑπερηφανεύοντο ἐξ αἰτίας τοῦ 'Αβραάμ, οἱ 'Ιουδαῖοι ἀντί νά συνετισθοῦν καί νά θαυμάσουν τό θάρρος του, τόν ὑβρίζουν λέγοντες· «οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς, ὅτι Σαμαρείτης εἷ σύ, καί δαιμόνιον ἕχεις;».

῾Ο 'Ιησοῦς ὅταν ἐδίδασκεν ὡμίλει αὐστηρά, τώρα ὅμως ὑβριζόμενος ὑπομένει τήν ὕβριν καί μέ πολλήν πραότητα τούς ἀπαντᾶ· «ἐγώ δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλά τιμῶ τον Πατέρα μου, καί ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με».

Μέ ὑβρίζετε ἐπειδή σᾶς εἶπα τήν ἀλήθειαν ἐξ αἰτίας τῆς τιμῆς μου πρός 'Εκεῖνον πού μέ ἔστειλε καί ἀκούω αὐτά τό λόγια, δι΄  αὐτό θά δώσετε λόγον διά τάς ὕβρεις καί πράξεις σας, διότι, «ἐγώ δέ οὐ ζητῶ τήν δόξαν μου, ἔστιν ὁ ζητῶν καί κρίνων».

'Εγώ δέν ἤλθα ἐδῶ νά δοξασθῶ οὔτε νά κρίνῳ. ῎Αλλος εἶναι ἐκεῖνος πού θά σᾶς κρίνῃ. 'Εγώ ἦλθα διά νά σᾶς διδάξῳ νά κάνετε αὐτά πού σᾶς λέγω, διά νά ἀποφύγετε τήν τιμωρίαν καί νά ἐπιτύχητε τήν αἰώνιον ζωήν. Σᾶς λέγω τήν ἀλήθειαν, «ἐάν τις τόν λόγον τόν ἐμόν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μή θεωρήσῃ εἰς τόν αἰῶνα».

Παρά τό πεῖσμα νά ἐμμένουν εἰς τάς νοσηράς πεποιθήσεις των, ὁ 'Ιησοῦς προσπαθεῖ νά τούς ἀπαγκιστρώσῃ καί νά πιστεύσουν, ὅτι ἡ πίστις δέν συνίσταται μόνον εἰς τό νά ἀκοῦνε τόν λόγον, ἤ εἰς τήν καταγωγήν των ἀπό τόν 'Αβραάμ, ἀλλά χρειάζεται ἡ τήρησις τῶν λόγων καί βίος καθαρός. Αὐτά ὅμως ἀντί νά τούς συνεφέρουν, τούς ἐξαγρίωσαν περισσότερον καί μέ θράσος καί μῖσος τοῦ λέγουν· «νῦν ἐγνώκαμεν, ὅτι δαιμόνιον ἔχεις· 'Αβραάμ ἀπέθανε καί οἱ προφῆται, καί σύ λέγεις, ἐάν τις τόν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μή γεύσηται θανάτου εἰς τόν αἰῶνα;»

῾Ο 'Ιησοῦς τούς ὡμιλοῦσε διά τήν μέλλουσα ζωήν, ἀλλά αὐτοί ἐνόμισαν ὅτι τούς λέγῃ διά τόν σωματικόν θάνατον, δι' αὐτό προβάλλουν τόν 'Αβραάμ καί τούς προφήτας οἱ ὁποῖοι ἀπέθανον σωματικά. Τόν 'Ιησοῦν τόν ἐθεώρουν κατώτερον τοῦ 'Αβραάμ, καί αὐτό τούς ἐξαγρίωνε καί τόν ἐλέγχουν καί θέλουν νά τόν ὑποτιμήσουν, λέγοντες «μή σύ μείζων εἶ τοῦ πατρός ἡμῶν 'Αβραάμ, ὅστις ἀπέθανε· καί οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σ' ἑαυτόν ποιεῖς;». Τά λόγια σου τά ὑπερβάλεις καί περιαυτολογεῖς. ῾Ο 'Αβραάμ καί οἱ προφῆται ἀπέθανον, ἐσύ ποῖος εἶσαι, μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἀπ' αὐτόν, τί νομίζεις ὅτι εἶσαι;

Εἰς τόν φανατισμόν των αὐτόν ὁ 'Ιησοῦς τούς ὁμιλεῖ σύμφωνα μέ τήν ταπεινήν γνώμην των. Δέν τούς λέγει καθαρά ὅτι εἶναι ἀνώτερος τοῦ 'Αβραάμ, ἀλλά συγκεκαλυμμένα τούς λέγει· «ἐάν ἐγώ δοξάζῳ ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ Πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὅν ὑμεῖς λέγετε, ὅτι Θεός ἡμῶν ἐστι, καί οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· ἐγώ δέ οἶδα αὐτόν».

'Εγώ ἦλθα εἰς τόν κόσμον διά νά ζητήσῳ πίστιν καί ὄχι δόξαν, διότι τότε ἡ δόξα αὐτή δέν θά ἦτο ἀληθινή, ἀλλά οὔτε ἔχω ἀνάγκην ἀπό ἀνθρωπίνη δόξαν. 'Εμένα μέ δοξάζει ὁ Πατήρ μου, τόν ὁποῖον λέγετε ὅτι εἶναι πατήρ μας, ἐνῶ δέν τόν γνωρίζετε οὔτε ὡς Πατέρα, οὔτε ὡς Θεόν καί λέγετε ψέμματα ὅτι τόν γνωρίζετε. 'Εγώ ὅμως τόν γνωρίζω, διότι «καί ἐάν εἴπῳ ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν, ψεύστης· ἀλλά οἶδα αὐτόν, καί τόν λόγον αὐτοῦ τηρῶ».

Καί πάλιν συγκεκαλυμμένα τούς ὁμιλεῖ περί τῆς προαιωνίου ὑπάρξεώς του, καί κατά συνέπειαν εἶναι ἀνώτερος τοῦ 'Αβραάμ. Δέν τούς τό λέγει καθαρά διά νά μή σκανδαλισθοῦν. Τούς τό λέγει ἠπιώτερα. «'Αβραάμ ὁ πατήρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο, ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν· καί εἶδε, καί ἐχάρη».

Τούς ἀποδεικνύει καί πάλιν ὅτι εἶναι ξένοι πρός τόν 'Αβραάμ, διότι αὐτοί νοιώθουν λύπην δι' ὅλα ὅσα εἶδον καί ἤκουσαν, ἐνῶ ὁ Αβραάμ ἔχαιρεν, ὅταν εἶδε τήν ἡμέραν τοῦ 'Ιησοῦ, δηλαδή τήν δόξαν τοῦ Σταυρικοῦ του θανάτου, τήν ὁποίαν προεικόνισε μέ τήν θυσίαν τοῦ κριοῦ ἀντί τοῦ 'Ισαάκ. ῞Ομως οἱ σκληροκάρδιοι 'Ιουδαῖοι, ἀντί νά συνετισθοῦν ἀντιλέγουν· «πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις, καί 'Αβραάμ ἑώρακας;».

'Επειδή πάντα εἶχον ταπεινήν γνώμην διά τόν 'Ιησοῦν, ὅταν ἔλεγον «υἱός τοῦ τέκτονος», θέλησε νά τούς ἀνεβάσῃ ὑψηλότερα, τούς ὡμίλησε καθαρά πλέον διά τήν προαιωνιότητά του λέγων· «Πρίν 'Αβραάμ γενέσθαι, ἐγώ εἰμι». Δέν τούς εἶπεν ὑπῆρχα ἤμουν, ἀλλά ὑπάρχω εἶμαι, διά νά τούς δείξῃ τό συνεχές ἀπηλλαγμένον ἀπό κάθε χρόνο. ῾Ο λόγος ὅμως αὐτός τούς ἐφάνη βλάσφημος καί ἐξαγριώθησαν καί «ἦραν οὖν λίθους, ἵνα βάλλωσιν ἐπ' αὐτόν».

῞Οταν προηγουμένως τούς εἶπε «δέν γνωρίζετε τόν Θεόν» δέν ἐλυπήθησαν. Τώρα ὅμως ἐταπεινώνετο ἡ καταγωγή των, καί δι' αὐτό ἐναντιώθησαν μέ ἄγριες διαθέσεις, δι' αὐτό ὁ 'Ιησοῦς διά νά τούς καταπραΰνῃ τήν ὀργήν, ἀνθρωπίνως «ἐκρύβη, καί ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ῾Ιεροῦ, διελθών διά μέσου αὐτῶν· καί παρῆγεν οὕτως», διά νά θεραπεύσῃ ἐν συνεχείᾳ τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ!    

«Καί παράγων, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς».

Τυφλοί ἀπό τό μῖσος των οἱ 'Ιουδαῖοι, δέν κατενόησαν τά ὑψηλά νοήματα τῶν λόγων τοῦ 'Ιησοῦ, καί τόν ἐθεώρουν δαιμονισμένον καί ἤθελον νά τόν φονεύσουν. 'Αφοῦ τούς διέφυγεν ἀπό τό μέσον καί ἔφυγεν ἀπό τό ῾Ιερόν, σπεύδει νά θεραπεύσῃ τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν, ἀπό ἄκραν φιλανθρωπίαν, καί διά νά συνέλθουν οἱ ἀχάριστοι ἀπό τό πρωτάκουστον θαῦμα νά ἀνοίξῃ ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς.

Τό θαῦμα αὐτό δέν ἔγινε τυχαῖα, ἀλλά σκοπίμως. ῾Ο 'Ιησοῦς, ὅταν ἐξῆλθεν τοῦ ῾Ιεροῦ, εἶδε τόν τυφλόν, καί μέ μεγάλην προσοχήν, χωρίς νά ὑπάγῃ ὁ τυφλός πρός αὐτόν, τόν θεραπεύει ὥστε νά ἐντυπωσιάσῃ καί τούς μαθητάς του, οἱ ὁποῖοι τόν ἐρωτοῦν· «Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῆ;»

Τήν ἐρώτησιν τήν ἔκαμον ὑπό τύπον ἀπορίας, ἐπειδή εἶδον τήν τόσην ἐπιμέλειαν καί ἐνδιαφέρον τοῦ 'Ιησοῦ, χωρίς νά τοῦ ζητηθῇ βοήθεια. Τοῦτο ἦτο φανερόν διότι πῶς θά ἡμάρτανε πρίν γεννηθῆ; 'Αντιθέτως ὁ παράλυτος ἠσθένησε λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του, διότι ὁ 'Ιησοῦς ὅταν τόν ἐθεράπευσεν τοῦ εἶπεν, «μηκέτι ἁμάρτανε»

Εἰς τήν ἀπορίαν τῶν μαθητῶν ὁ 'Ιησοῦς ἀπαντᾶ· «οὔτε οὗτος ἥμαρτε, οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ· ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ».

Μέ τά λόγια αὐτά δέν ἤθελε νά εἰπῇ ὅτι δέν εἶχον ἁμαρτήσει οἱ γονεῖς ἤ καί αὐτός ὀ τυφλός,, ἀλλά ἡ ἀσθένεια (τύφλωσις) δέν προῆλθε συνεπείᾳ ἁμαρτιῶν, ὅπως εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ παραλυτικοῦ. Δι' αὐτό καί σπεύδει μόνος του νά τόν θεραπεύσῃ χωρίς νά τοῦ τό ζητήσῃ ὁ τυφλός, οὔτε καί τοῦ ἐζήτησε πίστιν, ὅπως εἶχε κάμει σέ ἄλλες περιπτώσεις, ἐπειδή δι' αὐτοῦ τοῦ σοβαροῦ θαύματος θά ἐφανερώνετο εἰς τούς τυφλούς τό πνεῦμα 'Ιουδαίους ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι αὐτός πράττει τά ἴδια μέ τόν Πατέρα του, καί τούς ἐξηγεῖ. «'Εγώ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με, ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι».

῞Οσον εἶναι ἀκόμη ἡμέρα, δηλαδή ὅσον ἐγώ εὑρίσκομαι ἐδῶ εἰς τήν γῆν, πρέπει νά ἐργάζωμαι, νά ἐκτελῶ τό ἔργον 'Εκείνου πού μέ ἔχει στείλει τό ὁποῖον εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί ἡ εἰς ἐμέ πίστις, διότι ὅταν ἐγώ φύγῳ καί ἔλθῃ ἡ νύκτα, δηλαδή ἡ μέλλουσα κρίσις, κανείς δέν θά ἠμπορέσῃ νά ἐργάζεται τά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Τούς προτείνει νά ἐργάζωνται ὅταν εἶναι ἡμέρα, δηλαδή καιρός πίστεως καί μετανοίας, διότι ὅταν ἔλθῃ ἡ νύκτα δηλαδή ἡ κρίσις, τότε τά πάντα σταματοῦν, ὁπότε ἡ πίστις καί ἡ μετάνοια εἰς οὐδέν ὠφελεῖ. Καί τονίζει τήν παρότρυνσίν του, «ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ (ῖ), φῶς εἰμι τοῦ κόσμου».

Φροντίσατε νά ἐργασθῆτε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, τήν πίστιν καί μετάνοιαν τώρα πού εἶμαι ἐγώ ἐδῶ, τήν ἡμέραν ὡς φῶς καί δέχομαι τήν μετάνοιάν σας, πρίν ἔλθῃ ἡ νύκτα, ἡ μέλλουσα κρίσις.

«Ταῦτα εἰπών, ἔπτυσε χαμαί, καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν  ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ».

Μετά ἀπό τήν συνομιλίαν μέ τούς μαθητάς του, ἔπτυσε κάτω καί ἔκαμε πηλόν μέ τόν ὁποῖον ἔχρισε τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ. Δέν ἐχρησιμοποίησε νερό, ἐπειδή θά τόν ἔστελνε νά νιφθῇ εἰς τήν κλυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. 'Αλλά διά νά μή ἀποδοθῇ καμμία θεραπευτική δύναμις εἰς τήν πηγήν, ἐχρησιμοποίσε τό πτύσμα του, διά νά μᾶς δείξῃ ὅτι ἡ δύναμις πού ἐξῆλθεν ἀπό τό στόμα του, διέπλασε καί ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς.  ῎Ελαβε δέ καί χῶμα διά νά μᾶς δείξῃ, ὅτι αὐτός πού ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι μέ πηλόν ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπον, ὡς ἀρχικός δημιουργός, ἔτσι καί τώρα μέ τόν πηλόν διαπλάττει τούς ὀφθαλμούς, ἀφοῦ τόν ἔστειλεν εἰς τήν πηγήν νά λουσθῇ. Τοῦτο δέ τό ἔκαμε διά δύο λόγους. 'Αφ' ἑνός μέν νά τηρήσῃ τόν Νόμον, διότι ἐκεῖ ἐθεραπεύοντο, ἀφ' ἑτέρου δέ διά νά γίνῃ τό θαῦμα θαυμαστότερον καί νά εἶναι περισσότεροι μάρτυρες, πού εἶδον τόν τυφλόν μέ τό πηλόν εἰς τούς ὀφθαλμούς, καί ἔτσι νά καταισχύνῃ τήν ἀγνωμοσύνην τῶν 'Ιουδαίων καί φανερώσῃ τήν πίστιν τοῦ τυφλοῦ, ὁ ὁποῖος ἀδιαμαρτύρητα ὑπήκουσε καί ἐπῆγε καί ἐθεραπεύθη. ῞Οταν τόν εἶδαν οἱ γείτονες καί γνωστοί του, διερωτῶντο μεταξύ των, αὐτός εἶναι ἤ ἄλλος ὅμοιός του; Αὐτός τούς ἔλεγεν «ὅτι ἐγώ εἰμι». Δέν ἐντρέπετο νά ὁμολογήσῃ, ὅτι εἶναι αὐτός ὁ ἐπαιτῶν τυφλός, οὔτε καί τόν θυμόν τοῦ λαοῦ ἐφοβήθη, ἀλλά μέ θάρρος καί εὐγνωμοσύνη διεκήρυττε τόν εὐεργέτην του. Καί ὅταν τόν ἠρώτησαν, «πῶς ἀνεώχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;» χωρίς δισταγμόν τούς ἀπήντησεν· «ἄνθρωπος λεγόμενος 'Ιησοῦς, πηλόν ἐποίησε καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς, καί εἴπέ μοι, ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, καί νίψαι».'Εγώ χωρίς δισταγμόν ἐπῆγα ἐλούσθηκα καί ἐθεραπεύθηκα καί τώρα βλέπω.

Τότε τό μῖσος καί ὁ φθόνος τῶν 'Ιουδαίων ἐφούντωσε καί ἤθελον νά τόν φονεύσουν. Τοῦτο φαίνεται ἀπό τόν τρόπον πού τόν ἐρωτοῦν· «ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος;». Αὐτός μέ ἡρεμία τούς ἀπαντᾶ, «οὐκ οἶδα», διότι ὁ 'Ιησοῦς μετά τό θαῦμα ἔφευγε, διά νά μή ἀσκήσῃ δημαγωγίαν καί ἐπιδειχθῇ.

῾Η φονική διάθεσίς των φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής, ἀναφέρει ὅτι ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἦτο Σάββατον, καί διά τήν αἰτίαν αὐτήν ἐζήτουν αὐτόν, ἔχοντες δῆθεν ἀφορμήν νά τόν κατηγορήσουν, ὅτι παραβαίνῃ τόν Νόμον. Καί ἐπειδή δέν τόν εὗρον, ὡδήγησαν τόν τυφλόν εἰς τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι πλήρεις θυμοῦ καί μίσους τόν ἐρωτοῦν. «Πῶς ἀνέβλεψας;»

Τόν ἐρώτησαν ὄχι διά νά μάθουν πῶς ἀνέβλεψε, διότι τό ἤκουσαν, ἀλλά διά νά δώσουν ἀφορμήν νά τόν κατηγορήσουν δι' ἐργασίαν τοῦ Σαββάτου, πού ἔκαμε τόν πηλόν καί καταργεῖ τόν Νόμον. ῾Ο τυφλός μέ συντομίαν τούς εἶπε· «πηλόν ἐπέθηκεν ἐπί τούς ὀφθαλμούς μου, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω». Διεψεύσθησαν ὅμως εἰς τάς προσδοκίας των νά τόν κατηγορήσῃ ἤ νά ἀρνηθῇ ὅσα εἶχεν εἰπεῖ ὁ τυφλός. ῎Επαθον τό ἀντίθετον καί αὐτό πού ἀπέφευγον νά μάθουν, τό ἔμαθαν μέ μεγαλυτέραν ἀκρίβειαν. 'Επειδή δέν ἤξευρον πλέον τί νά εἴπωσι, πολλοί τῶν Φαρισαίων ἔλεγον· «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό Σάββατον οὐ τηρεῖ».

῞Οσοι ὅμως ἀπό τούς ἄρχοντας εἶχον πιστεύσει εἰς τόν Χριστόν, ἀλλά ἀπό φιλοδοξία καί φιλαρχία δέν τό ὡμολόγουν, πολλοί δέ καί ἀπό δειλία καί φόβον, διερωτῶντο μεταξύ των λέγοντες· «πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν;»

Εἰς τήν ἀντίδρασιν αὐτήν οἱ φανατικοί ἐπέμενον νά διαβάλλουν τό θαῦμα, κατηγοροῦντες τόν 'Ιησοῦν ὡς καταλύοντα τόν Νόμον. Συνεπείᾳ τούτου ἐδιχάσθησαν αἱ γνῶμαι καί σύγχυσις ἐγένετο μεταξύ αὐτῶν. Τότε, πιστεύοντες ὅτι μέ τάς συνεχεῖς ἐξετάσεις ὁ τυφλός θά φοβηθῇ ἤ ἀναιρέσῃ ὄσα εἶχεν εἰπεῖ, τόν καλοῦν εἰς νέαν ἐξέτασιν καί τοῦ λέγουν· «σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς;»

Τόν ἠρώτησαν τί ἔκαμεν ὄχι διά νά πληροφορηθοῦν, διότι αὐτό τό εἶχον ἀκούσει, ἀλλά διά νά ἐπισκιάζουν τό θαῦμα, μήπως τό ἔκαμεν ὄχι μέ Θείαν δύναμιν, ἀλλά μέ μαγικόν τρόπον, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχον εἰπεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός καί δέν τηρεῖ τόν Νόμον ἀφοῦ καταργεῖ τό Σάββατον, καί ἔτσι θά εἶχον ἕνα ἐπί πλέον λόγον  νά τόν κατηγορήσουν ὡς μάγον. ῞Ομως ὁ ποτε τυφλός, διέψευσε τάς προσδοκίας των, καί μέ θάρρος καί ἀφοβίαν τούς λέγει, «ὅτι προφήτης ἐστίν». ῾Η ἀπάντησις τούς κατέπληξε, καί ἐσοφίσθησαν νέον τέχνασμα νά ἐπισκιάσουν τό θαῦμα. 'Ηθέλησαν νά ἀποδείξουν ὅτι ὁ θεραπευθείς δέν ἐγεννήθη τυφλός, ὁπότε θά ἐπαρουσίαζον τό θαῦμα ὡς φαντασία καί θά κατηγόρουν τόν 'Ιησοῦν. Διά τόν λόγον τοῦτον ἐκάλεσαν τούς γονεῖς, χωρίς νά προσέχουν τήν δήλωσιν τῶν γειτόνων, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζον τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν, ἐλπίζοντες ὅτι ἀπό φόβον οἱ γονεῖς του, θά ἀρνηθοῦν ὅτι εἶναι υἱός των ἤ ὅτι ἐγεννήθη τυφλός ἤ καί θά τόν διαψεύσουν. Διά τοῦτο μέ αὐστηρότητα καί πλήρεις μίσους τούς ἐρωτοῦν δημοσίως. «Οὖτός ἐστιν ὁ υἱός ὑμῶν, ὅν ὑμεῖς λέγετε, ὅτι τυφλός ἐγεννήθη;»

Εἰς τήν τριπλήν ἐρώτησιν τῶν ἀρχόντων οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ἀπαντοῦν εἰς τήν πρώτην καί δευτέραν μέ παρρησίαν καί ἐπιβεβαιώνουν, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ υἱός των καί ὅτι ἐγεννήθη τυφλός. Δέν ἤθελον νά δεχθοῦν ὅτι ἦτο τυφλός δι' αὐτό δέν εἶπον εἰς τούς γονεῖς, ὅτι ἐγεννήθη τυφλός,  ἀλλά «ὅτι ἐσεῖς λέγετε ὅτι ἐγεννήθη τυφλός». ῎Ετσι μέ τήν διαβεβαίωσιν τῶν γονέων, ὅτι ἐγεννήθη τυφλός, παρά τήν θέλησίν των ἀπέδειξαν τήν ἀλήθειαν.

Εἰς τήν τρίτην ἐρώτησιν, «πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;», δέν ἀπήντησαν αὐτοί, ἀλλά ἀφοῦ ἐπαρουσίασαν τόν υἱόν των ἀξιόπιστον, ἀφήνουν νά ἀπαντήσῃ αὐτός διά τόν τρόπον τῆς θεραπείας του, λέγοντες «πῶς δέ νῦν βλέπει, οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν, αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει».

῾Η τρίτη ἀπάντησις τῶν γονέων ἦτο ἀόριστος, ἐπειδή σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, οἱ ἄρχοντες εἶχον δώσει ἐντολήν, ὅσοι ὁμολογήσουν τόν Χριστόν, νά γίνωνται ἀποσυνάγωγοι, καί διά τόν φόβον αὐτόν τούς παρέπεμψαν εἰς τόν θεραπευθέντα υἱόν των, ὁ ὁποῖος ἦτο εἰς θέσιν νά τούς εἰπῇ μέ ποῖον τρόπον ἐθεραπεύθη. Κατ' αὐτόν τόν τρόπον ἡ ἀλήθεια θά ἐπαρουσιάζετο λαμπροτέρα, δεδομένου ὅτι ὅσος περισσότερος θόρυβος ἐγένετο περί τοῦ θαύματος διά τῶν συνεχῶν ἐξετάσεων, τόσον περισσότερον διεδίδετο, διότι ὁ θεραπευθείς μετά παρρησίας διεκήρυττε τόν εὐεργέτην του.

῞Οταν μέ τήν δήλωσιν τῶν γονέων ἀπέτυχον τοῦ σκοποῦ των, καλοῦν καί πάλιν τόν πρώην τυφλόν, καί διά νά μή τοῦ εἴπουν ἀδιάντροπα ἀρνήσου ὅτι σέ ἐθεράπευσεν ὁ Χριστός, διά νά τόν ὑποτιμήσουν καί ἐπιβεβαιώσουν τά προλεχθέντα, ὅτι δέν εἶναι ἀπό τόν Θεόν, τοῦ λέγουν «Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Σύμφωνα μέ τό συμφέρον των ἐπικαλοῦνται πότε τόν 'Αβραάμ καί πότε τόν Θεόν. 'Αφοῦ δέν ἠμπόρεσαν νά ἀποδείξουν ὅτι ὁ θεραπευθείς δέν ἦτο ἐκ γενετῆς τυφλός, ἐπεκαλέσθησαν τόν Θεόν, διά νά παρουσιάσουν τόν 'Ιησοῦν ἀμέτοχον τοῦ θαύματος, καί ὅτι ἐθεραπεύθη μέ τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, κατηγοροῦντες αὐτόν ὡς ἁμαρτωλόν.

'Αλλά ὁ τυφλός, χωρίς νά φοβηθῇ τήν ὁμολογίαν, ἀλλά θέλων καί τόν Χριστόν νά ἀπαλλάξῃ ἀπό τήν κατηγορίαν, μέ τήν ἐπιβεβαίωσιν τοῦ γεγονότος, τούς ἀπαντᾶ· «εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν, οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν, ἄρτι βλέπω».

Καί πάλιν ἀποτυχόντες τοῦ σκοποῦ των ἤρχισαν νά περιεργάζωνται τόν τρόπον τῆς θεραπείας, καί τόν ἐρωτοῦν τά ἴδια, διά νά καταστήσουν σαθρά τά λόγια αὐτά, λέγοντες «τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς;» Καί ὁ ποτε τυφλός, ἀφοῦ τούς κατετρόπωσε, δέν ὁμιλεῖ πλέον συνεσταλμένα, ὅπως ὅταν ἐχρειάζετο ἐξέτασις καί ἔλεγχος, ἀλλά μέ θάρρος ἀπαντᾶ. «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι;»

῞Εν μόνον πρᾶγμα ἐνδιέφερε τόν θεραπευθέντα, πῶς νά κηρύττῃ τόν εὐεργέτην του. Δι' αὐτό δέν ὑποχωρεῖ, ἀλλά μέ αὐστηρόν τόνον τούς ἐλέγχει διατί δέν ἤθελον νά ἀκούσουν αὐτά πού εἶπε τόσες φορές. Καί ἐπειδή ἐγνώριζεν, ὅτι τό γεγονός αὐτό τούς ἔπληττε πάρα πολύ, διά νά τούς διακωμωδήσῃ, τούς ἐρωτᾶ ἐμπαικτικῶς, μήπως θέλουν νά γίνουν καί αὐτοί μαθηταί τοῦ 'Ιησοῦ;. Αὐτός δέ ἤδη εἶχε γίνει μαθητής τοῦ 'Ιησοῦ. Τοῦτο δέ φανερόν γίνεται ἀπό τό «μήπως καί ἐσεῖς», ἀλλά καί ἀπό τό πλήρους μίσους καί ὀργῆς ἀπαντήσεως τῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τόν ἐλοιδώρησαν, τοῦ λέγουν «σύ εἶ μαθητής ἐκείνου· ἡμεῖς δέ τοῦ Μωσέως ἐσμέν μαθηταί. ῾Ημεῖς οἴδαμεν, ὅτι Μωσῇ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν».

'Από τά λόγια των καταφαίνεται τό μέγεθος τοῦ φθόνου καί τῶν δολίων λογισμῶν των, διότι ἐνῶ πάντα ἐπικαλοῦνται τόν Μωϋσῆν, ἀποδεικνύονται, ὅτι οὔτε εἰς τόν Μωϋσῆν πιστεύουν. 'Εάν ἐπίστευον εἰς ὅσα ἐκεῖνος εἶχε γράψει περί τοῦ ΄Ιησοῦ, θά ἐπίστευον τότε καί εἰς Αὐτόν. Καί δέν λέγουν ὅτι «ἠκούσαμεν», ἀλλά ὅτι «γνωρίζωμεν», ἐνῶ τούς λόγους τοῦ Μωϋσέως εἶχον ἀκούσει ἀπό τούς προγόνους των καί τάς Γραφάς, καί ἰσχυρίζοντο ὅτι ἐπίστευον. Τόν 'Ιησοῦν πού ἔβλεπον νά ἐπιβεβαιώνῃ τά γραφόμενα τοῦ Μωϋσέως μέ τά τεράστια θαύματα, ὄχι μόνον δέν τόν πιστεύουν, ἀλλά ἤθελον καί νά τόν φονεύσουν καί ἰσχυρίζονται ὅτι δέν τόν γνωρίζουν. 'Αλλά ὁ τυφλός δέν κάμπτεται, μέ θάρρος ἀναφέρει συνεχῶς τό θαῦμα, ἐπειδή δέν ἠμποροῦσαν νά τό ἀπορρίψουν, καί ὑπενθυμίζων τούς ἐλέγχους των, διά νά τούς ἐλέγχῃ ἀποδεικνύων τόν 'Ιησοῦν ἀπηλλαγμένον ἁμαρτημάτων, καί πάρα πολύ ἀρεστόν εἰς τόν Θεόν, ἐπειδή πράττει τά ἔργα 'Εκείνου. Τούς λέγει «ἕν γάρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καί ἀνέωξέ μου τούς ὀφθαλμούς».

'Αναγνωρίζει τόν εὐεργέτην καί τόν διακηρύσσει μετά παρρησίας. ῞Οταν τοῦ ἐκατηγόρησαν τόν ΄Ιησοῦν, ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, δέν εἶπε τίποτα, διά νά τόν ὑπερασπίσῃ. Τώρα ὅμως πού ἠρνήθησαν τήν καταγωγήν του, τούς παρουσιάζει πάλιν τό ἀξιοσημείωτον τοῦ θαύματος ν' ἀνοίξῃ ὀφθαλμούς ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ἐπανέρχεται εἰς τήν κατηγορίαν αὐτήν, λέγων· «οἴδαμεν δέ, ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβής ἦ». Καί ἐπειδή οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον, ὅτι εἶναι θεοσεβεῖς, διά νά τούς ἐλέγξῃ προσθέτει· «καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιεῖ». 'Αποδεικνύει ἀσύστατον τήν κατηγορίαν κατά τοῦ 'Ιησοῦ, ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, καί τήν ἀποδίδει εἰς αὐτούς, κατηγορῶντάς τους, ὅτι ἐνῶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι θεοσεβεῖς, δέν πράττουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι δέν ἀρκεῖ νά γνωρίζῃ κανείς τόν Θεόν, ἀλλά καί νά πράττῃ τό θέλημα αὐτοῦ. Καί διά νά δώσῃ μεγαλυτέραν ἐντύπωσιν καί ἐξυψώσῃ τό γεγονός, συνεχίζει· «ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου».

῞Οσο καί ἀν προσπαθῆτε νά μειώσητε τήν ἀξίαν τοῦ θαύματος καί κατηγορήσητε τόν 'Ιησοῦν ὡς ἁμαρτωλόν, παρά τήν θέλησίν σας, καί τό θαῦμα διακηρύττετε, καί Αὐτόν ἐξυψώνετε, διότι «Εἰ μή ἦν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν».

Τότε οἱ 'Ιουδαῖοι καταντροπιασμένοι ἀπό τήν ἀποτυχίαν των νά κάνουν τόν τυφλόν νά ἀρνηθῇ τό γεγονός, καί μή ἀνεχόμενοι τόν ἔλεγχον αὐτοῦ, ἀφοῦ τόν ὀνείδισαν διά τήν τύφλωσίν του λέγοντες, «ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἡμᾶς;». Μέ σκληρότητα τόν ἐξέβαλον ἔξω ἀπό τήν συναγωγήν.

῎Εμαθεν ὁ 'Ιησοῦς ὅτι τόν ἐξέβαλον ἔξω, καί εὑρών αὐτόν εἶπεν· «σύ πιστεύεις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ;»

῎Ηθελε νά τοῦ δείξῃ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος πού τόν ἐθεράπευσεν, ἐπειδή ὡς τυφλός δέν τόν εἶδε διά νά τόν γνωρίσῃ. Οὔτε καί μετά τήν θεραπείαν του τόν εἶδε, διότι ἐσύρετο ὑπό τοῦ ὄχλου εἰς τούς ἄρχοντας. Τόν ἐρωτᾶ ὄχι διότι δέν ἤξερεν ἄν πιστεύῃ, ἀλλά διά νά δείξῃ, ὅτι ἐκτιμᾶ τήν πίστιν αὐτοῦ, καί τόν δέχεται, ὡς ἀγωνοθέτης τόν ἀθλητήν μετά τήν ὁμολογίαν του εἰς τάς πιέσεις τῶν ἀρχόντων, νά διαψεύσῃ τό γεγονός.

Εἰς τήν ἐρώτησιν τοῦ 'Ιησοῦ, ἄν πιστεύῃ, μέ πολύ πόθον καί ἐπιθυμίαν νά μάθῃ τόν εὐεργέτην του, τοῦ λέγει. «Τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσῳ εἰς αὐτόν;» ῾Ο πόθος νά τόν γνωρίσῃ, ἐφάνη ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι μέ κίνδυνον τῆς ζωῆς του ὑπερασπίζετο κάποιον πού δέν ἐγνώριζεν, ἐκδηλώνων ἔτσι τήν εὐγνωμοσύνην του διά τήν θεραπείαν, δι' αὐτό καί ὅταν ἠρωτήθη ἐναγωνίως ζητεῖ νά μάθῃ τόν εὐεργέτην του. Τότε ὁ 'Ιησοῦς ἰδών τόν πόθον καί τήν ἐπιθυμίαν τοῦ θεραπευθέντος νά τόν γνωρίσῃ, φανερώνει ἄμεσα τόν ἑαυτόν του λέγων, «καί ἑώρακας αὐτόν, καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ, ἐκεῖνος ἐστιν».

'Ιδών τό ποθούμενον ὁ ποτε τυφλός, ἀμέσως χωρίς δισταγμόν ἤ νά ζητήσῃ ἀποδείξεις, ἀπαντᾶ· «πιστέυω Κύριε», καί διά νά δείξῃ τήν πίστιν του, ἔπεσεν εἰς τά πόδια τοῦ 'Ιησοῦ, «καί προσεκύνησεν αὐτῷ».

Τότε ὁ 'Ιησοῦς θέλων νά κάμῃ τόν θεραπευθέντα σφοδρότερον εἰς τήν πίστιν του, καί να διεγείρῃ τούς ἀκολουθοῦντας, ὄχλον καί Φαρισαίους, ἀλλά καί διά νά τούς ἐλέγξῃ ἐπειδή τόν κατέκριναν, λέγει «εἰς κρίμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι, καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται».

Μέ τά λόγια αὐτά ὁ 'Ιησοῦς ἐννοεῖ δύο ἀναβλέψεις καί δύο τυφλώσεις. Τήν νοητήν καί τήν αἰσθητήν. Οἱ μή βλέποντες νοητῶς, ὅπως οἱ ἐθνικοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπεδίωκον τήν δικαίωσιν, ἐπέτυχον αὐτήν διά τῆς πίστεως εἰς τόν Χριστόν. Οἱ 'Ισραηλῖται οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκον τήν δικαίωσιν διά τῆς τηρήσεως τοῦ Νόμου, δέν ἐπέτυχον αὐτήν, διότι δέν ἐπίστευσαν εἰς τόν Χριστόν. Καί διά νά δηλώσῃ μεγαλυτέραν τιμωρίαν διά τούς μή πιστεύοντας, εἶπεν «εἰς κρίμα ἐγώ ἦλθον». Τότε οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτόν Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἔδιδον προσοχήν μόνον εἰς τά αἰσθητά τοῦ λέγουν· «μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν;». Διά νά τούς περιορίσῃ τά ἀνθρώπινα φρονήματά των, καί διά νά τούς ἀνυψώσῃ εἰς ὑψηλοτέρας σκέψεις, τούς λέγει «εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν».

Τούς λέγει αὐτά διά νά μή εἴπουν, ὅτι δέν προσερχόμεθα πρός σέ, λόγῳ τῆς τυφλώσεώς μας, ἀλλά σέ ἀποστρεφόμεθα, ἐπειδή πλανᾶς τούς ἀνθρώπους. Τώρα λέγετε ὅτι βλέπετε, ἐνῶ δέν βλέπετε, δι' αὐτό μένετε εἰς τήν ἁμαρτίαν.

       ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι!

Διά νά τούς δείξῃ λοιπόν ὅτι δέν εἶναι πλᾶνος, ἀλλά διδάσκαλος καί ποιμήν, ἀναφέρει τά γνωρίσματα τοῦ καθ' ἑνός καί τοῦ πλάνου καί τοῦ ποιμένος, μέ ἀνθρώπινα παραδείγματα, ὥστε αὐτοί μόνοι τους νά ἐξετάσουν  τήν ἀλήθειαν τῶν  πραγμάτων, δι' αὐτό τούς λέγει. «'Αμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ μή εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, ἀλλά ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστί καί ληστής».

Πρῶτον ἀποδεικνύει τί εἶναι ὁ πλᾶνος καί ὁ κλέπτης, ὁ ὁποῖος δέν εἰσέρχεται φανερά σύμφωνα μέ τάς Γραφάς, διότι τό «μή διά τῆς θύρας», αὐτό ἐννοεῖ. Παρομοιάζει τάς Γραφάς μέ τήν θύραν, ἐπειδή αὗται μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν καί παρέχουν θεογνωσίαν. Καί ὅπως ἡ θύρα ὅταν κλείσῃ παρέχει ἀσφάλειαν, ἔτσι καί αἱ Γραφαί ἀποκλείουν εἰς τούς αἱρετικούς τήν εἴσοδον, καί μᾶς καθιστοῦν ἀσφαλεῖς, καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά πλανώμεθα. 'Εκεῖνος πού δέν ἀκολουθεῖ τάς Γραφάς, ἀλλά ἀναβαίνει ἀπό ἄλλην ὁδόν μή κανονικήν, εἶναι κλέπτης. Μέ αὐτό ὑπαινίσσεται τούς Γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐδίδασκον ἐντολάς καί διδασκαλίας ἀνθρώπων, καί παρέβαινον τόν Νόμον. Καί δέν λέγει «εἰσερχόμενος», ἀλλά «ἀναβαίνων», διότι γνώρισμα τοῦ κλέπτου καί τοῦ ληστοῦ εἶναι, νά μή εἰσέρχεται φανερά, ἀλλά νά ἀναβαίνῃ καί πηδᾷ μανδρότοιχα, καί ὅλαι αἱ ἐνέργειαί του εἶναι ἐπικίνδυναι.

'Εν συνεχείᾳ περιγράφει καί τόν ποιμένα λέγων. «῾Ο δέ εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας, ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων· τούτῳ ὁ θυρωρός ἀνοίγει, καί τά πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει· καί τά ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ' ὄνομα καί ἐξάγει αὐτά».

Μέ τά λόγια αὐτά ἐπιμένει εἰς τήν μεταφορικήν ἔννοιαν τῶν λέξεων, διά νά κάμῃ τόν λόγον πιό ἀποδεικτικόν. Καί θυρωρόν ἐννοεῖ τόν Μωϋσέα,  ὁ ὁποῖος μᾶς ἐνεπιστεύθη τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Πρόβατα τούς πιστεύοντας, καί ποιμένα τόν ἑαυτόν του. ῞Οταν ἐφρόντιζε δι' ἡμᾶς παρομοίαζε τόν ἑαυτόν του μέ ποιμένα, καί ὅταν μᾶς ὁδηγῇ πρός τόν Πατέρα, θύραν.

῞Οπως ὁ θυρωρός ἀνοίγῃ τήν θύραν εἰς ἐκεῖνον πού κτυπᾶ αὐτήν, ἔτσι καί ὁ Μωϋσῆς, ἤνοιξε τήν θύραν πρός τόν Θεόν μέ τόν Νόμον του, διά νά εἰσέλθῃ ὁ ποιμήν, νά ἀκούσουν τά πρόβατα (πιστοί) τήν φωνήν του. ῞Οταν δέ ὁ ποιμήν καλέσῃ τούς πιστούς κατ' ὄνομα νά τόν ἀκολουθήσουν προπορεύεται ὁ ἴδιος, διά νά δείξῃ ὅτι ὅλους τούς ὁδηγεῖ εἰς τήν  ἀλήθειαν. 'Εδῶ ὑπαινίσσεται καί τόν τυφλόν, τόν ὁποῖον ἐν μέσῳ τῶν 'Ιουδαίων τόν ἐκάλεσε, καί αὐτός ἤκουσε τήν φωνήν του, τήν ἐγνώρισε καί τόν ἠκολούθησε, «καί πεσῶν προσεκύνησεν αὐτῷ», ἐνῶ ὅσοι δέν ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν διεσκορπίσθησαν καί ἀπωλέσθησαν, ἐννοῶν τούς ψευδοχρίστους καί ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἐπλάνησαν καί θά πλανοῦν τούς πιστούς εἰς τό μέλλον, ἐπειδή ἤκουσαν τήν φωνήν τῶν ἀλλοτρίων, ἐν ἀντιθέσει πρός τά πρόβατα τοῦ ποιμένος, ὁ ὁποῖος εἰσέρχεται διά τῆς θύρας, καί δέν ἀκούουν τήν φωνήν τῶν ἀλλοτρίων.

Μέχρις ἐδῶ τούς ὡμίλησε μέ ἀσάφεια διά νά τούς κάνῃ προσεκτικώτερους. Αὐτοί ὅμως δέν ἀντελήφθησαν τί ἐσήμαινον αὐτά τά λόγια, δι' αὐτό πλέον τούς ὁμιλεῖ καθαρά και εὐθέως λέγων. «'Αμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων». 'Εγώ εἶμαι ἡ θύρα τῆς αὐλῆς τῶν προβάτων, καί τά πρόβατα πού εἶναι μέσα εὑρίσκονται εἰς ἀσφάλειαν, καί δέν κινδυνεύουν, διότι «πάντες ὅσοι πρό ἐμοῦ ἦλθον, κλέπται εἰσι καί λησταί».

Δέν ἐννοεῖ ἐδῶ τούς προφήτας οἱ ὁποῖοι εἶχον ἔλθει πρό τοῦ ποιμένος, ἀλλά διαφόρους στασιαστάς, διότι συμπληρώνει «ἄλλ' οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τά πρόβατα». 'Επαινεῖ αὐτούς πού δέν ἐπίστευσαν εἰς τούς στασιαστάς, καί κακίζει ὅσους δέν ἐπίστευσαν εἰς τούς λόγους τῶν προφητῶν. Συνεχίζων, τούς ἐπαναλαμβάνει, ὅτι αὐτός εἶναι ἡ θύρα, «δι' ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται· καί εἰσελεύσεται καί ἐξελεύσεται καί νομήν εὑρήσει», ὅποιος δηλαδή πιστεύσει εἰς ἐμέ, θά εἰσέλθῃ εἰς τήν αὐλήν, τήν βασιλείαν τῶν  Οὐρανῶν, καί θά εὕρῃ τροφήν, θά ἔχῃ ζωήν αἰώνιον καί θά εἶναι ἀσφαλής, ἐνῶ ὅσοι δέν πιστεύουν εἰς ἐμέ, καί πιστεύσουν εἰς τήν φωνήν τῶν ἀλλοτρίων, θά ἀπωλεσθοῦν, διότι «ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται, εἰμή ἵνα κλέψῃ καί θύσῃ καί ἀπολέσῃ».

Θέλει νά τούς κάνῃ προσεκτικούς μόνοι των νά διακρίνουν τό συμφέρον των, παρουσιάζων τά πραγματικά ἀποτελέσματα τοῦ κλέπτου καί τοῦ ποιμένος, καί προσθέτει· «ἐγώ ἦλθον, ἵνα ζωήν ἔχωσι, καί περισσόν ἔχωσιν». 'Εννοεῖ, ὅτι ὅσοι πιστεύσουν θά κληρονομήσουν τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Δέν τό εἶπε φανερά ἐπειδή δέν τό ἐννοοῦσαν, δι' αὐτό ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς «θά ἔχωσιν ζωήν».

'Εν συνεχείᾳ ὁμιλεῖ περί τῶν γνωρισμάτων τοῦ καλοῦ ποιμένος καί τοῦ μισθωτοῦ. «'Εγώ εἰμί ὁ ποιμήν ὁ καλός· ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων. ῾Ο μισθωτός δέ, καί οὐκ ὤν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσί τά πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τόν λύκον ἐρχόμενον, καί ἀφίησι τά πρόβατα καί φεύγει· καί ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτά καί σκορπίζει τά πρόβατα. ῾Ο δέ μισθωτός φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι, καί οὐ μέλλει αὐτῷ περί τῶν προβάτων».

῾Ομιλεῖ πλέον περί τοῦ Σταυρικοῦ του θανάτου, ὁ ὁποῖος γίνεται διά τήν σωτηρίαν τῶν  ἀνθρώπων ἑκουσίως, διότι ἐνῶ αὐτοί ἤθελον  νά τόν φονεύσουν, αὐτός δέν ἄφησε τήν διδασκαλίαν του καί νά φύγῃ, ἀλλ' ὡς καλός ποιμήν φροντίζει διά τά πρόβατά του, ἔμεινεν ἐκεῖ καί ἐθυσίασε τήν ζωήν  του ὑπέρ τῶν προβάτων του, καί ἔδειξε τήν ἐξουσίαν πού ἔχει ἐπί τῶν προβάτων, ὅση καί ὁ Πατήρ. Μέ τήν παραβολήν ταύτην μᾶς ὁμιλεῖ ὑψηλότερα διά νά φανερώσῃ, ὅτι ὡς καλός ποιμήν δέν φεύγει ὅταν ἔρχεται ὁ νοητός λύκος, ὅπως ὁ μισθωτός ποιμήν, οἱ ψευδοδιδάσκαλοι τῶν 'Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι δέν ἐφρόντιζον τά πρόβατα πού εἶχεν ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός.

'Επειδή προηγουμένως εἶχεν εἰπεῖ, ὅτι τά πρόβατα ἀκούουν τήν φωνήν του καί τόν ἀκολουθοῦν, συνεχίζει· «ἐγώ εἰμί ὁ ποιμήν ὁ καλός· καί γινώσκω τά ἐμά, καί γινώσκομαι ὑπό τῶν ἐμῶν».

῾Η γνῶσις ἐδῶ τῶν προβάτων πρός τόν ποιμένα καί ἀντιθέτως, δέν εἶναι ἴσον μέ τό μέτρον τῆς γνώσεως μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ, δι' αὐτό καί συμπληρώνει. «Καθώς γινώσκει με ὁ Πατήρ, κἀγώ γινώσκω τόν Πατέρα· καί τήν ψυχήν μου τίθημι ὑπέρ τῶν προβάτων».

'Επειδή τόν κατηγοροῦσαν ὡς πλᾶνον, ὁμιλεῖ συνεχῶς περί θυσίας ὑπέρ τῶν προβάτων, δηλώνων συγκεκαλυμμένα τόν ἑκούσιον θάνατόν του ὑπέρ τῶν λογικῶν προβάτων, τά ὁποῖα θά ἀκούσουν τήν φωνήν του καί θά τόν ἀκολουθήσουν. Διά νά δείξῃ δέ ὅτι δέν ἐννοεῖ μόνον τούς 'Ιουδαίους, μετεφέρει τόν λόγον πρός τούς ἐθνικούς, καί προδηλώνει, ὅτι καί αὐτοί πού δέν εἶναι ἀπό τήν μάνδρα τῶν 'Ιουδαίων, δηλαδή δέν ἔχουν λάβει τόν Νόμον, θά ἀκούσουν καί αὐτοί τήν φωνήν του καί θά πιστεύσουν, διότι ὁ 'Ιησοῦς ἦλθεν ὡς καλός ποιμήν νά θυσιάσῃ τήν ψυχήν του δι' ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά τούς συναγάγῃ εἰς μίαν ποίμνην, λέγει. «Καί ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἅ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν· καί τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καί γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν», θά πιστεύσουν ὅλοι καί θά ἀκούσουν τήν φωνήν τοῦ καλοῦ ποιμένος. Διά τοῦτο μέ ἀγαπᾶ ὁ Πατήρ μου, «ὅτι ἐγώ τίθημι τήν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβῳ αὐτήν».

῾Ομιλεῖ ὡς ἄνθρωπος καί δηλώνει καί τήν συγκατάβασι τοῦ Πατρός, νά θυσιάσῃ τήν ψυχήν του ὑπέρ τῆς σωτηρίας μας, διά τήν ὑπερβολικήν ἀγάπην πρός τόν ἄνθρωπον, ἀλλά καί διά νά φανερώσῃ, ὅπου καί τό πάθος του πού θά συμβῇ, θά εἶναι ἑκούσιον, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει τό πάθος δέν θά ἦτο ἀποτέλεσμα ἀγάπης, ἀλλά ἀνάγκης. Καί θά συμβῇ αὐτή ἡ θυσία εἰς τήν κατάλληλον ὥραν, ὅπως τό ἀπέδειξε  μέ τίς τόσες φορές πού ἤθελαν νά τόν συλλάβουν καί φονεύσουν, καί δέν ἠμπόρεσαν καίτοι εὑρίσκετο ἀνάμεσά των. Θυσιάζω την ψυχήν μου ἑκουσίως διά νά τήν λάβῳ πάλιν, διότι «Οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ' ἐμοῦ· ἀλλά ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ' ἑμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καί ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν».

Μέ τήν φρᾶσιν «ἐξουσίαν ἔχωὅ» ἐννοεῖ τόν θάνατόν του καί τήν 'Ανάστασιν, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἐπιβεβαιώθηκε ἀργότερα, καί νά δείξῃ τήν Θεότητά του, καί ὅτι ἡ ἐξουσία αὐτή εἶναι διαφορετική, διότι ὁ καθένας ἔχει ἐξουσίαν νά θυσιάσῃ τήν ζωήν του θανατώνοντας τόν ἑαυτόν του. ῎Οχι τέτοιαν ἐξουσίαν, ἀλλά ἐξουσίαν πού, ἐάν δέν τό θελήσῳ ἐγώ νά μή μπορῇ νά τό κάνῃ ἄλλος, διότι ἐγώ εἶμαι Κύριος νά μή τήν θυσιάσῳ καί ὅταν τήν ἐπιβουλεύωνται καί ἐπιθυμοῦν οἱ ἄλλοι. Μέ ἡμᾶς ὅμως δέν συμβαίνει αὐτό, διότι ὅταν οἱ ἄλλοι θελήσουν, ἡμεῖς δέν ἔχομεν ἐξουσίαν νά θυσιάσωμεν ἤ ὄχι τήν ζωήν μας. ῾Ο 'Ιησοῦς ὅμως τήν εἶχε καί τό ἀπέδειξεν, ὅταν ἐπιβουλεύθησαν πολλάκις διέφυγεν ἀπό τάς χεῖρας των, δι' αὐτό τούς λέγει «κανείς δέν μπορεῖ νά ἀφαιρέσῃ τήν ζωήν μου, ἐάν ἐγώ δέν τό θελήσῳ».

'Εν συνεχείᾳ μέ ἀνθρωπίνην ταπείνωσιν διά τήν πνευματικήν ἀδυναμίαν τῶν ἀκροατῶν λέγει, «ταύτην τήν ἐντολήν ἔλαβον παρά τοῦ Πατρός μου», δηλαδή νά θυσιάσῳ τήν ζωήν μου ὑπέρ τῶν προβάτων μου. Δέν τό εἶπεν αὐτό ἐπειδή ἐπερίμενε νά λάβῃ ἐντολήν διά νά θυσιάσῃ τήν ψυχήν του, ἀλλά διά νά δείξῃ τήν συμφωνίαν μέ τόν Πατέρα του, ὅτι θεληματικῶς ἐπιθυμεῖ τοῦτο, καί συγκατατίθεται καί ὁ Πατήρ του, καί ὅτι δέν ἦτο ἐγκαταλελειμμένος καί προδομένος ἀπό τόν Πατέρα του.

Διά νά μή νομισθῇ ὅτι ἡ θυσία του αὐτή ἐγένετο ἐν ἀγνοίᾳ ἤ ἀντίθετα πρός τό θέλημα τοῦ Πατρός, εἶπεν «ὁ καλός ποιμήν θυσιάζει τήν ψυχήν του καί ἐγώ μόνος μου τήν θυσιάζω, σύμφωνα μέ τήν θέλησιν τοῦ Πατρός μου».

'Επειδή τά λόγια αὐτά ἦσαν ἀνώτερα ἀνθρωπίνης δυνάμεως καί δέν ἠμποροῦσαν νά τόν ἀποστομώσουν μέ λόγια, διότι τούς τό ἀπεδείκνυε μέ τά ἔργα τά ὁποῖα ἦσαν Θείας δυνάμεως, εὑρέθησαν εἰς ἀμηχανίαν, δι' αὐτό ἐδιχάσθησαν μεταξύ των. Καί οἱ πλέον φανατικοί ἀπέδιδον τά γενόμενα εἰς δαιμονικήν δύναμιν ἔλεγον, «δαιμόνιον ἔχει, καί μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε;»

'Επειδή δέν ἠμποροῦσαν νά τόν ἀποκρούσουν, προσπαθοῦσαν ν' ἀπομακρύνουν τόν ὄχλον ἀπ' αὐτόν χαρακτηρίζοντας τά ἔργα του ὡς δαιμονικά, ἐνῶ ἄλλοι πλέον συγκρατημένοι διαφωνοῦσαν καί ἔλεγον, «ταῦτα τά ρήματα οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μή δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμούς ἀνοίγειν;»

῾Η ἐντύπωσις τοῦ θαύματος τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ἦτο ἀκόμη ἔντονος εἰς τόν λαόν, ἀλλά καί εἰς αὐτούς τούς ἄρχοντας, διά τοῦτο ἠναγκάσθησαν νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθειαν, ὅτι ἐπρόκειτο περί δυνάμεως ἀνωτέρας τῶν δαιμόνων. Καί ὁ 'Ιησοῦς εἰς τάς κατηγορίας αὐτάς δέν ἀπαντᾶ, ἀλλά τούς ἀφήνει νά αὐτοελέγχωνται καί διά νά μᾶς διδάξῃ, ὅτι πρέπει νά δείχνωμε κάθε ἐπιείκεια καί μακροθυμίαν, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν καί ἀδικοῦν.

'Εν τῷ μεταξύ ἐπλησίαζεν ἡ ἑορτή τῶν ἐγκαινίων εἰς τά ῾Ιεροσόλυμα. Τήν ἑορτήν αὐτήν οἱ 'Ιουδαῖοι τήν ἑορτάζουν μέ πολλήν φροντίδα, καί συμμετεῖχεν ὅλος ὁ λαός, διότι ἦτο ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποίαν ἐκτίσθη ὁ Ναός μετά τήν ἐπιστροφήν ἐκ τῆς βαβυλωνείου αἰχμαλωσίας. Καί ἐπειδή τό πάθος τοῦ Κυρίου ἐπλησίαζεν, ὁ 'Ιησοῦς ἐπεσκέπτετο συχνά τήν 'Ιουδαίαν καί περιεπάτει εἰς τόν Ναόν, καί ἰδίως κατά τάς ἑορτάς, ἐπειδή συμμετεῖχεν ὁ λαός. Εἰς αὐτήν τήν ἑορτήν, «ἐκύκλωσαν οὖν αὐτόν» οἱ 'Ιουδαῖοι καί τοῦ ἔλεγον μέ κολακευτικά λόγια, ὄχι ἀπό φιλανθρωπίαν, ἀλλά πλήρεις φθόνου, τόν παρακαλοῦν νά εἴπῃ κάτι διά νά λάβουν ἀφορμήν νά τόν κατηγορήσουν, ἐπειδή τά ἔργα του δέν ἠμποροῦσαν νά τά ἀπορρίψουν, τοῦ λέγουν «ἕως πότε τήν ψυχήν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σύ εἶ ὁ Χριστός, εἰπέ ἡμῖν παρρησίᾳ». Μή μᾶς κρατᾶς ἀκόμη εἰς ἀμφιβολίας. Πές μας καθαρά ἐάν εἶσαι σύ ὁ Χριστός. ῾Η ἴδια ἡ ἐρώτησις φανερώνει τήν πονηράν, διεστραμμένην καί ὕπουλον σκέψιν των, διότι πολλές φορές τούς εἶχε μιλήσει μέ παρρησίαν ποῖος εἶναι, αὐτοί τώρα τόν ἐρωτοῦν διά νά εὕρουν ἀφορμήν ἐκ τῶν λόγων του νά λάβουν ἀντίθετον θέσιν, ἐξετάζοντες αὐτούς ὑπό ἄλλην ἔννοιαν, καί ὄχι ὑπ' αὐτήν πού ἐλέχθησαν, διά νά τόν κατηγορήσουν. Διά τήν πονηράν αὐτήν σκέψιν τούς ἐλέγχει, διότι προσεποιοῦντο ὅτι ἐπείθωντο εἰς τά λόγια, ἐνῶ δέν ἐπείθοντο μέ τά τόσα ἔργα του, καί τούς λέγει. «Εἶπον ὑμῖν, καί οὐ πιστεύετε· τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ περί ἐμοῦ».

Καί πάλιν τούς ὁμιλεῖ ὡς ἄνθρωπος. ῎Οχι διότι τά ἔργα πού ἔκαμε δέν ἠμποροῦσε νά τά κάνῃ μόνος του, ἀλλά διά νά τούς δείξῃ ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν  Πατέρα καί κάμνει τά ἔργα Αὐτοῦ, καί δέν εἶναι ἀντίθετος, δι' αυτό τούς εἶπεν, ὅτι «τά ἔργα μου μαρτυροῦν περί ἐμοῦ». Καί συνεχίζων λέγει· «ἀλλά ὑμεῖς οὐ πιστεύετε· οὐ γάρ ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν, καθώς εἶπον ὑμῖν».

Καί τοῦτο ὄχι ἐπειδή ἐγώ δέν εἶμαι ὁ ποιμήν, ἀλλά ἐσεῖς δέν εἶσθε δικά μου πρόβατα, δηλαδή δέν πιστεύετε εἰς ἐμέ, διότι «τά πρόβατα τά ἐμά τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγώ γινώσκω αὐτά, καί ἀκολουθοῦσί μοι». ῞Οσοι πιστεύουν εἰς ἐμέ ἀκοῦνε τούς λόγους μου καί μέ ἀκολουθοῦν, δι' αὐτό, «κἀγώ ζωήν αἰώνιον δίδωμι αὐτοῖς, καί οὐ μή ἀπόλωνται εἰς τόν αἰῶνα, καί οὐχ ἁρπάσει τις αὐτά ἐκ τῆς χειρός μου». Εἰς αὐτούς θά δώσῳ ζωήν αἰώνιον καί δέν θά χαθῇ κανείς, διότι κανείς δέν ἠμπορεῖ νά τούς ἁρπάξῃ ἀπό τά χέρια μου, διότι «ὁ Πατήρ μου, ὅς δέδωκέ μοι, μείζων πάντων ἐστι· καί οὐδείς δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς χειρός τοῦ Πατρός μου».

'Εδῶ τούς ὁμιλεῖ ὡς ἄνθρωπος, δέν ἠμπορεῖ νά τούς ἁρπάξῃ κανείς ἀπό τά χέρια του, διότι ὁ Πατήρ ὁ ὁποῖος μοῦ τά ἔδωσε, εἶναι ἰσχυρότερος πάντων. 'Αμέσως δέ τούς ὁμιλεῖ καί ὡς Θεός συμπληρώνων, «ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν», ἔχω δηλαδή τήν αὐτήν δύναμιν μέ τόν Πατέρα, καί κατά συνέπειαν εἶμαι ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας καί ἡ ἐξουσία μας εἶναι ἡ ἰδία.

Αὐτά τά εἶπεν ἀφοῦ πρῶτα τούς ἀνέφερε τί θά ἐπιτύχουν ὅταν γίνουν ἰδικά του λογικά πρόβατα, διά  νά τούς διεγείρῃ τήν ἐπιθυμίαν καί τό ἐνδιαφέρον νά τόν ἀκολουθήσουν. 'Επειδή δέν ἠμποροῦσαν νά ἴδουν τήν οὐσίαν του, μέ τήν παραβολήν τοῦ ποιμένος καί τῶν προβάτων, τούς ἔδειξε τήν ἰσοδυναμίαν καί τήν ταυτότητα τῶν ἔργων μέ τόν Πατέρα. 'Αλλά αὐτοί ἀντί νά συνετισθοῦν καί τόν ἀκολουθήσουν, «ἐβάστασαν οὖν πάλιν λίθους οἱ 'Ιουδαῖοι, ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν».

'Επειδή εἶχον ἐξαγριωθεῖ πολύ μέ τά λόγια πού τούς εἶπε, διότι τά κατενόησαν, ἀλλά δέν ἤθελον νά τά παραδεχθοῦν, ἔλαβον λίθους νά τόν λιθοβολήσουν. Καί διά νά τούς καταπραΰνῃ τόν θυμόν, τούς λέγει ἠπιώτερα. «Πολλά καλά ἔργα ἔδειξα ὑμῖν ἐκ τοῦ Πατρός μου· διά ποῖον αὐτῶν ἔργον λιθάζετέ με;» 'Αφοῦ δέν ἐννοοῦσαν τό λόγια του, τούς καλεῖ νά πιστεύσουν ἀπό τά ἔργα τά ὁποῖα ἦσαν τοῦ Πατρός. 'Αλλά αὐτοί μέ μῖσος καί αὐθάδειαν, ἐπειδή τά ἔργα του δέν ἠδύναντο νά διαψεύσουν, ἄν καί προσεπάθησαν νά τά διαβάλουν ἀποδίδοντάς τα εἰς μαγείας καί δαιμονικάς δυνάμεις, ἐμηχανεύθησαν νέαν κατηγορίαν διά νά δικαιολογήσουν τάς φονικάς των προθέσεις, καί τοῦ λέγουν «περί καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλά περί βλασφημίας, καί ὅτι σύ ἄνθρωπος ὤν, ποιεῖς σ' ἑαυτόν Θεόν».

'Επειδή ὅταν τούς ἔλεγεν, ὅτι «προέρχομαι ἀπό τον Πατέρα» καί «ἐγώ  καί ὁ Πατέρας εἴμαστε ἕνα» τούς ἐρέθιζε, προσπαθεῖ νά καταπραΰνῃ μέ Γραφικάς ἀποδείξεις ἀπό τόν Νόμον τοῦ Μωϋσέως, ἀφοῦ τόν ἐπικαλοῦνται συνεχῶς, καί τούς λέγει· «οὐκ ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ Νόμῳ ὑμῶν· ἐγώ  εἶπα, Θεοί ἐστε;»

῎Εμμεσα τούς ἐλέγχει, διότι ἐνῶ ἐκείνους πού ἔλαβον ὑπό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τό δικαίωμα νά ὀνομάζωνται Θεοί (κατά χάριν), καί δέν κατηγοροῦνται, αὐτόν πού ἐκ φύσεως ἔχει αὐτό τό ὄνομα, τόν ἐπιτιμᾶτε καί τόν κατηγορεῖτε ὡς βλάσφημον, ἐπειδή σᾶς εἶπε τήν ἀλήθειαν, ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Πατήρ αὐτοῦ τόν ἔστειλεν εἰς τόν κόσμον. Δι' αὐτό, «εἰ οὐ ποιῷ τά ἔργα τοῦ Πατρός μου, μή πιστεύσητέ μοι· εἰ δέ ποιῷ, κἄν ἐμοί μή πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε· ἵνα γνῶτε καί πιστεύσητε, ὅτι ἐν ἐμοί ὁ Πατήρ, κἀγώ ἐν Αὐτῷ». Καί πάλιν μέ τά λόγια αὐτά ἐξηγριώθησαν καί ἤθελον νά τόν συλλάβουν, ἀλλά ὁ 'Ιησοῦς διέφυγεν ἀπό τά χέρια των, καί ἀνεχώρησε πέραν τοῦ 'Ιορδάνου, ὅπου πρότερον ἐβάπτιζεν ο 'Ιωάννης, διά νά τούς ὑπενθυμίσῃ, ὅτι ὅσα ἐκεῖνος εἶχε εἰπεῖ περί τοῦ 'Ιησοῦ, ἦσαν ἀληθῆ. Τότε τόν ἠκολούθησαν πολλοί καί ἐνθυμηθέντες τήν μαρτυρίαν τοῦ 'Ιωάννου, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.

῞Οταν ὡμίλει περί σπουδαίων καί δογματικῶν θεμάτων ὁ 'Ιησοῦς, καί ἐξαγριώνοντο οἱ 'Ιουδαῖοι, ἐσυνήθιζε νά ἀναχωρῇ ἐκεῖθεν, διά νά καθησυχάζῃ τό πάθος των μέ τήν ἀπουσίαν του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ !

  «*Ην δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπό Βηθανίας, ἐκ κώμης Μαρίας καί Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς».

῾Ο 'Ιησοῦς εὑρίσκετο πέραν τοῦ 'Ιορδάνου, ἔρχονται ἀπεσταλμένοι ἐκ μέρους τῆς Μαρίας καί Μάρθας ἀπό τήν Βηθανίαν καί τοῦ ἀνακοινώνουν, ὅτι ὁ φίλος του Λάζαρος ἀσθενεῖ.

῾Ο Εὐαγγελιστής δέν ἀναφέρει τυχαῖα καί τόν τόπον καταγωγῆς καί τάς ἀδελφάς τοῦ φίλου του Λαζάρου ὀνομαστικῶς, καί ἐξηγεῖ, «ἦν δέ Μαρία, ἡ ἀλείψασα τόν Κύριον μύρῳ, καί μάξασα τούς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξίν αὐτῆς· ἧς ὁ ἀδελφός Λάζαρος ἠσθένει», ἀλλά διά  νά δείξῃ ὅτι δέν ἐπρόκειτο περί αὐτῆς πού ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος καί ὁ Λουκᾶς, ἡ ὁποία ἦτο πόρνη. 'Ετούτη ἡ Μαρία ἦτο σεμνή καί σπουδαία, καί ἐφρόντιζε διά τήν ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ. Καί αἱ δύο ἀδελφαί ἠγάπησαν καί ἠγαπῶντο ὑπό τοῦ 'Ιησοῦ, ὅπως καί ὁ Λάζαρος. Διά τόν λόγον αὐτόν δέν ἐπῆγαν αἱ ἴδιαι ν' ἀνακοινώσουν εἰς τόν Χριστόν, ὅτι ὁ ἀδελφός τους ἀσθενεῖ, ἀλλά ἀπέστειλαν ἄλλους, λόγῳ τῆς μεγάλης οἰκειότητος καί τοῦ θάρρους πού εἶχον πρός τόν Χριστόν, καί ὄχι ἀπό περιφρόνησιν.

'Ηγάπων τόν Χριστόν, ἀλλά ἀκόμη δέν εἶχον συνειδητοποιήσει ποῖος ἀκριβῶς εἶναι, καί τόν ἐπρόσεχον ὡς ἄνθρωπον σπουδαῖον καί ἐξαίρετον. Διά νά ἀποσπάσουν δέ τήν εὐσπλαχνίαν του, δέν τοῦ παραγγέλλουν ὅτι ὁ Λάζαρος ἀσθενεῖ, ἀλλά «ἴδε, ὅν φιλεῖς, ἀσθενεῖ». 'Ακούσας ὁ 'Ιησοῦς, ὅτι ὁ φίλος του Λάζαρος ἀσθενεῖ, δέν ἀνησύχησεν, ἀλλά εἶπεν εἰς τούς ἀπεσταλμένους. «Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρός θάνατον, ἀλλ' ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς».

Αὐτό τό εἶπε διά νά δείξῃ ὅτι ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί ἡ ἰδική του, εἶναι μία. Πᾳραγγέλλει αὐτά εἰς τάς ἀδελφάς διά νά τάς καθησυχάσῃ, ἐπειδή τάς ἠγάπα καθώς καί τόν Λάζαρον, διότι αὐτός, «ἔμεινεν ἐν (ῖ) ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας».Τοῦτο τό ἔκαμε διά νά περάσῃ τόσος χρόνος, νά ἀποθάνῃ ὁ Λάζαρος καί νά ταφῇ, διά  νά  μή ὑπάρχῃ καμμία ἀμφιβολία περί τῶν ἐπακολουθησάντων, ὅτι δηλαδή τόν ἀνέστησε πρίν ἀποθάνει εὑρισκόμενον εἰς μίαν ἀτονίαν ἤ νεκροφάνειαν, ἀλλά νά ὑπάρχῃ πραγματικά θάνατος, ταφή καί δυσωσμία.

'Αφοῦ ἐπέρασαν αἱ δύο ἡμέραι, ἐν τῷ μεταξύ ὁ Λάζαρος εἶχεν ἀποθάνει, λέγει ὁ 'Ιησοῦς εἰς τούς μαθητάς του, «ἄγωμεν εἰς τήν 'Ιουδαίαν πάλιν». Οἱ μαθηταί, ὅταν ἤκουσαν ὅτι θέλῃ νά ὑπάγῃ πάλιν εἰς τήν 'Ιουδαίαν, ἐθορυβήθησαν ἀπό ἐνδιαφέρον πρός τόν διδάσκαλόν των, ἀλλά καί ἀπό τόν φόβον διά τόν ἑαυτόν των, διότι ἀκόμη δέν ἦσαν πνευματικά προητοιμασμένοι, τοῦ λέγουν· «Ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθᾶσαι οἱ 'Ιουδαῖοι, καί πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;»

Βλέπων ὁ 'Ιησους τήν ἀνησυχίαν τῶν μαθητῶν διά νά τούς ἐνθαρρύνῃ λέγει, «οὐχί δώδεκα εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει· ὅτι τό φῶς τοῦ κόσμου βλέπει. 'Εάν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει· ὅτι τό φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ».

Συγκεκαλυμμένα τούς ἐξηγεῖ, ὅτι ὅποιος περιπατεῖ εἰς τό φῶς, δηλαδή ὅποιος δέν νοιώθει διά τόν ἑαυτόν του τίποτε τό πονηρόν, δέν θά πάθῃ κακό καί θά εἶναι ἀσφαλής. 'Εκεῖνος ὅμως πού περιπατεῖ εἰς τό σκότος, δηλαδή πράττει ἔργα πονηρά, θά πάθῃ κακό. ῾Επομένως ἐμεῖς πού δέν ἐπράξαμε τίποτε τό πονηρόν, δέν πρέπει νά φοβούμεθα κανέναν. Καί ἀφοῦ τούς ἐνεθάρρυνε, τούς ἐξηγεῖ, ὅτι δέν ἐπρόκειτο νά ὑπάγουν εἰς τήν ῾Ιερουσαλήμ, πού ἤθελον νά τόν λιθάσουν, ἀλλά εἰς τήν Βηθανίαν, διότι τούς λέγει «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται, ἀλλά πορεύομαι, ἵνα ἐξυπνήσῳ αὐτόν».

Οἱ μαθηταί διά νά τόν ἐμποδίσουν νά ὑπάγῃ εἰς τήν 'Ιουδαίαν, προσπαθοῦν νά τοῦ δείξουν, ὅτι δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάβασίς του ἐκεῖ διότι τοῦ λέγουν, «Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται». ῞Οταν ὁ 'Ιησοῦς τούς, εἶπεν, ὅτι «ὁ Λάζαρος κεκοίμηται», ἐννοοῦσε τόν θάνατον τοῦ Λαζάρου, ἀλλά οἱ μαθηταί του δέν τό ἐννόησαν, ἐπειδή προηγουμένως εἶχεν εἰπεῖ, ὅτι «ἡ ἀσθένεια αὕτη οὐκ ἔστι πρός θάνατον», ἐνόμιζον ὅτι τούς ὡμίλει περί τοῦ φυσικοῦ ὕπνου, καί δι' αὐτό προσπαθοῦν νά τόν ἀποτρέψουν νά ὑπάγῃ εἰς τήν 'Ιουδαίαν, διότι ἀφοῦ ὁ Λάζαρος ἐκοιμήθηκε, ἡ ἀσθένειά του βελτιώθηκε, ἄρα καί θά θεραπευθῇ. Τότε ὁ 'Ιησοῦς τούς λέγει φανερά· «Λάζαρος ἀπέθανε· καί χαίρω δι' ὑμᾶς, (ἵνα πιστεύσητε), ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ' ἄγωμεν πρός ·αὐτόν». 'Αφοῦ πλέον τούς ἀπεκάλυψε τόν θάνατον  τοῦ φίλου των, δέν εἶχον τι ἄλλο νά προβάλουν διά νά τόν ἀποτρέψουν νά μεταβῇ ἐκεῖ, λέγει ὁ Θωμᾶς εἰς τούς λοιπούς, συγκλονιζόμενος ἀπό τόν φόβον περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους· «ἄγωμεν καί ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ».

'Ενῶ ὁ 'Ιησοῦς εὑρίσκετο εἰς τήν Γαλιλαίαν, εἰς τήν Βηθανίαν εἶχον ἔλθει πολλοί 'Ιουδαῖοι, διά νά παρηγορήσουν τάς ἀδελφάς τοῦ Λαζάρου, λόγῳ τῆς μικρᾶς ἀποστάσεως ἐκ τῶν ῾Ιεροσολήμων περί τά δέκα πέντε (15) στάδια.

῾Ο Εὐαγγελιστής ἀναφέρει τοῦτο διά νά βεβαιώσῃ, ὅτι ὁ Λάζαρος πράγματι εἶχεν ἀποθάνει, διότι ἀλλοιῶς πῶς θά ἐπαρηγόρουν τάς ἀδελφάς. Καίτοι αὗται ἠγαπῶντο ὑπό τοῦ Χριστοῦ καί διηκόνουν αὐτόν, καθ' ἥν στιγμήν οἱ ἄρχοντες εἶχον ἀποφασίσει, ὅποιος πιστεύσει εἰς τόν Χριστόν νά γίνῃ ἀποσυνάγωγος, εἶχον ἔλθει 'Ιουδαῖοι ἀπό τά ῾Ιεροσόλυμα, ἤ ἐξ αἰτίας τῆς συμφορᾶς ἤ ἐξετίμων τήν οἰκογένεια αὐτήν ἤ ἦσαν ἄνθρωποι χωρίς κακίαν, διότι λέγει. Μετά τό θαῦμα «πολλοί ἐπίστευσαν εἰς τόν 'Ιησοῦν». ῞Οταν ἔφθασεν ὁ 'Ιησοῦς εἰς τήν Βηθανίαν, ὁ Λάζαρος εἶχεν ἀποθάνει καί ταφεῖ πρό τεσσάρων ἡμερῶν. 'Απέθανε τήν ἡμέραν πού τοῦ ἀνηγγέλθη ἡ ἀσθένεια, παρέμεινεν ἐκεῖ ἄλλες δύο ἡμέρας, καί ὅταν ἔφθασεν ἐκεῖ, εὗρεν αὐτόν τεταρταῖον  εἰς τόν τάφον.

῞Οταν ἡ Μάρθα ἤκουσεν, ὅτι ἦλθεν ὁ Κύριος, μόνη της ἔσπευσεν εἰς προϋπάντησιν, διά νά τοῦ ἀναγγείλῃ τό γεγονός, ἐνῶ ἡ Μαρία εὑρίσκετο εἰς τό σπίτι παρηγορουμένη ὑπό τῶν 'Ιουδαίων. ῾Η Μάρθα ἠγάπα τόν 'Ιησοῦν καί εἶχεν ἀκούσει πολλά ἀπ' αὐτόν, ἀλλά ἀκόμη ἦτο πνευματικά ἀτελής, διότι ὅταν συνήντησε τόν 'Ιησοῦν τοῦ λέγει· «Κύριε, εἰ ἦς ᾧδε, ὁ ἀδελφός οὐκ ἄν ἐτεθνήσκει». Τοῦτο φαίνεται καί ἐκ τῶν ἐν συνεχείᾳ λόγων της· «ἀλλά καί νῦν οἶδα, ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσῃ τόν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός». Δέν εἶχε τήν πρέπουσαν γνώμην διά τόν 'Ιησοῦν, ὅτι εἶναι Θεός, ἀλλά ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ, θά ἔπρεπε  νά ζητήσῃ τήν βοήθειαν ἀπό τόν Πατέρα του. 'Εθεώρει αὐτόν ὡς ἐνάρετον καί διακεκριμμέμον ἄνθρωπον. Τοῦτο φαίνεται ἀπό τήν ὅλην στιχομυθίαν μέ τόν Χριστόν, διότι ὅταν αὐτός τῆς εἶπε, «ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου», αὐτή ἔσπευσε νά ἀπαντήσῃ, ἐπειδή εἶχεν ἀκούσει ἀπό τόν ἴδιον περί τῆς μελλούσης ζωῆς, «οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ», ὅταν δηλαδή ὁ Θεός θά ἀναστήσῃ ὅλους τούς νεκρούς διά νά κριθοῦν. ῞Οταν ὅμως τῆς ἔδωσε καλάς ἐλπίδας, καί διά νά κάνῃ σαφεστέραν τήν ἀξιοπιστίαν του, βεβαιώνοντας αὐτήν, τῆς λέγει, «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται, καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ, οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο;»

Τῆς φανερώνει, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀρχηγός τῶν ἀγαθῶν καί ἀπό αὐτόν πρέπει νά τά ζητᾷ ὅλα. ῾Η Μάρθα χωρίς δισταγμόν ὁμολογεῖ· «Ναί Κύριε· ἐγώ πεπίστευκα, ὅτι σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ εἰς τόν κόσμον ἐρχόμενος». χωρίς ὅμως νά ἐννοήσῃ τό νόημα τῶν λόγων τοῦ 'Ιησοῦ, δι' αὐτό καί δι' ἄλλο ἠρωτήθη, ἄν πιστεύῃ, ὅτι δηλαδή αὐτός εἶναι Θεός καί ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς, καί αὐτή ἄλλο ἀπήντησεν ὁμολογοῦσα αὐτόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως καί Θεόν. 'Αφοῦ εἶπεν αὐτά, ἔτρεξεν εἰς τό σπίτι καί ἐφώναξε τήν ἀδελφήν της Μαρίαν ἰδιαιτέρως καί τῆς λέγει, ὅτι ἦλθεν ὁ Κύριος, καί ὅτι τήν ζητεῖ. «῾Ο διδάσκαλος πάρεστι, καί φωνεῖ σε». ῾Η Μαρία ἀμέσως ἔτρεξεν εἰς προϋπάντησίν του, διότι μετά τήν ἀναχώρησιν τῆς Μάρθας, ὁ 'Ιησοῦς παρέμεινεν ἐκεῖ, «οὔπω δέ ἐληλύθει ὁ 'Ιησοῦς εἰς τήν κώμην· ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ, ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα»

'Επερίμενε νά τόν καλέσουν διά νά μή ὑπάγῃ μόνος του εἰς τό σπίτι χωρίς πρόσκλησιν καί δημιουργηθῇ καμμία ὑποψία διά τό γεγονός. ῎Αλλη μία ἐπιβεβαίωσις τοῦ θανάτου τοῦ Λαζάρου, ἦτο καί τό γεγονός, ὅτι οἱ 'Ιουδαῖοι οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο εἰς τό σπίτι τῆς Μαρίας, ὅταν αὐτή ἐσηκώθη καί ἔτρεξεν εἰς προϋπάντησιν τοῦ Κυρίου, χωρίς αὐτοί νά γνωρίζουν τήν αἰτίαν, ἀλλά ἐνόμιζον ὅτι θά μετέβαινεν εἰς τό μνῆμα  διά νά κλάψῃ, ἀπόδειξις τοῦ θανάτου, ἔτρεξαν καί αὐτοί ἀπό κοντά της εἰς τόν τόπον ὅπου εὑρίσκετο ὁ Χριστός, ἡ ὁποία ἔπεσεν εἰς τούς πόδας αὐτοῦ, καί τοῦ λέγει τά ἴδια πού εἶχεν εἰπεῖ καί ἡ Μάρθα. «Κύριε, εἰ ἦς (ῖ)δε, οὐκ ἄν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός». ῾Ο 'Ιησοῦς δέν εἶπε τίποτα εἰς τήν Μαρίαν, ὅπως ἔκαμεν εἰς τήν Μάρθαν, διά τό πλῆθος τῶν 'Ιουδαίων πού ἦλθον ἐκεῖ, καί δέν ἦτο κατάλληλος ὁ καιρός διά τέτοια λόγια. Μόνον μέ μεγάλην συγκατάβασιν δείχνει τήν ἀνθρωπίνην φύσιν του, διότι ὅταν εἶδε τήν Μαρίαν  καί τό πλῆθος κλαίοντας, «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καί ἐτάραξεν ἑαυτόν  καί εἶπεν· ποῦ τεθείκατε αὐτόν;»

Συνεκινήθη καί ἐδάκρυσε διά τό πάθος τῶν  ἀδελφῶν. 'Αφοῦ συνεκράτησε τήν ταραχήν του, ἤρεμα τούς ἐρώτησε ποῦ τόν ἔχουν ἐνταφιάσει;. ῾Η ἐρώτησις ἐγένετο ὄχι διά νά πληροφορηθῇ τόν τόπον τοῦ μνήματος, ἀλλά ἐπειδή τά ὅσα θά ἐπηκολούθουν θά ἦσαν θαυμαστά καί συνεπείᾳ αὐτῶν ἐπρόκειτο νά πιστεύσουν  πολλοί ἀπό τούς εὑρισκομένους 'Ιουδαίους, ἐπεθύμει νά ἔχῃ πολλούς μάρτυρας, καί νά ὠφεληθοῦν ἀπό τό μέγεθος τοῦ θαύματος, ἀλλά καί νά φανῇ, ὅτι ὅλα τά πληροφορεῖται ἀπό ἐκείνους, καί κατόπιν παρακλήσεως ἐκείνων κάνει τό θαῦμα, διά νά ἀφαιρέσῃ κάθε ὑποψίαν, ἐπειδή μεταξύ τοῦ πλήθους, ἦσαν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι τόν ἐμισοῦσαν.

῞Οταν τοῦ εἶπον νά τοῦ δείξουν τόν τόπον, «ἔρχου καί ἴδε», τότε ὁ 'Ιησοῦς ἐδάκρυσε. Βλέποντες αὐτόν νά δακρύζῃ ἐντυπωσιάσθησαν καί ἔλεγον μεταξύ των. «῎Ιδε, πῶς ἐφίλει αὐτόν». Μερικοί δέ ἔλεγον, «οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ, ποιεῖσαι ἵνα καί οὗτος μή ἀποθάνῃ;» Τοῦτο τό ἔλεγον ἀπό τόν φθόνον των, διότι μέχρι τότε ὁ 'Ιησοῦς, δέν εἶχεν εἰπεῖ τίποτα, ὅτι ἐπρόκειτο νά τόν ἀναστήσῃ, ἀλλά ἐπῆγεν εἰς τό μνῆμα, ὡσάν νά ἤθελε νά κλαύσῃ, διά τόν θάνατον τοῦ φίλου του Λαζάρου.

Μόλις ἔφθασεν είς τό μνῆμα, ὁ Εὐαγγελιστής, τονίζει μέ ἐπιμονήν λέγων. «῾Ο 'Ιησοῦς πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τό μνημεῖον».

'Αναφέρει τά δάκρυα καί τήν συγκίνησιν τοῦ 'Ιησοῦ, διά νά δείξῃ ὅτι πράγματι ἔφερε τήν ἰδικήν μας φύσιν, τό δέ μνῆμα τοῦ Λαζάρου ἦτο ἕν σπήλαιον καί ἡ εἴσοδός του «λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ».

Εἰς τάς πονηράς σκέψεις τῶν 'Ιουδαίων, ὁ 'Ιησοῦς δέν ἀπήντησε, διότι ἀμέσως τά ἔργα θά ἀπεστόμωνον αὐτούς, ἀλλά λέγει «ἄρατε τόν λίθον». Τοῦτο τό ἔκαμε διά νά εἶναι οἱ ἴδιοι αὐτόπται μάρτυρες τοῦ θαύματος καί διά νά ἀφαιρέσῃ κάθε ἀμφιβολίαν, ὅπως συνέβῃ μέ τόν τυφλόν, «εἶναι αὐτός», δέν «εἶναι αὐτός», ἀλλά καί διά νά μή θεωρήσουν αὐτό φάντασμα ἤ ὅτι βλέπουν ἄλλον ἀντί ἄλλου, δι' αὐτό ἦλθεν εἰς τό μνῆμα, ἤ μᾶλλον τόν ὁδήγησαν οἱ ἴδιοι, «ἔρχου καί ἴδε». ῎Αφησεν ὅλας τάς κινήσεις τάς ὁποίας ἠμποροῦσαν νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι, νά τά κάνουν οἱ ἴδιοι, καί δι' ὅλων τῶν αἰσθήσεών των νά εἶναι μάρτυρες, δηλαδή ἡ μετάβασις εἰς τό μνῆμα, ἡ ἄρσις τοῦ λίθου, ἐν συνεχείᾳ ἡ λύσις ἀπό τά δεσμά τοῦ σπαργανωμένου νεκροῦ, ἡ δυσωσμία, ἡ ἀναγνώρισις αὐτοῦ ὑπό τῶν ἀδελφῶν καί φίλων. ῞Ολα αὐτά ἦσαν ἱκανά νά ἀποστομώσουν τούς ἀγνώμονας, μέ τό νά γίνουν οἱ ἴδιοι μάρτυρες καί τό θαῦμα ἀδιάψευστο.

῞Οταν ὁ 'Ιησοῦς ἔδωσεν ἐντολήν νά σηκώσουν τόν λίθον τῆς εἰσόδου, ἡ Μάρθα πάλιν φανερώνει, ὅτι δέν εἶχεν ἐννοήσει ὅσα τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅταν τήν συνήντησε. Καί ἐπειδή ἐθεώρη ἀδύνατον τό πρᾶγμα ἐξ αἰτίας τοῦ χρόνου, καί ἦτο παράξενο ν' ἀναστηθῇ νεκρός τετραήμερος, τοῦ λέγει· «Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι». Τότε ὁ 'Ιησοῦς ὑπενθυμίζει εἰς αὐτήν ὅσα τῆς εἶχεν εἰπεῖ, καί εἴτε ἐπιτιμῶν αὐτήν ὡς νά τά εἶχε λησμονήσει, εἴτε διά νά μή ἐκπλήξῃ τούς παρευρισκομένους, μέ ἡρεμίαν τῆς λέγει. «Οὐκ εἶπόν σοι, ὅτι ἐάν πιστεύσῃς, ὄψει τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ;». Καί ἐσήκωσαν τόν λίθον τοῦ μνήματος ὅπου εὑρίσκετο τό νεκρόν σῶμα τοῦ Λαζάρου.

Εἰς τούς λόγους καί ἐνεργείας του ὁ 'Ιησοῦς, σπανίως ἀναφέρεται καί ἐνεργεῖ μέ ὑψηλά καί μεγάλα νοήματα, ἐνῶ τά ταπεινά καί ἀσήμαντα καταπλημμυρίζουν τούς λόγους του, ἐπειδή αὐτά συγκινοῦσαν περισσότερον, καί τά ἐπανελάμβανε συνεχῶς διά νά ἠμπορέσουν ὅσοι ἐξηκολούθουν νά ζοῦν εἰς τήν ταπεινότητα, νά τόν πλησιάσουν, ἐφ' ὅσον τά ὑψηλά διδάγματα δέν ἀντελαμβάνοντο. ῾Οσάκις τούς ἔλεγεν αὐτά ἐσκανδαλίζοντο, τόν ἐβλασφήμουν, τόν ἐλιθοβόλουν καί τόν ἐγκατέλειπον. ῞Οταν τούς ὡμιλοῦσε ταπεινά καί ἀνθρώπινα τόν ἐπίστευον, «καί πολλοί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν». 'Εξ αἰτίας λοιπόν τῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας τῶν ἀκροατῶν, οἱ ὁποῖοι δέν παρεδέχοντο τήν ἰσοτιμίαν τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα, καί ἐπειδή ἐπρόκειτο νά γίνῃ κάτι τό ἐξαίσιο καί ὑπέρ τῶν δυνάμεων, καί διά νά μή θεωρηθῇ ὅτι τό γεγονός θά γίνῃ μέ μαγείας ἤ φανταστικῶς, δι' αὐτό ἀφοῦ ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν Οὐρανόν καί προσευχήθη, ὄχι διότι εἶχεν ἀνάγκην τῆς προσευχῆς, ἀλλά διά  νά μή σκανδαλίσῃ τούς 'Ιουδαίους, καί νά μᾶς διδάξῃ, ὅτι πρέπει, ὅ,τι κάνωμε νά τό κάνωμε μέ προσευχή, λέγων· «Πάτερ εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου, ἐγώ δέ ἤδειν ὅτι πάντοτε μέ ἀκούεις».

 'Επικαλούμενος τόν Πατέρα, μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι δέν ἐνεργεῖ τίποτα ἀντίθετον ἤ παρά τήν θέλησιν τοῦ Πατρός. Διά νά μή θεωρήσουν ὅμως, ὅτι ὅταν θέλῃ νά κάνῃ κάτι τό σπουδαῖον ἐπικαλεῖται τήν βοήθειαν τοῦ Πατρός, προσθέτει· «ἀλλά διά τόν ὄχλον τόν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν, ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας».

Καί ἀμέσως ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, μέ ἔργα τούς ἔδειξε τήν θεϊκήν του δύναμιν καί ἐξουσίαν, καθώς εἴχεν εἴπει προηγουμένως εἰς τήν Μάρθα, «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή». Αὐθεντικῶς ὡς κύριος τῆς ζωῆς, μέ μεγάλην φωνήν, δέν λέγει ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός  ἤ Πάτερ ἀνάστησον αὐτόν, ἀλλά «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω».

'Αμέσως ἐφάνη ἡ θεϊκή του δύναμις καί ἐξουσία, διότι ὡς Θεός συνωμίλησε μέ τόν νεκρόν ὡς νά ἦτο ζῶν, διά νά ἐπιβεβαιώσῃ καί αὐτά πού προηγουμένως εἶχεν εἴπει, «ἔρχεται ὥρα καθ' ἥν οἱ νεκροί θ' ἀκούσουν τήν φωνήν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί θά ζήσουν αὐτοί πού θά τήν ἀκούσουν».  Μέ τήν προσταγήν ὁ νεκρός ὑπήκουσε, «καί ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκώς, δεδεμένος τούς πόδας καί τάς χεῖρας κειρίαις· καί ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο».

Διά νά μή θεωρηθῇ ὅτι ἐπρόκειτο περί φαντάσματος, καί πεισθοῦν ἐκεῖνοι πού τόν ἐνταφίασαν, ἐγγίζοντες αὐτόν καί ἐρχόμενοι πλησίον του νά διαπιστώσουν, ὅτι πράγματι εἶναι ἐκεῖνος, δίδει ἐντολήν «λύσατε αὐτόν καί ἄφετε ὑπάγειν»

Μετά τό ἐξαίσιο αὐτό θαῦμα ἄλλοι μέν πού οἱ περί τήν Μάρθαν καί Μαρίαν ἐθαύμαζον καί ἐπίστευσαν, ἄλλοι δέ πλέον φανατικοί, ἔσπευσαν εἰς ῾Ιεροσόλυμα, καί ἀνήγγειλον εἰς τούς 'Αρχιερεῖς τά ὅσα ὁ 'Ιησοῦς ἐποίησεν.

Κατακυριευμένοι τότε οἱ 'Αρχιερεῖς ἀπό τόν φθόνον, ἐνῶ θ·ά ἔπρεπε νά θαυμάσουν καί νά πιστεύσουν, συνέδριον συνέστησαν καί διερωτῶντο μεταξύ των τί νά κάνουν, «ὅτι οὗτος ὁ ἀνθρωπος πολλά σημεῖα ποιεῖ». Καί ἐπειδή δέν εἶχον ἀφορμήν νά τόν κατηγορήσουν δι' ἄλλο τι, προσεπάθησαν νά διεγείρουν τόν λαόν, ὅτι τάχα πρόκειται νά κινδυνεύσουν, μέ τήν σκέψιν ὅτι ὁ 'Ιησοῦς θά ἐγκαταστήσῃ τυραννικόν καθεστώς. «'Εάν ἀφῶμεν αὐτόν οὕτω, πάντες πιστεύσωσιν  εἰς αὐτόν· καί ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι, καί ἀροῦσιν ἡμῶν καί τόν τόπον καί τό ἔθνος».

῾Ο φόβος τῶν 'Αρχιερέων, ἦτο μήπως πιστεύσουν ὅλοι εἰς τόν Χριστόν, καί ἐπειδή τό θαῦμα ἦτο ἀκόμα νωπόν καί ἡ ἐντύπωσις μεγάλη, δέν ἠμποροῦσαν νά τό διαβάλουν, δι' αὐτό ἐσοφίσθησαν δῆθεν τόν κίνδυνον τοῦ τόπου καί τοῦ ἔθνους ἐκ μέρους τῶν Ρωμαίων, κατηγοροῦντες τόν 'Ιησοῦν ὡς ἀποστάτην. Θορυβηθέντες λοπόν μήπως πιστεύσουν ὅλοι εἰς αὐτόν, καί αὐτό γίνῃ αἰτία νά καταλάβουν τήν πόλιν οἱ Ρωμαῖοι, ἤθελαν μέν νά τόν φονεύσουν, ἀλλά δέν τό ἀπεφάσιζαν καί διερωτῶντο τί νά κάνουν, διά νά ἀποφύγουν καί τά δύο, δηλαδή καί νά μή πιστεύσουν εἰς αὐτόν, ἀλλά καί νά μή διατρέξουν κίνδυνον ἀπό τούς Ρωμαίους, ὁπότε ὁ πλέον ἀναίσχυντος ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Καϊάφας 'Αρχιερεύς τό ἔτος ἐκεῖνο, ὡσάν νά τούς ἐχλεύαζε τούς λέγει ἀνεπιφύλακτα. «῾Υμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν· οὐδέ διαλογίζεσθε ὅτι συμφέρῃ ἡμῖν, ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπέρ τοῦ λαοῦ, καί μή ὅλον τό ἔθνος ἀπόληται».

῾Ως 'Αρχιερεύς ὁ Καϊάφας, ἄν καί ἀνάξιος τῆς ἀρχιερωσύνης του, χωρίς νά γνωρίζῃ αὐτό πού ἔλεγεν, ἐπειδή ἡ χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος  ἐφώτισε τόν νοῦν του, ὄχι ὄμως καί νά ἐγγίσῃ καί τήν μιαράν του καρδίαν, ἐπροφήτευσε τά μέλλοντα, ὅτι δηλαδή ὁ θάνατος τοῦ 'Ιησοῦ, θά ἦτο συμφέρον καί σωτηρία, ὄχι μόνον τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, καί θά ἑνώσῃ ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ὑπό ἕναν ποιμένα. «'Απ' ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας συνεβουλεύσαντο, ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν».

'Επειδή ὅμως δέν εἶχεν ἔλθει ἀκόμα ἡ ὥρα καί ἡ ἀπόφασις τοῦ συνεδρίου ἦτο ὁριστική καί ἀμετάκλητος, «ὁ 'Ιησοῦς οὖν οὐκέτι παρρησίᾳ περιεπάτει ἐν τοῖς 'Ιουδαίοις, ἀλλ' ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς τήν χώραν ἐγγύς τῆς ἐρήμου, εἰς 'Εφραῒμ λεγομένην πόλιν· κἀκεῖ διέτριβε μετά τῶν μαθητῶν αὐτοῦ».

῎Αλλοτε ὅταν ἔφευγεν εἰς τήν ἔρημον τόν ἠκολούθουν πολλοί, ἐνῶ τώρα ἔμεινε μόνον μέ τούς μαθητάς  του, ἐπειδή «῏Ην δέ ἐγγύς τό Πάσχα τῶν 'Ιουδαίων· καί ἀνέβησαν πολλοί εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἐκ τῆς χώρας πρό τοῦ Πάσχα, ἵνα ἁγνίσωσιν  ἑαυτούς».'Ενῶ ἑτοιμάζοντο νά ἐξαγνισθοῦν κατά τήν ἑορτήν τοῦ Πάσχα, ἐσχεδίαζον μέ αἱμοβόρον πρόθεσιν καί σκέψιν, ἀνθρωποκτονίαν.

'Επειδή ὁ 'Ιησοῦς δέν ἐφάνη νά μεταβῇ διά τήν ἑορτήν εἰς τά ῾Ιεροσόλυμα, ὁ λαός ἐζήτει αὐτόν καί ἔλεγον μεταξύ των, «τί δοκεῖ ὑμῖν, ὅτι οὐ μή ἔλθῃ εἰς τήν ἑορτήν;». Τότε οἱ 'Αρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ἔδωσαν ἐντολήν, «ἵνα ἐάν τις γνῶ ποῦ ἔστι, μηνύσει, ὅπως πιάσωσιν αὐτόν».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ!

῞Εξ ἡμέρας πρό τοῦ Πάσχα, ὁ 'Ιησοῦς ἀπό τήν πόλιν 'Εφραῒμ πού εὑρίσκετο, μετέβη εἰς τήν Βηθανίαν, εἰς τήν οἰκίαν τοῦ ὑπ' αὐτοῦ ἀναστηθέντος Λαζάρου, ὁ ὁποῖος τόν ἐδεξιώθη καί συνεκάθητο μετ' αὐτοῦ εἰς τήν τράπεζαν. Τοῦτο τό ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής διά νά φανῇ ὅτι πράγματι ἀνέστη ὁ Λάζαρος καί δέν ἦτο φαντασία. Αἱ ἀδελφαί τοῦ Λαζάρου, ἡ μέν Μάρθα διηκόνει τόν 'Ιησοῦν, ἡ δέ Μαρία, ὡς πνευματικωτέρα τῆς Μάρθας, καί πιστωτέρα μαθήτρια, παρεκάθητο εἰς τούς πόδας του καί ἀποδίδει τιμήν εἰς αὐτόν, ἐπειδή δέν τόν θεωρεῖ πλέον ὡς ἄνθρωπον μετά τήν ἀνάστασιν τοῦ ἀδελφοῦ της, ἀλλά ὡς Θεόν, διότι καί τό πολύτιμον μύρον πού ἔχυσεν εἰς τούς πόδας του καί τά ἐξέμαξε μέ τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς της, δηλώνει ὅτι δέν εἶχε τήν ἰδίαν γνώμην μέ τούς πολλούς πού τόν ἐθεώρουν ἁπλόν ἄνθρωπον.

῞Οταν συνεπείᾳ τούτου ἕνας μαθητής ὁ 'Ιούδας ὁ 'Ισκαριώτης, μέ τό πρόσχημα δῆθεν τῆς εὐλαβείας, ἐπετίμησε τόν 'Ιησοῦν λέγων· «διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων, καί ἐδόθη πτωχοῖς;», ὁ ὁποῖος δέν ἐνδιεφέρετο διά τούς πτωχούς, ἀλλά ἐπειδή ἐκράτει τό ταμεῖον, καί ὅπως σημειώνει ὁ  Εὐαγγελιστής, ἦτο κλέπτης, ὁ 'Ιησοῦς δέν τόν ἤλεγξε δι' αὐτό πού εἶπε διά τήν γυναῖκα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας του νά κλέπτῃ, καίτοι ἐγνώριζε τοῦτο, καί ὅτι θά τόν ἐπρόδιδεν, ἐπειδή ἤθελεν ἀπό φιλανθρωπίαν νά τόν ἐπαναφέρῃ εἰς τόν ὀρθόν δρόμον, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτόν ἔμμεσα τήν δολίαν σκέψιν του νά τόν προδώσῃ, μέ ἡρεμία τοῦ λέγει. «῎Αφες αὐτήν· εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τούς πτωχούς γάρ πάντοτε ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμέ δέ οὐ πάντοτε ἔχετε». Μέ κάθε τρόπον τοῦ ὑπενθύμιζε τόν θάνατόν του, διά τόν ὁποῖον αὐτός θά ἔπαιζε πρωτεύοντα ρόλον.

'Επειδή ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου, ἦτο ἕνα θαῦμα παράδοξον, καί ἐγένετο παρουσίᾳ πολλῶν, εἶχε συγκινήσει καί καταπλήξει τοὐλάχιστον τόν ὄχλον, διότι οἱ ἄρχοντες ἐμαίνοντο δι' αὐτό, πολλοί ἀπό τούς 'Ιουδαίους, «ἔγνω οὖν ὄχλος πολύς ἐκ τῶν 'Ιουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι· καί ἦλθον οὐ διά τόν 'Ιησοῦν μόνον, ἀλλ' ἵνα καί τόν Λάζαρον ἴδωσιν, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν».

῎Αφησαν τήν ἑορτήν καί μετέβησαν εἰς τήν Βηθανίαν διά νά ἴδουν τόν ΄Ιησοῦν, ἀλλά καί τόν ἀναστηθέντα Λάζαρον.

Τό γεγονός αὐτό ἐξαγρίωνε περισσότερον τούς ἄρχοντας, καί ἐπειδή δέν εἶχον αἰτίαν νά τόν κατηγορήσουν διά τίποτα, οὔτε νά εἴπουν ὅτι ἀντιτίθεται πρός τόν Πατέρα, διότι ἡ προσευχή καί ἡ ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατρός τούς ἀπεστόμωνε, δι' αὐτό προχωροῦν πρός τόν φόνον, καί ἐπειδή ἡ παρουσία τοῦ Λαζάρου, πρώην τετραημέρου νεκροῦ προσείλκυε πολλούς 'Ιουδαίους καί ἐπίστευον εἰς τόν Χριστόν, στρέφουν τήν προσπάθειάν των καί ἐναντίον τοῦ Λαζάρου, διότι «ἐβουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς, ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι' αὐτόν ὑπῆγον τῶν 'Ιουδαίων, καί ἐπίστευον εἰς τόν 'Ιησοῦν». 'Εν τῷ μεταξύ ὁ ὄχλος κατάπληκτος ἀπό τό παράδοξον θαῦμα, ἔτρεχεν εἰς τήν Βηθανίαν πρός προϋπάντησιν τοῦ 'Ιησοῦ, ὅταν ἐπληροφορήθη ὅτι ἔρχεται εἰς 'Ιεροσόλυμα, καί ἀφοῦ «ἔλαβον τά βαῒα τῶν φοινίκων, καί ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον· ῾Ωσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ  βασιλεύς τοῦ 'Ισραήλ».

῾Ο δέ 'Ιησοῦς, λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, ἐκάθητο ἐπί πώλου ὄνου καί θριαμβευτικά ἐβάδιζε πρός τά ῾Ιεροσόλυμα. Τοῦτο τό ἔκαμε διά δύο λόγους. Πρῶτον διά νά ἐπαληθεύσῃ προφητεία ἡ λέγουσα· «μή φοβοῦ θύγατερ Σιών· ἰδού, ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου», καί δεύτερον, διετύπωσε προφητείαν, ἡ ὁποία θά ἐξεπληροῦτο εἰς τό μέλλον, διότι τό νά καθίσῃ ἐπάνω εἰς ὄνον ἐσήμαινεν ὅτι ἐπρόκειτο νά θέσῃ ὑπό τήν ἐξουσίαν του τό ἀκάθαρτον γένος τῶν ἐθνικῶν. Αὐτά οἱ μαθηταί του τά ἐγνώριζον, ἀλλά δέν ἐγνώριζον ὅτι ἔχουν γραφεῖ δι' αὐτόν. ῾Ο 'Ιησοῦς δέν τούς τά ἐφανέρωσεν ὅλα, λόγῳ τοῦ ὅτι τά νοήματα ἦσαν ἀνώτερα ἀπό τήν πνευματικήν ἱκανότητά των διά νά τά συλλάβουν. Αὐτοί ἐσκέπτοντο ἀκόμη πολύ χαμηλά, νομίζοντες περί ἐπιγείου βασιλείας.

῾Η συρροή τοῦ πλήθους νά προηγῆται καί ν' ἀκολουθῇ τόν 'Ιησοῦν ἐν ἀλαλαγμῷ, καί νά ὁμολογῇ ὅτι ἔρχεται ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου, ἐπεβεβαίωνε καί πάλιν τό παράδοξο θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, τό ὁποῖον εἶχε καταπλήξει καί συγκινήσει πολλούς, ὥστε νά μεταβάλουν γνώμην καί νά πιστεύσουν εἰς τόν Χριστόν. Τοῦτο ὅμως ἀνησύχησε τούς ἀρχιερεῖς καί Φαρισαίους, καί ἔλεγον μεταξύ των «θεωρεῖτε, ὅτι οὐκ ὠφελεῖται οὐδέν; ῎Ιδε, ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν», δι' αὐτό ἔλαβον πλέον ὁριστικήν ἀπόφασιν νά τόν φονεύσουν.

Μεταξύ τῶν προσκυνητῶν εἰς τήν ἑορτήν ἦσαν καί μερικοί ἕλληνες σχεδόν προσήλυτοι, καί ὅταν ἔμαθον ὅτι ἔρχεται ὁ 'Ιησοῦς, ἐπλησίασαν τόν Φίλιππον καί τοῦ ἐζήτουν νά τόν ἰδοῦν. ῾Ο Φίλιππος ἔρχεται πρός τόν 'Ανδρέα, ἐπειδή προηγεῖτο αὐτός, καί ἀνακοινώνει τήν ἐπιθυμίαν τῶν ἐθνικῶν. 'Αλλά καί αὐτός διστάζει, ἐπειδή εἶχεν ἀκούσει ἀπό τόν Κύριον «μή μεταβῆτε πρός τούς ἐθνικούς», διά  νά ἀφαιρέσῃ ἀπό τούς 'Ιουδαίους κάθε πρόφασιν ἀγνωμοσύνης καί νά ἰσχυρισθοῦν, ὅτι δέν σέ ἀκολουθήσαμε, διότι μᾶς ἐγκατέλειψες καί ἐπῆγες εἰς τούς ἐθνικούς. 'Αφοῦ ὅμως τό ἐσυζήτησαν καί οἱ δύο μαζί, τό ἀναφέρουν εἰς τόν διδάσκαλόν των. ῾Ο 'Ιησοῦς, ὅταν ἤκουσεν ὅτι τόν ἐζήτουν οἱ ἐθνικοί νά ἰδοῦν, δέν ἐπέπληξε τούς μαθητάς, οὔτε καί ἠρνήθη, ἀλλά τούς λέγει· «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου. 'Αμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν· ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνον μένει· ἐάν δέ ἀποθάνῃ, πολύν καρπόν φέρει». Αὐτό τό εἶπεν, ἐπειδή οἱ 'Ιουδαῖοι μέ τά ἔργα των, τόν ἀπεμάκρυνον καί τελικά τόν ἐθανάτωσαν, τότε καί αὐτός ἀπεφάσισε νά τούς ἀφήσῃ, ἐφ' ὅσον  μόνοι τους ἔφυγον ἀπ' αὐτόν, καί ἐπρόκειτο νά στείλῃ τούς μαθητάς του εἰς τά ἔθνη νά κηρύξουν, διότι μέχρι τῆς Σταυρώσεώς του τούς εἶχεν εἰπεῖ, «εἰς τά ἔθνη μή μεταβῆτε», τώρα ὅμως πού βλέπει τούς ἐθνικούς νά προσέρχωνται πρός αὐτόν πρίν μεταβοῦν οἱ μαθηταί πρός αὐτούς, ἀφοῦ αὐτοί διά τούς ὁποίους ἀπεστάλη ἀπεμακρύνθησαν καί οἱ ἐθνικοί προσέρχονται μόνοι τους, καιρός εἶναι πλέον νά τελειώσῳ τήν ἀποστολήν μου διά τοῦ ἑκουσίου καί σωτηρίου Σταυρικοῦ θανάτου, διότι τήν Σταύρωσίν του ἐννοεῖ μέ τό  «ἐάν ὁ κόκκος τοῦ σίτου πέσῃ εἰς τήν γῆν». ῞Οπως δηλαδή ὁ σῖτος ὅταν σπαρῇ εἰς τήν γῆν, φέρει πολύν καρπόν, ἔτσι καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου θά φέρῃ πολύ καρπόν, διότι μετά ἀπό αὐτόν θά προσέλθουν πολλοί, θα αὐξηθῇ τό κήρυγμα καί θα πιστεύσουν.

'Αφοῦ  τούς ὡμίλησε συγκεκαλυμμένα περί τοῦ Σταυρικοῦ του θανάτου, θέλων νά μᾶς ἐλευθερώσῃ από τά δεσμά τῆς ὕλης καί ἀνεβάσῃ εἰς ὑψηλώτερα πνευματικά ἐπίπεδα, λέγει· «ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσῃ αὐτήν· καί ὁ μισῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ, ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξῃ αὐτήν». Οὐδείς πρέπει νά μισήσῃ τή ψυχήν του, ἀλλά νά τήν ἀγαπᾷ, διότι εἶναι ἀθάνατος καί εἰκών τοῦ Θεοῦ. Μέ τά λόγια αὐτά ὁ 'Ιησοῦς ἐννοεῖ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τάς παραλόγους ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς, αἱ ὁποῖαι ὁδηγοῦν εἰς τήν ἀπώλειαν αὐτῆς, δι' αὐτό εἶπεν «ὁ ἀγαπῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ, ἀπωλέσῃ αὐτήν», ἐνῶ ἐκεῖνος πού μισεῖ ὄχι τήν ψυχήν, ἀλλά τάς παραλόγους ἐπιθυμίας αὐτῆς καί δέν ὑποχωρεῖ εἰς τά προστάγματά της τά ὁποῖα εἶναι ἀντίθετα πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά τήν σώσῃ καί θά τήν διαφυλλάξῃ εἰς ζωήν αἰώνιον. Χρησιμοποιεῖ τήν λέξιν «μισεῖ» διά νά δείξῃ τήν βαρύτητα, σοβαρότητα καί ἀπέχθεια τῶν παραλόγων ἐπιθυμιῶν μας, αἱ ὁποῖαι ὁδηγοῦν εἰς τόν αἰώνιον πνευματικόν θάνατον.

Διά νά καταπαύσῃ τόν φόβον, δίδει καλάς ἐλπίδας λέγων· «ἐάν ἐμοί διακονῇ τις, ἐμοί ἀκαλουθήτω», ἐννοεῖ τόν θάνατόν του καί ἀπαιτεῖ νά τόν ἀκολουθῇ ὁ διακονῶν αὐτόν, μέ τά καλά του ἔργα καί τήν καλήν προαίρεσιν, διότι ἴδιον εἶναι τοῦ ὑπηρέτου νά ἀκολουθῇ τόν ὑπηρετούμενον. 'Εν συνεχείᾳ θέλων νά τούς δηλώσῃ καί τήν 'Ανάστασίν του, πάλιν συγκεκαλυμμένα τούς λέγει καί τό εὐχάριστον· «καί ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται», δηλαδή εἰς τόν Οὐρανόν, ἐφ' ὅσον μετά τόν θάνατον ὁ διακονούμενος ἀνεστήθη καί ἀνελήφθη εἰς τούς Οὐρανούς, θά πρέπει καί ὁ διακονῶν νά εἶναι ἐκεῖ μαζί του, ἐφ' ὅσον θελήσει νά τόν ἀκολουθήσῃ μέ τά καλά του ἔργα. Καί συνεχίζων, παρουσιάζει εἰς τούς ἀκολουθοῦντας αὐτόν καί τά ἔπαθλά των, λέγων· «καί ἐάν τις ἐμοί διακονῇ, τιμήσῃ αὐτόν ὁ Πατήρ».

Μᾶς φανερώνει μέ τά λόγια αὐτά καί τά ὠφέλη πού θά λάβωμεν ἀπό τόν Πατέρα ἀφοῦ θά μᾶς ἀγαπήσῃ, ἀλλά καί ὅτι εἶναι γνήσιος Υἱός τοῦ Πατρός, ἐφ' ὅσον θά μᾶς δεχθῇ ὡς ὑπηρέτας γνησίου Υἱοῦ. 'Αφοῦ ἐφανέρωσε τήν Θεότητά του δέν παραλείπει νά μᾶς φανερώσῃ καί τήν ἀνθρωπίνην φύσιν του, λέγων· «νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται». Γνώρισμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἶναι νά ταράσσεται πρό τοῦ κινδύνου καί τοῦ πόνου, καί διά νά μή θεωρηθῇ, ὅτι ἄλλους προτρέπει νά τόν ἀκολουθήσουν μέχρι θανάτου, ἐνῶ ὁ ἴδιος εὑρίσκεται ἔξω ἀπό τούς ἀνθρωπίνους πόνους, ἐπειδή ἐπλησίαζεν ἡ ὥρα τοῦ πάθους του, ἀγωνιᾶ καί ταράσσεται ἡ ψυχή του, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ὅμως δέν παραιτεῖται ἀπό τόν θάνατον καί νά φύγῃ λόγῳ τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας του, ἀλλά ὑπομένει καί δέν ζητᾶ ἀπό τόν Πατέρα του ἀπαλλαγήν ἀπό τήν ὥραν αὐτήν, ἐπειδή τόν ἠνάγκαζεν ἡ ταραχή, ἀλλά λέγει τό ἀντίθετον «Πάτερ, δόξασόν σου τό ὄνομα». ῾Οδήγησέ με Πάτερ εἰς τό Σταυρικό, θάνατον, διότι αὐτό θά εἶναι δόξα δική σου, καί ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἴδιος θανατώνεται διά τήν ἀλήθειαν, καί μετά τόν θάνατόν του ὁ κόσμος θά ἐπιστρέψῃ εἰς τήν ἀλήθειαν, θά γνωρίσῃ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί θά τόν λατρεύσῃ. Φυσικά δέ μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν. Τότε ἐξ Οὐρανοῦ ἠκούσθη φωνή τοιαύτη, πού οἱ παρευρισκόμενοι, ἐπειδή δέν εἶχον τήν πνευματικήν ἱκανότητα νά καταλάβουν τό νόημα τῆς φωνῆς, ἐνόμισαν ὅτι ῎Αγγελος Κυρίου ὡμίλησεν ἤ ὅτι βροντή ἦτο. 'Εκ τοῦ τρόμου τῆς ψυχῆς των, καίτοι δέν ἐννόησαν τό νόημα τῆς φωνῆς, δέν ἠμποροῦσαν νά ἐρωτήσουν τί ἐσήμαινεν, ἄν καί ἡ φωνή ἦταν σαφής, λέγουσα· «καί ἐδόξασα, καί πάλιν δοξάσῳ». 'Εδόξασε τό ὄνομά του μέ τά τόσα θαυμάσια πού εἶχον λάβει χώραν μέχρι τότε, καί θά τόν ἐδόξαζε μέ τά ὅσα ἐν συνεχείᾳ θά συνέβαινον, δηλαδή μέ τό πάθος καί τήν 'Ανάστασίν του.

Βλέπων ὁ 'Ιησοῦς, ὅτι ἀκόμα δέν ἐπίστευσαν, ὅτι ἡ φωνή ἦτο ἐκ τοῦ Θεοῦ, καί ἐθεώρησαν ὅτι ῎Αγγελος ὡμίλησε πρός αὐτόν, διά νά τούς ἀντικρούσῃ αὐτό τό φρόνημα, προσθέτει· «οὐ δι' ἐμέ αὕτη ἡ φωνή γέγονεν, ἀλλά δι' ὑμᾶς», διά νά πεισθῆτε ὅτι ἐκεῖνος πού ἐξ αἰτίας του δοξάζεται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Καί διά νά τούς δείξῃ μέ ποῖον τρόπον τόν ἐδόξασε καί θά τόν  δοξάσῃ ὁ Πατήρ, τούς λέγει. «Νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τούτου· νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω». Θά γίνῃ κρίσις καί ἐκδίκησις, διότι τόν πρῶτον 'Αδάμ, καί δι' αὐτοῦ ὅλους, ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου τούς ὡδήγησεν εἰς τόν θάνατον διά τῆς ἁμαρτίας. Τόν δεύτερον 'Αδάμ, τόν Χριστόν, ὅμως ἀναμάρτητον, τόν ἐθανάτωσε καταφανῶς ἄδικα. Δι' αὐτό ὁ δίκαιος διά τοῦ ἀδίκου θανάτου του, θά καταστρέψῃ καί ἐξαφανίσῃ τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, διά τῆς ἐνδόξου αὐτοῦ 'Αναστάσεως, καί θά ἀπελευθερώσῃ ὅλους ὅσοι εἶχον ἀπ' αὐτούς καταδικασθεῖ εἰς θάνατον. 'Εν συνεχείᾳ τούς εἶπε μέ ποῖον  τρόπον θά πεθάνῃ.

«Κἀγώ, ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσῳ πρός ἑμαυτόν», ὅταν δηλαδή ὑψωθῶ εἰς τόν Σταυρόν. Δέν τούς ὡμίλησεν εὐθέως περί τῆς 'Αναστάσεώς του, διότι δέν θά τόν ἐπίστευον, ἀφοῦ θά τόν ἐθεώρουν νεκρόν ὡς ἁπλόν ἄνθρωπον, ἀλλά τούς λέγει, ὅταν ἀναβῷ εἰς τόν Σταυρόν, ὅλους δηλαδή καί τούς ἐθνικούς, θά προσελκύσῳ πρός ἐμένα, διότι τότε ὅλοι θά  πιστεύσουν εἰς ἐμένα καί τόν Πατέρα. Καί θά σᾶς προσελκύσῳ, ἀφοῦ πρῶτα, διά τοῦ θανάτου μου θά νικήσῳ τόν θάνατον. Τώρα ἐσεῖς δέν ἠμπορεῖτε μέ τήν ἰδικήν σας προσπάθεια νά προσέλθετε πρός ἐμέ, καί νά ξεφύγετε ἀπό τήν ἐξουσίαν τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου, διότι ἀκόμη εἶναι ἰσχυρός καί ἀνθίσταται. Μετά ὅμως ἀπό τόν θάνατόν μου καί τήν 'Ανάστασιν, πού θά καταστῇ ἀνίσχυρος καί θά συντριβῇ, τότε θά ἠμπορῆτε νά προσέρχεσθε πρός ἐμέ. Αὐτό τό εἶχε δηλώσει καί ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγε, «κανείς δέν μπορεῖ νά ἁρπάσῃ τά σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ, ἐάν πρῶτα δέν δέσῃ τόν ἰσχυρόν, καί τότε θά ἁρπάσῃ τά σκεύη του», διά νά φανερώσῃ τήν Θεότητα αὐτοῦ. Καί τότε θά ἔλθετε πρός ἐμέ ἀφοῦ νικήσῳ τόν ἰσχυρόν.

Τότε οἱ 'Ιουδαῖοι, ἄν καί ἐγνώριζον αὐτό πού τούς ἔλεγε ὁ 'Ιησοῦς, «ὅταν ὑψωθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου», διότι εἰς τόν Νόμον πολλάκις ἀναφέρεται ὁ θάνατος καί ἡ 'Ανάστασις, ἀλλά τό μῖσος των δέν τούς ἄφηνε νά τό παραδεχθοῦν, καί νομίζοντες ὅτι θά τόν ἀποστομώσουν καί θά ἀποδείξουν, ὅτι δέν εἶναι ὁ Χριστός, οἱ ἴδιοι παρά τήν θέλησίν των τό ὁμολογοῦν, λέγοντες «ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ Νόμου, ὅτι ὁ Χριστός μένῃ εἰς τόν αἰῶνα». 'Από τήν κακότητά των δέν εἶπον, ὅτι δέν παθαίνῃ τίποτα, ἀλλά μένει εἰς τόν αἰῶνα. 'Αλλά καί μέ αὐτό πάλιν ὁμολογοῦν τόν Χριστόν, διότι δέν ἔγινεν ἐμπόδιον διά τήν ἀθανασία τό πάθος του. 'Επειδή τούς εἶχεν ὁμιλήσει προηγουμένως περί τοῦ θανάτου του, ὅταν ἤκουσαν τό «ὑψωθῆναι» αὐτό ὑποπτεύθησαν, καί δι' αὐτό τοῦ εἶπον, ὅτι «ἐμεῖς γνωρίζομεν ἀπό τόν Νόμον, ὅτι ὁ Χριστός μένῃ εἰς τόν αἰῶνα». 'Αφοῦ ἐσύ λέγεις, ὅτι εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ, «πῶς σύ λέγεις, ὅτι δεῖ ὑψωθῆναι τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου;»

Βλέπων τήν κακίαν καί τό μῖσος των ὁ 'Ιησοῦς, διότι ἐνῶ ἐγνώριζον καί ὡμολόγουν τόν Χριστόν ἀθάνατον, δέν ἔπαυον νά ἐκφέρουν γνώμας, διά νά τούς ἀποστομώσῃ καί δείξῃ, ὅτι τό ἐπερχόμενο πάθος του, δέν θά τόν ἠμπόδιζε νά μείνῃ εἰς τόν αἰῶνα, τούς λέγει· «ἔτι μικρόν χρόνον τό φῶς μεθ' ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τό φῶς ἔχετε, ἵνα μή σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καί ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ, οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει», θέλων νά φανερώσῃ, ὅτι ὁ θάνατός του θά εἶναι ἀλλαγή καταστάσεως, ὅπως τό ὑλικό φῶς, ἀφοῦ χαθεῖ ἐπ' ὀλίγον πάλιν ἐμφανίζεται, ἔτσι καί ὁ Χριστός μετά τον θάνατον, μετ' ὀλίγον πάλιν θά ἐμφανισθῇ ὑπερλαμπρότερος διά νά φωτίζῃ εἰς τόν αἰῶνα.

Αὐτά τά ἔλεγε διά νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πίστιν. Μέ τήν λέξιν «χρόνος» ἐννοεῖ ὅλην τήν παροῦσα ζωή, καί ὄχι τόν χρόνον, δηλαδή μέχρι τόν Σταυρόν του, ἐφ' ὅσον καί μετά τόν Σταυρόν ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. Τούς καλεῖ νά περιπατήσουν εἰς τό ἀληθινό φῶς, τό φῶς τοῦ κόσμου, καί νά πιστεύσουν εἰς αὐτόν, πρίν τούς καταλάβῃ τό σκότος καί δέν γνωρίζουν ποῦ πηγαίνουν, ὅπως τώρα οἱ 'Ιουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐνόμιζον ὅτι βαδίζουν εἰς τό φῶς, τήν ὀρθήν ὁδόν, ἐνῶ ἐβάδιζον ἀντιθέτως εἰς τό σκότος, νομίζοντες ὅτι θά δικαιωθοῦν μέ τήν ἀκριβῆ τήρησιν τοῦ Νόμου, καί δέν ἐγνώριζον τί ἔκαμνον, σκοτισμένοι ἀπό τό μῖσος καί τόν φθόνον. Δι΄ αὐτό ἀκριβῶς τούς τονίζει, «ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γένησθε». 'Αφοῦ προηγουμένως τούς εἶχεν εἰπεῖ, ὅτι «ἐγώ εἰμι τό φῶς», τούς καλεῖ νά πιστεύσουν εἰς τό φῶς, εἰς αὐτόν τόν ἴδιον, διά νά γίνουν υἱοί τοῦ φωτός, υἱοί δικοί του. Τοῦτο τό εἶπε διά νά τούς δείξῃ, ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ εἶναι μία. Μετά ἀπό αὐτά πού τούς εἶπεν ἔφυγεν ἀπ' αὐτούς καί ἐκρύβη, διά νά καταπραΰνῃ τόν θυμόν καί τόν φθόνον τους, πού ἔβραζε, καί ἐδιψοῦσαν δι' αἷμα, ἄν καί δέν εἶπον τίποτα, ἀλλά ὁ 'Ιησοῦς τό ἐγνώριζε, καί διά μή προχωρήσουν εἰς τήν πονηράν πρᾶξιν των προτοῦ ἔλθῃ ἡ ὥρα τοῦ Σταυροῦ.

'Εν συνεχείᾳ ὁ Εὐαγγελιστής, παραλείπων νά κατονομάσῃ τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού εἶχε κάμει ὁ Χριστός, ἀρκεῖται ἀορίστως νά εἴπῃ· «τοσαῦτα δι' αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν, οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν», διά νά ἐκπληρωθῇ ἡ προφητεία τοῦ ῾Ησαῒου, λέγοντος «Κύριε τίς έπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καί ὁ βραχίων Κυρίου τίνα ἀπεκαλύφθη;»

Δέν ἠμποροῦσαν νά πιστεύσουν καί ἐζήτουν σημεῖα, καίτοι καθημερινῶς τούς ἔδειχνε, δι' αὐτό πάλιν λέγει ὁ προφήτης ῾Ησαῒας, «τετύφλωκεν αὐτῶν τούς ὀφθαλμούς, καί πεπώρωκεν αὐτῶν  τήν καρδίαν· ἵνα μή ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς, καί νοήσωσι τῇ καρδίᾳ, καί ἐπιστραφῶσι, καί ἰάσωμαι αὐτούς». ῾Η σκληροκαρδία καί ἀπιστία τῶν 'Ιουδαίων, δέν ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς προφητείας, ἀλλά ἡ προφητεία αἰτία τῆς ἀπιστίας των. Τό ἀναφέρει δέ ὁ Εὐαγγελιστής, διά νά παρουσιάσῃ διά πολλῶν τό ἀδιάψευστον τῆς Γραφῆς, ὅτι ὅσα ἐπροφητεύθησαν δέν συνέβησαν διαφορετικά, ἀλλά ὅπως προελέχθησαν. Τά εἶπε δέ αὐτά ὁ ῾Ησαῒας, ὅταν εἶδε τήν δόξαν τοῦ Πατρός, καί ὡμίλησε περί αὐτοῦ λέγων· «εἶδον τόν Κύριον καθήμενον ἐπί θρόνου ἐπηρμένου». ῾Ο προφήτης εἶδε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Εὐαγγελιστής ὁμιλεῖ περί τοῦ Υἱοῦ, καί ὁ 'Απόστολος Παῦλος περί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Ταῦτα ἐλέχθησαν, ὄχι διά νά συγχωνεύουν τάς ὑποστάσεις, ἀλλά διά νά δηλώσουν ὅτι μία εἶναι ἡ ἀξία τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς τριαδικῆς Θεότητος.

Τό πάθος τοῦ φόβου καί τῆς κενοδοξίας τῶν 'Ιουδαίων, καί εἰδικώτερα τῶν ἀρχόντων, τούς ἀπεμάκρυνε καί τούς ἀπέτρεψεν ἀπό τήν πίστιν εἰς τόν Χριστόν, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης των διά τήν δόξαν ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής «ὅμως μέντοι καί ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν· ἀλλά διά τούς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μή ἀποσυνάγωγοι γένωνται». Αὐτήν τήν κενοδοξίαν τούς τήν εἶχε δείξει καί ἄλλοτε, ὅταν τούς ὡμιλοῦσε περί πίστεως εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, «πῶς ἠμπορεῖτε ἐσεῖς νά πιστεύσετε, ἀφοῦ δέχεστε τιμάς ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, καί δέν ζητεῖτε τήν τιμήν πού προέρχεται ἀπό τόν Θεόν;» Οὕτως μέ τόν φόβον μή χάσουν τίς ἀνθρώπινες τιμές, ἀπεδείχθησαν ὅτι δέν ἦσαν ἄρχοντες, ἀλλά δοῦλοι καί μάλιστα ὑπό τήν χειροτέραν μορφήν δουλείας. Διά νά τούς ἐλευθερώσῃ λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν δουλείαν, ἐφώναξε δυνατά διά νά ἀκουσθῇ ἡ φωνή του εἰς τάς καρδίας ὅλων, λέγων «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, οὐ πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλά εἰς τόν πέμψαντά με». Τούς τονίζει τήν λέξιν «πέμψαντα», διά νά τούς ὑπενθυμίζῃ ἐκεῖνο πού ἄλλοτε τούς ἔλεγεν, ὅτι δηλαδή «ἐγώ εἶμαι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεόν, εἶμαι Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί συνεπῶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμένα πιστεύει εἰς τόν Θεόν», διότι ἡ πίστις δι' ἐμοῦ μεταβαίνει εἰς τόν Θεόν. Τοῦτο δέ τούς τό ἔλεγε διά τήν πνευματικήν ἀδυναμία των, διότι ἐάν τούς ἔλεγε πιστεύσατε εἰς τά λόγια μου ἤ εἰς ἐμέ, θά ἀντιδροῦσαν καί θά τοῦ ἔλεγον, ὅτι ἐμεῖς πιστεύωμεν εἰς τόν Θεόν καί ὄχι εἰς ἐσένα. 'Επειδή ὅμως ἤθελε νά τούς τό τονίσῃ καί τούς κάνῃ νά συνειδητοποιήσουν, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τούς εἶπεν· «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ πιστεύει εἰς τόν Θεόν», ἐνῶ ἀντιθέτως εἰς τούς μαθητάς του ἀλλοῦ, ἔλεγε «πιστεύετε εἰς τόν Θεόν καί εἰς ἐμέ πιστεύετε».

'Επειδή ὅμως ἦσαν πολύ ἀσθενέστεροι τῶν μαθητῶν ν' ἀκούσουν αὐτά τά λόγια, τούς διδάσκει καί πάλιν τήν ἰσότητα καί ὁμοιότητα μέ τόν Πατέρα, λέγων· «καί ὁ θεωρῶν ἐμέ, θεωρεῖ τόν πέμψαντά με». 'Επιμένει ὁ Κύριος καί τούς ὑπενθυμίζει συνεχῶς τά ἴδια, μέχρις ὅτου διανοιγοῦν τά πνευματικά τους μάτια καί πιστεύσουν. Δι΄ αὐτό συνεχίζων τούς λέγει ἐκεῖνο πού προηγουμένως εἶχεν εἰπεῖ «περιπατεῖτε ἕως τό φῶς ἔχετε, ἵνα μή σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ», ἐπαναλαμβάνει καί πάλιν· «ἐγώ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἐν τῇ σκοτίᾳ μή μείνῃ». Χρησιμοποιεῖ τήν λέξιν «φῶς», διότι ὁ Πατήρ ἔτσι ὀνομάζεται καί εἰς τήν Παλαιάν καί εἰς τήν Νέαν Διαθήκην, διά νά τούς δείξῃ πάλιν τήν πολλήν συγγένειαν πρός τόν Πατέρα. ῞Οπως δηλαδή ὁ Πατήρ εἶναι φῶς, ἔτσι καί ἐγώ ἦλθα ὡς φῶς εἰς τόν κόσμον, καί κατά συνέπειαν ὁ πιστεύων εἰς τό φῶς, πιστεύει εἰς τόν Πατέρα καί εἰς ἐμένα, ἀφοῦ τό φῶς εἶναι ἕνα. Διά τόν λόγον αὐτόν φύγετε ἀπό τό πνευματικό σκοτάδι ὅπου εὑρίσκεσθε, καί περιπατεῖτε εἰς τό φῶς διά νά ἔχετε ζωήν αἰώνιον.

'Αφοῦ τούς ἐδίδαξε τόν ἀσφαλῇ τρόπον ζωῆς, μέ τό νά φύγουν ἀπό τό σκότος πού ἐπεριεπάτουν πλανώμενοι, νομίζοντες ὅτι μόνον μέ τήν τήρησιν τοῦ Νόμου θά δικαιωθοῦν, καί τούς ἐτόνισεν, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, διά νά μή τούς ἀπογοητεύσῃ, καί εἰδικώτερα ἐκείνους πού ἀπό ἀδυναμία τόν ἐπεριφρόνησαν, ἤ δέν τόν ὡμολογοῦσαν, μετριάζει τήν διδασκαλίαν του, καί τούς λέγει «Καί ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ρημάτων, καί μή πιστεύσῃ, ἐγώ οὐ κρίνω αὐτόν· Οὐ γάρ ἦλθον, ἵνα κρίνῳ τόν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσῳ τόν κόσμον». ῞Ομως διά νά μή νομίσουν ὅτι δέν θά κριθοῦν διά τήν ἀπιστίαν των, ἀφοῦ αὐτός δέν ἦλθε διά νά κρίνῃ, ἀλλά καί διά νά μή γίνουν ραθυμώτεροι, ὅταν μάθουν ὅτι ἐκεῖνος πού πιστεύει σώζεται, ἐνῶ ἐκεῖνος πού δέν πιστεύει τιμωρεῖται, τούς παρουσιάζει τό φοβερόν δικαστήριον χωρίς νά τούς ἀπειλῇ, ἀλλά οἱ ἴδιοι θά εἶναι ἀναπολόγητοι, τούς λέγει «ὁ ἀθετῶν ἐμέ, καί μή λαμβάνων τά ρήματά μου, ἔχει τόν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ», δηλαδή ὅτι εἶμαι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεόν, καί ἐσεῖς δέν πιστεύετε. Αὐτά τά λόγια πού σᾶς λέγω θά λάβουν τήν θέσιν τοῦ κατηγόρου καί θά σᾶς ἐλέγξουν, διότι «ὅτι ἐγώ ἐξ ἑμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα· ἀλλ' ὁ πέμψας με Πατήρ, αὐτός μοι ἐντολήν ἔδωκε τί εἴπῳ καί τί λαλήσῳ». Αύτά τούς τά εἶπε χωρίς νά ἀφαιρέσῃ τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν ἐξουσίαν, ἀλλ' ἀναιρεῖ τήν γνώμην των, ὅτι εἶναι ξένος πρός τόν Πατέρα, διά νά εἶναι μόνοι τους ἀναπολόγητοι. Τούς εἶπε δέ ὅτι ἔλαβεν ἐντολήν ἀπό τόν Πατέρα, τί νά εἴπῃ καί πῶς νά ὁμιλήσῃ, ὄχι διότι μέχρις ὅτου λάβῃ ἐντολήν δέν ἐγνώριζε τί νά εἴπῃ, αὐτό θά ἦτο ἀσεβές καί βλάσφημον, ἀλλά χρησιμοποιεῖ ὑπερβολικά ταπεινά λόγια διά τήν πνευματικήν ἀδυναμίαν τῶν ἀκροατῶν, καί ὄχι διά τήν φύσιν τῶν λόγων του, διότι ὡς Υἱός ἰσότιμος καί ὁμοούσιος τά ἐγνώριζεν ὅλα, ἀλλά ὡμίλησεν ἔτσι διά νά προσελκύσῃ ἐκείνους καί διά νά ἀποστομώσῃ τούς μετέπειτα, πού ἔλεγον, ὅτι αὐτά τό λόγια πού ἔλεγεν ἦσαν δικά του. Καί διά νά τό ἐπιβεβαιώσῃ αὐτό ἀμέσως προσθέτει· «καί οἶδα, ὅτι ἡ ἐντολή αὐτοῦ ζωή αἰώνιος ἐστιν». Αὐτά λοιπόν τά λόγια, ἔτσι μοῦ τά ἔχει εἰπεῖ ὁ Πατήρ μου καί αὐτά σᾶς λέγω.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ!

'Αφοῦ τούς ἐδίδαξε τήν πίστιν εἰς τόν Θεόν καί τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, καί τρόπον τινα ἐπρόκειτο νά τελειώσῃ τό ἐπί τῆς γῆς διδακτικόν του ἔργον, ἠθέλησε νά δείξῃ τήν ὑπέρμετρον ἀγάπην πρός τούς μαθητάς του, καί εἰδικώτερα πρός τόν ἐπίβουλον μαθητήν, ὁ ὁποῖος δέν τόν ὕβρισεν ἤ ἔρριψεν λίθους ἐναντίον του, ὅπως οἱ ἄρχοντες καί ὁ λαός, ἀλλά ἔπραξε τά χειρότερα πού τόν ἐπρόδωσε καί παρέδωσεν εἰς τάς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν.

Αὐτά δέ πού ἐν συνεχείᾳ ἔπραξε, καίτοι ἐγνώριζε τά μέλλοντα, τά ἔπραξεν ἀφ' ἑνός μέν διά νά ἀπομακρύνῃ τήν ἐπιβουλήν τοῦ μαθητοῦ του, ὄχι μέ ἐξαναγκασμόν, ἀλλά μέ τήν θέλησίν του, μήπως μέ τήν ὑπερβολικήν ἀγάπην τόν συνεφέρει, ἀλλά ματαίως, ἀφ' ἑτέρου δέ διά νά παρηγορήσῃ τούς λοιπούς μαθητάς, οἱ ὁποῖοι ὑπερβολικά θά ἐλυποῦντο μετ' ὀλίγον ἀπό τά γεγονότα πού θά ἐπακολουθοῦσαν, καί μέ τό ἐκ τοῦ κόσμου ἀναχωροῦντα σωματικῶς χωρίς ὅμως νά τούς ἐγκαταλείψῃ.

 'Επειδή ἔβλεπεν ὁ Κύριος, ὅτι ἐπλησίαζεν ἡ ὥρα τοῦ λυτρωτικοῦ του ἔργου, ἤθελε νά δείξῃ τήν ἀγάπην του, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής· «πρό δέ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, εἰδώς ὁ 'Ιησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα, ἵνα μεταβῇ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρός τόν Πατέρα, ἀγαπήσας τούς ἰδίους, τούς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς». Τόν Σταυρικόν θάνατον τοῦ 'Ιησοῦ, ὁ Εὐαγγελιστής ὀνομάζει «μετάβασιν». Μέ τάς λέξεις δέ «εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς», ἀντί τοῦ ἐξηκολούθησε νά τούς ἀγαπᾶ, μᾶς δείχνει τήν ὑπερβολικήν ἀγάπην τοῦ 'Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος δέν παρέλειψε νά πράξῃ ἐκεῖνο τό ὁποῖον πράττει ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ ὑπερβολικά. Τούς ὀνομάζει δέ «ἰδικούς του» ὅσον ἀφορᾷ τήν οἰκειότητά του πρός αὐτούς, διότι ἄλλοτε ὀνομάζει ἰδικούς του τόν 'Ισραηλιτικόν λαόν, ὅταν ἔλεγεν, «οἱ ἴδιοι οὐκ ἔλαβον αὐτόν». 'Επίσης ὁ Εὐαγγελιστής κάμνει μίαν ὑπόμνησιν, ὅτι ὁ 'Ιησοῦς ἦτο Θεός τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Νέας Διαθήκης, διότι μέ τάς λέξεις «τούς ἐν τῷ κόσμῳ» αὐτό ἐννοεῖ, ἐπειδή ἰδικοί του ἦσαν καί οἱ ἀποθαμένοι, οἱ περί τόν 'Αβραάμ, 'Ισαάκ καί 'Ιακώβ, καί ὅσοι ἦσαν ὅμοιοί των, οἱ ὁποῖοι τώρα δέν εὑρίσκοντο εἰς τόν κόσμον. Καί συνεχίζει μέ ἔκπληξιν διά τήν μεγάλην κακίαν τοῦ μαθητοῦ, τόν ὁποῖον δέν ἐσυγκράτησεν οὔτε ἡ συμμετοχή του εἰς τήν ἰδίαν τράπεζαν, οὔτε ἡ ἀνεκτικότης τοῦ διδασκάλου του, οὔτε καί ἡ ἄκρα ταπείνωσίς του νά τοῦ πλύνῃ τά πόδια, λέγει «καί δείπνου γενομένου, (τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τήν καρδίαν 'Ιούδα Σίμωνος 'Ισκαριώτου, ἵνα αὐτόν παραδῷ». Καί συνεχίζων τήν ἔκπληξιν καί τόν θαυμασμόν του, μᾶς παρουσιάζει τό τόσον μεγάλο καί ἀνώτερον, ἐκεῖνον πού ἦλθεν ἀπό τόν Πατέρα καί πρός αὐτόν μεταβαίνει, τόν κυρίαρχον τῶν πάντων, νά πράττη τόσα ταπεινά καί εὐτελῆ πράγματα διά τήν πολλήν ἀγάπην του, σημειώνει «εἰδώς ὁ 'Ιησοῦς, ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ Πατήρ εἰς τάς χεῖρας, καί ὅτι ἀπό Θεοῦ ἐξῆλθε καί πρός τόν Θεόν ὑπάγει· ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου, καί τίθησι τά ἰμάτια· καί λαβών λέντιον, διέζωσεν ἑαυτόν· ὅ.καί ἤρξατο νίπτειν τούς πόδας τῶν μαθητῶν, καί ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ, (ῖ) ἦν διεζωσμένος».

Μέ τήν φρᾶσιν «παρέδωσεν ὁ Πατήρ ὅλα εἰς αὐτόν», ἐννοεῖ ὅτι τοῦ παρέδωσε τήν σωτηρίαν τῶν πιστῶν, καί συνεπῶς οὐδόλως θά μειωθῇ ἀπό τάς ταπεινάς πράξεις πού ἔκαμεν, ἀφοῦ ἦλθεν ἀπό τόν Θεόν καί πρός αὐτόν μεταβαίνει, καί τά ἔχει ὅλα. 'Από τήν μεγάλη του ἀγάπην ἐταπεινώθη τόσο, διά νά διδάξῃ νά ταπεινώνωνται, διά νά γίνουν πιστοί μαθηταί του, κληρονόμοι τῆς βασιλείας του. Μέ τόν τρόπον αὐτόν ἤθελε νά μαλακώσῃ τήν σκληροκαρδίαν τοῦ 'Ιούδα, ὁ ὁποῖος κατακυριευμένος ἀπό τόν διάβολον, τίποτα ἀπό αὐτά δέν τόν ἐσυγκίνησε ὧστε νά ἀλλάξῃ γνώμη, οὔτε μέ τήν ἀγάπην, οὔτε μέ τήν ταπείνωσιν, οὔτε καί μέ τόν ἔλεγχον.         

῞Οταν ὁ 'Ιησοῦς ἐπῆγεν εἰς τόν Πέτρον διά νά τοῦ νίψῃ τούς πόδας, ὁ θερμός αὐτός μαθητής ἔκπληκτος καί πλήρης ἀγάπης καί σεβασμοῦ πρός τόν διδάσκαλόν του, ἔφερεν ἀντίρρησιν, λέγων «Κύριε, σύ μοῦ νίπτεις τούς πόδας;» ῾Η λέξις «σύ» μέ ἐρωτηματικόν, σημαίνει πολλά, καί τρόπον τινα δηλώνει ἄλλην ὁμολογίαν τοῦ πιστοῦ μαθητοῦ. ῾Ομολογεῖ καί τοῦ λέγει· ἐσύ μέ αὐτἀ τα χέρια πού ἤνοιξες ὀφθαλμούς, ἐκαθάρισες λεπρούς, ἀνέστησες νεκρούς, ἐσύ πού ἐδημιούργησες τό σύμπαν, θά πλύνῃς τούς πόδας μου; αὐτό δέν θά τό δεχθῶ, «οὐ μή νίψεις τούς πόδας μου εἰς τόν αἰῶνα». Καί ὁ ταπεινός διδάσκαλος τοῦ λέγει· «ὅ ἐγώ ποιῶ, σύ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δέ μετά ταῦτα». Τώρα δέν γνωρίζεις διατί τό κάνω αὐτό. Θά τό γνωρίσῃς ὅμως ἀργότερα τό κέρδος καί τήν ὠφέλειαν τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τήν πλήρη ταπείνωσιν, ὅταν θά ἐκβάλῃς δαιμόνια, θά ἰδῇς νά ἀναβαίνῳ εἰς τούς Οὐρανούς κλπ, τότε θά ἀντιληφθῇς αὐτά πού γίνονται τώρα. Καί «ἐάν μή νίψῳ σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ' ἐμοῦ». ῞Οταν ὁ Πέτρος ἤκουσεν ὅτι δέν θά ἔχῃ θέσιν κοντά εἰς τόν διδάσκαλον, καταλαμβάνεται ἀπό φόβον καί ἀγωνίαν μή στερηθῇ τόν Κύριον. 'Από ὑπερβολικήν ἀγάπην καί σεβασμόν ἀρνεῖται εἰς τόν Κύριον νά πλύνῃ τόν δοῦλον. ῞Ομως εἰς τήν ἀπειλήν τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία ἐπίσης εἶναι πλήρης φροντίδος καί ἀγάπης πρός τόν δοῦλον, ὑποχωρεῖ καί συγκατατίθεται, λέγων «Κύριε, μή τούς πόδας μου μόνον, ἀλλά καί τάς χεῖρας καί τήν κεφαλήν». 'Εδῶ βλέπομεν τόν θερμόν καί πιστόν μαθητήν, νά ἐκδηλώνῃ τήν ἀγάπην του μέ μεγάλην σφοδρότητα, ὅταν ἀρνῆται, καί μέ μεγαλυτέραν ἀκόμη, ὅταν συγκατατίθεται, διότι παρεδόθη ὁλοκληρωτικά εἰς τόν Κύριον, νά τοῦ κάμῃ αὐτός ὅ,τι θέλει. 'Αλλά καί τήν ἀγάπην καί ταπεινοφροσύνη τοῦ Κυρίου, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἔκαμε τόν μαθητήν νά συμπεριφερθῇ κατ' αὐτόν τόν τρόπον. 'Αφοῦ συγκατετέθη ὁ Πέτρος, τότε ὁ Χριστός τοῦ ἐξηγεῖ, λέγων «ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἤ τούς πόδας νίψασθαι, ἀλλ' ἔστι καθαρός ὅλος· καί ὑμεῖς καθαροί ἔστε, ἀλλ' οὐχί πάντες. ῎Ηδει γάρ τόν παραδιδόντα αὐτόν». ῾Η ἐξήγησις αὐτή ἦτο ἀναγκαία διά νά τόν ἐνθαρρύνῃ. Τούς δηλώνει ὅτι εἶναι καθαροί, ἄν καί δέν ἔχουν ἀπαλλαγεῖ από τά ἁμαρτήματά των, οὔτε εἶχον λάβει τό ῞Αγιον Πνεῦμα, καί συνεπῶς ἡ ἁμαρτία ἐκυριάρχει καί ἡ κατάρα παρέμενεν, ἑφ' ὅσον τό ἐξιλαστήριον θῦμα δέν εἶχεν ἀκόμη ὁδηγηθεῖ εἰς τήν θυσίαν. Τώρα ὅμως πού εἶναι καθαροί, ὑπό τήν ἔννοιαν, ὅτι ἤδη εἶχον δεχθεῖ τό φῶς, καί ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν 'Ιουδαϊκή πλάνη, καί μέ καθαράν ψυχήν ἀπό κάθε πονηρίαν, εὑρίσκοντο πλησίον του, μέ εἰλικρινῆ διάθεσιν καί καθαράν συνείδησιν, πλήν τοῦ μαθητοῦ ἐκείνου, πού μέ ὅλας αὐτάς τάς ὑπομνήσεις, ἀπειλάς καί διδασκαλίας δέν ἠθέλησε νά παραιτηθῇ τοῦ σκοποῦ του καί νά παραδωθῇ ὁλοκληρωτικά εἰς τόν Κύριον.

'Αφοῦ ἐτελείωσεν αὐτήν τήν ταπεινήν ἐνέργειαν, ἡ ὁποία θεωρεῖται ἡ πιό ὑποτιμητική ἀπ' ὅλας, δηλαδή ἔπλυνε τούς πόδας τῶν μαθητῶν του, ἐφόρεσε τά ἐνδύματά του καί ἐκάθισεν εἰς τήν τράπεζαν μαζί των καί τούς ἐρωτᾶ. «Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν;». Τήν ἐρώτησιν τήν κάνει εἰς ὅλους τούς μαθητάς. Προσπαθεῖ μέ τήν ὁμιλίαν του νά τούς ἀποκαλύψῃ τά περί τοῦ ἑαυτοῦ του, καί συνεχίζει· «ὑμεῖς φωνεῖτέ με ὁ διδάσκαλος καί ὁ Κύριος· καί καλῶς λέγετε». 'Αποδέχεται καί βεβαιώνει τήν γνώμην των. Διά νά μή φανῇ ὅμως ὅτι τά λόγια αὐτά λέγονται πρός εὐχαρίστησίν των, προσθέτει «εἰμί γάρ». ῎Ετσι ἐπιβεβαίωσε τόν λόγον ἐκείνων καί ἀφήρεσε τό ἐνδεχόμενον νά νομίσουν ὅτι κολακεύεται μέ τίς φιλοφρονήσεις των, ἀλλ' ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια,  καί ἐπιγραμματικῶς τήν δηλώνει «εἰμί γάρ». 'Εάν λοιπόν τούς λέγῃ, «εἰ οὖν ἐγώ ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, ὁ Κύριος καί ὁ διδάσκαλος, καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας. ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν, καί ὑμεῖς ποιεῖτε». Τούς καλεῖ εἰς ταπείνωσιν καί ἀνεξικακίαν, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἔπλυνε τά πόδια τοῦ προδότου του, καί ὀλίγον  πρό τῆς προδοσίας του, καί τόν ἐδέχθη εἰς τήν ἰδίαν τράπεζαν, καίτοι ἐγνώριζε τό ἀδιόρθωτον τῆς γνώμης του, ἔτσι καί αὐτοί ὡς σύνδουλοι νά πράξουν ὁ ἕνας εἰς τόν ἄλλον, μέ τήν αὐτήν προθυμίαν, ταπείνωσιν καί ἀνεξικακίαν, ὅπως ὁ Κύριος καί διδάσκαλός των.

·Επειδή κατά τήν διάρκειαν τοῦ δείπνου, διελογίζοντο μεταξύ των οἱ μαθηταί, ποῖος ἦτο ἀνώτερος, ὡς καρδιογνώστης ὁ Κύριος, διά νά τούς δείξῃ τίς Θεϊκές του ἰδιότητες, καί τούς κάνῃ νά νοιώσουν ἐντροπήν, τούς λέγει· «οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ Κυρίου αὐτοῦ, οὐδέ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν». 'Αφοῦ ὁ Κύριός σας τά ἔπραξε αὐτά, πολύ περισσότερον πρέπει νά τά πράξετε ἐσεῖς, πού εἶσθε δοῦλοι. «Εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε ἐάν ποιῆτε αὐτά». Σᾶς τά λέγω αὐτά, ὄχι διότι τά ἀγνοεῖτε, ἀλλά τήν γνῶσιν αὐτήν νά τήν ἀποδείξετε μέ ἔργα, διότι ἡ πρᾶξις δέν εἶναι ἔργον ὅλων. Δι' αὐτό καί τούς εἶπεν, ὅτι εἶσθε μακάριοι ἐάν τά πράττετε αὐτά πού σᾶς λέγω.

Συνεχίζων ὁ Κύριος, συγκαλύπτει τό πρᾶγμα, καί δέν ἐλέγχει ἀκόμα τόν προδότην του, ἀπό τό μέγεθος τῆς ἀνεξικακίας του, ἀλλά τοῦ δίδει εὐκαιρίαν πρός μετάνοιαν, λέγων· «οὐ περί πάντων ὑμῶν λέγω· ἐγώ οἶδα οὕς ἐξελεξάμην· ἀλλ' ἵνα ἡ Γραφή πληρωθῇ». Διά νά μή ἐμβάλῃ εἰς πολλούς τόν φόβον, διότι μέ τό «ὄχι δι' ὅλους», δέν περιορίζει τόν λόγον εἰς ἕναν ἐξ αὐτῶν, τούς ἐξήγησεν ὅτι ἐγνώριζε ποίους ἐξέλεξε μαθητάς, καί συνεπῶς καί αὐτόν πού θά τόν ἐπρόδιδε, διά νά πληρωθῇ καί ἡ προφητεία ἡ ὁποία ἔλεγεν, «ὁ τρώγων μετ' ἐμοῦ τόν ἄρτον, ἐπῆρεν ἐπ' ἐμέ τήν  πτέρναν αὐτοῦ». 'Ανέφερε τήν προφητείαν διά νά νοιώσῃ ὁ προδότης ἐντροπήν καί συγκινηθῇ, ἀλλά καί διά νά καθησυχάσῃ τούς ὑπολοίπους, καί νά τούς διδάξῃ, ὅτι ἐάν ποτέ πάθουν κακό ἀπό ἄλλους κατωτέρας ἀξίας, νά μή σκανδαλίζωνται, ἀλλά νά ἔχουν τό παράδειγμα αὐτό, πού ὁ δοῦλος προδίδει τόν Κύριον, καί ὁ μαθητής τόν διδάσκαλόν του. Καί ὄχι μόνον νά μή σκανδαλίζωνται καί μνησικακοῦν, ἀλλά καί νά τούς εὐεργετοῦν, ὅπως ὁ Κύριος εὐηργέτησεν τόσον τόν 'Ιούδα, καίτοι ἐγνώριζε τό δόλιον σχέδιόν του.

Σᾶς τά προλέγω αὐτά, «ἵνα ὅταν γένηται, πιστεύσητε ὄτι ἐγώ εἰμι», καί θά γίνουν μέ τήν θέλησίν μου διά νά πληρωθοῦν αἱ Γραφαί. 'Αφοῦ προηγουμένως τούς ἐμακάρισεν ἐάν ἔπραττον ὅσα τούς εἶχε διδάξει, καί μετά τό λυτρωτικόν ἔργον τοῦ Κυρίου, πού ἐπρόκειτο νά ἐξέλθουν εἰς τόν κόσμον νά κηρύξουν, καί θά ὑποστοῦν πολλά κακά, τούς παρηγορεῖ μέ δύο τρόπους. ῾Ο ἕνας ἔχει σχέσιν μέ τόν ἑαυτόν του, διότι ἐάν εἶχον συνεχῶς τήν μνήμην των πρός αὐτόν καί ἐσκέπτοντο ὅσα αὐτός ἔπαθε, εὔκολα θά ὑπέφερον τά δεινά. Καί ὁ ἄλλος εἶχεν σχέσιν μέ ἄλλους, διότι τούς λέγει· «ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν· ὁ λαμβάνων ἐάν τινα πέμψω, ἐμέ λαμβάνει· ὁ δέ ἐμέ λαμβάνων, λαμβάνει τόν πέμψαντά με». Τούς ἐφανέρωσεν, ὅτι πολλοί καί μέ προθυμίαν θά τούς ὑπηρετοῦσαν, καί τούς παρηγορεῖ μέ τόσα πού θά ἐπάθαιναν. 'Ενῶ τούς ἔδιδε αὐτάς τάς παρηγορίας καί ἐντολάς, βλέπων ὅτι ὁ προδότης ἐστερήθη αὐτῆς τῆς παρηγορίας, μέ τό νά μένῃ ἀμετανόητος, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής· «ταῦτα εἰπών ὁ 'Ιησοῦς ἐταράχθη τῷ πνεύματι, καί ἐμαρτύρησε καί εἶπεν. 'Αμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν· ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσῃ με». ῾Η σκληροκαρδία τοῦ μαθητοῦ τόν ἔκαμε νά ταραχθῇ ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του, δι' αὐτό καί ἀποκαλύπτει, ὅτι ἕνας ἀπ' ὅλους θά τόν ἐπρόδιδεν. 'Αλλά καί πάλιν δέν ἀποκαλύπτει τό ὄνομά του, μήπως ἐντραπῇ καί μετανοήσῃ τήν τελευταίαν στιγμήν. Τοῦτο ὅμως ἐδημιούργησε φόβον εἰς ὅλους μέ τό νά μή ἀποκαλύψῃ τό ὄνομα τοῦ προδότου, καί μαζί μέ ἀπορίαν, διότι δέν ἠσθάνοντο καμμίαν ἐνοχήν διά τόν ἑαυτόν των, «ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους οἱ μαθηταί, ἀπορούμενοι περί τίνος λέγει». Καί δικαιολογημένα, διότι μέ τό νά τό πῇ ὁ Χριστός, ἐθεώρησαν πιό ἀξιόπιστον τήν γνώμην αὐτοῦ, παρά τούς λογισμούς των.

'Ενῶ ἦσαν ὅλοι ταραγμένοι καί φοβισμένοι, ὁ πάντα ἔνθερμος καί ἐκδηλωτικός Πέτρος, κάμνει νόημα εἰς τόν 'Ιωάννην, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τήν ἀγκαλιά καί ἀκουμποῦσε τό κεφάλι του εἰς τό στῆθος τοῦ Κυρίου, ἄν καί ἀπό μετριοφροσύνη δέν ἀναφέρει τό ὄνομά του, ἀλλά λέγει «ὁ μαθητής τόν ὁποῖον ἀγαποῦσε ὁ Κύριος», νά τόν ἐρωτήσῃ νά μάθη περί τινος ἔλεγε, διά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἀγωνίαν καί τόν φόβον. ῞Οταν λοιπόν ὁ μαθητής ἐκεῖνος τόν ἠρώτησε· «Κύριε, τίς ἐστι;», ὁ 'Ιησοῦς καί πάλιν διά τοῦ δώσῃ καιρόν μετανοίας τόν ἐλέγχει, χωρίς ὅμως νά εἴπῃ καθαρά τό ὄνομά του, διά νά μή προφασισθῇ, ὅτι τόν ἐπρόδοσεν, ἐπειδή ἐφανέρωσε τό ὄνομα του, ἀλλά συγκεκαλυμμένα ἄφησε νά ἀποκαλυφθῇ τό ὄνομά του, λέγων «ἐκεῖνος ἐστιν, (ῖ) ἐγώ βάψας τό ψωμίον ἐπιδώσῳ. Καί ἐμβάψας τό ψωμίον, δίδωσιν 'Ιούδα Σίμωνος 'Ισκαριώτῃ». ῞Οταν ἐφανέρωσε τό ὄνομα ὁ Κύριος, καί δέν τόν διεχώρησεν ἀπό τον χορόν τῶν μαθητῶν, «καί μετά  τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς», διότι μέχρι τήν στιγμήν ἐκείνη τόν προσέβαλεν ἐξωτερικά, ἐπειδή ἀνῆκεν ἀκόμη εἰς τόν χορόν τῶν μαθητῶν, δέν ἐτολμοῦσε νά εἰσέλθῃ ἐντός του. ῞Οταν δέ, ἀπεχωρίσθη ἀπό τόν χορόν τῶν μαθητῶν καί εἰσῆλθεν ἐντός ὁ σατανᾶς, τόν παραλαμβάνει καί ἐγκαταλείπει τόν διδάσκαλον καί μαθητάς, καί τόν ἔβγαλεν ἔξω κατά τήν διάρκειαν τῆς νυκτός, διά νά πραγματοποιήσῃ τό δόλιον σχέδιόν του. Τότε ὁ Κύριος δέν τόν προστάζει, ἀλλά τόν ἐπιτιμᾶ διά νά τόν διορθώσῃ ἔστω καί τήν τελευταίαν στιγμήν, καί τοῦ λέγει· «ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον», διά νά δείξῃ ὅτι ὅσα εἶχεν εἰπεῖ εἰς τούς 'Ιουδαίους περί τοῦ θανάτου του, ἦσαν ἀληθῆ. Δέν τοῦ εἶπε φανερά αὐτό πού σκέπτεσαι  νά κάνῃς, δηλαδή νά μέ προδώσῃς, κάμε τό ταχύτερον, διά νά ἀποφύγῃ τυχόν ἐπίθεσιν τῶν λοιπῶν μαθητῶν, καί πρό παντός τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἔνθερμος καί ἐκδηλωτικός. 'Εδῶ ὁ Εὐαγγελιστής μέ εἰλικρίνειαν σημειώνει. «Τοῦτο δέ οὐδείς ἔγνω τῶν ἀνακειμένων πρός τί εἶπεν αὐτῷ». Δέν ἀντελήφθησαν τό νόημα τῶν λέξεων τοῦ Κυρίου, ἐπειδή οἱ ἴδιοι εὑρίσκοντο μακρυά ἀπό κάθε τέτοια πονηρά σκέψη, ὅτι δηλαδή μαθητής θά μπορέσῃ νά προδώσῃ τόν διδάσκαλόν του, ἀλλά κάποιος ἄλλος, δι' αὐτό καί δέν ὑποπτεύθησαν τίποτα διά τόν μαθητήν, ἀλλά συμπληρώνει ὁ Εὐαγγελιστής· «τινές γάρ ἐδόκουν, ἐπεί τό γλωσσόκομον εἶχεν ὁ 'Ιούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ 'Ιησοῦς· ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τήν ἑορτήν· ἤ  τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ». Μέ ὅλα αὐτά δέν παραιτεῖται ἀπό τό πονηρόν σχέδιόν του, καί «λαβών οὖν τό ψωμίον ἐκεῖνος, εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δέ νύξ». 'Αναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής καί τόν χρόνον, διά νά δείξῃ τήν θρασύτητα τοῦ μαθητοῦ, καί τήν ἀγωνίαν του νά τελειώσῃ τό ταχύτερον τό ἔργον του. Οὔτε ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ Κύριος, οὔτε ἡ νύξ τοῦ συνεκράτησε τήν ὁρμήν, διότι πλέον τήν ψυχήν του τήν εἶχε κυριεύσει ὁ σατανᾶς.

Μετά τήν ἀναχώρησιν τοῦ 'Ιούδα διά τήν προδοσίαν, λέγει πρός τούς μαθητάς ὁ Χριστός, «νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ». Τό εἶπεν αὐτό διά νά ἀνορθώσῃ τό πεσμένο φρόνημα τῶν μαθητῶν, καί νά τούς πείσῃ νά μή εἶναι σκυθρωποί, ἀλλά νά χαίρωνται, διότι ὁ Σταυρικός του θάνατος εἶναι ἑκούσιος, καί τούς διδάσκει, ὅτι τά πλέον ἀτιμωτικά καί αἰσχρά, καθιστοῦν λαμπρότερον ἐκεῖνον πού τά ὑφίσταται, ὅταν γίνωνται εἰς τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦτο εἶπε «τώρα ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου», διότι τό νά ὑποστῇ θάνατον, καί διά τοῦ θανάτου νά κατανικήσῃ τόν θάνατον εἶναι μεγάλη δόξα καί μάλιστα δόξα λαμπροτέρα ἐκείνης πρό τοῦ θανάτου του, ἐπειδή ἡ δύναμις τήν ὁποίαν θά δείξῃ μετά τόν θάνατον, διά τῆς 'Αναστάσεώς του, ἦτο μεγαλυτέρα. Καί ἐφ' ὅσον ὁ Υἱός εἶναι ἕνα μέ τόν Πατέρα, καί ἡ δόξα αὐτοῦ εἶναι δόξα τοῦ Πατρός, διότι ἐκ τῶν ἔργων τοῦ Υἱοῦ δοξάζεται τό ὄνομά του. Καί συνεχίζει «εἰ ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ, καί ὁ Θεός δοξάσῃ αὐτόν ἐν ἑαυτῷ», μέ τό νά πράξῃ ὅλα ἐκεῖνα πού ἐδόξασαν τόν Υἱόν. Καί δέν θά ἀφήσῃ νά περιμένῃ πολύν χρόνον, οὔτε τόν χρόνον τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, ἀλλά «εὐθύς δοξάσῃ αὐτόν», δηλαδή συγχρόνως μέ τό Σταυρικόν θάνατον θά φανερωθῇ ἡ λαμπρά δόξα τοῦ Υἱοῦ μέ τήν 'Ανάστασίν του, ὄχι μέ 'Αγγέλους καί 'Αρχαγγέλους, ἀλλά αὐτός ὁ ἴδιος.

'Αφοῦ ἐξῆλθεν ο 'Ιούδας, ἐπρόκειτο ἐντός ὀλίγου νά ἔλθουν νά τόν συλλάβουν. Δι' αὐτό ἠθέλησε νά τούς τά παραδώσῃ ὅλα, διά νά τά ἔχουν εἰς τήν μνήμην των, ἄν καί τά εἶχαν ἀκούσει ὄχι τώρα πρό τῶν γεγονότων, ἀλλά καί παλαιότερα, ὅταν ὁ Χριστός τά ἔλεγεν εἰς τούς 'Ιουδαίους. Διά νά μή νομίσουν, καί ἡ λύπη των γίνῃ μεγαλυτέρα, ὅτι τά λέγει αὐτά εἰς αὐτούς μέ τόν ἴδιο σκοπό, πού τά εἶπεν εἰς τούς 'Ιουδαίους, λόγῳ τῆς ἀγνωμοσύνης των, ἀλλά πρός παρηγορίαν, ὥστε νά μή τούς συνταράξουν τά ἐρχόμενα δεινά, προτάσσει τήν λέξιν τέκνα ἀγαπητά, ἐπειδή θά τούς ἀνεκοίνωνε δυσάρεστα νέα ἐν σχέσει μέ ἐκεῖνα πού θά συνέβαινον μετ' ὀλίγον. Καί τούς λέγει· «Τεκνία, ἔτι μικρόν μεθ' ὑμῶν εἰμι· ζητήσετέ με, καί καθώς εἶπον τοῖς 'Ιουδαίοις· ὅτι ὅπου ὑπάγω ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν». Φυσικά οἱ 'Ιουδαῖοι δέν ἠμποροῦσαν νά ὑπάγουν ἐκεῖ ὅπου ὁ Κύριος μετέβαινε, λόγῳ τῆς ἀχαριστίας των, τοῦ ὑλικοῦ φρονήματος καί τῆς ἀπιστίας των, διότι ὁ τόπος ὅπου ἐπήγαινεν ὁ Χριστός, εἶναι τόπος πού δέν δέχεται σώματα φθαρτά. Καί ὄχι μόνον ἐκεῖνοι (οἱ 'Ιουδαῖοι) δέν ἠμποροῦν νά ἔλθουν, ἀλλά καί ἐσεῖς οἱ ἀγαπητοί μου δέν ἠμπορεῖτε ἀκόμα νά ἔλθετε ἐκεῖ, ἐάν δέν καθαρισθῆτε ἀπό τα πάθη καί ὑλικά φρονήματά σας. Καί πρός μέν τούς 'Ιουδαίους τά εἶπεν αὐτά διά νά τούς φοβίσῃ καί συνέλθουν, εἰς τούς μαθητάς διά νά διεγείρῃ τόν πόθον των καί τούς καταστήσῃ θερμοτέρους εἰς τήν πίστιν, καί αὐξήσῃ τήν πρός αὐτόν ἀγάπην. Δι' αὐτό καί τούς λέγει· «καί ὑμῖν λέγω ἄρτι». ῎Οχι διότι σᾶς κατατάσσω μεταξύ ἐκείνων, ἀλλά διά νά μή σᾶς ἔλθουν τά δεινά ὅλα ἀπροσδόκητα.

'Αφοῦ ἐγώ φύγῳ θά μέ ζητήσετε, ὅπως καί τόν ἐζήτησαν, οἱ μέν μαθηταί ἀφοῦ ἔφυγον κατά τήν σύλληψίν του, οἱ δέ 'Ιουδαῖοι, ὅταν ἔπασχον τά ἀνυπόφορα δεινά μέ τήν καταστροφήν τῶν ῾Ιεροσολύμων, πού ἔπεσεν ἐναντίον των ὅλη ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας των.

'Επειδή ἦτο φυσικόν νά θορυβηθοῦν πολύ οἱ μαθηταί, ἀκούοντες καί σκεπτόμενοι, ὅτι πρόκειται νά μείνουν ἔρημοι, τούς παρηγορεῖ περιφρουρῶν αὐτούς μέ τήν ἀγάπην του, καί τούς λέγει· «ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». ῾Η ἐντολή τῆς ἀγάπης δέν ἦτο νέα, διότι συναντᾶται καί εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. ῾Ο ἴδιος τήν παρουσιάζει νέαν μέ τήν μορφήν πού τῆς ἔδωσε, διότι προσέθεσε· «καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». 'Εγώ σᾶς ἠγάπησα πρῶτος ἐσᾶς καί σᾶς εὐεργέτησα καί θυσιάστηκα διά τήν ἀγάπην σας. ῎Ετσι καί ἐσεῖς νά ἀγαπᾶτε καί εὐεργετεῖτε ὅσους σᾶς ἔκαμον κακόν, διότι τότε «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Τότε λοιπόν θά σᾶς ἀγαποῦν, ὅταν ἴδουν ὅτι μιμῆσθε τήν ἰδικήν μου ἀγάπην.

῞Οταν πλέον  οἱ μαθηταί ἀπέβαλον τόν φόβον τῆς προδοσίας, καί ὁ πόθος καί ἡ ἀγάπη ἐφούντωσε, μέ παρρησίαν πλέον, ὁ ἐνθερμότερος ὅλων ὁ Πέτρος, ἀκούσας ὅτι δέν ἠμπορεῖ νά ἀκολουθήσῃ ἐκεῖ ὅπου πηγαίνει, τόν ἐρωτᾶ μέ πόθον καί ἀγωνίαν, ὄχι ἀπό περιέργειαν, ἀλλά ἐπειδή ἤθελε νά τόν ἀκολουθήσῃ. ῾Η ἰδέα ὅτι θά τόν στερηθῇ, τόν κάνει ἀκράτητον. «Κύριε, ποῦ ὑπάγεις;». Καί ὁ καρδιογνώστης Κύριος δέν τοῦ ἀπήντησε σύμφωνα μέ τήν ἐρώτησίν του, ἀλλά ἀπεκρίθη εἰς τήν σκέψιν του, λέγων· «ὅπου ἐγώ ὑπάγω, οὐ δύνασαί μοι νῦν ἀκολουθῆσαι, ὕστερον δέ ἀκολουθήσῃς μοι». 'Από τήν ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου φαίνεται ὁ σκοπός τῆς ἐρωτήσεως τοῦ Πέτρου. 'Αλλά καίτοι ἔλαβεν ἀγαθάς ἐλπίδας, οὔτε καί τότε ἐσυγκράτησε τόν πόθον του, καί βιάζεται τόσο πολύ, ὥστε νά εἰπῆ· «Κύριε, διατί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι; τήν ψυχήν μου ὑπέρ σοῦ θύσῳ». Γνωρίζων τήν πτῶσιν τοῦ μαθητοῦ ὁ Κύριος, ἠθέλησε νά τόν διδάξῃ μέ τά πρῶτα λόγια του, ὅτι «τώρα δέν ἠμπορεῖς νά μέ ἀκολουθήσῃς, ἀργότερα θά μπορέσῃς», ἀλλά ἐκεῖνος θαρρῶν εἰς τήν ἀγάπην του πού ἔτρεφε πρός τόν διδάσκαλόν του, ἐπιμένει εἰς τήν ὁρμητικότητά του, ἀγνοῶν ὅτι μόνη της ἡ ἀγάπη χωρίς τήν Θείαν ἐνίσχυσιν δέν ἔχει καμμίαν ἀξίαν. Καί διά νά τόν προφυλάξῃ νά μή ὁδηγηθῇ εἰς τήν ἀλαζονείαν καί τέλος εἰς ἀπώλειαν μέ τό νά φέρῃ συνεχῶς ἀντιρρήσεις καί εἰς τάς προγνώσεις τοῦ Κυρίου, ἐλέγχει τήν ἀνθρωπίνην φύσιν ἡ ὁποία αὐτή καθ' ἑαυτήν δέν εἶναι τίποτα, καί διά νά ταπεινωθῇ καί μή πάθῃ τά ἴδια, ὅταν ἐν συνεχείᾳ θά ἀναλάβῃ τό ἔργον τῆς οἰκονομίας εἰς τήν οἰκουμένην, ἐπέτρεψεν ἀπό ἐνδιαφέρον πρός αὐτόν, τήν φοβεράν ἐκείνην πτῶσιν του, ὥστε ἐνεργῶν μέ τίς δυνάμεις του νά σωφρονισθῇ καί ἀντιληφθῇ τήν ἀδυναμίαν του, δι' αὐτό τοῦ προλέγει ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά τοῦ συμβοῦν, ὅτι δηλαδή «τήν ψυχήν σου ὑπέρ ἐμοῦ θύσῃς; ἀμήν ἀμήν λέγω σοι, οὐ μή ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ ἀπαρνήσῃ με τρίς». 'Επέτρεψε τήν πτῶσιν του διά νά τοῦ φανερώσῃ, ὅτι δέν ἠγάπησε τόσο πολύ, ὅσον αὐτός ἠγαπήθη, καί νά τοῦ δείξῃ ὅτι τίποτα δέν κατορθώνει μέ τίς ἰδικές του δυνάμεις. 'Αποδέχεται ὁ Κύριος τήν ἀγάπην τοῦ Πέτρου, ἀλλά τήν ἀντιλογίαν, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό αὐτήν, τήν ἀποκόπτει διά νά τόν διδάξῃ, ὅτι ὅταν ἀγαπᾶς, πρέπει νά δείξῃς καί ὑπακοήν εἰς αὐτόν πού ἀγαπᾶς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ!

῞Οταν οἱ μαθηταί ἤκουσαν, ὅτι ὁ κορυφαῖος, ὁ ἔνθερμος, θά τόν ἀρνηθῇ τρεῖς φορές μέσα σέ μιά νύκτα, φυσικόν ἦτο νά ταραχθοῦν καί νά περιμένουν νά τούς εὕρῃ κάποιο μεγάλο συμβάν, πού θά μεταβάλῃ καί τάς ψυχάς των. Καί ὁ Κύριος διά νά τούς ἐνθαρρύνῃ καί παρηγορήσῃ, ἀλλά καί διά νά τούς φανερώσῃ τήν δύναμιν τῆς Θεότητός του, ὅτι δηλαδή γνωρίζει αὐτά πού αὐτοί ἐσκέπτοντο καί ἐφοβοῦντο, τούς λέγει· «μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύσετε εἰς τόν Θεόν, καί εἰς ἐμέ πιστεύετε», διότι ὅλα αὐτά τά δεινά πού θά ἔλθουν, θά περάσουν μέ τήν δύναμιν τῆς πίστεως. ῾Η πίστις εἰς τόν Πατέρα καί εἰς ἐμένα, εἶναι πιό δυνατή ἀπό τά κακά πού ἔρχονται, καί δέν ἀφήνει κανένα δυσάρεστο νά ἐπικρατήσῃ.

'Επειδή εἰς τόν Πέτρον προηγουμένως εἶχε δώσει ἐλπίδας, ὅτι ἀργότερον θά τόν ἀκολουθήσῃ, διά νά μή νομίσουν οἱ ὑπόλοιποι, ὅτι ἡ ἐλπίς αὐτή ἐδόθη μόνον εἰς τόν Πέτρον, παρουσιάζει καί εἰς αὐτούς ἀμυδράν αὐτήν τήν ἐλπίδα, λέγων «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν· εἰ δέ μή  εἶπον ὑμῖν». Κατ' αὐτόν τόν τρόπον ἔμμεσα δίδει ἀπάντησιν εἰς τήν ἐρώτησιν τοῦ Πέτρου, «Κύριε, ποῦ ὑπάγεις;», ἀλλά καί αὐτούς δέν ἀπελπίζει, ἐφ' ὅσον τούς εἶχεν εἰπεῖ, ὅτι «δέν μπορεῖτε νά ἔλθετε» καί τούς φανερώνει, ὅτι πηγαίνει νά ἑτοιμάσῃ καί εἰς αὐτούς τόπον, διότι ὑπάρχει ἀφθονία καταλυμάτων.

'Ετσι τούς καθησυχάζει καί τούς ἐνθαρρύνει, λέγων «καί ἐάν πορευθῶ, καί ἑτοιμάσῶ ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι, παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἑμαυτόν», δηλαδή ὅταν θά νικήσῳ τόν θάνατον, καί ἐσεῖς θά λάβετε τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον καί θά καθαρισθῆτε, τότε θά ἔλθῳ πάλιν, μετά τήν 'Ανάστασίν  μου καί θά σᾶς πάρῳ μαζί μου. Καί διά νά τούς ἐπιβεβαιώσῃ αὐτό, συνεχίζει «ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, καί ὑμεῖς ἦτε». Διά νά  μή φανῇ ὅτι αὐτά τά λέγει διά νά διασκεδάσῃ τήν ταραχήν των, ἀλλά διά νά πιστεύσουν, ὅτι ἔτσι θά γίνουν, προσθέτει· «καί ὅπου ἐγώ ὑπάγω οἴδατε, καί τήν ὁδόν οἴδατε». Δέν ἐγνώριζον ποῦ θά ἐπήγαινεν, ἀλλά ἐπιθυμοῦσαν νά τό μάθουν μέ ἀκρίβειαν. Δι' αὐτό καί ὁ Θωμᾶς τοῦ λέγει· «Κύριε, οὐκ οἴδαμε ποῦ ὑπάγεις· καί πῶς δυνάμεθα τήν ὁδόν εἰδέναι;» Αὐτή ἦταν ἡ ἐπιθυμία ὅλων νά μάθουν, ποῦ ὁ Κυριος θά ἐπήγαινε;. Καί ἐπειδή ἡ ἐπιθυμία αὐτή ὑπῆρχεν εἰς τήν σκέψιν των, ὁ Κύριος μέ τό νά τούς εἰπῇ, «καί τήν ὁδόν γνωρίζετε», τούς δίδει ἀφορμήν νά τόν ἐρωτήσουν, ὁπότε ἀπαντᾶ εἰς τόν Θωμᾶν. «'Εγώ εἰμί ἡ ὁδός, καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή· οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰμή δι' ἐμοῦ». Αὐτά τά λόγια δέν τά εἶπε καθαρά πρός τούς 'Ιουδαίους, ὅτι «δέν ἠμπορεῖτε νά ἔλθετε πρός τόν Πατέρα κλπ», τούς τό εἶπεν ὅμως πιό συγκεκαλυμμένα, «ὅτι ἦλθον ἀπό τόν Θεόν καί πηγαίνω εἰς τόν Θεόν». Εἰς τούς μαθητάς ὅμως τό λέγει σαφέστερα, ἀφοῦ προηγουμένως τούς καθησύχασε καί ἐμετρίασε τήν λύπην των, ὅταν τούς εἶπε «γνωρίζετε ποῦ πηγαίνω καί τήν ὁδόν γνωρίζετε», διά νά τούς προκαλέσῃ νά τόν ἐρωτήσουν νά τούς ἐξηγήσῃ αὐτό πού προηγουμένως τούς εἶχεν εἰπεῖ· «ὅτι δέν ἠμπορεῖτε νά ἔλθετε εἰς τόν Πατέρα χωρίς ἐμέ», τότε ἀπροκαλύπτως τούς λέγει, ἐφ' ὅσον ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός, διά νά μεταβῇ κανείς πρός τόν Πατέρα, θά πρέπει νά περάσῃ δι' ἐμοῦ.

'Αφοῦ τούς ἐδήλωσεν ὅτι αὐτός εἶναι ἡ μόνη ὁδός πρός τόν Πατέρα, καί εἶμαι καί ἡ ζωή, οὔτε ὁ θάνατος θά ἠμπορέσῃ νά σᾶς ἐμποδίσῃ νά ἔλθετε, ἀλλά οὔτε καί ὁδηγό θά χρειασθῆτε, ἀφοῦ εἶμαι ἡ μόνη ὁδός. Καί διά νά πεισθοῦν καί λάβουν θάρρος, ὅτι ὅλα αὐτά δέν εἶναι ψέμματα, προσέθεσε καί τήν λέξιν «ἀλήθεια». Μέ τά λόγια αὐτά τούς ἐνθαρρύνει, ἀλλά δέν παύει νά τούς δείξῃ καί τήν ἰσότητα μέ τόν Πατέρα. 'Αφοῦ τούς ἔδειξε τήν ὁδόν πρός τόν Πατέρα, συνεχίζει «εἰ ἐγνώκειτέ με, καί τόν Πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν· καί ἀπ' ἄρτι γινώσκετε αὐτόν, καί ἑωράκατε αὐτόν». 'Αφοῦ εἶμαι ἰσότιμος μέ τόν Πατέρα, ἐάν μέ ἐγνωρίσατε, δηλαδή μέ τόν νοῦν σας ἐγνωρίσατε τήν ἰδικήν μου οὐσίαν καί ἀξίαν, ἐγνωρίσατε καί τόν Πατέρα μου. Καί ναί μέν αὐτόν τόν εἶδον καί ἐγνώρισαν, φυσικά ὄχι μέ τήν γυμνή τήν οὐσίαν, ἀλλά μέ τήν ἀνθρωπίνην σάρκα, τόν Θεόν ὅμως δέν εἶδαν σάν Πατέρα, διότι δέν ἠμποροῦσαν νά τόν ἰδοῦν, δι' αὐτό τούς εἶπεν, ἐάν ἐγνωρίσατε ἐμένα πού ἐφόρεσα τήν ὁμοίαν μέ ἐσᾶς σάρκα, ἴδατε καί ἐγνωρίσατε καί τόν Πατέρα, διότι εἴμαστε ἰσότιμοι καί ὁμοούσιοι. Δι' αὐτό τούς εἶπεν ὅτι ἀπό τώρα θά γνωρίσετε αὐτόν καί τόν ἔχετε γνωρίσει δι' ἐμοῦ, ἄν καί αὐτό θά συμβῇ ἀργότερον, ὅταν τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ὁλοκληρώσει εἰς ἐσᾶς τήν διά τοῦ Θείου φωτισμοῦ τοῦ νοός γνῶσιν.

Τό νόημα τῶν λόγων αὐτῶν ἦτο πολύ βαθύ, καί διά τήν ἀνωριμότητα τῶν μαθητῶν ἀκατανόητα. Δι' αὐτό καί ὁ Φίλιππος, ὅπως ἄλλοτε ὁ Πέτρος καί οἱ 'Ιουδαῖοι τόν εἶχον ἐρωτήσει ποῖος εἶναι ὁ Πατήρ, ἀλλά δέν ἔμαθε μέ σαφήνειαν κανείς, τοῦ λέγει· «Κύριε, δεῖξον ὑμῖν τον Πατέρα, καί ἀρκεῖ ὑμῖν». Τίποτε ἄλλο δέν ἐζητοῦσαν παρά νά γνωρίσουν τήν οὐσίαν τοῦ Πατρός, αὐτό πού εἶναι ἀκριβῶς ὁ Θεός. 'Από τήν ἐρώτησιν φαίνεται ὅτι ἀκόμη δέν ἠμποροῦσαν νά ἐννοήσουν οἱ μαθηταί τά λόγια τοῦ 'Ιησοῦ, καί συνεπῶς οὔτε καί αὐτόν εἶχον γνωρίσει ὡς Θεόν ἰσότιμον καί ὁμοούσιον μέ τόν Πατέρα. 'Επειδή ἐδυσκολεύοντο εἰς αὐτό τό σημεῖον, καί τοῦτο καταφαίνεται ἀπό τήν ἀπάντησιν πού ἔδωσεν, ὁ Κύριος μέ σαφήνειαν καί μέ πολύ ἐπιτιμητικό τρόπον τοῦ ἀπαντᾶ σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμίαν του· «τοσοῦτον χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι, καί οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε;», μέ τόσα πού εἶδες καί ἄκουσες. Δέν τοῦ εἶπε δέν μέ εἶδες, διότι τόν ἔβλεπεν, ἐνῶ τόν Πατέρα δέν τόν ἔβλεπεν, ἀλλά «δέν μέ ἐγνώρισες». Δέν τοῦ εἶπε διά τόν Πατέρα, ἀλλά δέν ἐγνώρισες ἐμένα; ῎Ηθελε διά τοῦ ἑαυτοῦ του νά τοῦ γνωρίσῃ τόν Πατέρα, ἐφ' ὅσον ὁ Υἱός εἶναι, ὅ,τι καί ὁ Πατήρ ὁμοούσιος, παραμένων ὡς πρός τήν ὑπόστασιν Υἱός.

Διά νά μή φαντασθῇ ὅμως κανείς, ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι καί Πατήρ καί Υἱός, συνεχίζει «ὁ ἑωρακώς ἐμέ, ἑώρακε τόν Πατέρα».῎Ετσι διαλύει μιά τέτοιαν ἰδέαν, καί συγχρόνως τοῦ φανερώνει, ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Πατήρ καί ἄλλος ὁ Υἱός. Αὐτό ἐσήμαινεν, ὅταν εἶπεν «ὅποιος εἶδε ἐμένα εἶδε καί τόν Πατέρα». 'Αφοῦ λοιπόν εἶδες ἐμένα, τί ζητᾶς νά ἰδῆς τόν Πατέρα; «Οὐ πιστεύεις, ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί, καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστι;». Δέν πιστεύεις ὅτι εἶμαι τῆς αὐτῆς οὐσίας μέ τόν Πατέρα; τότε ἐφ' ὅσον εἶδες ἐμένα, εἶδες καί ἐκεῖνον. Δι' αὐτό καί «τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ' ἑμαυτοῦ οὐ λαλῶ». Θέλει νά τοῦ δείξῃ τήν σχέσιν τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα, καί τήν μίαν οὐσίαν, καί συνεπῶς δέν ὑπάρχει τίποτα τό ἐνδιάμεσον μεταξύ των, διότι δέν ἦτο δυνατόν νά ἐνεργοῦν διαφορετικά ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον. Πρός μεγαλυτέραν ἀπόδειξιν τῶν ἀνωτέρω, προσθέτει «ὁ δέ Πατήρ, ὁ ἐν ἐμοί μένων αὐτός ποιεῖ τά ἔργα». Τούς λέγει ὅτι τά ἔργα τά κάμει ὁ Πατήρ, διά νά τούς δείξῃ τήν ἰσοτιμίαν καί τήν ἰδίαν ἰδιότητα, διότι καί ὁ ἴδιος ἔκαμεν ἔργα ὅμοια μέ τά τοῦ Πατρός. Συνεπῶς, ὅ,τι εἶναι ὁ Πατήρ, εἶναι καί ὁ Υἱός, ἀφοῦ καί οἱ δυό ἐπιτελοῦν τά αὐτά ἔργα.

'Επειδή ὅμως δέν ἠμποροῦσαν νά ἐννοήσουν τήν σχέσιν μεταξύ Υἱοῦ καί Πατρός, τούς ὁμιλεῖ πιό ἁπλά καί τούς λέγει, «πιστεύετέ μοι, ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί, καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστιν». 'Εάν δέν ἐννοῆτε καί δέν πιστεύετε εἰς τήν συγγένειαν, ὡς πρός τήν οὐσίαν καί τήν ἰσοτιμίαν μας, «εἰ δέ μή, διά τά ἔργα αὐτά πιστεύετέ μοι», τά ὁποῖα εἶναι ὅμοια μέ τά ἔργα τοῦ Πατρός.

Διά νά τούς πείσῃ καί στερεώσῃ εἰς αὐτήν τήν πίστιν, ὅτι εἶναι ἕνα μέ τόν Πατέρα, καί ὅτι αὐτά τά ἔργα πού ἔχω κάνει δέν εἶναι τίποτα μπροστά εἰς αὐτά πού ἠμπορῶ νά κάνῳ. Δέν τούς λέγει αὐτό, ἀλλά ἠμπορῶ νά εἴπῳ εἰς ἄλλους καί νά δώσῳ δύναμιν νά κάνουν μεγαλύτερα καί θαυμαστότερα ἀπ' αὐτά τά ἔργα, ἀρκεῖ νά πιστεύσουν εἰς ὅσα αὐτός τούς ἔλεγεν. «῾Ο πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα, ἅ ἐγώ ποιῶ, κἀκεῖνος ποιήσῃ, καί μείζονα τούτων ποιήσῃ». ῎Ετσι τούς ἀποδεικνύει τήν Θεϊκήν του ἰδιότητα καί δύναμιν. Σᾶς τά λέγω αὐτά διότι εἰς ἐσᾶς πλέον ἀνήκει ἡ ἐκτέλεσις αὐτῶν τῶν μεγάλων κατορθωμάτων, γιατί «ἐγώ πρός τόν Πατέρα μου πορεύομαι» 'Αφοῦ τούς ἐδίδαξε καί ἀπέδειξε τήν σχέσιν του μέ τόν Πατέρα, καί τόν τόπον ὅπου ὑπάγει, μέ πολύ ἐνθαρρυντικά λόγια τούς λέγει· «καί ὅ,τι ἄν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσῳ· ἵνα δοξασθῇ ὁ Πατήρ ἐν τῷ Υἱῷ».῎Αλλη μιάν ἰσοτιμίαν μέ τόν Πατέρα φανερώνουν τά λόγια αὐτά, διότι δέν τούς εἶπεν, «ὅ,τι ζητήσετε ἐν τῷ ὀνόματί μου, θά τό ζητήσῳ ἀπό τόν Πατέρα νά σᾶς τό κάνῃ, ἀλλά «θά σᾶς τό κάμῳ», πρᾶγμα τό ὁποῖον δηλώνει αὐθεντίαν καί ἰσοτιμίαν μέ τόν Πατέρα, διά νά δοξασθῇ ἔτσι τό ὄνομα τοῦ Πατρός δι' ἐμοῦ.

῞Οταν ἤκουσαν οἱ μαθηταί, ὅτι ὁ Κύριος φεύγει καί πηγαίνει πρός τόν Πατέρα, λύπη κατέλαβε τήν ψυχήν των ἀπό τήν ὑπερβολικήν ἀγάπην πρός αὐτόν. 'Ενόμισαν, ὅτι θά τόν ἔχαναν καί δέν θά τόν ἔβλεπον πλέον. Διά νά τούς καθησυχάσῃ, ἐπειδή τούς εἶχε εἰπεῖ, ὅτι «σᾶς δίδω νέαν ἐντολήν νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον», τώρα τούς λέγει «'Εάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε», καί νά κάνετε ὅ,τι ἐγώ ἔκαμα καί θά κάμῳ δι' ἐσᾶς ὅ,τι ζητήσετε ἀρκεῖ νά μέ ἀγαπᾶτε.

'Επειδή τούς ἔβλεπεν ἀπαρηγόρητους, πού θά ἔχαναν τήν κατά σάρκα παρουσίαν καί συναστροφήν, τούς καθησυχάζει λέγων· «καί ἐγώ ἐρωτήσῳ τόν Πατέρα, καί ἄλλον Παράκλητον δώσῃ ὑμῖν». Τούς ἐνθαρρύνει, καί μέ τήν λέξιν «ἄλλον», τούς φανερώνει τήν διαφοράν τῆς ὑποστάσεως, ἀλλά θά εἶναι ὡσάν καί ἐμένα, δηλαδή τῆς αὐτῆς οὐσίας. Εἶπε τήν φρᾶσιν θά παρακαλέσῳ τόν Πατέρα, διότι ἐάν τούς ἔλεγεν, ὅτι θά στείλῳ ἐγώ τόν Παράκλητον, δέν θά ἐπίστευον καί θά τοῦ ἔλεγον, ἀφοῦ μπορεῖς νά τόν στείλῃς, διατί δέν τόν ἀφήνεις τώρα ἀφοῦ ἐσύ φεύγεις. ῎Ετσι θά ἐπήρχετο εἰς αὐτούς σύγχυσις, ἐνῶ τώρα ἐπεδίωκε νά γίνῃ πιστευτός, καί δι' αὐτό εἶπε θά παρακαλέσῳ τόν Πατέρα, διά νά κάνῃ τόν λόγον ἀξιόπιστον εἰς αὐτούς, ἐνῶ εἰς τήν συνέχεια θά τούς εἴπῃ· «λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον», πρᾶγμα τό ὁποῖον δηλώνει, ὅτι δίδει ἀπό αὐτό πού ἔχει.

'Ακόμη δέ, τούς εἶπε, «θά παρακαλέσῳ τόν Πατέρα» διά νά δείξῃ ἀφ' ἑνός, ὅτι τό Πνεῦμα εἶναι ἄλλη ὑπόστασις, ἀφ' ἑτέρου δέ τόν καιρόν τῆς παρουσίας εἰς τόν κόσμον τοῦ Παρακλήτου, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε σχεδόν ἦτο ἄγνωστος. 'Ενεργοῦσε μέν ἀλλά δέν ἐφαίνετο, ὅπως καί ὁ Πατήρ. Διά νά ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ἔπρεπε νά καθαρισθοῦν διά τῆς θυσίας τοῦ Υἱοῦ. ῞Οταν ἡ θυσία προσεφέρθη καί ἡ ἁμαρτία κατελύθη, καί οἱ μαθηταί ἐπρόκειτο νά ἀπεδύωντο εἰς κινδύνους καί ἀγῶνας, τότε ἐστάλη τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον, διά νά τούς προετοιμάζῃ καί ὁδηγῇ εἰς τούς ἀγῶνας. Καί δέν ἦλθεν ἀμέσως μετά τήν θυσίαν καί τήν 'Ανάστασιν, διά νά τόν δεχθοῦν μέ πολλήν προθυμίαν καί χαράν, ἐφ' ὅσον μετά τήν φυγήν τοῦ Κυρίου, ἀπομείναντες μόνοι ἐκυριεύθησαν ἀπό φόβον, ἡ ἐπιθυμία καί καρτερία των θά ἦτο μεγαλυτέρα. Διά νά τούς ἀφαιρέσῃ κάθε λύπη καί ἀμφιβολία, προσθέτει· «ἵνα μείνῃ μεθ' ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα». ῎Ετσι τούς ἐνθαρρύνει, καί διά νά μή ὑποπτευθοῦν ἄλλην ἐνσάρκωσιν τοῦ Παρακλήτου, καί ὅτι θά τό ἔβλεπον μέ τούς ὀφθαλμούς των, προσθέτει «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό, οὐδέ γινώσκει αὐτό». Θά ἔλθῃ τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ἀλλά ὁ κόσμος (οἱ ἀσεβεῖς), δέν θά ἠμπορέσουν νά τό λάβουν, οὔτε νά τό βλέπουν, λόγῳ τῆς ἀσεβείας των. «῾Υμεῖς δέ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ' ὑμῖν μένει καί ἐν ὑμῖν ἐστέ». 'Εσεῖς ὅμως ἐπειδή μένει κοντά σας καί κατοικεῖ μέσα εἰς τήν ψυχήν σας, τό γνωρίζετε. Βέβαια δέν πρόκειται νά σᾶς συναναστραφῇ, ὅπως ἐγώ, οὔτε θά τό βλέπετε μέ τούς ὀφθαλμούς σας, ἀλλά θά κατοικῇ μέσα σας, διότι τό «παρ' ὑμῖν μένει, καί ἐν ὑμῖν ἐσται», αὐτό σημαίνει.

῾Ο κόσμος δέν ἠμπορεῖ νά τό λάβῃ αὐτόν, διότι δέν τόν βλέπει. Δέν ἠμπορεῖ δηλαδή νά λάβῃ ἀκριβῆ γνῶσιν τῆς οὐσίας του, οὔτε καί τό γνωρίζει, ἐπειδή ἀκριβῆ γνῶσιν ὀνομάζει τήν θεωρίαν. 'Αντιθέτως ὅμως ἐσεῖς, ἀφοῦ εἴδατε ἐμένα καί μέ ἐγνωρίσατε, εἴδατε καί τόν Παράκλητον, ἄν καί εἶναι ἀόρατος. Μέ τά λόγια αὐτά τούς φανερώνει καί τό τρίτον πρόσωπον τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἰσότιμον καί ὁμοούσιον μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν, ἀνεξάρτητον ὅμως ὡς πρός τήν ὑπόστασιν.

Παρά ταῦτα ὅμως ἐκεῖνοι ἐζητοῦσαν ἀκόμη τήν συναναστροφήν του καί ἐθλίβοντο διά τήν φυγήν του. Διά νά τούς θεραπεύσῃ αὐτήν τήν λύπην τούς λέγει· «οὐκ ἀφήσῳ ὑμᾶς ὀρφανούς, ἔρχομαι πρός ὑμᾶς». Μέ αὐτά πού σᾶς εἶπα, ὅτι θά ἔλθῃ ἄλλος καί θά μείνη κοντά σας, δεν σημαίνει ὅτι ἐγώ θά φύγῳ καί δέν πρόκειται νά σᾶς ἰδῷ πλέον, ἀλλά θά εἶμαι πάντα κοντά σας, ὄχι ὅμως καθ' ὅμοιον τρόπον μέ τόν προηγούμενον, νά συναναστρέφωμαι μαζί σας. Εἶπε δέ «δέν θά σᾶς ἀφήσῳ ὀρφανούς, ἐπειδή προηγουμένως τούς εἶχε ἀποκαλέσει τεκνία». Αὐτό ὅμως τό εἶπε μέ ὑπαινιγμόν, διότι προσθέτει· «ἔτι μικρόν καί ὁ κόσμος με οὐκέτι θεωρεῖ· ὑμεῖς δέ θεωρεῖτε με», ἐπειδή μόνον εἰς ἐσᾶς ἔρχομαι, ἐνῶ ὁ κόσμος ὁ ἀσεβής δέν μέ βλέπει. Καί ἐάν δι' ὀλίγον χρόνον θά ἀποχωρισθῶ ἀπό κοντά σας, μέ τό Σταυρικόν θάνατόν μου, δέν θά παύσῳ νά εἶμαι κοντά σας, «ὅτι ἐγώ ζῶ καί ὑμεῖς ζήσεσθε» ἐπειδή εἶμαι ἡ ζωή, καί ἐσεῖς θά ζήσετε, διότι ὁ θάνατός μου μόνον δι' ὀλίγον θά μᾶς χωρίσῃ. Μέ τήν λέξιν «ζωή», δηλώνει καί τήν παροῦσα καί τήν μέλλουσα, δι' αὐτό καί συνεχίζει· «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς, ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί μου, καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν». Καί διά μέν τόν Πατέρα τά λόγια αὐτά δηλώνουν τήν οὐσίαν, δι' αὐτούς δέ τήν ὁμόνοιαν καί βοήθειαν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Δι' αὐτό τούς εἶπε· «κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην», πού θά ἀναστηθῶ, θά γνωρίσετε ὅτι δέν ἀποχωρίστηκα ἀπό τόν Πατέρα, καί ὅτι θά εἶμαι μαζί σας συνεχῶς, διότι τά γεγονότα τά ὁποῖα θά ἐπακολουθήσουν, θά διακηρύσσουν τήν πρός ἐσᾶς βοήθειαν, ἡ ὁποία θά προέρχεται ἀπό ἐμένα. Τότε θά γνωρίσετε τήν ὀρθήν πίστιν πού θά σᾶς διδάξῃ τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον, ὅταν θά μέ ἰδῆτε νά ἀνασταίνωμαι καί νά σᾶς συναναστραφῷ καί πάλιν.

'Επειδή ἡ λύπη δέν εἶναι ἔνδειξις ἀγάπης, ἀλλά δειλίας, καί ὁ Χριστός ἔβλεπε τούς μαθητάς του νά λυποῦνται διά τήν ἀναχώρησίν του, τούς ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς τά ἴδια διά νά τούς ἀφαιρέσῃ τήν λύπην καί τούς κάνῃ νά χαίρωνται, ἀφοῦ πηγαίνει πρός τόν Πατέρα, διότι μετά ἀπό αὐτό οἱ ἴδιοι θά λάβουν πολλάς δωρεάς, τούς λέγει· «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου, καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με». Δέν ἀρκεῖ μόνον ἡ ἀγάπη καί νά ἔχῃς τάς ἐντολάς, ἀλλά χρειάζεται καί ἀκριβής τήρησις αὐτῶν. Καί ὅποιος τάς τηρήσει αὐτός εἶναι πού μέ ἀγαπᾶ. Καί τότε «ὁ δέ ἀγαπῶν με, ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσῳ αὐτόν, καί ἐμφανίσῳ αὐτῷ ἑμαυτόν». 'Ακούοντες συνεχῶς οἱ μαθηταί περί θανάτου, ἀναχωρήσεως, τηρήσεως ἐντολῶν, ἀγάπης κλπ, δέν ἠμποροῦσαν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν σύγχυσιν καί ταραχήν. ῾Η λύπη των προῆλθεν ἀπό δειλίαν, διότι ἐνόμιζον, ὅταν τούς εἶπεν «ἔρχομαι πρός ἐσᾶς», ὅτι θά τόν ἔβλεπον ὄχι σωματικῶς, ἀλλά ὡς εἰς ὄνειρον. Τοῦτο φαίνεται ἀπό τήν ἐρώτησιν τοῦ μαθητοῦ 'Ιούδα (ὄχι τοῦ 'Ισκαριώτη), ὁ ὁποῖος δέν τοῦ εἶπε καθαρά αὐτό πού ἐνόμιζεν, ἀλλά «Κύριε, τί γέγονεν, ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν σεαυτόν, καί οὐχί τῷ κόσμῳ;». Διά νά μή ὑποπτευθοῦν κάτι τέτοιο, καί διά νά διαλύσῃ αὐτήν τήν ὑποψίαν ὁ Κύριος ἀπαντᾶ· «ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τόν λόγον μου τηρήσῃ», δηλαδή τάς ἐντολάς μου, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἐντολαί τοῦ Πατρός, δι' αὐτό καί «ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσῃ αὐτόν». 'Εφ' ὅσον τηρήσει τάς ἐντολάς μου, τότε «πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα, καί μονήν παρ' αὐτῷ ποιήσωμεν», καί θά εἶναι εἰς τούς κόλπους τοῦ Πατρός.

 Τούς τονίζει ὅτι θά ἔλθῃ μαζί μέ τόν Πατέρα, διά νά τούς δείξῃ ὅτι ὅπως ἐμφανίζεται ὁ Πατήρ, ἔτσι θά ἐμφανίζωμαι καί ἐγώ εἰς ἐσᾶς, καί ὄχι ὡσάν εἰς ὄνειρον, ὅπως ἀκριβῶς βλέπωμεν τούς νεκρούς. Τούς προλέγει ὅτι θά ἔρχεται πρός αὐτούς, διά νά μή τόν θεωρήσουν φάντασμα, ὅπως συνέβη ὅταν τόν εἶδαν νά περιπατῇ εἰς τήν θάλασσαν, ἐπειδή ἐσεῖς τηρεῖτε τόν λόγον μου μέ ἀγαπᾶτε, ἐνῶ «ὁ μή ἀγαπῶν με, τούς λόγους μου οὐ τηρεῖ· καί ὁ λόγος, ὅν ἀκούετε, οὐκ ἔστιν ἐμός, ἀλλά τοῦ πέμψαντός με Πατρός». ῞Ωστε ὄχι μόνον ἐμένα, ἀλλά καί τόν Πατέρα δέν ἀγαπᾶ ἐκεῖνος πού δέν τηρεῖ τούς λόγους μου, ἐφ' ὅσον οἱ λόγοι εἶναι τοῦ Πατρός μου. Καί ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν. Καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τάς ἤκουσε, ἠγάπησε τόν Υἱόν καί τόν Πατέρα, διότι ἐγώ τίποτε δέν λέγω ἤ πράττω, τό ὁποῖον νά εἶναι ἀντίθετον πρός τό θέλημα τοῦ Πατρός.

῞Ολα αὐτά σᾶς τά λέγω τώρα ὅπου εἶμαι μαζί σας. 'Επειδή ὅμως αὐτά πού τούς εἶχεν εἰπεῖ, ἦσαν ἀσαφῆ, καί ἄλλα μέν δέν τά εἶχον ἀντιληφθεῖ, εἰς ἄλλα δέ ἀμφέβαλον, διά νά μή θορυβοῦνται τούς ἀπήλλαξεν ἀπό τήν ἀγωνίαν καί τήν σύγχυσιν πού εἶχον, λέγων «ὁ δέ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον, ὅ πέμψει ὁ Πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξῃ πάντα, καί ὑπομνήσῃ ὑμᾶς πάντα, ἅ εἶπον ὑμῖν». ῞Ολα αὐτά θά σᾶς διασαφηνίσῃ ὁ Παράκλητος.Τούς ὁμιλεῖ τώρα συνεχῶς διά τόν Παράκλητον, ἐξ αἰτίας τῆς θλίψεώς των, διά νά τούς προετοιμάσῃ νά τόν δεχθοῦν ὅπως ἐκεῖνον, καί διά νά ὑπομείνουν μέ γενναιότητα τήν ἀναχώρησίν του, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας θά λάβουν μεγάλα ἀγαθά. Καί νά τούς καθησυχάσῃ λέγει· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν· εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν, οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν».

Δέν σᾶς δίδω ἐξωτερικήν εἰρήνην πού δίδει ὁ κόσμος, ἀλλά εἰρήνην πού θά ἔχετε εἰς τήν ψυχήν σας πρός ἐμένα, ὥστε νά εἰρηνεύετε μεταξύ σας, πρᾶγμα τό ὁποῖον θά σᾶς κάμῃ ἰσχυροτέρους, καθ' ὅσον ἡ ἐξωτερική εἰρήνη ἀπό τήν ταραχήν τοῦ κόσμου, πολλές φορές καθόλου δέν ὠφέλησεν αὐτούς πού τήν ἔχουν. Αὐτοί ὅμως δέν ἠμποροῦσαν νά ὑποφέρουν τήν στέρησιν τῆς σωματικῆς συναναστροφῆς του, καί ἐθλίβοντο ἀπό φιλοστοργίαν καί ἀπό δειλίαν. Βλέπων τότε ὁ Κύριος τούς λέγει· «μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία, μηδέ δειλιάτω». Τούς προτρέπει νά μή ταράζωνται, οὔτε νά φοβηθοῦν, διότι ἐγώ πού σᾶς τά προλέγω, ὅσα θά συμβοῦν θά εἶμαι μαζί σας καί δέν πρόκειται νά πάθετε τίποτα. Καί ἐπειδή οἱ μαθηταί δέν ἐγνώριζον τίποτα περί τῆς 'Αναστάσεως τοῦ Κυρίου, μέ ὑπαινιγμούς τούς λέγει, «ἠκούσατε, ὅτι ἐγώ εἶπον ὑμῖν· ὑπάγω καί ἔρχομαι πρός ὑμᾶς. Εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἄν, ὅτι εἶπον πορεύομαι πρός τόν Πατέρα· ὅτι ὁ Πατήρ μου μείζων μου ἐστί». 'Επειδή οἱ μαθηταί τόν Πατέρα τόν ἐθεωροῦσαν μέγαν, ἀνάλογα μέ τήν νοημοσύνην των ὁμιλεῖ καί ὁ Κύριος, καί τούς ἐξηγεῖ, ὅτι ἀφοῦ ἐσεῖς νομίζετε ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι μέγας, τότε ἐάν μέ ἀγαπούσατε θά ἔπρεπε νά χαίρεσθε δι' αὐτό, δηλαδή ὅπου πηγαίνω πρός αὐτόν τόν μέγαν καί ἰσχυρόν, δυνάμενος νά ἐξαλείψῃ ὅλα τά δυσάρεστα πού θά ἐπακολουθήσουν. ῞Ομως ἐσεῖς δέν τά γνωρίζετε αὐτά, δι' αὐτό «καί νῦν εἴρηκα ὑμῖν  πρίν γενέσθαι· ἵνα ὅταν γένηται πιστεσητε».

Συνεπῶς πρέπει νά εἶσθε ἀπόλυτα βέβαιοι, ὅτι ὅταν ἐγώ μεταβῷ εἰς τόν Πατέρα μου, οὔτε ἐγώ κινδυνεύω, ὅπως ἐσεῖς νομίζετε, ἀλλά καί ἐσεῖς εἶσθε ἀσφαλεῖς, καί σᾶς τό λέγω ἀπό τώρα διά νά λάβετε θάρρος. 'Αφοῦ τούς ἐνεθάρρυνε, συνεχίζει πάλιν τά λυπηρά γεγονότα, καί τούς λέγει «οὐκέτι πολλά λαλήσῳ μεθ' ὑμῶν· ἔρχεται γάρ ὁ τοῦ κόσμου τούτου ἄρχων, καί ἐν ἐμοί οὐκ ἔχει οὐδέν». ῎Αρχοντα τοῦ κόσμου ὀνομάζει τόν διάβολον καί τούς πονηρούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι παραδίδουν τόν ἑαυτόν τους εἰς αὐτόν. 'Επειδή ὅμως δέν εἶναι ἄρχων τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δι' αὐτό προσέθεσε τήν λέξιν «τούτου», δηλαδή εἶναι ἄρχων τοῦ πονηροῦ τούτου κόσμου. 'Εφ' ὅσον εἶναι ἄρχων τῶν πονηρῶν καί τοῦ σκότους, εἰς ἐμένα πού εἶμαι ἀγαθός καί φῶς, δέν ἔχει καμμίαν ἐξουσίαν καί δέν μπορεῖ νά μέ βλάψῃ εἰς τίποτα. Δι΄ αὐτό μή θλίβεσθε, διότι ἄν καί πρόκειται νά ἀποθάνῳ, ὁ θάνατος αὐτός δέν θά προέλθῃ ἀπό τόν διάβολον, καθ΄ ὅτι ἐγώ δέν εἶμαι ὑπόλογος θανάτου, οὔτε ὀφειλέτης αὐτοῦ, ἀλλά θεληματικά βαδίζω πρός τόν θάνατον, διά νά μάθῃ ὁ κόσμος, ὅτι τόν ὑπομένω διά τήν ἀγάπην τοῦ Πατρός, καί «καθώς ἐνετείλατό μοι ὁ Πατήρ, οὕτω ποιῶ». Τούς προετοίμασε «αὐτά σᾶς τά λέγω πρίν συμβοῦν», διά νά κατανοήσουν οἱ μαθηταί, ὅτι ὁ ἐπερχόμενος εἰς τόν Κύριον θάνατος, εἶναι ἑκούσιος καί δέν ἦτο ὀλέθριον, οὔτε περιεῖχε βλάβην τινα εἰς αὐτόν, καί νά τούς διδάξῃ, ὅτι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν ἐκείνου πού ἀγαπῶμεν.

῾Ομιλῶντας ὁ Κύριος πρός τούς μαθητάς, περί λυπηρῶν γεγονότων, περί ἀναχωρήσεως, ἐλεύσεως τοῦ ἄρχοντος τούτου τοῦ κόσμου κλπ, φυσική συνέπεια ἦτο νά τούς διακατέχῃ φόβος, δειλία, καί ταραχή, καί νά μή προσέχουν εἰς τά λόγια τοῦ 'Ιησοῦ, ἐπειδή ἐνόμιζον, ὅτι αὐτοί πού ἐπιθυμοῦν κακά κατά τοῦ διδασκάλου των, θά ἔλθουν ἐκεῖ, ἀφοῦ ὁ τόπος ἦτο γνωστός καί θά τούς συλλάβουν. Διά νά τούς ἀφαιρέσῃ αὐτήν τήν ταραχήν, τούς λέγει· «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν», καί τούς ὁδηγεῖ εἰς ἄλλον τόπον, ὥστε νομίζοντες, ὅτι εὑρίσκωνται εἰς ἀσφάλειαν, ν' ἀκούσουν πλέον μεγάλα δόγματα πού θά τούς ἔλεγε χωρίς φόβον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ!

'Αφοῦ τούς καθησύχασε κάπως ἀπό τόν  φόβον, παραβάλλει τόν ἑαυτόν του μέ τήν ἄμπελον, καί τούς μαθητάς μέ τά κλήματα, λέγων «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καί ὁ Πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι». Μέ τήν παραβολήν αὐτήν θέλει να τούς δείξῃ, ὅτι ὅπως τά κλήματα (βέργες), ἐάν δέν εἶναι ἡνωμέναι μέ τήν ἄμπελον (τήν ρίζαν), ξηραίνονται καί δέν ἠμποροῦν νά φέρουν καρπόν, ἔτσι καί αὐτοί, ἐάν δέν εἶναι ἡνωμένοι μέ τήν πίστιν εἰς αὐτόν, πού εἶναι ἡ πραγματική ἀλήθεια, καί δέν προσέχουν εἰς τούς λόγους του, δέν ἠμποροῦν νά ἐπιτελέσουν τίποτα, διότι καί τά μελλοντικά θαύματα καί κατορθώματα πού θά ἐπιτύχουν, θά γίνουν διά τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Πατέρας μου, λέγει, εἶναι ὁ γεωργός, ὁ ὁποῖος περιποιεῖται καί φροντίζει διά τά κλήματα. Δέν ἀναφέρει τήν ρίζαν, ἡ ὁποία πρῶτα αὐτή ἔχει ἀνάγκην φροντίδος καί μετά τά κλήματα, ἐπειδή ρίζαν παρουσιάζει τόν ἑαυτόν του, ὁ ὁποῖος εἶναι αὐτάρκης καί δέν ἔχει ἀνάγκην φροντίδος, ἀλλά τά κλήματα (οἱ μαθηταί), οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀνάγκην φροντίδος ὑπό τοῦ γεωργοῦ, διότι συνεχίζει «πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοί μή φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό· καί πᾶν τό καρπόν φέρον, καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπόν φέρῃ».

῾Ο γεωργός, τά κλήματα τά ὁποῖα δέν καρπίζουν τά κόπτει, διότι δέν ἠμποροῦν νά μείνουν εἰς τήν ἄμπελον. Αὐτά δέ πού καρπίζουν, τά καθαρίζει καί τά περιποιεῖται καί τά κάνει γονιμώτερα, ἔτσι καί ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων, πού ἀνήκουν εἰς τόν Χριστόν, ἀλλά δέν κάνουν καλά ἔργα, δέν ἠμποροῦν νά παραμείνουν εἰς αὐτόν, ὅπως ἐκεῖνοι πού μέσα εἰς τάς θλίψεις πού ἀκολουθοῦν τήν ζωήν των ἀπό τούς πειρασμούς, μένουν καθαροί εἰς τήν πίστιν καί φροντίζουν νά κάμουν καλά ἔργα μέ τήν βοήθεια καί δύναμιν τοῦ Κυρίου, ἐνισχύονται καί γίνονται γονιμώτεροι.

Διά νά μή θεωρήσουν ὅτι αὐτά τά λέγει δι' αὐτούς, ἀλλά διά νά τούς ἐμβάλῃ εἰς φροντίδας, τούς λέγει· «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διά τόν λόγον ὅν λελάληκα ὑμῖν». Μέ ὅσα σᾶς ἔχω εἰπεῖ, ἤδη ἔχετε καθαρισθεῖ. Παρουσιάζει τόν ἑαυτόν του ὅτι φροντίζῃ, ἐνῶ προηγουμένως τούς εἶπεν, ὅτι ὁ Πατήρ φροντίζῃ, ἐπειδή μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ δέν ὑπάρχει καμμία διαφορά. Τό ὅτι ὅμως ἐκαθαρίσθητε δέν ἀρκεῖ, ἀλλά διά νά προκόψητε πνευματικά, χρειάζεται καί ἡ δική σας προσπάθεια. Διά νά ἠμπορέσετε ὅμως «μείνητε ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν», καί τότε μέ τήν ἰδικήν μου δύναμιν καί φροντίδα, θά ἠμπορέσετε νά προκόψητε πνευματικά. Διότι ἐφ' ὅσον δέν μείνετε εἰς ἐμέ «καθώς τό κλῆμα οὐ δύναται καρπόν φέρειν ἀφ' ἑαυτοῦ, ἐάν μή μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ· οὕτως οὐδέ ὑμεῖς, ἐάν μή ἐν ἐμοί μείνητε».

Θέλει μέ τά λόγια αὐτά νά ἐνισχύσῃ τήν ἀτονήσασαν ἐκ τοῦ φόβου ψυχήν των, καί νά τούς συνενώσῃ μέ τόν ἑαυτόν του, διά νά μή ἀποχωρισθοῦν ἐξ αἰτίας τῆς δειλίας των, δι' αὐτό τούς ἔδωσεν ἐλπίδας νά μείνουν ἡνωμένοι, διότι τότε καί αὐτός θά εἶναι μαζί τους καί δέν θά διατρέχουν κανένα κίνδυνον. «'Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα· ὁ μένων ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν». 'Αντιθέτως ὅποιος στηριχθεῖ εἰς τήν δύναμίν του καί ἀποχωρισθῇ ἀπό ἐμένα, «ὅτι χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». 'Εκτός δέ αὐτοῦ «ἐάν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τό κλήμα, καί ἐξηράνθη· καί συνάγουσιν αὐτά, καί εἰς τό πῦρ βάλλουσι, καί καίεται». Δέν δέχονται πλέον τήν φροντίδα τοῦ γεωργοῦ, καί ἐάν εἶχεν κάποιαν χάριν, τήν χάνει καί μένει γυμνός (ξηρός), ἀπό τήν βοήθεια καί τήν ζωήν ἐκείνου, καί ἐγκαταλείπεται ἀπό τόν Πατέρα. «'Εάν μείνητε ἐν ἐμοί, καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ ἐάν θέλητε αἰτήσεσθε καί γενήσεται ὑμῖν». 'Εάν ὅμως μείνητε ἡνωμένοι εἰς ἐμένα καί τά λόγια μου ριζωθοῦν μέσα εἰς τήν ψυχήν σας, τότε ὅ,τι θελήσετε νά ζητήσετε θά σᾶς γίνῃ. Αὐτά τά ἔλεγε διά νά δείξῃ, ὅτι αὐτοί πού τόν ἐπιβουλεύωνται θά κατακαοῦν ὡς ἄκαρπα κλήματα, ἐνῶ αὐτοί θά καρποφορήσουν ἐνισχυόμενοι ἀπό τάς φροντίδας τοῦ γεωργοῦ, καί θά γίνουν ἀκατανίκητοι, καί θά φέρουν πολύ καρπόν, ὁπότε «ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ Πατήρ μου, ἵνα καρπόν πολύν φέρητε· καί γενήσεσθε ἐμοί μαθηταί». ῎Ετσι μετέθεσε τόν φόβον τῶν μαθητῶν εἰς ἐκείνους (τούς ἐπιβούλους) καί κάμνει τόν λόγον του ἀξιόπιστον, διότι ἡ καρποφορία τῶν μαθητῶν, συντελεῖ εἰς τήν δόξαν τοῦ Πατρός. 'Εφ' ὅσον λοιπόν ἡ καρποφορία σας ἀποτελεῖ δόξα τοῦ Πατρός, ἔχετε θάρρος καί μή σκέπτεσθε τίποτα τό πονηρόν, ἐπειδή ἐγώ σᾶς ἀγαπῶ καί θά εἶμαι μαζί σας, διότι «καθώς ἠγάπησέ με ὁ Πατήρ, κἀγώ ἠγάπησα ὑμᾶς». Καί διά νά μή ἀναπαυθοῦν, ὅτι ὁ Κύριος θά εἶναι μαζί των καί ἀτονήσῃ ἡ δική των προσπάθεια, τούς λέγει «μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ», διότι αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό ἐσᾶς, καί τότε θά μείνετε εἰς τήν ἀγάπην αὐτήν, «ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καθώς ἐγώ τάς ἐντολάς τοῦ Πατρός μου τετήρηκα, καί μένω αὐτῷ ἐν τῇ ἀγάπῃ». 'Εδῶ τούς ὁμιλεῖ ἀνθρωπίνως, λόγῳ τῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας των, διότι ὁ ἴδιος, ὡς νομοθέτης δέν ἦτο δυνατόν νά ὑποταγῇ εἰς ἐντολάς. ῞Ομως οἱ λόγοι του εἶναι προσηρμοσμένοι εἰς τόν τρόπον τῆς σκέψεώς των, καί προσπαθεῖ νά τούς δείξῃ, ὅτι εὑρίσκωνται εἰς ἀσφάλειαν, ἐνῶ οἱ ἐχθροί του θά καταστραφοῦν, καί ὅ,τι ἔχουν τό ἔχουν ἀπό τόν Υἱόν.

Διά τήν λύπην καί δειλίαν των ὁ Κύριος, δέν ἐπεριφρόνησεν οὔτε ἐξεδίωξε τούς μαθητάς του, ἀλλά τούς ἐπαρηγόρησε καί τούς ἐνεθάρρυνεν, ἀπό τήν ἀγάπην του πρός αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἤρχισαν νά χαίρωνται. 'Επρόκειτο ὅμως νά παρεμβάλετο τό πάθος, καί τό γεγονός αὐτό θά διέκοπτε τήν ἡδονήν τῆς χαρᾶς. Διά νά μή φύγουν ἀπό κοντά του καί διακόψουν τόν δρόμον, τούς λέγει· «ταῦτα λελέληκα ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρά ἡ ἐμή ἐν ὑμῖν μείνῃ, καί ἡ χαρά ὑμῶν πληρωθῇ». 'Επειδή τό πᾶν δι' ἐμέ εἶναι χαρά καί ἡδονή, θά διώξῳ ἀπό ἐσᾶς αὐτήν τήν θλῖψιν, διά νά ἔλθῃ μέσα εἰς τήν ψυχήν σας ἡ ἰδική μου χαρά, καί θά σᾶς κρατήσῳ διά παντός σταθερούς εἰς τήν ἰδίαν ἀγάπην, καί ἔτσι ἡ δική σας χαρά θά γίνῃ πλήρης. Καί διά νά τό ἐπιτύχητε αὐτό, σᾶς δίδω αὐτήν τήν ἐντολήν «ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς». Εἰς τά λόγια αὐτά βλέπομε τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ νά εἶναι συνηνωμένη μέ τήν δικήν μας ἀγάπη, διότι τό νά μείνῃ κανείς εἰς τόν Θεόν, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀγάπη πρός αὐτόν, ἡ δέ ἀγάπη ἀπό τήν τήρησιν τῶν ἐντολῶν. Κατά συνέπειαν διά νά μείνῃ κανείς κοντά εἰς τόν Θεόν, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή.

Καί δέν ὡμίλησε δι' ἁπλῆν ἀγάπην, ἀλλά δείχνει καί τόν τρόπον αὐτῆς, «καθώς ἐγώ σᾶς ἠγάπησα», πού διά τήν ἀγάπην σας διά νά σᾶς ἐλευθερώσῳ ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, θά θυσιάσῳ καί τήν ζωήν μου, διότι «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ». 'Επαναλαμβάνει συνεχῶς τήν ἀγάπην, ἐπειδή αὐτά εἶναι τά γνωρίσματα τῶν μαθητῶν καί προϋπόθεσις τῆς ἀρετῆς. Καί συνεχίζει «ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν». ῾Ως δεῖγμα φιλίας θεωρεῖται ν' ἀνακοινώνῃ κανείς τά μυστικά του εἰς κάποιον πού ἀγαπᾶ. Καί οἱ μαθηταί ἠξιώθησαν μιᾶς τέτοιας κοινωνίας μέ τόν Χριστόν καί τούς ἀπεκάλυψε πολλά μυστικά, δι' αὐτό τούς λέγει «οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους· ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δέ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα, ἅ ἤκουσα παρά τοῦ Πατρός μου, ἐγνώρισα ὑμῖν». Μέ τήν λέξιν «ὅλα» ἐννοεῖ ὅσα ἔπρεπε αὐτοί ν' ἀκούσουν. 'Εν συνεχείᾳ τούς ἀναφέρει καί ἄλλην ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης του, συνεχίζων «οὐχ ὑμεῖς μέ ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καί ἔθηκα ὑμᾶς, ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε, καί καρπόν φέρητε, καί ὁ καρπός ὑμῶν μένῃ». Σας ἐξέλεξα ὡς φίλους καί σᾶς κατέστησα ἱκανούς νά σκορπισθῆτε εἰς ὅλον τόν κόσμον, νά κηρύξητε τάς ἐντολάς μου, καί νά φέρετε πολλούς εἰς θεογνωσίαν καί νά πιστεύσουν εἰς τόν Θεόν, καί ἔτσι θά κληρονομήσουν τήν αἰώνια βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Καί ἐφ' ὅσον αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά πιστεύσουν εἰς τόν Θεόν ἀπό τήν διδασκαλίαν σας, θά μείνουν αἰώνια πολύ περισσότερον θά μείνετε ἐσεῖς.

Μέ τά λόγια αὐτά πού τούς εἶπε, δείχνει τήν ἀγάπην του, ὅτι μένῃ συνεχῶς πλησίον των καί μέ τήν βοήθειάν του θά καρποφορήσουν, καί τότε «ἵνα ὅ,τι ἄν αἰτήσητε τόν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν». Διά νά τό ἐπιτύχουν ὅμως αὐτό «ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλήλους». Σᾶς τά λέγω δέ αὐτά διά νά σᾶς ὁδηγήσῳ εἰς τήν φιλίαν.

Οἱ διωγμοί καί κατηγορίαι ἐκ μέρους πολλῶν πού θά ἤρχοντο ἀργότερον, θά ἦσαν κάτι τό φοβερόν καί ἀνυπόφορον. Τούς τά προεῖπε καί ἀφοῦ τούς προετοίμασε τήν ψυχήν των, ἀφήνει νά ἐννοηθῇ, ὅτι αὐτά λέγωνται δι' αὐτούς, ἀλλά δέν πρέπει νά θλίβωνται, ἀλλά νά χαίρωνται.

Καί ἐξακολουθεῖ νά τούς ἐνισχύῃ, λέγων «εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε, ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει», ἀλλά αὐτό θά ἦτο ἀπόδειξις πονηρίας. 'Επειδή ὅμως δέν εἶσθε ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, «ἀλλ' ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος». 'Εφ' ὅσον ὁ Χριστός εὑρίσκετο εἰς τόν κόσμον, οἱ 'Ιουδαῖοι ἔκανον τόν πόλεμον πρός ἐκεῖνον. ῞Οταν ὅμως θά ἔφευγεν ἀπό τόν κόσμον, ἡ μάχη θά ἐστρέφετο πρός τούς μαθητάς. Διά νά ἐνθαρρύνῃ  λοιπόν τήν ψυχήν των νά μή δειλιάσουν, ἀφήνει νά ἐννοηθῇ, ὅτι καί αὐτοί θά γίνουν μιμηταί του, καί τό νά μισηθοῦν ἀπό τάς ἐπιβουλάς, εἶναι ἔργον χαρᾶς, διότι ἔτσι γίνονται μέτοχοι εἰς τά πάθη τοῦ Κυρίου, καί συνεπῶς δέν πρέπει νά ἀνησυχοῦν, καί τούς ὑπεμθυμίζει τά λόγια πού τούς εἶχεν εἰπεῖ· «μνημονεύετε τοῦ λόγου, οὗ ἐγώ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τόν λόγον μου ἐτήρησαν, καί τόν ὑμέτερον τηρήσουσιν». Διά νά τούς κρατήσῃ σταθερούς εἰς τούς διωγμούς καί τάς ὕβρεις πού θά ὑποστοῦν, τούς προσθέτει καί ἄλλην παρηγορίαν, λέγων «ἀλλά πάντα ταῦτα ποιήσουσιν  ὑμῖν διά τό ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τόν πέμψαντά με». 'Εσᾶς θά σᾶς διώξουν ἐπειδή εἶσθε μαθηταί μου, διαφορετικά δέν θά σᾶς ἐνοχλοῦσαν. 'Εμένα ὅμως μέ ὑβρίζουν καί διώκουν χωρίς νά γνωρίζουν, ὅτι ἡ δίωξις αὐτή καί ὕβρις μεταφέρονται εἰς τόν Πατέρα Θεό, διότι ὅταν ὑβρίζεται ὁ ἀπεσταλμένος, ἡ ὕβρις μεταφέρεται εἰς τό πρόσωπον τοῦ ἀποστείλαντος. Καί ἐπειδή οἱ 'Ιουδαῖοι δέν ἠμποροῦσαν νά πιστεύσουν, ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Πατέρα, δι' αὐτό μέ ὑβρίζουν. ῞Ομως ἐσεῖς μή δειλιάζετε, ἀλλά χαίρεσθε, διότι ἠξιώθητε νά πάθετε ὅ,τι παθαίνῃ ὁ Κύριος καί Θεός σας.

Διά νά τούς δείξῃ, ὅτι οἱ 'Ιουδαῖοι ἀπό τήν ἀγνωσίαν καί ἀπιστίαν των αὐτήν δέν θά τύχουν συγχωρήσεως, ἐπειδή ὅσα θά πράξουν θά εἶναι ἄδικα, τούς δίδει καί ἄλλην πληροφορίαν, λέγων «εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν». Τούς λέγει, ὅτι δέν θά ἔχουν δικαιολογίαν, διότι τούς ἐδίδαξε τήν ἀλήθειαν, καί αὐτοί προέβαλον ὡς δικαιολογίαν, ὅτι τόν κατεδίωκον ἐξ αἰτίας τοῦ Πατρός, διότι «ὀνομάζει τόν ἑαυτόν του Θεόν». ῎Αλλην κατηγορίαν δέν εἶχον κατ' αὐτοῦ, δι' αὐτό συνεχίζει· «ὁ ἐμέ μισῶν, καί τόν Πατέρα μου μισεῖ». Δέν θά τύχουν συγγνώμης, διότι καίτοι ἐμελέτησαν τόν Νόμον, δέν ὑπακούουν εἰς τόν Νόμον, ὁ ὁποῖος διά τοῦ Μωϋσέως διατάσσει ὑπακοήν εἰς ἐκεῖνον πού διδάσκει τέτοια πράγματα καί ὁδηγεῖ πρός τήν εὐσέβειαν καί ἐκτελεῖ τόσα σπουδαῖα θαύματα, πού δέν ἠμπορεῖ κανείς ἄλλος νά τά ἐπιτελέσῃ, καί αἰτιολογῶν λέγει· «εἰ τά ἔργα μή ἐποίησα ἐν αὐτοῖς, ἅ οὐδείς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δέ καί ἑωράκασι, καί μεμισήκασι καί ἐμέ καί τόν Πατέρα μου», δι΄  αὐτό θά εἶναι ἄξιοι τιμωρίας. Δι' ὅλα αὐτά τά ἔργα τά ὁποῖα ἐγώ ἔπραξα, μάρτυρες εἶναι αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ 'Ιουδαῖοι, ὁ ὁποῖοι καί ὡμολόγησαν, ὅταν ἔλεγον «οὐδέποτε ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος», καί «οὐδέποτε ἤνοιξε ἄνθρωπος ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου» καί ἄλλα παράδοξα θαύματα. 'Απ' ὅλα αὐτά θά εἶναι αὐτοκατήγοροι. 'Ενῶ τούς ἐδίδαξα ὅλα ὅσα εἶχον προφητευθεῖ καί ἀναγράφει ὁ Νόμος, αὐτοί ἀπό τήν πονηρίαν καί παραφροσύνη των, δέν μέ ἐδέχθησαν καί μέ κατεδίωξαν, διά νά ἐκπληρωθῇ ἡ προφητεία ἡ λέγουσα· «ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν». Προλαμβάνων δέ τυχόν ἐνστάσεις τῶν μαθητῶν, ὅτι ἀφοῦ ἐμίσησαν καί τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν, καί χάριν αὐτῶν καί τούς ἰδίους, πῶς θά μπορέσωμε νά εἴμεθα ἀξιόπιστοι καί ποῖος θά μᾶς προσέξῃ, τούς παρηγορεῖ λέγων· «ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος μαρτυρήσῃ περί ἐμοῦ». ῾Ο Παράκλητος εἶναι ἀξιόπιστος ὅὅ διότι εἶναι Πνεῦμα ἀληθείας,». Τό δέ «παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται», φανερώνει, ὅτι ὁ Παράκλητος, ὅπως ὁ Χριστός ἐγνώριζεν ὅλα τά τοῦ Πατρός, ἔτσι καί αὐτός τά γνωρίζει καί δι' αὐτό εἶναι ἀξιόπιστος.

'Εδῶ παρουσιάζει δύο φαινομενικῶς ἀντίθετες ὄψεις, ὅτι ὁ Παράκλητος στέλνεται καί ἀπό τόν Υἱόν καί ἀπό τόν Πατέρα. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀληθές, διότι ὁ Πατήρ ἐκπέμπει τόν Παράκλητον ἀϊδίως ὡς ἐκ τῆς ἰδιότητός του. 'Αλλά καί ὁ Υἱός πέμπει αὐτόν ἐν χρόνῳ, χωρίς νά μετέχῃ εἰς τήν ἀῒδιον ἐκπόρευσιν τοῦ Πατρός, διότι ὅπου ὁ Υἱός καί ὁ Παράκλητος καί ἀντιθέτως. Μή θορυβεῖσθε δι' αὐτό, διότι «καί ὑμεῖς δέ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ' ἀρχῆς μετ' ἐμοῦ ἐστε», καί ὅσα εἶπα δέν τά ἀκούσατε ἀπό ἄλλον, ἀλλά ἀπό ἐμένα, καί δι' αὐτό θά εἶσθε ἀξιόπιστοι.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ!

Σᾶς τά εἶπα αὐτά διά νά μή σκανδαλισθῆτε ὅταν ἴδητε, ὅτι δέν πιστεύουν εἰς τά λόγια σας, καί θά πάθετε κακά. 'Εξ αἰτίας μου δέ, «ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς», διότι ἀπό τώρα ἔχουν δώσει ἐντολήν, ὅποιος ὁμολογήσει τόν Χριστόν νά ἀφορίζεται. Θά ἐπιδιώξουν τόν θάνατόν σας, «ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς, δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ». Θά θεωρήσουν τόν θάνατόν σας ὡσάν κάτι τό εὐσεβές τό ὁποιον ἀρέσει εἰς τόν Θεόν. 'Αλλά «καί ταῦτα ποιήσουσιν ὑμῖν, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν τόν Πατέρα, οὐδέ ἐμέ». 'Εσεῖς ὅμως νά μή ταράσσεσθε ἀλλά νά παρηγορῆσθε δι' αὐτά πού θά πάσχετε ἐξ αἰτιας μου καί τοῦ Πατρός. Καί σᾶς τά προλέγω αὐτά, οὕτως ὥστε ὅταν θά ἔλθουν ἀπροσδόκητα, νά μή ταραχθῆτε, καί διά νά μή νομίσητε, ὅτι δέν τά ἐπρογνώριζα ὅτι θά συμβοῦν ἤ ὅτι σᾶς τά ἔκρυψα.

Βλέποντες οἱ μαθηταί, ὅτι θά περιπέσουν εἰς ἀνθρωπίνους καταστάσεις, δηλαδή ἀφορισμούς, μίση, φόνους κλπ, λόγῳ τῆς πνευματικῆς ἀκόμη ἀτελείας των, ἀπό τήν πολλή λύπην πού κατελήφθησαν, ἔμειναν ἄλαλοι, ἐνῶ πρίν ἀπό αὐτά τοῦ ὑπέβαλον πολλάς ἐρωτήσεις. Αὐτό ἀκριβῶς ἐπιτιμῶν ὁ Κύριος, τούς λέγει «ταῦτα δέ ὑμῖν ἐξ ἀρχῆς οὐκ εἶπον, ὅτι μεθ' ὑμῶν ἤμην». Δέν σᾶς τά εἶπα ἀπό τήν ἀρχήν, ἐπειδή τότε ὁ πόλεμος ἦτο ἐναντίον μου καί ἐσεῖς εἴσαστε ἀσφαλεῖς, καί ὅποτε ἠθέλατε ἠμπορούσατε νά μέ ἐρωτήσητε, δι' αὐτό δέν σᾶς εἶπα ἀφοῦ ἤμουν μαζί σας. «Νῦν δέ ὑπάγω πρός τόν πέμψαντά με, καί οὐδείς ἐξ ὑμῶν ἐρωτᾶ με. Ποῦ ὑπάγεις;». 'Από τά ἀναμενόμενα κακά καί μέ τήν σκέψιν, ὅτι θά ἀποχωρισθῇ σωματικῶς ὁ Κύριος ἀπό αὐτούς, ἐσυγχύσθησαν καί ἀπό τήν ταραχήν των, ἐσιωποῦσαν. Διά νά τούς ἐνθαρρύνῃ δικαιολογῶντας τους κάπως, τούς λέγει «ἀλλ' ὅτι ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἡ λύπη πεπλήρωκεν ὑμῶν τήν καρδίαν». Τούς τά εἶπεν ὅλα αὐτά πρίν ἀξιωθοῦν νά λάβουν τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον, διά νά δείξῃ τήν ἀρετήν των, οἱ ὁποῖοι ἄν καί εἶχον κυριευθεῖ ἀπό λύπην δέν τόν ἐγκατέλειψαν, ἀλλά τά ὑπέμεινον καρτερικῶς, καί ἔτσι τώρα ὁλόκληρος ὁ καρπός τῶν μελλοντικῶν ἔργων των, εἶναι τῆς διανοίας των καί καθαρά ἀπόδειξις τοῦ πόθου των διά τόν Χριστόν, διότι ἐάν τά ἤκουον ὅταν θά ἀπελάμβανον  τήν χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, καί τά ὑπέμενον τότε, τό πᾶν θέ ἀπεδίδετο εἰς τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Καί διά νά ἐπικυρώσῃ τά λόγια αὐτά προσθέτει, «ἀλλ' ἐγώ τήν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν». Δέν σᾶς λέγω λόγια πού σᾶς εὐχαριστοῦν καί ἐπιθυμεῖτε, ἀλλά λόγια πού σᾶς συμφέρει. Καί ἐσεῖς μέν ἐπιθυμεῖτε νά εἶμαι μαζί σας, ἀλλά «συμφέρει ὑμῖν, ἵνα ἐγώ ἀπέλθῳ». Συμφέρον λοιπόν δικό σας εἶναι νά φύγῳ ἀπό κοντά σας, διότι «ἐάν γάρ ἐγώ μή ἀπέλθῳ, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς· ἐάν δέ πορευθῶ πέμψω αὐτόν πρός ὑμᾶς», καί τότε θά ἀξιωθῆτε τάς μεγάλας δωρεάς. «Καί ἐλθών 'Εκεῖνος, ἐλέγξῃ τόν κόσμον περί ἁμαρτίας, καί περί δικαιοσύνης, καί περί κρίσεως» ῞Οταν ἔλθη ὁ Παράκλητος, μέ αὐτά πού κάνουν οἱ 'Ιουδαῖοι, θά τιμωρηθοῦν καί μάλιστα ὅταν δοθοῦν τελειώτερα διδάγματα καί γίνουν μεγαλύτερα θαύματα, τότε πολύ περισσότερον θά κατακριθοῦν, ὅταν θά ἴδουν ὅτι ὅλα αὐτά θά συμβοῦν διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός μου.

Καί ἐπεξηγῶν ποῖον ἔλεγχον θά κάμῃ, προσέθεσε θά ἐλέγξῃ περί ἁμαρτίας», θά τούς ἀποκλείσῃ ἀπό κάθε δικαιολογίαν, διότι διέπραξαν πράγματα ἀσυγχώρητα, καί δέν μέ ἐπίστευσαν. Θά τούς ἐλέγξῃ «περί δικαιοσύνης», διότι ἐγώ μεταβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί δέν μέ βλέπετε πλέον. 'Επειδή μέ ἐκατηγόρησαν, ὅτι δέν προέρχομαι ἀπό τόν Θεόν, τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον θά δείξῃ, ὅτι φεύγοντας ἀπό κοντά σας, μεταβαίνω ἐκεῖ καί ὄχι προσωρινῶς, ἀλλά θά παραμείνῳ μονίμως.

Μέ τάς δύο αὐτάς κρίσεις, ἀναιροῦνται αἱ πονηραί σκέψεις τῶν 'Ιουδαίων, διότι δέν εἶναι γνώρισμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ, οὔτε θαύματα νά κάνῃ, ὅπως ἔκαμα ἐγώ, οὔτε καί πλησίον τοῦ Θεοῦ νά εὑρίσκεται διαρκῶς. 'Αλλά ἐπί πλέον θά ἐλέγξῃ καί «περί κρίσεως», διότι ἤδη κατεκρίθη ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου. Πάλιν ὁμιλεῖ περί δικαιοσύνης, ἀφοῦ κατενίκησε τόν ἀντίδικόν του διάβολον, πρᾶγμα πού, ὄχι ἁμαρτωλός δέν κατόρθωσε νά πράξῃ, ἀλλά οὔτε καί κανείς δίκαιος ἀπό τούς ἀνθρώπους.

Καί ἀφοῦ τούς εἶδε νά εἶναι ἐκστατικοί καί λυπημένοι, καί συνεπῶς ἀπό τήν λύπην των νά μή καταλαβαίνουν αὐτά πού τούς ἔλεγε, προσθέτει· «ἔτι πολλά ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ' οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι». Θά τά κατανοήσετε ὅμως ὅταν ἐγώ φύγῳ ἀπό κοντά σας καί θά σᾶς στείλω τόν Παράκλητον, ὁ ὁποῖος «ὅταν, ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσῃ ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». Διά νά μή νομίσουν ὅμως, ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Παρακλήτου εἶναι ἀνωτέρα ἐκείνου, ἐφ' ὅσον τώρα δέν τό κατανοοῦν, καί ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος θά τά ἐξηγήσῃ καί θά τά κατανοήσουν, τούς προλαμβάνει ἀπό ἕνα τέτοιο λογισμό, καί συνεχίζει «οὐ γάρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἄν ἀκούσῃ λαλήσῃ, καί τά ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν», θά σᾶς ὑπενθυμίσῃ δηλαδή αὐτά πού σᾶς ἔχω εἰπεῖ, καί θά σᾶς παρηγορήσῃ εἰς τάς θλίψεις σας καί θά σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἀλήθειαν. Δέν θά εἰπῇ τίποτα τό δικό του ἤ ἀντίθετον ἀπό αὐτά πού σᾶς εἶπα ἐγώ. Διά νά μή νομίσουν τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον οὔτε ἀνώτερον, ἀλλά οὔτε καί κατώτερό του, προσθέτει «ἐκεῖνος ἐμέ δοξάσῃ, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ ὑμῖν». 'Αφοῦ πρῶτα τούς εἶπεν, ὅτι δέν θά ὁμιλήσῃ ἀπό τόν ἑαυτόν του, τούς ἐξηγεῖ, ὅτι ὅταν ἔλθῃ θά λάβῃ ἀπό τήν γνῶσιν τήν ἰδικήν μου, διότι καί ἐγώ δέν εἶπα τίποτα τό ἰδικό μου, ἀλλ' ὅ,τι ἤκουσα ἀπό τόν Πατέρα. ῎Ετσι καί τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον θά εἴπῃ αὐτά πού ἐγώ σᾶς εἶπα, καί ἔτσι μέ τήν ἐπιβεβαίωσίν του θά δοξασθῶ καί ἐγώ, ἀφοῦ καί αὐτός θά εἴπῃ, ὅ,τι ἤκουσεν ἀπό τόν Θεόν. Μέ τά λόγια αὐτά τούς ἐπροφύλαξε διά νά μή πέσουν εἰς τήν πιό φοβεράν μορφήν τῆς ἀσεβείας, θεωροῦντες αὐτό κατώτερον ἤ καί ἀνώτερόν του. Καί διά νά τούς ἀναπτερώσῃ τό φρόνημά των, ἐπειδή ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πολύ λαχταρᾶ νά μαθαίνῃ τά μέλλοντα, τούς εἶπεν ὅτι θά σᾶς ἀναγγείλῃ τά μελλοντικά γεγονότα, καί ὅτι μέ τήν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματός του, τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον θά πραγματοποιήσῃ μεγαλύτερα θαύματα, ὅπως καί ἀργότερα συνέβῃ. 'Αφοῦ τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον θά εἴπῃ ὅσα ἐγώ σᾶς εἶπα, τά ὁποῖα ἤκουσα ἀπό τόν Πατέρα, τούς ἐξηγεῖ καί τήν αἰτίαν λέγων· «πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, ἐμά ἐστι· διά τοῦτο εἶπον, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται, καί άναγγελεῖ ὑμῖν». 'Αφοῦ λοιπόν τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας θά εἴπῃ, ὅ,τι ἤκουσεν ἀπό τόν Πατέρα, καί ὅ,τι ἔχει ὁ Πατήρ εἶναι καί τοῦ Υἱοῦ, καί ὁ Υἱός τούς εἶχεν εἰπεῖ τήν ἀλήθειαν (γνῶσιν), θά τούς ὁδηγήσῃ εἰς θεογνωσίαν.

Βεβαίως καί ὁ ἴδιος τούς εἶχεν ὁδηγήσει εἰς θεογνωσίαν, ἀλλά ἐπειδή ἔλαβεν ἀνθρωπίνην σάρκα, διά νά μή φανῇ, ὅτι ὁμιλεῖ διά τόν ἑαυτόν του, καί οἱ μαθηταί δέν ἐγνώριζον σαφῶς περί τῆς 'Αναστάσεώς του, ὡς πνευματικά ἀτελεῖς ἀκόμη, ἀλλά καί οἱ 'Ιουδαῖοι νά μή λέγουν, ὅτι τόν ἐτιμώρησαν ὡς παρανομοῦντα, δέν ἀναφέρει ὑψηλά νοήματα, ἀλλά καί δέν ἀπεμακρύνεται ἀπό τόν Μωσαϊκόν Νόμον. ῞Οταν ὅμως εἶδε, ὅτι οἱ μαθηταί του ἀπεκόπησαν ἀπ' αὐτούς (μένοντες πιστοί εἰς τόν 'Ιησοῦν), ἐνῶ αὐτοί ἔμειναν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου, τότε τούς τά προλέγει, ἀλλά ἀφήνει νά φανῇ, ὅτι ἄλλος θά ὁμιλήσῃ περί αὐτοῦ. Διά νά εἶναι οἱ λόγοι ἀξιόπιστοι τούς παρουσιάζει τόν Παράκλητον, ὁ ὁποῖος θά τούς διδάξῃ καί ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἀλήθειαν, πρᾶγμα τό ὁποῖον ὁ ἴδιος προηγουμένως εἶχε πράξει.

Εὐλόγως γεννᾶται ἡ ἀπορία, διατί ὁ Παράκλητος δέν ἤρχετο κατά τό χρόνον ὄπου ὁ Κύριος εὑρίσκετο ἐπί τῆς γῆς; Οἱ λόγοι εἶναι βασικῶς τρεῖς. α)'Επειδή ἀκόμη ἡ κατάρα δέν εἶχε καταργηθεῖ καί ἡ ἁμαρτία καταλυθεῖ, δέν ἠμποροῦσε νά ἔλθῃ τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον. Θά ἔπρεπε νά προηγηθῇ τό πάθος τοῦ Κυρίου, καί νά καταργηθοῦν καί νικηθοῦν ἡ κατάρα καί ἡ ἁμαρτία. 'Εάν τό Πνεῦμα εἶχεν ἔλθει πρό τοῦ πάθους, τότε τό λυτρωτικόν ἔργον θά ἀπεδίδετο ὄχι μόνον εἰς τόν Υἱόν, ἀλλά καί εἰς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον. β) ἔπρεπε νά προετοιμάσῃ τούς μαθητάς του διά νά δεχθοῦν τόν Παράκλητον καί προσκολληθοῦν καί ὑπηρετοῦν αὐτόν, ἐπειδή ἦσαν στενά συνδεδεμένοι μέ τόν Χριστόν, καί νά ἐπιτρέψῃ ἐκεῖνον νά θαυματουργῇ, διά νά μάθουν τήν ἀξίαν καί δύναμίν του, καί γ) ἔπρεπε πλέον νά τούς δείξῃ καί τήν διαφοράν τῆς ὑποστάσεως, διότι ὅταν τούς ἔλεγε «θά στείλω αὐτόν», σημαίνει ὅτι πρόκειται περί ἄλλου προσώπου. ῎Επρεπε νά τούς παρουσιάσῃ τήν Τρισυπόστατον Θεότητα. Διά τόν Πατέρα εἶχον ἀκούσει πολλά. Τόν Υἱόν  τόν εἶδον νά ἐπιτελῇ πολλά, τόν Παράκλητον δέν ἐγνώριζον, δι' αὐτό ἔπρεπε νά ἔλθῃ νά θαυματουργήσῃ καί παράσχῃ τήν τελείαν γνῶσιν.

  'Αφοῦ τούς ἐνεθάρρυνε μέ τά λόγια περί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πάλιν καταβάλλει τό φρόνημά των, ἐπαναλαμβάνοντας συνεχῶς τά λόγια πού γεννοῦν λύπην, διά νά τούς συνηθίσῃ εἰς τήν ἀκρόασιν τῶν λυπηρῶν καί ἀσκήσῃ τήν σκέψιν των, καί τήν κάνῃ σταθεροτέρα, νά ὑπομείνουν μέ γενναιότητα τόν χωρισμόν αὐτοῦ, τούς λέγει «μικρόν, καί οὐ θεωρεῖτε με· καί πάλιν μικρόν, καί ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγώ ὑπάγω πρός τόν Πατέρα». Μέ τά λόγια αὐτά καί τούς λυπεῖ, ἀλλά καί τούς παρηγορεῖ, διότι τούς λέγει, ὅτι  ὀλίγον ἀκόμη καί δέν θά μέ βλέπετε, ἀλλά πάλιν σέ ὀλίγο θά μέ βλέπετε, διότι ἐγώ πηγαίνω πρός τόν Πατέρα μου. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁ χωρισμός μας διά τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου, δέν θά ἀπωλεσθῇ, ἀλλά θά εἶναι μία μετάθεσις ἀπό ἐδῶ πρός τόν Οὐρανόν, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ Πατήρ, καί θά εἶναι σύντομος, διότι θά ἐπανέλθῳ καί ἡ συναναστροφή μου μαζί σας θά εἶναι διαρκής, δηλώνων μέ αὐτά τήν 'Ανάστασίν του. 'Αλλά αὐτοί δέν τό ἀντελήφθησαν αὐτό, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς λύπης των καί τῆς ἀσαφείας τῶν λεγομένων, δι' αὐτό καί ἔλεγον μεταξύ των· «τί ἐστί τοῦτο ὅ λέγει ὑμῖν· μικρόν καί οὐ θεωρεῖτε με· καί πάλιν μικρόν καί ὄψεσθέ με· ὅτι ἐγώ ὑπάγω πρός τόν Πατέρα;» 'Από τούς λογισμούς αὐτούς γίνεται φανερόν, ὅτι δέν ἐκατάλαβαν τά λεγόμενα, και ἤθελαν νά τόν ἐρωτήσουν διά νά τούς δώσῃ ἐξηγήσεις.

῾Ο Κύριος ὅμως γνωρίζων τάς σκέψεις τῶν μαθητῶν, καί προλαβών τούς ἐπιτιμᾶ, ἐπειδή δέν ἐκατάλαβαν τά λεγόμενα, καί τούς ἀποκαλύπτει τάς σκέψεις των, λέγων· «περί τούτου ζητεῖτε μετ' ἀλλήλων, ὅτι εἶπον· μικρόν, καί οὐ θεωρεῖτε με· καί πάλιν μικρόν, καί ὄψεσθέ με;». Τότε διά νά τούς κάνῃ νά συνειδητοποιήσουν τόν θάνατόν του, τούς λέγει «ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι κλαύσετε καί θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δέ κόσμος χαρήσεται» Μέ τάς λέξεις «κλαύσετε» καί «θρηνήσετε», τούς φανερώνει ὁριστικά τόν Σταυρικόν θάνατον. Καί ἐπειδή θά ἐλυποῦντο καί θά ἐθρηνοῦσαν, διά τόν θάνατόν του, διά νά τούς παρηγορήσῃ προσθέτει· «ὑμεῖς δέ λυπηθήσεσθε, ἀλλά ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται». ῎Ετσι τούς φανερώνει τήν μετά τόν θάνατον 'Ανάστασίν του. Διά καλυτέρα κατανόησιν τῆς χαρᾶς πού θά ἐπακολουθήσῃ, μετά τήν λύπην, ἡ ὁποία θά εἶναι σύντομος, ἐνῶ ἡ χαρά ἀπέραντος, τούς ἀναφέρει παράδειγμα ἀπό τήν ζωήν, λέγων «ἡ γυνή ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἤλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δέ γεννήση τό παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διά τήν χαράν, ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον». Θέλει νά τούς τονίσῃ νά χαίρωνται καί θαυμάσουν καί τούς ὁδηγεῖ πρός αὐτά πού τούς συμφέρει, διότι ἡ λύπη αὐτή γίνεται αἰτία χαρᾶς, ὅπως οἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ γίνονται αἰτία χαρᾶς διά τήν μητέρα. Μεταφορικῶς παρουσιάζει τήν ἀναχώρησίν του μέ ἔξοδον ἀπό τήν μήτραν, τήν 'Ανάστασίν του, δι' αὐτό καί αὐτοί θά ἔχουν χαράν. ῾Υπαινίσσεται ἀκόμη, ὅτι αὐτός μπαίνοντας εἰς τό μνῆμα, ὅπως τό παιδίον εἰς τήν μήτραν, θά καταλύσῃ τάς ὠδῖνας τοῦ θανάτου διά τῆς 'Αναστάσεως, ὅπως καί τό παιδίον, ὅταν γεννηθῇ καταλύει τάς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, διότι λέγει, δέν παρέρχεται ἡ θλῖψις, ἀλλά οὔτε κἄν τήν ἐνθυμεῖται ἡ μητέρα ἀπό τήν χαράν της, πού ἦλθε νέος ἀνθρωπος εἰς τόν κόσμον. Καί συνεχίζων τούς λέγει· «καί ὑμεῖς οὖν λύπην μέν νῦν ἔχετε», ἐπειδή πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς μου, ἀλλά πάλιν θά φανῶ εἰς ἐσᾶς, καί τότε «χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ' ὑμῶν», διότι θά εἶναι διαρκής καί αἰώνιος, ἀφοῦ θά εἶσθε πλησίον μου, θέλων νά τονίσῃ, ὅτι πλέον μετά τήν 'Ανάστασιν δέν θά πεθάνῃ, ἀλλά θά εἶναι παντοτεινά μαζί των, δι' αὐτό εἶπεν, ὅτι δέν θά σᾶς τήν ἀφαιρέσῃ κανείς. «Καί ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμέ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν». Μετά τήν 'Ανάστασιν πού θά εἶσθε μαζί μου εἰς τήν Οὐράνιον βασιλείαν μου, δέν θά μέ ἐρωτήσετε (παρακαλέσετε) δια τίποτα, διότι τότε θά τά γνωρίσητε ὅλα, καί δέν θά χρειασθῇ ἄλλος νά μεσητεύσῃ, ἀλλά καί μόνον μέ τήν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματός μου θά τά λάβετε ὅλα.

Διά νά τούς δείξῃ ὅτι ἡ δύναμις τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος του, καθιστᾶ τούς ἀνθρώπους θαυμαστούς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατρός, προσθέτει, «ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι ὅσα ἄν ᾐτήσητε τόν Πατέρα ἐν τῷ ὁνόματί μου, δώσῃ ὑμῖν. ῞Εως ἄρτι οὐκ αἰτήσατε οὐδέν ἐν τῷ ὀνόματί μου», διότι εὑρισκόμουν μαζί σας. Δι' αὐτό ἡ ἀναχώρησίς μου εἶναι συμφέρον σας, ἐπειδή ὅ,τι καί ἄν ζητήσετε θά σᾶς δοθῇ. Καί μή νομίσητε, ὅτι ἐπειδή δέν θά εἶμαι ὁρατός θά ἔχετε ἐγκαταλειφθῇ. Καί μόνο τό ὄνομά μου θά σᾶς δώσῃ μεγαλυτέραν παρρησίαν, δι' αὐτό «αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη».

 'Επειδή μέχρι τότε ὅσα τούς εἶχεν εἰπεῖ, ἦσαν ἀσαφῆ, καί ἐπλησίαζεν ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς του, ἔπρεπε νά τούς ὁμιλήσῃ καθαρά, ἀλλά ἡ λύπη των δέν τούς ἄφηνε νά καταλάβουν, δι' αὐτό τούς λέγει «ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν· ἀλλ' ἔρχεται ὥρα ἔτι ὅτε οὐκ ἐν παροιμίαις λαλήσῳ ὑμῖν, ἀλλά παρρησίᾳ περί τοῦ Πατρός ἀναγγελλῶ ὑμῖν». Τώρα δέν ἠμπορῶ νά σᾶς ὁμιλήσω μέ σαφήνειαν, ἐπειδή ἡ λύπη καί ὁ φόβος σᾶς ἔχει κυριεύσει καί δέν προσέχετε εἰς τά λεγόμενα.῞Οταν ὅμως ἔλθῃ ἡ ὥρα, δηλαδή ὅταν μέ ἰδῆτε νά ἀνασταίνωμαι, καί θά συναναστραφῆτε μαζί μου, τότε θά σᾶς ὁμιλήσω μέ σαφήνειαν, καί θά μάθετε ὅλα περί τοῦ Πατρός μου, καί «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐν τῷ ὀνόματί μου αἰτήσεσθε· καί οὐ λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐγώ ἐρωτήσῳ τόν Πατέρα περί ὑμῶν». Μετά τήν 'Ανάστασίν μου, πού ἡ πίστις σας θά ἔχῃ σταθεροποιηθῇ εἰς ἐμένα, ὅ,τι καί ἄν ζητήσετε εἰς τό ὄνομά μου θά τό λάβετε, καί ἐγώ τότε δέν θά παρακαλέσῳ τόν Πατέρα μου δι' ἐσᾶς νά σᾶς δώσῃ αὐτό πού ζητᾶτε, διότι «αὐτός γάρ ὁ Πατήρ φιλεῖ ὑμᾶς», καί θά σᾶς συμπαρασταθῇ καί θά σᾶς ἀγαπήσῃ, «ὅτι ὑμεῖς ἐμέ πεφιλήκατε, καί πεπιστεύσατε, ὅτι ἐγώ παρά Θεοῦ ἐξῆλθον, ὅ. καί ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τόν κόσμον καί πορεύομαι πρός τόν Πατέρα». Μέ τά λόγια αὐτά τούς ἀνέπαυσε, διότι ἔμαθον ὅτι θά ἀγαπηθοῦν ἀπό τόν Πατέρα. Καί τήν μέν 'Ανάστασίν του ἄφησε νά ἐννοηθῇ, τό δέ ὅτι ἐξῆλθε καί πορεύεται πρός τόν Πατέρα, τό ἐξήγησε σαφῶς, καί ἐπίστευσαν οἱ μαθηταί, δι' αὐτό τοῦ λέγουν· «ἴδε, νῦν παρρησίᾳ λαλεῖς, καί παροιμίαν οὐδεμίαν λέγεις. Νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδας πάντα, καί οὐ χρείαν ἔχεις ἵνα τις σε ἐρωτᾷ· ἐν τούτῳ πιστεύομεν, ὅτι ἀπό Θεοῦ ἐξῆλθες». Τό εἶπαν αὐτό οἱ μαθηταί, ἐπειδή προηγουμένως τούς εἶχε ἀποκαλύψει τάς σκέψεις των, ὅταν ἀπορροῦσαν καί δέν ἀντελαμβάνοντο τά λεγόμενά του. Τώρα ὅμως πού τούς ὡμίλησε καθαρά, «ὅτι πηγαίνῳ πρός τόν Πατέρα», κατενόησαν καί ἐπίστευσαν καί τό ὡμολόγησαν «τώρα πιστεύομεν ὅτι ἐξῆλθες ἐκ τοῦ Θεοῦ».

'Επίστευσαν μέν εἰς τά λόγια τοῦ Κυρίου, ἀλλά φαίνεται, ὅτι ἡ πίστις των αὐτή δέν εἶχε συνειδητοποιθεῖ μέσα εἰς τήν ψυχήν των, δι' αὐτό ὁ Κύριος, ὡσάν νά τούς κατηγορῇ, τούς ἀπαντᾶ· «ἄρτι πιστεύετε; ἰδού, ἔρχεται ὥρα, καί νῦν ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος εἰς τά ἴδια, καί ἐμέ μόνον ἀφῆτε· καί οὐκ εἰμί μόνος, ὅτι ὁ Πατήρ μετ' ἐμοῦ ἐστι» 'Ιδού πῶς τούς φανερώνει, ὅτι ἡ πίστις των δέν ἦτο συνειδητοποιημένη, διότι εἰς τόν πρῶτον φόβον θά τόν ἐγκατέλειπον καί θά ἔφευγον. Φυσικά αὐτός εἶχε τόν Πατέρα κοντά του. Τούς τά εἶπεν ὅμως διά νά τούς δείξῃ ὅτι δέν τούς παρέδιδε τήν τελείαν γνῶσιν, ἀλλά πρός παρηγορίαν ἐξ ἀγάπης πρός αὐτούς διά νά μή ταραχθῇ ἡ σκέψις των, ὅτι θά μείνουν ἀβοήθητοι, καί συνεχίζει νά τούς ἐνθαρρύνῃ λέγων· «ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα ἐν ἐμοί εἰρήνην ἔχετε». ῞Οταν ἡ σκέψις σας θά εἶναι ἡνωμένη μαζί μου, θά ἔχετε εἰρήνη καί νά πιστεύετε, ὅτι δέν θά ἐγκαταλειφθῆτε. Κρατεῖστε ὑψηλά τό φρόνημά σας, διότι «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε». Τά παθήματά σας δέν θά εἶναι ὑπερβολικά, θά σταματήσουν. Δι' αὐτό «θαρσεῖτε ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον». Μή ἀπελπίζεσθε, διότι ἐγώ ἐνίκησα τό φρόνημα τοῦ κόσμου τούτου. Αὐτό θά τό ἐννοήσετε, ὅταν ἀργότερα θά ὑποχωροῦν ὅλοι ἐμπρός σας καί θά σᾶς ὑπακούουν.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ!

 'Αφοῦ τούς ἀπεκάλυψε ὅσα θά συμβοῦν εἰς τό μέλλον, τούς ἐνεθάρρυνε μέ τάς διαβεβαιώσεις του, τούς ἐνέβαλλε πάλιν τήν ἀνησυχίαν, ὅταν τούς εἶπεν «εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν». Διά νά ἀναπτερώσῃ τό φρόνημά των, τούς διδάσκει νά καταφεύγουν εἰς τήν προσευχήν, ὅταν ἔλθουν αἱ δικιμασίαι. 'Επειδή τά ἔργα πείθουν περισσότερον ἀπό τά λόγια, φέρει ὡς παράδειγμα τόν ἑαυτόν του. ῾Ο Κύριος πρῶτα τούς ἐδίδαξε μέ τά λόγια, μετά μέ τό ἔργον τῆς προσευχῆς, διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, «ταῦτα ἐλάλησεν ὁ 'Ιησοῦς καί ἐπῆρε τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ εἰς τόν Οὐρανόν». Δέν λέγει τάς χεῖρας του, ἀλλά «τούς ὀφθαλμούς», διά νά δείξῃ ὅτι μέ τούς σαρκικούς ὀφθαλμούς, θά πρέπει νά ἔχωμεν ἐστραμμένα πρός τόν Θεόν τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας μας, καί δι' αὐτό βλέπομεν ἄλλοτε νά γονατίζῃ διά νά δείξῃ τήν συντριβήν τῆς καρδίας, καί ἄλλοτε νά σηκώνῃ τούς ὀφθαλμούς διά νά δείξῃ, ὅτι πρέπει νά ἀνεβάσωμε τήν διάνοιάν μας εἰς τόν Θεόν καί νά τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τάς δοκιμασίας ἤ διά τά αἰτήματά μας. ῞Οπως ἄλλοτε εἶχε κάνει εἰς τούς 'Ιουδαίους εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου, «τά εἶπα αὐτά διά τούς παρευρισκομένους». ῎Ετσι καί τώρα εἰς τούς μαθητάς του, ὄχι ὅτι δέν ἐπίστευον ὡς οἱ 'Ιουδαῖοι, διότι προηγουμένως τοῦ εἶπον «τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις», ἀλλά δι΄ αὐτό ἀκριβῶς τόν λόγον, αὐτοί ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπ' ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν, δι' αὐτό τούς λέγει ἤ μᾶλλον συνομιλεῖ μέ τόν Πατέρα· «Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, δόξασόν σου τόν Υἱόν, ἵνα καί ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε». Δι' ἄλλην μίαν φοράν δεικνύει, ὅτι τό πάθος του ἦτο ἑκούσιον, διότι ἐφ' ὅσον ἐγνώριζεν ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, θά ἠμποροῦσε νά τόν ἀποφύγῃ ἐάν ἦτο ἀκούσιος, ὅπως τόν διέφυγε πολλές φορές, ἐπειδή δέν εἶχεν ἔλθει ἡ ὥρα νά τελειώσῃ τό ἔργον του. Καί ὄχι μόνον δέν τόν ἀποφεύγει, ἀλλά τόν θεωρεῖ καί δόξαν αὐτοῦ καί τοῦ Πατρός. Τό θεωρεῖ δόξα, διότι πρό τοῦ θανάτου του, οὔτε οἱ 'Ιουδαῖοι τόν ἐγνώρισαν, ἐνῶ μετά τόν Σταυρόν, ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά του, δι' αὐτό ἐδοξάσθη μέσῳ τοῦ Υἱοῦ καί ὁ Πατήρ, ἐφ' ὅσον ἡ δόξα καί τιμή τοῦ ἀπεσταλμένου μεταβαίνει πρός τόν ἀποστείλαντα.

Κατ' αὐτόν τόν τρόπον ἐδίδαξε καί αὐτούς, ὅταν ἀργότερον ὅπου θά ἀνελάμβανον τό ἀποστολικόν ἔργον, εἰς ὅλας τάς δοκιμασίας νά ἔχουν ἐστραμμένο τό πνεῦμα πρός αὐτόν, διά νά λάβουν δύναμιν καί δοξασθῇ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Καί συνεχίζων ὁ Κύριος, φανερώνει μέ ποῖον τρόπον ὁ Υἱός θά δοξάσῃ τόν Πατέρα, λέγων «καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὅ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωήν αἰώνιον». Μέ τά λόγια αὐτά φανερώνει, ὅτι τό κήρυγμά του, δέν θά περιορίζετο μόνον εἰς τούς 'Ιουδαίους, ἀλλά θά ἐπεκτείνετο εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην.῎Ετσι προετοιμάζει τήν κλῆσιν τῶν ἐθνῶν, διότι δέν εἶπε τήν ἐξουσίαν ἐπί τοῦ 'Ισραήλ, ἀλλἀ ἐπί ὅλων τῶν ἀνθρώπων «πάσης σαρκός». Μετά τόν Σταυρικόν θάνατον, θά πιστεύσουν ὄχι μόνον οἱ 'Ιουδαῖοι, ἀλλά καί οἱ ἐθνικοί, καί θά δοξασθῇ τό ὄνομά σου. 'Επειδή ἡ κλῆσις τῶν ἐθνικῶν ἐσκανδάλισεν ὄχι μόνον τούς 'Ιουδαίους, ἀλλά καί τούς μαθητάς ἀκόμη, δέν τό εἶπε φανερά, ἀλλά συγκεκαλυμμένα· ἄλλοτε τούς εἶχε εἰπεῖ «μή πηγαίνετε πρός τά ἔθνη», καί ἄλλοτε «πηγαίνετε νά κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη», δι' αὐτό τώρα εἶπεν «ἐξουσίαν πάσης σαρκός», μέχρις ὅτου οἱ μαθηταί λάβουν τήν χάριν καί τό φωτισμόν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Διά νά μή φανῇ ἀντίθεσις, ἐπειδή θά τούς ἔστελνεν εἰς τά ἔθνη, μέ αὐτό πού τούς εἶχεν εἰπεῖ «δέν ἀπεστάλην δι' ἄλλο τίποτα, παρά διά τά χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου 'Ισραήλ», θέλει νά τούς δείξῃ, ὅτι αὐτό θά εἶναι ἐπιθυμία καί τοῦ Πατρός. Λέγει δέ «καθώς ἔδωσες ἐξουσίαν εἰς αὐτόν», ἀπό ἄκραν ταπείνωσιν καί συγκατάβασιν, ἐνῶ πάντα εἶχεν ἐξουσίαν, διότι «καί ἄνευ αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε».῾Ωμίλησεν ἔτσι ἀνθρώπινα, ἐπειδή ἀπέφευγε νά λέγῃ κάτι σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν του, διά νά μή προσκρούσῃ εἰς τήν σκέψιν τῶν ἀκροατῶν του. Διά νά τούς προλάβῃ δέ ἀπό τυχόν πλάνην καί νομίσουν, ὅτι ὁμιλεῖ περί ἄλλου Θεοῦ, ἐξηγεῖ «αὕτη δέ ἐστι ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν, καί ὅν ἀπέστειλας 'Ιησοῦν Χριστόν».῞Οταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά γνωρίσουν ἐσένα ὡς μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ἐμένα ὡς Υἱόν πού μέ ἔστειλες νά τούς γνωρίσω τό ὄνομά σου, τότε θά δοξάσῃς τόν Υἱόν καί ὁ Υἱός θά δοξάσῃ ἐσένα. Καί συνεχίζων λέγει «ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς». Εἶπεν «ἐπί τῆς γῆς», διότι εἰς τόν Οὐρανόν εἶχε δοξασθεῖ. Εἶχεν ἀπό τήν φύσιν του τήν δόξαν καί προσεκυνεῖτο ὑπό τῶν 'Αγγέλων καί ἦτο συνηνωμένος μέ τήν οὐσίαν τοῦ Πατρός. ῾Ωμίλησε διά τήν δόξαν ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν εἰς ἐμέ ὅπου εἶμαι ἀπεσταλμένος ἀπό ἐσέ. 'Αφοῦ λοιπόν εἶπεν, ὅτι ἐπί τῆς γῆς ἐδόξασε τόν Θεόν, συνεχίζει «τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσῳ».Παρουσιάζει ὡς τελειωμένην τήν ἀποστολήν του, ἐνῶ ἀκόμα εὑρίσκετο εἰς τήν ἀρχήν. ῾Η λέξις «ἐτελείωσα», ἑρμηνεύεται ἤ ὅτι ἔκαμα, ὅ,τι ἐξηρτᾶτο ἀπό μέρους μου, ὡς ἄνθρωπος, ἤ ὅτι ἐφ' ὅσον ἐτοποθέτησε τήν ρίζαν τῶν ἀγαθῶν, τό πᾶν ἦτο τετελειωμένον ἤ ὀνομάζει ὡς νά ἔγινε, ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐπρόκειτο νά γίνῃ. ῞Οπως καί νά ἐννοηθῇ τό  νόημα εἶναι τό αὐτό. Δι' αὐτό συγκαταβατικά εἶπεν «αὐτό πού μοῦ ἔδωσες», διά νά φανῇ, ὅτι αὐτό πού ἔκαμεν ἦτο ἐντολή τοῦ Πατρός, καί τά ἔκαμε μέ τήν θέλησίν του, διότι δέν ἦτο ἀντίθετος πρός τό θέλημα τοῦ Πατρός. 'Εν συνεχείᾳ διά τήν ἀθρωπίνη φύσιν του, λέγει «καί νῦν δόξασόν με, σύ Πάτερ, παρά σεαυτῷ, τῇ δόξῃ ἥν εἶχον, πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά σοι». 'Εξηγεῖ τά προηγούμενα, ἀλλά ὁμιλεῖ περισσότερον διά τό ἔργον τῆς Θείας οἰκονομίας, διότι ἀκόμη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του, δέν εἶχε δοξασθεῖ, οὔτε εἶχε ἀπολαύσει τήν ἀφθαρσίαν, οὔτε καί εἰς τόν θρόνον τοῦ Πατρός εἶχε λάβει μέρος. Δι' αὐτό εἶπε «δόξασόν με εἰς τήν δόξαν πού εἶχον πλησίον σου», δια νά ἠμπορέσῃ ἡ δόξα ἐπί τῆς γῆς νά λάβῃ μέρος καί εἰς τήν ἐπουράνιον βασιλείαν. Τήν δόξαν τῆς Θείας φύσεώς του τήν εἶχε προτοῦ πλασθῇ ὁ κόσμος, ἀλλά ἐζήτησε νά δοξασθῇ καί ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του. Αὐτό εἶναι τό νόημα τοῦ  «δόξασόν με».

'Αφοῦ εἶπεν «ἐτελείωσα τό ἔργον πού μοῦ ἔδωσες», ἐξηγεῖ καί μέ ποῖον τρόπον τό ἐτελείωσε καί ἐδόξασε τόν Θεόν· «ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις».Βέβαια τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἦτο γνωστόν εἰς τούς 'Ιουδαίους, ἄν καί ὄχι εἰς ὅλους, ὅμως ἐδῶ ἐννοεῖ τούς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι θά πιστεύσουν, ἀφοῦ ὡς προελέχθη ἔθεσε τίς ρίζες τῆς ἀρετῆς, θεωρεῖ ὡς τετελειωμένον ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἐπρόκειτο νά συμβῇ ἀργότερον. Καί ἐφανέρωσα τόν ὄνομά σου μέ λόγια καί ἔργα εἰς τούς ἀνθρώπους. «Οὕς δέδωκάς μου ἐκ τοῦ κόσμου». Φανερώνει μέ αὐτά ὅτι δέν εἶναι ἀντίθετος μέ τόν Πατέρα, καί ὅτι θέλησις τοῦ Πατρός εἶναι νά πιστεύσουν εἰς τόν Υἱόν, διότι «σοί ἦσαν, καί ἐμοί αὐτούς δέδωκας». Πάλιν μᾶς διδάσκει, ὅτι ἀγαπᾶται ἀπό τόν Πατέρα, καί ὅτι εἶναι σύμφωνος μέ αὐτόν. Τό «ἦσαν δικοί σου καί ἔδωκες εἰς ἐμένα», σημαίνει τήν ταὐτότητα τῶν θελήσεων Πατρός καί Υἱοῦ. 'Εν ἐναντίᾳ περιπτώσει, ὅτε οἱ ἄνθρωποι ἦσαν τοῦ Πατρός, δέν ἦσαν τοῦ Υἱοῦ. Τελοῦντες δέ ὑπό τήν ἐξουσίαν τοῦ Πατρός ἦσαν ἀτελεῖς, καί ἐτελειοποιήθησαν ὅταν ἔλαβεν αὐτούς ὁ Υἱός, ἀφοῦ ἐπίστευσαν εἰς τόν Θεόν. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀπαράδεκτον καί ἀκατανόητον. 'Ιδού πῶς ἀποδεικνύει τήν ταὐτότητα τῶν θελήσεων Πατρός καί Υἱοῦ, προσθέτων, «καί τόν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν, ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρά σοῦ ἐστιν».'Ετήρησαν τόν λόγον σου μέ τό νά πιστεύσουν εἰς τόν Υἱόν, ὁ ὁποῖος τούς εἶπε λόγια τά ὁποῖα εἶχεν ἀκούσει ἀπό τόν Πατέρα, καί τίποτε τό ἰδικό του, διότι λέγει «ὅτι τά ρήματα, ἅ δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς· καί αὐτοί ἔλαβον, καί ἔγνωσαν ἀληθῶς, ὅτι παρά σοῦ ἐξῆλθον, καί ἐπίστευσαν, ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας». Αὐτό τό ἔργον τό ὁποῖον ἐτελείωσε, νά πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τά λόγια του, καί ὅτι αὐτός ἐξῆλθεν ἀπό τόν Πατέρα. Καί ἀφοῦ ἐπίστευσαν εἰς τά λόγια μου «ἐγώ περί αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περί τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλά περί ὥν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι». Παρακαλεῖ τόν Πατέρα δι' αὐτούς πού τούς ἔδωκε, δηλαδή τούς μαθητάς, διά νά δείξῃ τήν ὑπερβολικήν ἀγάπην του πρός αὐτούς, δι' αὐτό καί ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς «αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες», διά νά τούς δείξῃ πάλιν, ὅτι αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Πατρός. Καί διά νά μή θεωρηθῇ, ὅτι ἡ ἐξουσία του εἶναι πρόσφατος, καί ὅτι τώρα τούς παρέλαβεν, ἐπειδή συνεχῶς ἔλεγε «ἰδικοί σου ἦσαν», συμπληρώνει· «καί τά ἐμά πάντα σά ἐστι, καί τά σά ἐμά». Λέγων αὐτά ὁ Κύριος τούς ἀπέδειξε τήν ἰσοτιμίαν καί ταὐτότητά του μέ τόν Πατέρα, καί τούς ἔδωσε νά ἐννοήσουν, ὅτι αὐτά πού εἶπε «μοῦ τούς ἔδωσες» δέν θά ἀπεξενωθοῦν πλέον ἀπό τήν ἐξουσίαν τοῦ Πατρός, καί τό «ἦσαν δικοί σου», πρίν τούς  λάβει ὁ Υἱός, δέν ἦσαν ὑπό τήν ἐξουσίαν του, διότι ὅ,τι ὁ Πατήρ ἔχει ὑπό τήν ἐξουσίαν του, τό ἔχει καί ὁ Υἱός καί ἀντιστρόφως, καί ἔτσι φανερώνεται ἡ ἰσότης.

'Εν συνεχείᾳ ἀναφέρει τήν αἰτίαν καί ἀπόδειξιν, λέγων «καί δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς». Θά ἔχῳ ἐξουσίαν ἐπ' αὐτῶν, καί θά μέ δοξάσουν πιστεύοντες εἰς ἐμέ καί εἰς ἐσέ κατά τόν ἴδιον τρόπον, διότι ὅλοι καθ' ὅν τρόπον κηρύττουν τόν Πατέρα, ἔτσι θά κηρύττουν καί τόν Υἱόν. «Καί οὐκέτι εἰμί ἐν τῷ κόσμῳ, καί οὖτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί».῎Αν καί δέν θά εἶμαι σωματικῶς εἰς τόν κόσμον, ὅμως θά δοξάζωμαι ἀπ' αὐτούς, ἐπειδή ἐγνώρισαν, ὅτι ἦλθα ἀπό ἐσένα, καί τώρα «πρός σέ ἔρχομαι».

Τά λόγια αὐτ·ά τά εἶπεν ὁ Κύριος πρός τόν Πατέρα, διά νά ἀνακουφισθοῦν οἱ μαθηταί, ὅταν ἤκουσαν ὅτι τούς παραδίδει εἰς τήν προστασία τοῦ Πατρός, ἐπειδή ὅσο καιρό εὑρίσκετο μαζί τους, ἠσθάνοντο ἀσφαλεῖς, ἐνῶ τώρα ὅπου «πηγαίνει πρός αὐτόν», μή νομίσουν ὅτι θά μείνουν ἐγκαταλελειμμένοι. Μέχρι τότε δέν εἶχαν πεισθεῖ εἰς τόσους παρηγορητικούς λόγους πού τούς εἶχεν εἰπεῖ. Τοῦτο ἔχων ὑπ' ὄψιν ὁ Κύριος, δέν εἶπεν ἐγώ θά τούς φυλάξῳ αὐτούς, ἐπειδή καί πάλιν δέν θά ἐπείθωντο, διά τοῦτο λέγει· «Πάτερ ἄγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου, οὕς δέδωκάς μοι, ἵνα ὧσι ἕν καθώς ἡμεῖς». Δῶσε σύ Πάτερ τήν βοήθειάν σου νά εἶναι ἡνωμένοι, ὅπως «ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἐγώ ἐτήρουν αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου». Καί πάλιν ὁμιλῶν ὡς ἄνθρωπος, συμπληρώνει «οὕς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καί οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰμή ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ Γραφή πληρωθῇ». Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες, δηλαδή ὅσοι ἐπίστευσαν, τούς ἐφύλαξα καί δέν ἀπωλέσθη οὐδείς. Βέβαια ἀπωλέσθησαν πολλοί καί ἀπό τούς πιστεύσαντας, ἀλλά ἐδῶ ἐννοεῖ αὐτούς πού ἔμειναν πιστοί καί ἐξηρτῶντο ἀπό τόν 'Ιησοῦν, ἐνῶ ὅσοι ἀπεμακρύνθησαν ἀπ' αὐτόν μόνοι τους ἀπωλέσθησαν, διότι ἐγώ δέν τούς κρατῶ ἀναγκαστικά. Αὐτά δέ τά εἶπε περισσότερον διά τούς μαθητάς του, διά νά τούς δείξῃ, ὅτι ὅσον καιρόν θά μείνουν ἡνωμένοι μέ αὐτόν δέν κινδυνεύουν, ἐνῶ ἐάν ἀποκοποῦν θά ἀπωλεσθοῦν, ὅπως συνέβῃ μέ τόν 'Ιούδα. «Νῦν δέ πρός σέ ἔρχομαι, καί ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ, ἵνα ἔχωσι τήν χαράν τήν ἐμήν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς». Πάλιν τούς ὑπενθυμίζει τήν ἀναχώρησίν του, διά νά τήν συνειδητοποιήσουν καί νά χαίρωνται δι' αὐτό, ἐπειδή μετά ἀπό αὐτήν θά λάβουν τόσας μεγάλας δωρεᾶς, καί ἡ χαρά των θά εἶναι ὁλοκληρωμένη. Αἰτιολογῶν δέ διά ποίαν αἰτίαν παρακαλεῖ τόν Πατέρα, λέγει· «ἐγώ δέδωκα αὐτοῖς τόν λόγον σου, καί ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσίν ἐκ τοῦ κόσμου, καθώς ἐγώ οὐκ εἰμί ἐκ τοῦ κόσμου», δι' αὐτό εἶναι ἄξιοι νά τύχουν πολλῆς φροντίδος ἐκ μέρους σου, διότι ἐξ αἰτίας σου ἐμισήθησαν καί διά τόν ἰδικόν μου λόγον, ἐπειδή δέν εἶναι ἀπο τόν κόσμον, δηλαδή δέν σκέπτονται ὡς ὁ κόσμος, ἀλλ' ἔχουν ἐστραμμένη τήν προσοχήν των εἰς τόν Οὐρανόν, ὅπως καί ἐγώ. Καί πάλιν διά νά δείξῃ τήν μεγάλην φροντίδα δι' αὐτούς καί ἀγάπην του, μέ τό νά παρακαλῇ μέ ἀκρίβειαν τόν Πατέρα του, προσθέτει· «οὐκ ἐρωτῶ, ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ' ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ».

 Δέν ἐζήτει ἀπό τόν Πατέρα νά τούς πάρῃ ἀπό τόν κόσμον, ἀλλά νά τούς φυλάξῃ ἀπό τούς κινδύνους καί νά τούς ἐνισχύῃ νά μείνουν σταθεροί εἰς τήν πίστιν των, δι' αὐτό συνεχίζει. «῾Αγίασον αὐτούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου». Δῶσε εἰς αὐτούς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον καί τά ὀρθά δόγματα, διότι «ὁ λόγος ὁ σός ἀλήθεια ἐστι», καί κατά συνέπειαν θά πραγματοποιηθοῦν ὅλα ὅσα ἔχουν λεχθεῖ. Παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά τούς ἁγιάσῃ, δηλαδή νά τούς ξεχωρίση ἀπό τόν κόσμον, μέ τό λόγον καί τό κήρυγμά των. Τοῦτο φανερώνεται ἀπό τό ἐν συνεχείᾳ, λέγων «καθώς ἐμέ ἀπέστειλας εἰς τόν κόσμον, κἀγώ ἀπέστειλα αὐτούς εἰς τόν κόσμον», νά κηρύξουν ὅσα τούς ἐδίδαξα, καί «ὑπέρ αὐτῶν ἐγώ ἁγιάζω ἑμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσι, ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Προσφέρω δηλαδή τόν ἑαυτόν μου εἰς ἐσένα θυσίαν, ἐπειδή μέχρι τώρα αἱ θυσίαι αἱ ὁποῖαι λέγονται καί ῞Αγιαι, προσφέρονται τυπικῶς, διά τῆς θυσίας προβάτων, τώρα ἡ θυσία ἦτο ὁ ἁγιασμός, καί προσφέρεται δι' αὐτῆς τῆς ἀληθείας, διά νά εἶναι καί αὐτοί ἡγιασμένοι, ἐπειδή τούς ἀφιερώνω καί τούς προσφέρω εἰς ἐσέ, ἐφ' ὅσον ὅμως καί αὐτοί προσφερθοῦν καί θυσιασθοῦν.Τώρα χωρίς θάνατον, ἀλλά ἀργότερον καί μέ θάνατον. Τό ὅτι δέν ὑπαινίχθη τήν ἰδικήν του θυσίαν, γίνεται φανερόν ἀπό τήν συνέχειαν τοῦ λόγου, διότι λέγει· «οὐ δέ περί τούτων ἐρωτῶ μόνον, ἀλλά καί περί τῶν πιστευόντων διά τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ». Προσέθεσε δέ αὐτά διά νά μή νομισθῇ ὅτι τό «ἁγιάζω τόν ἑαυτόν μου χάριν αὐτῶν» τὀ εἶπε μόνον διά τούς μαθητάς του, ἀλλά  καί δι' ὅσους θά πιστεύσουν εἰς τούς λόγους αὐτῶν.

Καί πάλιν ἀφοῦ ἐνεθάρρυνε τάς ψυχάς των, ὅτι θά γίνουν πολλοί μαθηταί καί αἴτιοι σωτηρίας πολλῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι θά πιστεύσουν εἰς τά λόγια των, ὅτι θά ἁγιασθοῦν διά τῆς πίστεως καί θυσίας, τούς ὁμιλεῖ περί ὁμονοίας, λέγων· «ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ Πάτερ ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν σοί», διά νά μείνουν καί αὐτοί ἡνωμένοι μεταξύ των καί γίνουν ἕν εἰς τήν πίστιν μέ ἡμᾶς· «ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ, ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας».'Επειδή ἡ διάσπασις καταστρέφει ὅ,τι οἰκοδομηθῇ ἐν ἑνώσει, συνεπλήρωσε «διά νά πιστεύσῃ ὁ κόσμος κλπ». Διότι ἐάν αὐτοί δέν τηρήσουν ὅσα τούς ἔχω εἰπεῖ καί διασπασθοῦν καί φιλονεικοῦν, τότε οἱ ἀκροαταί των θά εἴπουν, ὅτι δέν εἶναι μαθηταί εἰρηνικοῦ Θεοῦ, καί ἔτσι δέν θά ὁμολογήσουν, ὅτι ἔχω ἔλθει ἀπό ἐσένα. «Καί ἐγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν».Τούς ἔδωσα τήν δόξαν διά τῶν θαυμάτων, τῶν δογμάτων, καί νά ἔχωσιν ὁμόνοιαν καί συμφωνίαν μεταξύ των. «'Εγώ ἐν αὐτοῖς, καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν· καί ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος, ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς, καθώς ἐμέ ἠγάπησας».Πάλιν τούς παρηγορεῖ, διότι τούς φανερώνει ὅτι μέσα εἰς τήν καρδίαν των, εἶναι ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος ἔχει μέσα του τόν Πατέρα, διά νά τούς ἔχῃ ἑνωμένους, διά νά πιστεύσῃ ὁ κόσμος, ὅτι μέ ἔχεις στείλει ἐσύ, καί τούς ἠγάπησες ὅπως καί ἐμένα, ἐπειδή ἡ εἰρήνη καί ἀγάπη προσελκύει περισσότερον τούς ἀνθρώπους ἀπό τά θαύματα. 'Απόδειξις αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ θυσία του ὑπέρ αὐτῶν. 'Αφοῦ τούς ἐνεθάρρυνε μέ τά λόγια, ὅτι θά εἶναι ἠσφαλισμένοι, δέν θά φύγουν ἀπό τόν ὀρθόν δρόμον, θά γίνουν ἅγιοι καί πολλοί θά πιστεύσουν δι' αὐτῶν, καί θά ἀπολαύσουν πολλήν δόξαν, καί δέν ἠγαπήθησαν μόνον ἀπ' αὐτόν, ἀλλά καί ἀπό τόν Πατέρα, τούς ὁμιλεῖ καί διά τά βραβεῖα πού θά λάβουν μέ τήν ἀναχώρησίν του, λέγων· «Πάτερ, οὕς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, κἀκεῖνοι ὤσι μετ' ἐμοῦ».Τά λόγια αὐτά δείχνουν ὑπερβολικήν ἀγάπην καί μεγαλυτέραν πληροφορίαν τῶν ὅσων εἶχεν εἰπεῖ «θά κάθεσθε ἐπί δώδεκα θρόνων, θά ἀκολουθήσῃς ὕστερα κλπ», τώρα τούς ἀποκαλύπτει ὅτι θά εἶναι μαζί του «ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν ἥν ἔδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρό καταβολῆς κόσμου». Φανερώνει τήν συμφωνία μέ τόν Πατέρα καί διδάσκει ὑψηλοτέρας θεωρίας, διότι τό «ἔδωσες» δέν σημαίνει ὅτι ἔλαβε κάτι πού δέν εἶχεν, ἀλλά, ὅτι «ἐσύ μέ ἐγέννησες πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου». Καί αὐτήν τήν δόξαν πού εἶχε πρίν ἔλθῃ εἰς τήν γῆν, αὐτή ζητᾶ νά ἴδουν οἱ μαθηταί του. Καί δέν εἶπε νά γίνωνται μέτοχοι τῆς δόξης μου, ἀλλά νά ἴδουν αὐτήν τήν δόξαν, ἡ ὁποία εἶναι ὅλη ἡ ἀνάπαυσις τῶν ἀνθρώπων τό νά βλέπουν συνεχῶς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ.

'Επειδή ὅμως οὐδείς ἠμπορεῖ νά ἰδῇ τόν Θεόν, παρά μόνον διά μέσου τοῦ Υἱοῦ, λέγει «Πάτερ δίκαιε, καί ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω», ἐνῶ ἤθελε νά σέ γνωρίσῃ, ἀλλά δέν ἠμπορεῖ διότι δέν ἐγνώρισεν ἐμένα, ὅτι ἤμουν πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, καί ὅτι ἦλθον ἀπό ἐσένα. 'Αν αὐτοί δέν σέ γνώρισαν, ὅμως «ἐγώ δέ σέ ἔγνων», διότι ἔλαβα τή δόξαν ἀπό ἐσένα πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, «καί οὗτοι (οἱ μαθηταί) ἔγνωσαν, ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας», καί δι' αὐτό παρακαλῶ νά εἶναι ἐκεῖ ὅπου θά εἶμαι ἐγώ. Καίτοι λέγουν οἱ 'Ιουδαῖοι, ὅτι ἐγώ δέν ἦλθον ἀπό ἐσένα, ἐγώ «καί ἐγνώρισα αὐτοῖς τό ὄνομά σου, μέ τήν διδασκαλίαν καί τά θαύματα, πού τούς ἔκαμα, ἀλλά αὐτοί δέν ἠθέλησαν νά σέ γνωρίσουν, «καί γνωρίσῳ» ὅμως θά σέ γνωρίσουν μέ τήν διδασκαλίαν καί τά θαύματα τῶν μαθητῶν μου, «ἵνα ἡ ἀγάπη ἥν ἠγάπησάς με, ἐν αὐτοῖς ᾗ, κάγώ ἐν αὐτοῖς».῞Οταν μάθουν ποῖος εἶσαι, τότε θά γνωρίσουν, ὅτι ἐγώ εἶμαι ἡνωμένος μαζί σου καί ἠγαπήθηκα πολύ καί εἶμαι γνήσιος Υἱός σου.'Εάν πεισθοῦν εἰς αὐτό, θά διαφυλάξουν τελείαν τήν πίστιν καί τήν ἀγάπην, καί τότε θά μένῳ καί ἐγώ εἰς αὐτούς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ!

Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος ἐτελείωσε τήν προσευχήν του ἤ μᾶλλον τήν συνομιλία μετά τοῦ Πατρός, ἐξῆλθε σύν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὅν εἰσῆλθεν οὗτος καί οἱ μαθηταί αὐτοῦ». 'Εβιάζετο νά μεταβῇ εἰς τόν τόπον πού ἦτο γνωστός εἰς τόν προδότην, καί δείχνει εἰς τούς μαθητάς του, ὅτι ἔρχεται μέ τήν θέλησίν του εἰς αὐτό πού ἐντός ὀλίγου ἐπρόκειτο νά συμβῇ.

 'Επῆγεν εἰς τόν κῆπον, ἐπειδή οἱ μαθηταί εἶχον καταληφθεῖ ἀπό λύπην καί δειλίαν, καί ἐν καιρῷ νυκτός, ἐκεῖ ἀπηλλάγησαν ἀπό τόν φόβον καί ἠσθάνοντο περισσοτέραν ἀσφάλειαν. 'Αλλά καί δι' ἄλλην αἰτίαν τούς ὡδήγησεν εἰς τόν κῆπον, ἐπειδή «ᾔδει δέ καί ὁ 'Ιούδας ὁ παραδιδούς αὐτόν τόν τόπον· ὅτι πολλάκις συνήχθη ὁ 'Ιησοῦς ἐκεῖ μετά τῶν μαθητῶν αὐτοῦ». Δι' αὐτό ἀμέσως χωρίς νά τόν ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ, «ὁ οὖν 'Ιούδας λαβών τήν σπεῖραν, καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων, καί Φαρισαίων ὑπηρέτας, ἔρχεται ἐκεῖ μετά φανῶν λαμπάδας καί ὅπλων», τούς ὁδήγησεν εἰς τόν κῆπον διά νά τόν συλλάβουν.

Τότε ὁ 'Ιησοῦς γνωρίζων ὅσα θά συνέβαινον εἰς αὐτόν, ἐπροχώρησε πρός αὐτούς καί τούς ἐρωτᾶ· «τίνα ζητεῖτε;».Καί πάλιν δεικνύει, ὅτι μέ τήν θέλησίν του γίνωνται ὅλα, διότι δέν ἐκρύβη, ἀλλά ἐν γνώσει τοῦ τί θά συμβῇ, ἀτάραχος στέκεται ἔμπροσθέν των καί τούς ἐρωτᾶ ποῖον ἤθελον νά εὕρουν, τότε αὐτοί ἀπεκρίθησαν· «'Ιησοῦν τόν Ναζωραῖον». 'Ενῶ τόν ἔβλεπον μπροστά των δέν τόν ἐγνώρισαν, ὄχι μόνον οἱ 'Ιουδαῖοι, ἀλλά καί αὐτός ὁ μαθητής του ὁ 'Ιούδας, ὁ ὁποῖος ἦτο μαζί τους, διότι τούς ἐτύφλωσε τούς ὀφθαλμούς, διά νά δείξῃ, ὅτι ὄχι μόνον δέν ἠμποροῦν νά τόν συλλάβουν ἐάν δέν τό θελήσῃ ὁ ἴδιος, ἀλλά οὔτε καί νά τόν ἰδοῦν. Καί διά νά μή ἰσχυρισθοῦν, ὅτι δέν τόν ἐγνώρισαν λόγῳ τοῦ σκότους, ὁ Εὐαγγελιστής ἐσημείωσεν, ὅτι «ἐξῆλθον μετά φανῶν καί λαμπάδων», ὁπότε θά ἔπρεπε νά τόν γνωρίσουν. Καί ὁ 'Ιησοῦς ἀτάραχος τούς λέγει· «ἐγώ εἰμί» αὐτός πού ζητᾶτε. Μαζί μέ τούς 'Ιουδαίους ἦτο καί ὁ 'Ιούδας. Καί ὅταν ἤκουσαν ἀπό τόν 'Ιησοῦν πού τούς εἶπεν «ἐγώ εἶμαι» αὐτός πού ζητᾶτε, «ἀπῆλθον εἰς τά ὀπίσω, καί ἔπεσον χαμαί».Τότε ὁ 'Ιησοῦς δέν ἐκμεταλλεύθηκε αὐτήν τήν ἀδυναμίαν των, ἀλλά στέκεται ἐκεῖ, καί ὡσάν νά μή συνέβαινε τίποτα, τούς ἐρωτᾶ πάλιν· «τίνα ζητεῖτε;» Αὐτοί ἀπεκρίθησαν τά ἴδια «'Ιησοῦν τόν Ναζωραῖον».

῞Οταν πλέον ὅλα εἶχαν τελειώσει, παραδίδει τόν ἑαυτόν του εἰς αὐτούς, καί τούς λέγει «εἶπον ὑμῖν, ὅτι ἐγώ εἰμι». Βλέπων δέ ὅτι δέν συνῆλθον ἀπό τήν ταραχήν, πού μέ τόν λόγον  του μόνον ἔπεσαν καταγῆς, ἀλλά ἐπέμενον εἰς τήν κακίαν των ζητοῦντες νά τόν συλλάβουν, προσθέτει· «εἰ οὖν ἐμέ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν», διότι μέ αὐτούς δέν ἔχετε τίποτα, ἀφοῦ ἐμένα ζητᾶτε, ἰδού εἶμαι ἔμπροσθέν σας. Αὐτά δέ τά εἶπε διά νά ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος του, ὅταν εἶπε πρός τόν Πατέρα, ὅτι «οὕς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα»'Απώλειαν ἐδῶ ἐννοεῖ τήν αἰώνιαν, καί ὄχι τόν θάνατον τόν σωματικόν, διότι καί οἱ μαθηταί του σχεδόν ὅλοι ἀργότερον ἐθανατώθησαν. Εἶπε δέ ὅτι οὐδένα ἀπώλεσα, διά νά δείξῃ, ὅτι τό νά μή πάθῃ τίποτα κανείς ἀπό τούς μαθητάς, καίτοι προκλήθησαν ἀπό τόν Πέτρον, δέν ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς θελήσεως τῶν 'Ιουδαίων, ἀλλά τῆς δυνάμεως καί ἀποφάσεως τοῦ συλληφθέντος 'Ιησοῦ.

'Εξιστορεῖ ὁ Εὐαγγελιστής τήν πρόκλησιν πού τούς ἔκαμεν ὁ Πέτρος, λέγων «Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν, εἵλκυσεν αὐτήν, καί ἔπαισε τόν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον, καί ἀπέκοψεν αὐτοῦ τό ὠτίον τό δεξιόν· ἦν δέ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος»'Εδῶ φαίνεται ἡ ὑπερβολική ἀγάπη καί ἀφωσίωσις τοῦ Πέτρου πρός τόν διδάσκαλον, ὁ ὁποῖος ἐνῶ εἶχε λάβει ἐντολήν οὔτε νά ἀμύνεται ὅταν κακοποιηθῇ, αὐτός ὄχι μόνον ἀμύνεται, ἀλλά καί ἐπιτίθεται καί τραυματίζει. Τοῦτο ὅμως τό ἔκαμεν ὄχι διά τόν ἑαυτόν του, ἀλλά διά τόν διδάσκαλον. ῾Ο δέ 'Ιησοῦς, καί εἰς τήν δύσκολον αὐτήν στιγμήν καί θαυματουργεῖ ἀποδεικνύων τήν δύναμίν του μέ τό νά ἐπικκολήσῃ τό αὐτί τοῦ δούλου, ἀλλά καί διδάσκει, ὅτι πρέπει νά εὐεργετοῦμεν ἐκεῖνους πού μᾶς κακοποιοῦν. Συγχρόνως δέ ἀποκόπτει τήν ὁρμητικότητα τοῦ μαθητοῦ, μέ τήν ἀπειλήν, διότι λέγει εἰς αὐτόν. «Βάλε τήν μάχαιράν σου εἰς τήν θήκην», διότι ὅσοι κρατοῦν μαχαίρι, μέ μαχαίρι καί θά πεθάνουν. Εἰς τό σημεῖον αὐτό ὁ Εὐαγγελιστής, ἀναφέρει λεπτομερείας, ὅπως τό ὄνομα τοῦ δούλου, ποῖον αὐτί ἀπέκοψεν, ὄχι τυχαῖα, ἀλλά διά νά εἶναι δυνατόν εἰς ἐκείνους πού θά ἀνεγίγνωσκον αὐτά, νά ἐξετάσουν ἐάν πράγματι συνέβησαν αὐτά τά γεγονότα. Διά νά μή τρομάξῃ ὁ Πέτρος μέ τήν ἀπειλήν τοῦ 'Ιησοῦ, τόν παρηγορεῖ καί πάλιν μέ ἄλλα λόγια, λέγων· «τό ποτήριον ὅ δέδωκέ μοι ὁ Πατήρ, οὐ μή πίω αὐτό;» Πάλιν φανερώνει τό ἑκούσιόν του πάθος, καί ὅτι δέν εἶναι ἀντίθετος, ἀλλά ὑπάκουος μέχρι θανάτου εἰς τόν Πατέρα.

'Εν συνεχείᾳ ὁ Εὐαγγελιστής, ἐξιστορεῖ τήν ἐξέλιξιν  τῶν γεγονότων. ῞Οτι ἡ σπεῖρα μέ τόν χιλίαρχον καί τούς ὑπηρέτας τῶν 'Ιουδαίων, συνέλλαβον τόν Κύριον, καί ἀφοῦ τόν ἔδεσαν, τ1/4ν ὁδήγησαν κατά πρῶτον μέν εἰς τόν ῎Ανναν, ὁ ὁποῖος ἦτο πενθερός τοῦ ἀρχιερέως τῆς χρονιᾶς αὐτῆς τοῦ Καϊάφα, ὁ ὁποῖος εἶχε συμβουλεύσει τούς ἄρχοντας τῶν 'Ιουδαίων, «ὅτι συμφέρῃ ἕναν ἄνθρωπον ἀπολέσθαι ὑπέρ τοῦ λαοῦ». Τόν ὁδήγησαν πρός τόν ῎Ανναν πρός διαπόμπευσιν λόγῳ τῆς εὐχαριστήσεώς του διά τήν σύλληψιν τοῦ 'Ιησοῦ. Οὐχί τυχαῖα ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής τήν προφητείαν τοῦ Καϊάφα, ἀλλά διά νά δείξῃ, ὅτι αὐτό ἐγίνετο διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία θά ἐπετυγχάνετο διά τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου τοῦ 'Ιησοῦ. ῞Οταν ὡδηγήθη εἰς τόν Καϊάφαν «ἠκολούθη δέ τῷ 'Ιησοῦ Σίμων Πέτρος, καί ὁ ἄλλος μαθητής». 'Επειδή διηγεῖται ἕνα μεγάλο γεγονός ὁ Εὐαγγελιστής, ἀποκρύπτει τόν ἑαυτόν του, διότι αὐτός ἦτο «ὁ ἄλλος μαθητής», καί ἀναφέρει πρῶτα τόν Πέτρον. 'Ηναγκάσθη δέ νά εἴπῃ καί τόν ἑαυτόν του, διά νά  μάθῃ ὁ ἀναγνώστης, ὅτι τά ὅσα συνέβησαν τά διηγεῖται μέ μεγαλυτέραν ἀκρίβειαν ἀπό τούς ἄλλους, ἐπειδή εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν αὐλήν. Καί δικαιολογεῖ αὐτό, διότι γράφει· «ὁ δέ μαθητής ἐκεῖνος ἦν γνωστός τῷ ἀρχιερεῖ, καί συνεισῆλθε τῷ 'Ιησοῦ εἰς τήν αὐλήν τοῦ ἀρχιερέως». 'Ενῶ ἐκεῖνος εἰσῆλθεν εἰς τήν αὐλήν, ὁ Πέτρος καίτοι κυριευμένος ἀπό τόν φόβον, ἠκολούθησε τόν 'Ιησοῦν μέχρι τήν αὐλήν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν. Αὐτό δεικνύει τόν πόθον καί τήν ἀγάπην του πρός τόν διδάσκαλον. Τό νά μή εἰσέλθῃ ὅμως εἰς τήν αὐλήν φανερώνει τόν φόβον, τόν ὁποῖον τελικά ἐξεπέρασε, καί τήν ἀγωνίαν. Αὐτό φαίνεται ἀπό τά ἐν συνεχείᾳ ἀναγραφόμενα ὑπό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ὁ ὁποῖος προετοιμάζων τήν δικαιολογίαν τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου, λέγει «ὁ δέ Πέτρος εἰστήκει πρός τῇ θύρᾳ ἔξω»

Δέν εἰσῆλθε μέσα διότι δέν τοῦ ἐπετράπη, ἐνῶ ὁ ἄλλος μαθητής προσκολλημένος εἰς τόν 'Ιησοῦν τόν ἠκουλούθησε μέσα εἰς τήν αὐλήν, διότι ὡς γνωστός τοῦ ἀρχιερέως τοῦ ἐπετράπη. ῞Οταν ὅμως ἀντελήφθη, ὅτι ὁ Πέτρος ἔστεκεν ἔξω ἀπό τήν θύραν, τότε «ἐξῆλθεν, οὖν ὁ μαθητής ὁ ἄλλος καί εἶπε τῇ θυρωρῶ, καί εἰσήγαγε τόν Πέτρον». Βλέποντας ἡ θυρωρός τόν Πέτρον, ὅτι εἶχεν ἀγωνίαν νά ἔμβῃ μέσα, τόν ἐρωτᾶ· «μή καί σύ ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου;» ῾Η ἐρώτησις τῆς θυρωροῦ ἦτο ἔκφρασις εὐσπλαχνίας καί λύπης διά τόν Χριστόν, διότι ἐγνώριζεν ὅτι «ὁ ἄλλος» ἦτο μαθητής ἐκείνου. Τό «καί ἐσύ» αὐτό φανερώνει. Κατά συνέπειαν ἡ ἐρώτησις δέν ἦτο ἐχθρική ἤ κακοπροαίρετος, ἀλλά μᾶλλον φιλική καί συμπαθητική. 'Αλλά ὁ Πέτρος γεμᾶτος ἀπό ἀγωνία καί λύπη, μαζί καί μέ τόν φόβον, δέν ἀντελήφθη οὔτε ἔφερεν εἰς τήν σκέψιν του τίποτα ἀπ' αὐτά, καί χωρίς νά τό σκεφθῇ, ἀπαντᾶ «οὐκ εἰμί», καί ἐκάθητο μαζί μέ τούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀνάψει φωτιά καί ἐζεσταίνοντο, διότι ἔκαμε πολύ κρύο. ῾Ο δέ 'Ιησοῦς ὡδηγήθη ἐνώπιον τοῦ ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος «ἠρώτησε τόν 'Ιησοῦν  περί τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, καί περί τῆς διδαχῆς αὐτοῦ». ῾Η ἐρώτησις τοῦ ἀρχιερέως, ὑπέκρυπτε δόλον καί πονηρίαν, ἐπειδή δέν εἶχον κατηγορίαν νά τοῦ ἀποδώσουν, διότι τόν ἤκουον κάθε ἡμέρα νά διδάσκῃ εἰς τό ῾Ιερόν, ἀλλά διά νά παρουσιάσουν αὐτόν ὡς στασιαστήν καί νεωτεριστήν, καί ὅτι κανείς ἄλλος δέν τόν προσέχει, παρά μόνον οἱ μαθηταί του, ὡσάν  νά ἦτο κάποια κακή συμμορία, δι' αὐτό τόν ἠρώτησε διά τούς μαθητάς καί τήν διδασκαλίαν του. Καί ὁ Χριστός ἀνατρέπων αὐτήν τήν κακόβουλον κατηγορίαν, τοῦ λέγει «ἐγώ παρρησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· ἐγώ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν τῇ Συναγωγῇ, καί ἐν τῷ ῾Ιερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ 'Ιουδαῖοι συνέρχονται, καί ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν. Τί μέ ἐπερωτᾶς; ἐπερώτησον τούς ἀκηκοότας τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε, οὗτοι οἴδασιν ἅ εἶπον ἐγώ». Τά λόγια αὐτά δέν φανερώνουν αὐθάδειαν, ἀλλά πεποίθησιν εἰς τήν ἀλήθειαν τῶν ὅσων εἶπεν. ῎Αλλοτε τούς εἶχεν εἴπει· «ἐάν ἐγώ δίδῳ μαρτυρίαν περί τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἡ μαρτυρία αὐτή δέν εἶναι ἀληθής», τώρα δέ διά νά κάνῃ ἀξιόπιστον τήν μαρτυρίαν εἰς τήν ἐρώτησιν τοῦ ἀρχιερέως, δέν τόν παραπέμπει εἰς τούς δικούς του μαθητάς, ἀλλά εἰς τούς ἰδίους τούς ἐχθρούς καί ἐπιβούλους, πού μέ ἔδεσαν, νά σοῦ εἴπουν δι' ἐμέ. Αὐτή ἡ μαρτυρία θά εἶναι ἀναμφισβήτητη ἀπόδειξις τῆς ἀληθείας, ἀφοῦ θά προέρχεται ἀπό τούς ἐχθρούς μου, τούς ἰδικούς σας, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τί τούς εἶπα.

Τότε ἕνας ἀπό τούς παρευρισκομένους ὑπηρέτας, ἔδωσεν ἕνα ράπισμα εἰς τόν 'Ιησοῦν, λέγων· «οὕτως ἀποκρίνει τῷ ἀρχιερεῖ;». ῾Ο 'Ιησοῦς πάντα μέ ἡρεμίαν καί ἀνεξικακίαν ἀπαντᾶ εἰς τόν δοῦλον· «εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ». 'Εάν ἔχῃς νά κατηγορήσῃς τά λόγια μου ἀπόδειξέ το, ἀλλ' ἐάν δέν ἔχῃς, τότε «εἰ δέ καλῶς, τί μέ δέρεις;». 'Εκ τοῦ γεγονότος τούτου προκύπτει, ὅτι εἰς τό δικαστήριον ἐπικρατοῦσε θόρυβος, ταραχή καί σύγχυσις. Καί ἐπειδή δέν εὕρισκον οὔτε καί μέ τό γεγονός τοῦ ραπίσματος νά τόν κατηγορήσουν, τότε «ἀπέστειλεν οὖν αὐτόν ὁ ῎Αννας δεδεμένον πρός τόν Καϊάφαν τόν ἀρχιερέα».

῾Ο Εὐαγγελιστής, ἀναφέρει, ὄχι διά νά κατηγορήσῃ τόν μαθητήν, ἀλλά διά νά μᾶς δείξῃ πόσον κακό πρᾶγμα εἶναι νά ἐμπιστευώμεθα εἰς τόν ἑαυτόν μας, ὅπως ἔκαμεν ὁ Πέτρος, δι' αὐτό λέγει· «ἦν δέ Σίμων Πέτρος ἐστώς καί θερμαινόμενος». 'Ενῶ συνέβαινον σοβαρά γεγονότα, αὐτός παρέμενε νωθρός καί ἀγωνιώδης, ὁ τόσον θερμός καί σταθερός ἄλλοτε, διά τήν ἀδυναμίαν τῆς φύσεως, ὅταν ὁ Θεός τόν ἐγκαταλείψῃ. Καί ὅταν ἠρωτήθη ἀπό τούς δούλους, «μή καί σύ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ;», ἀπό τόν φόβον καί ἀγωνίαν του κατεχόμενος, δέν ἐνθυμήθηκε τίποτα ἀπ' ὅσα εἶχαν λάβει χώραν, καί ἀρνήθηκε διά δευτέραν φοράν, καί εἶπεν· «οὐκ εἰμί». Τότε ἕνας συγγενής τοῦ δούλου πού ἔκοψεν ὁ Πέτρος τό αὐτί, τοῦ λέγει «οὐκ ἐγώ σέ εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ' αὐτοῦ;» 'Επειδή ὅμως εἶχε ἀφεθεῖ ἀπό τόν Κύριον εἰς τάς δυνάμεις του, οὔτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ κήπου μέ τά τόσα γεγονότα, τόν ἔκαμον νά θυμηθῇ, ἀλλά καί διά τρίτην φοράν, «πάλιν οὖν ἠρνήσατο ὁ Πέτρος, καί εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν», διά νά τοῦ ὑπενθυμήσῃ ὅσα τοῦ εἶχε προείπει ὁ Κύριος, «ὅτι θά μέ ἀρνηθῆς τρεῖς φορές». 'Αλλά οὔτε καί αὐτό τό γεγονός τόν συνέφερε, παρά μόνον, ὅπως λέγουν οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιταί, ὅταν ὁ Κύριος ἀπό πολλήν πρόνοιαν πρός τόν μαθητήν, ὁδηγούμενος πρός τόν Πιλᾶτον, τόν κάμει μέ ἕνα του βλέμμα νά ἐνθυμηθῇ, καί κλαύσῃ πικρῶς.

'Αφοῦ καί τό δυσσεβές δικαστήριον τοῦ Καϊάφα δέν εὗρε κατηγορίαν κατ' αὐτοῦ, «ἄγουσιν οὖν τόν 'Ιησοῦν ἀπό τοῦ Καϊάφα εἰς τό Πραιτώριον». Τοῦτο δέ συνέβη διά νά δειχθῇ τό πλῆθος τῶν δικαστῶν, καί ὅτι ἠλέγχθη μετά προσοχῆς ἡ ἀλήθεια. Καί συνεχίζων ὁ Εὐαγγελιστής, λέγων «ἦν δέ πρωῒαν», διά νά δείξῃ, ὅτι τό ἥμισυ τῆς νυκτός ἠρωτᾶτο ἀπό τόν Καϊάφαν. ῞Ομως «καί αὐτοί οὐκ εἰσῆλθον εἰς τό Πραιτώριον, ἵνα μή μιανθῶσιν». ῞Οταν ὁ φθόνος καί τό μῖσος κατακυριεύσῃ τήν ψυχήν, δέν τήν ἀφήνει νά διακρίνῃ τό σωστό καί δίκαιον. ῎Ετσι συνέβη καί μέ τούς 'Ιουδαίους. 'Ενῶ μέ ὅπλα καί μαχαίρια συνέλλαβον τόν 'Ιησοῦν καί τόν ὁδηγοῦν πρός τόν θάνατον, μέ αὐτό δέν νομίζουν ὅτι μολύνωνται, καί μέ τό νά εἰσέλθουν εἰς τό Πραιτώριον θά μολυνθοῦν, καί ἔτσι δέν θά ἠδύναντο «ἵνα φάγωσι τό Πάσχα». 'Αδιαφοροῦσαν διά τό ἀθῶο αἷμα πού θά ἔχυνον καί ἐφοβοῦντο μήπως μολυνθοῦν ἀπό τόν τόπον, δι' αὐτό καί ἀναγκάζουν τόν Πιλᾶτον νά ἐξέλθῃ πρός αὐτούς, διότι «ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος πρός αὐτούς καί εἶπε· τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά τοῦ ἀνθρώπου τούτου;». ῾Η ἐρώτησις τοῦ Πιλάτου, εἶναι ἐπιτίμησις διά τούς 'Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ κρίνουν αὐτόν αὐθαίρετα, τήν τιμωρίαν του χωρίς κρίσιν, τήν ἀναθέτουν εἰς αὐτόν, δι' αὐτό τούς λέγει· «ποίαν κατηγορίαν ἔχετε ἐναντίον του», ἐλέγχων αὐτούς, ἀφοῦ οὔτε ὁ ῎Αννας οὔτε καί ὁ Καϊάφας εὗρον κατηγορίαν. Δέν τοῦ ἀνακοινώνουν κατηγορίαν, διότι δέν εἶχον, ἀλλά μέ ὑπεκφυγές τοῦ λέγουν· «εἴ μή ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἄν σοι ἐδώκαμεν αὐτόν». 'Απέφυγαν τήν ἀπ' εὐθείας κατηγορίαν, καί ἐχρησιμοποίησαν μερικές εἰκασίες. ῾Ο Πιλᾶτος ἐκατάλαβεν, ὅτι αὐτά ἐγένοντο ἀπό μῖσος τῶν ἀρχόντων, καί μή ἠξεύρων τί νά κάνῃ, τούς λέγει.«Λάβετε αὐτόν ὑμεῖς, καί κατά τόν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν». Προσπαθοῦσε νά ἀποφύγῃ μίαν ἄδικον δίκην. 'Αλλά καί οἱ 'Ιουδαῖοι ἀπέφευγον τήν κρίσιν, δι' αὐτό τοῦ ἀπαντοῦν «ἡμεῖς οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα».῎Οχι ὅτι δέν ἐπετρέπετο νά φονεύσουν, διότι ἐφόνευον κατ' ἄλλον τρόπον, καί τό ὡμολόγησαν μέ τήν μοιχαλίδα πού ἐζήτησαν ἀπό τόν Χριστόν νά δώσῃ τήν ἄδειαν νά τήν λιθοβολήσουν, ὅπως ἐλιθοβόλησαν τόν Στέφανον, ἀλλά δέν ἐπετρέπετο νά φονεύσουν μέ σταύρωσιν, πού ἐπεθύμουν διά νά διαπομπεύσουν μέ αὐτόν τόν τρόπον τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ἐφ' ὅσον «πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου, ἐπικατάρατος», δι' αὐτό εἶπον ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά φονεύσωμεν κανένα. 'Αλλά καί «ἵνα ὁ λόγος τοῦ 'Ιησοῦ πληρωθῇ, ὅν εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν».

῾Η ὅλη αὐτή διαδικασία εἶχε καί ἄλλο νόημα, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἐπρόκειτο μόνον διά τούς 'Ιουδαίους νά θανατωθῇ, ἁλλά ὑπέρ τοῦ κόσμου ὅλου, δι' αὐτό ζητοῦν ἀπό τόν Πιλᾶτον νά ἐκδώσῃ τήν καταδικαστικήν καί θανατικήν ἀπόφασιν. Αὐτός ὅμως ἤθελε νά ἀπαλλαγῇ ἀπό τοιαύτην ἐνόχλησιν, δι' αὐτό δέν πολύ ἐξετάζει, καί ἀφοῦ τούς ἄφησεν «εἰσῆλθεν οὖν εἰς τό Πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καί ἐφώνησε τόν 'Ιησοῦν, καί εἶπεν αὐτῷ, Σύ εἶ ὁ βασιλεύς τῶν 'Ιουδαίων;», καί ὁ 'Ιησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, ὄχι εὐθέως, λέγων· «ἀφ' ἑαυτοῦ σύ τοῦτο λέγεις, ἤ ἄλλοι σοι εἶπον περί ἐμοῦ;». ῾Ο Πιλᾶτος ἀντελήφθη τήν πονηρίαν τῶν 'Ιουδαίων, ὅταν τοῦ εἶπον, ὅτι «δέν ἐπιτρέπεται εἰς ἡμᾶς νά φονεύσωμε κανέναν», ὅτι ἤθελον νά παρουσιάσουν τόν 'Ιησοῦν, ὅτι δέν διέπραξεν ἁμαρτίαν σύμφωνα μέ τόν Νόμον των, ἀλλά τό ἔγκλημά του ἦτο κοινόν, δι' αὐτό καί ἠρώτησε τόν 'Ιησοῦν «σύ εἶ ὁ βασιλεύς τῶν 'Ιουδαίων;», ὡσάν μέ αὐτό ἐπρόκειτο νά κινδυνεύσῃ. 'Αλλά καί ὁ 'Ιησοῦς διά νά δείξῃ τή πονηρίαν τῶν 'Ιουδαίων, καί νά κατηγορηθοῦν καί ὑπό τοῦ Πιλάτου, τόν ἐρώτησεν «ἐάν μόνος του τά λέγει αὐτά ἤ ἄλλοι τοῦ τά εἶπαν». Καί ὁ Πιλᾶτος τό ἤκουσε μέν ἀπό τούς 'Ιουδαίους, ἀλλά δέν ἠμπόρει νά τό δηλώσῃ αὐτό καί ν' ἀπαλλάξῃ τόν ἑαυτόν του, τόν παραπέμπει εἰς τό πλῆθος, καί τοῦ λέγει· «μήτι ἐγώ 'Ιουδαῖος εἰμι; τό ἔθνος τό σόν καί οἱ ἄρχοντες παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας;». Διά νά τόν ἀνεβάσῃ ὑψηλότερα τόν Πιλᾶτον, ὁ ὁποῖος δέν ἦτο πονηρός, ὅπως οἱ 'Ιουδαῖοι, καί διά νά δείξῃ ὅτι δέν εἶναι ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά Θεός καί Υἱός τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀπαντᾶ· «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἄν οἱ ἐμοί ἠγωνίζοντο, ἵνα μή παραδοθῶ τοῖς 'Ιουδαίοις· νῦν δέ ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν». 'Αμέσως μέ τά λόγια αὐτά διαλύει κάθε ὑποψία τοῦ Πιλάτου περί συστάσεως τυραννικῆς ἐξουσίας καί στάσεως. Θέλει ἐπίσης νά δείξῃ, ὅτι δέν ἐξουσιάζει ἡ βασιλεία του ἐδῶ εἰς τόν κόσμον, σύμφωνα μέ τάς κοσμικάς ἐξουσίας, ἀλλά ὅτι εἶναι ἀνωτέρα, καί ἐξουσιάζει εἰς τόν Οὐρανόν, καί δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἡ ὁποία ἔχει τήν δύναμίν της εἰς ὑπηρέτας, ἀλλά ἀπό μόνη της εἶναι αὐτάρκης καί αὐτοδύναμος. Τότε ὁ Πιλᾶτος εἴτε μερικῶς ἐπείσθη, εἴτε διά νά τόν εἰρωνευθῇ, τοῦ λέγει. «Οὐκοῦν βασιλεύς εἶ σύ;». Καί ὁ 'Ιησοῦς τοῦ ἀπαντᾶ μέ ἡρεμίαν· «σύ λέγεις, ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ». Δέν ἀπήντησεν εἰς τήν ἐρώτησιν «τί ἔκαμες;», παρά μόνον εἰς αὐτό πού ἐνδιαφέρετο ὁ Πιλᾶτος, ἐάν εἶναι βασιλεύς. Τότε ἀπαντᾶ διά νά δείξῃ ὅτι εἶναι πράγματι βασιλεύς, ὅμως ὄχι ὅπως αὐτός ἐφαντάσθη, ἀλλά πολύ πιό λαμπρότερος, καί ἔμμεσα δηλώνει, ὅτι δέν ἔπραξε τίποτε τό κακόν, ἀλλά τοὐναντίον, διότι λέγει· «ἐγώ εἰς τοῦτο γεγέννημαι, καί εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσῳ τῇ ἀληθείᾳ». Μέ αὐτό δεικνύει ὅτι δέν διέπραξε κανέν κακόν, ἀλλά ἦλθε διά νά διδάξῃ καί πείσῃ, ὅτι εἶναι βασιλεύς, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὡμολόγησε, καί νά πιστεύσουν εἰς αὐτόν. Καί ἐπειδή δέν ἦτο πονηρός, ὅπως οἱ 'Ιουδαῖοι, διά νά τόν προσελκύσῃ καί τόν κάνει νά γίνῃ ἀκροατής του, τοῦ λέγει· «πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας, ἀκούει μου τῆς φωνῆς». Καί τόν προσείλκυσε, διότι ἀμέσως τόν ἐρωτᾶ «τί ἐστιν ἀλήθεια;». ῞Ομως δέν ἐπερίμενεν ἀπάντησιν, ἐπειδή ἀντελήφθη ὅτι τό ἐρώτημα ἐχρειάζετο κατάλλον καιρόν, ἐνῶ τώρα τό σπουδαῖον καί κατεπεῖγον, ἦτο νά τόν ἀποσπάσῃ ἀπό τήν ὁρμήν τῶν 'Ιουδαίων, καί δι' αὐτό ἐξῆλθεν ἔξω καί τούς λέγει. «'Εγώ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ». Μέ πολλή σύνεσιν τόν ἀπήλλαξεν ἀπό κάθε κατηγορίαν καί προσεπάθησε νά τόν ἐλευθερώσῃ. Καί διά νά μή τούς ἐρεθίσῃ περισσότερον, δέν τούς εἶπεν, ὅτι δέν διέπραξεν ἁμαρτίαν, ἀλλά «ἐγώ δέν εὑρίσκω κατηγορίαν εἰς αὐτόν». Δι' αὐτό καί ἀμέσως διατυπώνει τήν ἀξίωσίν του, καί ἐάν ἀκόμη δέν ἤθελον νά τόν ἀφήσουν ὡς ἀθῶον, τοὐλάχιστον χάριν τῆς ἑορτῆς νά τοῦ χαρίσουν τήν ζωήν, προσθέτει. «῎Εστι δέ συνήθεια ὑμῖν, ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσῳ ἐν τῷ Πάσχᾳ». Καί διά νά τόν σεβαστοῦν συνεχίζει· «βούλεσθε οὖν ὑμῖν ἀπολύσῳ τόν βασιλέα τῶν 'Ιουδαίων;».῾Η ἐρώτησις αὐτή ὄχι μόνον δέν τούς συνεκίνησε νά συνέλθουν ἀπό τήν ἄδικον ἀπόφασίν των, νά θανατώσουν τόν ἀθῶον, ἀλλά ὅλοι μαζί ἐφώναζον· «μή τοῦτον, ἀλλά τόν Βαραββᾶν· ἦν δέ Βαραββᾶς ληστής». Ζητοῦν τόν θάνατον τοῦ ἐλευθέρου ἀθώου, καί ἀμνηστεύουν τόν θάνατον τοῦ φυλακισμένου ληστοῦ, ἀπό τό ὑπερβολικό μῖσος πού κατείχοντο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ!

 

'Αφοῦ εἶδε τήν ἀμετάκλητον ἀπόφασιν καί ὅτι πολύς θόρυβος ἐγένετο, «τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τόν 'Ιησοῦν, καί ἐμαστίγωσε. Καί οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καί ἰμάτιον πορφυρροῦν περιέβαλον αὐτόν· καί ἔλεγον· χαῖρε ὁ βασιλεύς τῶν 'Ιουδαίων· καί ἐδίδουν αὐτῷ ραπίσματα».῞Ολα αὐτά συνέβησαν ἐντός τοῦ Πραιτωρίου, καί ἦσαν τεχνάσματα τοῦ Πιλάτου, διά νά εὐχαριστήσῃ τούς 'Ιουδαίους. 'Επειδή προηγουμένως τούς εἶχε εἰπεῖ, «δέν εὑρίσκω κατηγορίαν κατ' αὐτοῦ» καί δέν κατώρθωσε νά τόν ἐλευθερώσῃ ἀπ' αὐτούς, τώρα διά νά καταπραΰνῃ τήν ὀργήν των καί νά σταματήσῃ τό κακόν μέχρι ἐδῶ, καί τόν ἐμαστίγωσε καί ἐπέτρεψε νά τοῦ φορέσουν τήν χλαμίδα, τόν στέφανον, ὥστε βλέποντες τήν προσβολήν καί ἐξουθένωσιν πού τοῦ ἔκαμε, νά συνέλθουν ἀπό τό πάθος των. Δι' αὐτό ἐξέρχεται ἔξω πάλιν καί τούς λέγει· «ἴδε, ἄγω ὑμῖν αὐτόν ἔξω, ἵνα γνῶτε, ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω», πιστεύων ἔτσι, ὅτι ὅταν τόν ἴδουν εἰς αὐτήν τήν ἐλεεινήν κατάτασιν  θά καταπραϋνθῇ τό πάθος των.«'Εξῆλθεν οὖν ὁ 'Ιησοῦς ἔξω φορῶν τό ἀκάνθινον στέφανον, καί τό πορφυροῦν ἰμάτιον», καί τόν παρουσιάζει εἰς αὐτούς λέγων, «ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Τότε ὅμως συνέβη τό ἀντίθετον, διότι ὅταν τόν εἶδον οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγαζον, λέγοντες «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν». Βλέπων ὁ Πιλᾶτος, ὅτι ὅλα αὐτά ἔγιναν ἄσκοπα, τούς παραδίδει τόν 'Ιησοῦν, λέγων, «λάβετε αὐτόν ὑμεῖς καί σταυρώσατε», φανερώνων μέ αὐτό, ὅτι τά προηγούμενα τά ἔκαμεν ἐξ αἰτίας τῆς μανίας ἐκείνων, διότι λέγει «ἐγώ γάρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν». Μέ πολλούς τρόπους ἀπήλλαξε πάσης κατηγορίας τόν 'Ιησοῦν ὁ Πιλᾶτος, ἀλλά τίποτα ἀπό αὐτά δέν τούς ἀπέτρεψεν ἀπό τήν ἀπόφασίν των, οἱ ὁποῖοι ἤθελον νά τόν θανατώσουν, ἀλλά μέ ἀπόφασιν ἄρχοντος, καί αὐτοί νά εἶναι δῆθεν ἀπηλλαγμένοι πάσης κατηγορίας. ῞Ομως συνέβη τό ἀντίθετο, διότι μόνοι των κατεντροπιάσθησαν, λέγοντες «ἡμεῖς Νόμον ἔχομεν, καί κατά τόν Νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν». ῎Ετσι οἱ ἴδιοι ἐκδίδουν τήν ἀπόφασιν καί καταισχύνθησαν προβάλλοντες τόν Νόμον των, ἐνῶ προηγουμένως ἐδήλωσαν εἰς τόν Πιλᾶτον, ὅτι «ἡμῖν οὐκ ἔξεστι θανατῶσαι οὐδένα». Τώρα πού εὑρέθησαν εἰς δύσκολον θέσιν, καί βλέποντας ὅτι ὁ Πιλᾶτος προσπαθεῖ νά τόν ἐλευθερώσῃ, ὡς μή εὑρών κατηγορίαν, ἐπικαλοῦνται τόν Νόμον των, ὅτι σύμφωνα μέ αὐτόν ἔπρεπε νά θανατωθῇ. ῾Ως κατηγορίαν δέ, ἐπρόβαλλον, «ὅτι ἑαυτόν Υἱόν Θεοῦ ἐποίησεν». Τότε ὁ Πιλᾶτος, φοβηθείς μήπως τό λεγόμενο ἦτο ἀληθινό, καί φανῇ ὅτι παρανομῇ, μέ πολλήν ταραχήν ἀφήνει τούς 'Ιουδαίους, καί ἀφοῦ εἰσῆλθε μέσα, ἐρωτᾶ τόν 'Ιησοῦν, «πόθεν εἶ σύ;». Εἰς τήν ἐρώτησιν αὐτήν ὁ 'Ιησοῦς, «ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ», διότι προηγουμένως αὐτό πού τόν ἀπασχολοῦσε περισσότερον, τό εἶχε μάθει, ὅτι δηλαδή ἡ βασιλεία του δέν ἦτο ἀπό τήν γῆν, ἀλλά ἀπό τόν Οὐρανόν, καί ὅτι δι' αὐτό ἔχει ἔλθει διά νά μαρτυρήσῃ δι' αὐτήν τήν βασιλείαν. Αὐτός δέν ἔπραξεν αὐτό πού ἔπρεπε, νά ἀντιδράσῃ εἰς τούς 'Ιουδαίους καί τόν ἐλευθερώσῃ, ἀλλά ὑπεχώρησε καί συγκατετέθη εἰς τήν ὁρμήν ἐκείνων. Δέν τόν ἐρώτησε πλέον «τί ἔκαμες;», ὡσάν νά ἐπείσθη ἀπό τούς 'Ιουδαίους διά τό ἔγκλημά του. 'Ενῶ ὡδηγήθη εἰς αὐτόν διά νά ἐξετάσῃ τήν κατηγορίαν, αὐτός τόν ἐρωτᾶ ἀπό ποῦ εἶναι.

Βλέπων ὁ 'Ιησοῦς τήν ταραχήν καί τόν φόβον τοῦ Πιλάτου, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων δέν ἔκαμε δικαίαν κρίσιν, καί ὅλα ὅσα ἐρωτοῦσε δέν εἶχον κανένα σκοπόν, καί διά νά τοῦ δείξῃ ὅτι εἰς τό πάθος ἔρχεται ἑκουσίως, ἐσιώπησεν. 'Από τήν σιωπήν αὐτήν ὡσάν νά ἐθίγη ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ Πιλάτου, ὡς τοῦτο φαίνεται ἀπό τήν νέαν ἐρώτησίν του. «'Εμοί οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας, ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε, καί ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε;».'Απ' ὅλα αὐτά φαίνεται ἡ ταραχή καί ὁ φόβος τοῦ Πιλάτου, καί ὅτι συγκατετέθη μέ τούς 'Ιουδαίους, καί πράττει ἀντίθετα ἀπ' ὅ,τι ἔπρεπε, διότι ἐνῶ ὡμολόγησεν ἐνώπιον των 'Ιουδαίων, ὅτι δέν εὑρίσκω κατηγορίαν εἰς αὐτόν, εἰς τόν ἴδιον ὁμολογεῖ, ὅτι ἔχῃ ἐξουσίαν νά τόν σταυρώσῃ ἤ ἀπολύσῃ, παρά ταῦτα ἀπέρριψε τήν δικαοσύνην καί υἱοθέτησε τήν ἀδικίαν.

Διά νά καταστείλῃ τό φρόνημα καί τήν ἀλαζονείαν τοῦ Πιλάτου ὁ 'Ιησοῦς, τοῦ λέγει «οὐκ εἶχες κατ' ἐμοῦ οὐδεμίαν ἐξουσίαν, εἰ μη ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν» Εἶναι ἕνας τρόπος ἐλέγχου, ἀλλά καί ἀποκάλυψις ὅτι ὅσα συμβαίνουν καί θά συμβοῦν, δέν γίνονται τυχαῖα καί κατά φυσικόν τρόπον, ἀλλά ἐπιτελοῦνται κατά τρόπον μυστικόν, καί προαιώνιον ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ, διά τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δι' αὐτό καί ἐπέτρεψεν ὁ Θεός εἰς ἐσένα νά μέ κρίνῃς, διότι τό «δεδομένον» αὐτήν τήν σημασίαν ἔχει, διαφορετικά ἐάν ἦτο δεδομένο ὡς ἐντολή, τότε οὔτε ὁ Πιλᾶτος, οὔτε οἱ 'Ιουδαῖοι θά ἦσαν ὑπεύθυνοι διά τό ἔγκλημά των. ῞Ομως καίτοι ἐπετράπη ἀπό τόν Θεόν, αὐτοί δέν ἀπαλλάσονται τῆς εὐθύνης τοῦ ἐγκλήματος. Καί διά νά ἀποδείξῃ αὐτό ὁ 'Ιησοῦς, συνεχίζει· «διά τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι, μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει». Δέν εἶπεν ἔχει ἁμαρτίαν, ἀλλά «μεγαλυτέραν» πού σημαίνει, ὅτι καί ἐσύ δέν ἀπαλλάσσεσαι τῆς εὐθύνης. ῎Ετσι ὁ 'Ιησοῦς δίδει μία σαφῆ ἀπολογίαν, ἡ ὁποία ἐξέπληξε τόν Πιλᾶτον, καί διά τήν αἰτίαν αὐτήν ἐζήτει πάλιν νά εὕρῃ τρόπον νά τόν ἐλευθερώσῃ. 'Αλλά οἱ 'Ιουδαῖοι καίτοι ἀπεστομώθησαν ἀπό παντοῦ, καί δέν ἤξευρον τί ἔλεγον, προσπαθοῦν νά παρουσιάσουν τήν κατηγορίαν, ὡς δημόσιον  ἔγκλημα, διά νά ἀναγκάσουν τόν Πιλᾶτον νά ἐκδώσῃ τήν θανατικήν ἀπόφασιν, δι' αὐτό ἐφώναζον λέγοντες· «ἐάν τοῦτον  ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος».Καί διά νά τόν βιάσουν, ἐπειδή μέ τίς κατηγορίες πού ἐπενόησαν ἀπό τόν Νόμον των, δέν ἐπέτυχον τό ποθούμενον, μέ κακοῦργον τρόπον καταφεύγουν εἰς ξένους νόμους καί τοῦ λέγουν· «πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτόν ποιῶν, ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι».

Συνεχίζων ὁ Εὐαγγελιστής τήν διήγησιν σημειώνει, ὁ Πιλᾶτος, ὅταν ἤκουσεν αὐτά τά λόγια ἐφοβήθη, ἐπειδή ἐνόμισεν, ὅτι κινδυνεύῃ ἐάν τά παραβλέψῃ. 'Εξέρχεται λοιπόν μέ τόν 'Ιησοῦν ἔξω, μέ σκοπόν νά συνεχίσῃ τήν ἐξέτασιν τῆς κατηγορίας, «καί ἐκάθισεν ἐπί τοῦ βήματος, εἰς τόπον λεγόμενο, Λιθόστρωτον (῾Εβραϊστί δέ Γαββαθᾶ)· ἦν δέ Παρασκευή τοῦ Πάσχα, ὥρα δέ ὡσεί ἕκτη». Καί ἐκάθισεν ἐπί τοῦ θρόνου νά ἐξετάσῃ τήν κατηγορίαν δημοσίως, καί ἀπό ἀνανδρίαν καί ἄκαιρον δειλίαν παραδίδει τόν 'Ιησοῦν εἰς τούς 'Ιουδαίους, νομίζων ὅτι θά τούς καταπραΰνῃ λέγων· «ἴδε ὁ βασιλεύς ὑμῶν». 'Αλλά τυφλωμένοι ἀπό τό πάθος των, ἐφώναζον· «ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν». Παρά τήν δειλίαν του προσπαθεῖ καί πάλιν νά τόν ἐλευθερώσῃ, λέγων «τόν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω;». 'Αλλά οἱ ἀρχιερεῖς μέ τόν λαόν, ἦσαν ἀμετάκλητοι εἰς τήν ἀπόφασίν των νά τόν φονεύσουν, ἀπεκρίθησαν.«Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰμή Καίσαρα». Τότε ὁ Πιλᾶτος ἀπερίσκεπτα ἔβγαλε τήν ἀπόφασιν, καί ἀπό φόβον μήπως πράγματι ὁ 'Ιησοῦς εἶχεν ἐπιχειρήσει νά ἐγκαταστήσῃ τυραννικήν βασιλείαν, ἄν καί εἶχε πληροφορηθῇ ἀπό τόν ἴδιον περί αύτοῦ, «παρέδωκεν αὐτόν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». 'Αμέσως οἱ 'Ιουδαῖοι βιαίως τόν παρέλαβον καί τόν ἔβγαλαν ἔξω τῆς πόλεως, «καί βαστάζων τόν Σταυρόν αὐτοῦ, ἐξῆλθεν εἰς τό λεγόμενον Κρανίου τόπον, ὅς λέγεται ῾Εβραϊστί Γολγοθᾶ· ὅπου αὐτόν ἐσταύρωσαν, καί μετ' αὐτοῦ ἄλλους δύο, ἐντεῦθεν καί ἐντεῦθεν, μέσον δέ τόν 'Ιησοῦν». Τόν ὑποχρέωσαν νά σηκώσῃ μόνος του τόν Σταυρόν εἰς τούς ὥμους του, διά νά παρουσιάσῃ ὄψιν καταδίκου, ἀλλά καί ἐπειδή τό ξύλον ἐθεωρεῖτο ὡς κακό σημεῖον, δέν ἠνείχοντο οὔτε καί νά τό ἀγγίσουν. Καί δέν ὡδηγήθη τυχαῖα ἔξω τῆς πόλεως, ἀλλά διά νά ἐπαληθεύσῃ ἡ παραβολή τοῦ Κυρίου μέ τούς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος, πού ἐφόνευσον τόν υἱόν κληρονόμον, ἀφοῦ τόν ἔβγαλαν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος. 'Αλλά καί ὡς τόπος σταυρώσεως ὁ Γολγοθᾶς, δέν ἐπιλέγει τυχαῖα. ῾Ως λέγεται ἐκεῖ ἀπέθανε καί ἐτάφη ὁ πρῶτος 'Αδάμ, ἐκεῖ ἔπρεπε νά ἀποθάνῃ καί ταφῇ καί ὁ δεύτερος 'Αδάμ, ὁ Χριστός.'Εβάδιζε πρός τόν τόπον ὅπου ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος, διά νά στήσῃ τό τρόπαιον κατά τῆς τυραννίδος τοῦ θανάτου, βαστάζων εἰς τούς ὥμους τόν Σταυρόν, ὡς σύμβολο νίκης. Θέλοντες δέ νά δείξουν, ὅτι θανατώνεται ὡς κακοῦργος καί παράνομος, συσταυρώνουν καί ἄλλους δύο ληστάς, καί τόν ἔβαλον εἰς τό μέσον, διά νά ἐπισκιάσουν τά μετέπειτα γενόμενα, ἀλλά καί νά ἐπαληθεύσουν τήν προφητείαν τήν λέγουσαν· «ἐλογίσθη μετά ἀνόμων».

'Αφοῦ πλέον ἐσταυρώθη, «ἔγραψε δέ καί τίτλον ὁ Πιλᾶτος καί ἔθηκεν ἐπί τοῦ Σταυροῦ». Τήν ἐπιγραφήν αὐτήν ἔγραψε διά δύο λόγους, ἀφ' ἑνός μέν πρός ἄμυνα κατά τῶν 'Ιουδαίων, ἀφ' ἑτέρου δέ πιθανόν ἐλεγχόμενος ὑπό τῆς συνειδήσεώς του ἀπολογούμενος ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ. Διά νά μή ἠμπορέσῃ νά διατυπώσῃ κανείς πονηράν κατηγορίαν, ἐπειδή τόν παρέδωσεν ὡς φαῦλον καί πονηρόν, καί ὡς τοιοῦτος ἐσταυρώθη, πρᾶγμα τό ὁποῖον οἱ 'Ιουδαῖοι ἤθελον νά τό ἐπιβεβαιώσουν μέ τήν μετά τῶν δύο ληστῶν σταύρωσίν του, διά νά στιγματίσῃ τήν μανίαν τῶν 'Ιουδαίων, καί νά δείξῃ, ὅτι ἐπανεστάτησαν κατά τοῦ ἰδικοῦ των βασιλέως, διεκήρυξε τοῦτο μέ τήν ἐπιγραφήν, ἡ ὁποία ἔλεγεν· «ΙΗΣΟΥΣ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ», τήν ὁποίαν ἀνέγνωσαν ὅλοι, διότι ὁ τόπος τῆς σταυρώσεως, ἦτο πολύ πλησίον τῆς πόλεως. Καί ἐπειδή λόγῳ τῆς ἑορτῆς εὑρίσκοντο πολλοί ἀλλόφυλοι μεταξύ τῶν 'Ιουδαίων, διά νά μή ἀγνοήσῃ κανείς τήν ἀπολογίαν του, τήν ἔγραψεν εἰς τρεῖς γλώσσας «῾Εβραϊστί, ῾Ελληνιστί καί Ρωμαϊστί». Αὐτή ὅμως ἡ ἐπιγραφή, ἐθορύβησε τούς 'Ιουδαίους καί ἰδιαίτερα τούς ἀρχιερεῖς, δι' αὐτό μετέβησαν εὐθύς εἰς τόν Πιλᾶτον καί τοῦ ἐζήτησαν νά μή γράφῃ «ὁ βασιλεύς τῶν 'Ιουδαίων», ἀλλά ὅτι ἐκεῖνος εἶπεν, «ὅτι βασιλεύς εἰμί τῶν 'Ιουδαίων», καί ἔτσι θά ἀπεδεικνύετο, ὅτι ἡ κατηγορία ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς ἰδικῆς του αὐθαδείας καί ἀλαζονείας, καί κατά συνέπειαν καλῶς ἐθανατώθη. ῞Ομως ὁ Πιλᾶτος δέν ἤλλαξε γνώμην, ἀλλά ἔμεινε σταθερός καί τούς ἀπαντᾶ· «ὅ γέγραφα, γέγραφα», πρός ἀπόδειξιν τοῦ σχεδίου τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, διότι ἀργότερον ὅταν ἐζητήθη ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, εὑρέθη εἰς τό μέσον, ὅπως εἶχε σταυρωθεῖ, ἀλλά καί ὁ μόνος πού ἔφερεν ἐπιγραφήν εἰς ἀπόδειξιν, ἀφοῦ εἰς τούς σταυρούς τῶν ληστῶν δέν ἐτέθη ἐπιγραφή. ῾Η ἀμετάκλητος γνώμη τοῦ Πιλάτου, καίτοι ἐν ἀγνοίᾳ του, συνετέλεσεν εἰς ἀδιάψευστον ἀπόδειξιν.

'Ενῶ συνέβησαν ὅλα αὐτά, οἱ στρατιῶται, ἔλαβον τά ἐνδύματα τοῦ 'Ιησοῦ, καί τά διεμοίρασαν εἰς τέσσαρα μερίδια, ἕνα ἕκαστος. Τόν Χιτῶνα του, ἐπειδή ἦτο ἄραφος, ἀπό τό ἐπάνω μέρος ὅλος ὑφαντός, δέν τόν ἔσχισαν, ἀλλά εἶπον μεταξύ των· «μή σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλά λάχωμεν περί αὐτοῦ, τίνος ἔσται».῎Εγιναν αὐτά διά νά ἐκπληρωθῇ ἡ προφητεία, ὅτι «διεμερίσαντο τά ἰμάτιά μου ἑαυτοῖς, καί ἐπί τόν ἰματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον», ἐνῶ διά τά ἐνδύματα τῶν ληστῶν δέν ἐνδιαφέρθησαν. 'Αναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής διά τόν χιτῶνα, ὅτι ἦτο «ὑφαντός» διά νά δείξῃ καί ἄλλην ἀλληγορικήν σημασίαν, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦτο ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά εἶχε τήν Θεότητα ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, καί κατ' ἄλλους διά νά δείξῃ τό εὐτελές τῶν ἐνδυμάτων τοῦ Κυρίου, ἐπειδή εἰς τήν Παλαιστίνην ἔτσι ὕφαινον τά ἐνδύματα, ἑνώνοντας δύο τεμάχια.

Πλησίον του Σταυροῦ τοῦ 'Ιησοῦ παρευρίσκετο ἡ Μήτηρ του μετά τῆς ἀδελφῆς της, τήν Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ καί τήν Μαρίαν τήν Μαγδαλινήν, καθώς καί ὁ ἠγαπημένος μαθητής. 'Ιδών αὐτούς ὁ 'Ιησοῦς, ἐπειδή ἐπρόκειτο νά φύγῃ, ἀναθέτει τήν φροντίδα τῆς μητρός του εἰς τόν μαθητήν, εἰπών·«Γύναι, ἰδού ὁ υἱός σου» διά νά δείξῃ, ὅτι πρέπει νά φροντίζωμε πάντα διά τούς γονεῖς μας. Φυσικόν ἦτο σάν μητέρα θά ἐλυπῆτο διά τήν ἀναχώρησιν τοῦ Υἱοῦ της καί θά ἐζήτῃ προστασίαν, δι' αὐτό τήν ἀνέθεσεν εἰς τόν ἠγαπημένον μαθητήν του. Καί διά νά τούς ἑνώσῃ διά τῆς ἀγάπης, λέγει εἰς τόν μαθητήν·«ἰδού ἡ μήτηρ σου», καί ὁ μαθητής ἀντιληφθείς τό νόημα, ἀμέσως, «ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν αὐτήν εἰς τά ἴδια».

Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, γνωρίζων ὁ 'Ιησοῦς, ὅτι ὅλα ἐτελείωσαν, ὅτι δηλαδή ἀπό τό σχέδιον τῆς Θείας οἰκονομίας δέν λείπει τίποτα, λέγει· «διψῶ», καί τοῦτο διά νά ἐκπληρωθῇ ἡ προφητεία, «ἐπότισάν με ὄξος», διότι ἐκεῖ πλησίον «σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν», πού μέ ἕνα σφουγκάρι βρεγμένο μέ τό ξύδι καί ὕσσωπον τοῦ ἔβρεξαν τά χείλη, ὅπως τό προσφέρουν εἰς τούς καταδίκους, διά νά δείξουν ἀκόμη τήν θηριωδίαν των, εὐθύς ὡς ἐγεύθη αὐτό ὁ 'Ιησοῦς, εἶπε· «τετέλεσται», ὅλα δηλαδή ὅσα εἶχαν νά γίνουν, καί τά ὁποῖα εἶχον προφητευθεῖ ἐτελέσθησαν, δι' αὐτό «κλίνας τήν κεφαλήν, παρέδωκε τό Πνεῦμα». Τό ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής διά νά δείξῃ, ὅτι δέν ἔκλινε τήν κεφαλήν ἐπειδή ἐπῆλθεν ὁ θάνατος, ἀλλά ἔκλινε τήν κεφαλήν διά νά ἔλθῃ ὁ θάνατος, καί ἀποδειχθῇ ἐκεῖνο πού εἶχεν εἴπει «ἔχω ἐξουσίαν νά θυσιάσῳ τήν ζωήν μου, καί ἐξουσίαν πάλιν νά τήν λάβῳ», καί ἐν προκειμένῳ ἀπέδειξεν ἐμπράκτως, ὅτι ὁ  θάνατος ἐπῆλθεν ὅταν αὐτός ἠθέλησε, δι' αὐτό καί ἔκλινε πρῶτα τήν κεφαλήν καί μετά ἐξέπνευσεν, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά συμβῇ τό ἀντίθετο. Τοῦτο συνέβη διότι αὐτός ἦτο κύριος τῆς ζωῆς.

 Μέ ὅλα αὐτά τά τολμηρά καί παράδοξα πού διέπραξαν οἱ 'Ιουδαῖοι, δέν συνέρχονται, ἀλλά ἐξετάζουν μέ λεπτομέρειαν τήν ἡμέραν, «ἐπεί Παρασκευή ἦν», καί διά νά μή μείνουν τά σώματα ἐπί τοῦ Σταυροῦ, κατά τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου (ἐπειδή ἦτο μεγάλη ἡμέρα τοῦ Σαββάτου), ἐζήτησαν ἀπό τόν Πιλᾶτον «ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τά σκέλη, καί ἀρθῶσιν».῾Ο Πιλᾶτος τούς ἐπέτρεψεν, καί ὅταν ἐπῆγαν οἱ στρατιῶται, τῶν μέν δύο ληστῶν ἐπειδή δέν εἶχον ἀκόμη ἀποθάνει τούς ἔθραυσαν τα σκέλη, τοῦ δέ 'Ιησοῦ, ἰδόντες αὐτόν ὅτι εἶχεν ἀποθάνει «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τά σκέλη· ἀλλ' εἷς των στρατιωτῶν, λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε καί εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ». Καί ἔτσι μέ αὐτό τό αἷμα καί τό νερό, συνεστήθη ἡ 'Εκκλησία του, τήν ὁποίαν ἁπαρτίζουν ὅσοι ἀναγεννῶνται ἐξ ὕδατος καί τρέφονται διά τοῦ αἵματος καί τῆς σαρκός του, πού εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό αὐτήν τήν Θείαν πλευράν, καί ἐπαλήθευσε καί ἡ προφητεία, «ὀστοῦν αὐτοῦ οὐ συντριβήσεται», καί ἄλλη «ὄψονται εἰς ὅν ἐξεκέντησαν». Δι' ὅλα αὐτά ἔδωσε, μαρτυρίαν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τά εἶδε μόνος του, καί τά ἀναφέρει ἐπειδή γνωρίζει, ὅτι εἶναι ἀληθινά διά νά πιστεύσωμε καί ἡμεῖς.

'Αφοῦ ἐξέπνευσεν ὁ 'Ιησοῦς καί συνέβησαν ὅλα αὐτά, ὁ 'Ιωσήφ ἀπό 'Αριμαθαίας, κρυφός μαθητής τοῦ 'Ιησοῦ διά τό φόβον τῶν 'Ιουδαίων, ἐζήτησεν ἀπό τόν Πιλᾶτον νά τοῦ ἐπιτρέψῃ νά ἐνταφιάσῃ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τότε μαζί μέ τόν Νικόδημον, ἕτερον κρυφόν μαθητήν, ὁ ὁποῖος εἶχε πάει νύχτα εἰς τόν 'Ιησοῦν τήν πρώτην φοράν, φέροντες μαζί των καί κατά τήν συνήθειαν τῶν 'Ιουδαίων, σμύρνα καί ἀλόη, «ὡσεί λύτρας ἑκατόν», ἐπειδή ἀκόμη ἐθεωροῦσαν τόν Χριστόν ὡς ἁπλόν ἄνθρωπον, δι' αὐτό προσπαθοῦν νά τοῦ κάνουν πολυτελῆ ταφήν, ὄχι ὡς κατάδικον, ἀλλά ὡς κάποιον μέγα καί θαυμαστόν, μέ φυσικά ἀρώματα, τά ὁποῖα ἔχουν τήν ἰδιότητα, νά διατηροῦν τά σώματα ἐπί πολύν καιρόν ἄφθαρτα, πρᾶγμα τό ὁποῖον, δείχνει μέν φιλοστοργίαν, ἀλλά δέν ἐφαντάζοντο τίποτε τό ἀνώτερον εἰς αὐτόν, ἀλλ' ὡς ἐπιφανῆ ἄνθρωπον, καθώς φαίνεται ἀπό τά ἐντάφια πού προσεκόμισαν, διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστής «ἔλαβον οὖν τό Σῶμα τοῦ 'Ιησοῦ, καί ἔδησαν αὐτό ὀθονίοις μετά τῶν ἀρωμάτων, καθώς ἔθος ἐστί τοῖς 'Ιουδαίοις ἐνταφιάζειν».'Επειδή ὅμως ὁ χρόνος δέν τούς ἐπέτρεπεν, ἀφοῦ εἶχε πλησιάσει ἡ ἑσπέρα, κατά τήν ὁποίαν δέν ἐπετρέπετο νά ἐργάζωνται, ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι «ἦν δέ ἐν τῷ τόπῳ, ὅπου ἐσταυρώθη, κῆπος καί ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδείς ἐτέθη». Αὐτό συνέβη κατά Θείαν οἰκονομίαν, καί ἀναφέρει τήν λεπτομέρειαν ὁ Εὐαγγελιστής, διά νά μή νομισθῇ μετά τήν 'Ανάστασιν, ὅτι κάποιος ἄλλος πού εἶχεν ἐνταφιασθεῖ ἐκεῖ ἀνεστήθη, καί ὄχι ὁ Χριστός, ἀλλά καί οἱ μαθηταί, ἐφ' ὅσον εὑρίσκετο ὁ τάφος πλησίον, νά ἴδουν τά συμβάντα μέ τά μάτια των, καί νά εἶναι μάρτυρες τῆς ταφῆς, τόσον αὐτοί, ὅσον καί οἱ ἐχθροί του, μέ τό νά σφραγίσουν τόν τάφον καί νά τό φυλάσσουν στρατιῶται. Καί μέ τίς ἴδιες τίς ἐνέργειές των, διεκήρυξαν τήν ταφήν, πρᾶγμα τό ὁποῖον ὁ Χριστός ἐφρόντιζε νά ὁμολογηθῇ ὁ θάνατος καί ἡ ταφή του, ὅπως καί ἡ 'Ανάστασίς του, καί ἡ ψευδής εἴδησις, ὅτι ἐκλάπη τό Σῶμα. 'Επειδή λοιπόν ἦτο Παρασκευή ἑσπέρας καί πλησίον εὑρίσκετο τό καινόν μνημεῖον, «ἔθηκαν τόν 'Ιησοῦν».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ!

'Αφοῦ ἐπέρασεν ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἔτι ἔρχεται πρωϊ σκοτίας οὔσης, εἰς τό μνημεῖον· καί βλέπει τόν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου».'Αμέσως παρακινουμένη ἀπό τήν ὑπερβολικήν ἀγάπην πρός τόν διδάσκαλόν της, δέν ἔσκυψε νά ἰδῇ εἰς τό μνῆμα, ἐπειδή ἐνόμισεν ὅτι εἶχαν κλέψει τό Σῶμα, δι' αὐτό τρέχει ἀμέσως εἰς τόν Πέτρον καί τόν ἄλλον μαθητήν, νά τούς ἀναγγείλῃ τό γεγονός καί νά πληροφορηθῇ τί ἔγινε τό Σῶμα. Αὐτό μόνον τήν ἐνδιέφερεν, ὡς φαίνεται ἀπό τά λόγια πού εἶπεν. «῏Ηραν τόν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καί οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». 'Από τά λόγια αὐτά φαίνεται μέν ἡ στοργή της πρός τόν Κύριον, ἀλλά καί ὅτι δέν εἶχε σαφῆ γνῶσιν περί τῆς 'Αναστάσεώς του, δι' αὐτό εἶπεν «ἐπῆραν τόν Κύριον».Τό ὅτι δέ ὁ Εὐαγγελιστής, ἀναφέρει χωρίς ἐντροπήν, ὅτι ἐπληροφορήθησαν οἱ μαθηταί τό γεγονός ἀπό μίαν γυναῖκα, φανερώνει τήν φιλαλήθειαν τοῦ χαρακτῆρος του καί κάμει ἀξιόπιστη τήν διήγησιν τῶν γεγονότων. Μόλις ἤκουσε αὐτό, «ὁ Πέτρος, καί ὁ ἄλλος μαθητής, ἐξῆλθον οὖν καί ἤρχοντο εἰς τό μνημεῖον»῎Ετρεχον καί οἱ δύο, ἀλλά ὁ ἄλλος μαθητής ἐπῆγε πρῶτος καί ἀφοῦ ἔσκυψεν εἰς τόν τάφον καί εἶδε τά ὀθόνια (ἐντάφια), δέν εἰσῆλθε μέσα, ἐνῶ ὅταν ἔφθασε καί ὁ Πέτρος, ἀμέσως εἰσῆλθεν ἐντός τοῦ μνήματος, καί ἐξήτασεν ὅλα μέ λεπτομέρειαν καί «θεωρεῖ τά ὀθόνια κείμενα, καί τό σουδάριον, ὅ ἦν ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετά τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλά χωρίς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον», τό ὁποῖον σημαίνει, ὅτι αὐτή ἡ ἐνέργεια καί φροντίδα διά τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα, ἦτο κάποιου πού τήν ἔκαμε μέ ἐπιμέλειαν καί ὄχι τυχαῖα καί μέ ταραχήν. Αὐτό ἦτο σημεῖον τῆς 'Αναστάσεως, διότι ἐάν μετέθετον τό Σῶμα ἤ τό ἔκλεπτον, δέν ὑπῆρχε λόγος νά τό γυμνώσουν, ἀλλά ἐκτός τούτου, ὁ Εὐαγγελιστής δι' αὐτό ἀναφέρει ὅτι ἐτάφη μέ πολλήν σμύρναν, ἡ ὁποία κολλᾶ τά σινδόνια μέ τό Σῶμα καί δέν εἶναι εὔκολος ἡ ἀποκόλλησις.῎Ετσι ἀποκλείεται καί ἡ περίπτωσις κλοπῆς.'Εάν τό ἔκλεπτε κανείς δέν θά κατασπαταλοῦσε χρόνον ν' ἀποκολλήσῃ τά σινδόνια καί νά τά τακτοποιήσῃ, ἀλλά θά ἔπερνε τό Σῶμα ὅπως ἦτο καί θά ἔφευγε.

'Αφοῦ διεπίστωσεν ὁ Πέτρος αὐτά, «τότε οὖν εἰσῆλθε καί ὁ ἄλλος μαθητής, ὁ ἐλθών πρῶτος εἰς τό μνημεῖον, καί εἶδε καί ἐπίστευσεν».'Επίστευσαν εἰς τήν 'Ανάστασιν, ὅταν διεπίστωσαν τήν ὕπαρξιν καί τάξιν τῶν ἐνταφίων, διότι καθώς ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος δέν ἐγνώριζον τήν Γραφήν, ἡ ὁποία ἔλεγε περί τῆς 'Αναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Κατάπληκτοι οἱ μαθηταί ἀπό τό γεγονός, «ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρός ἑαυτούς». ῾Η Μαρία ὅμως, ὡς ἀσθενεστέρα εἰς τήν φύσιν, καί δέν ἐγνώριζε καλά περί τῆς 'Αναστάσεως, «εἰστήκει πρός τό μνημεῖον κλαίουσα ἔξω», διότι μέ τό νά βλέπῃ τό μνημεῖον καί χωρίς τό Σῶμα, ἦτο δι΄ αὐτήν μεγάλη παρηγορία, δι' αὐτό καί ἠξιώθη νά ἰδῇ αὐτή πρώτη, ἐκεῖνο πού δέν εἶδον οἱ μαθηταί, διότι «ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τό μνημεῖον· καί θεωρεῖ δύο 'Αγγέλους ἐν λευκοῖς, καθεζομένους ἕνα πρός τῇ κεφαλῇ, καί ἕνα πρός τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τό Σῶμα τοῦ 'Ιησοῦ».'Επειδή ἡ διάνοιά της δέν ἦταν ὑψηλή, ὥστε ἀπό τά ἐντάφια νά συμπεράνῃ τήν 'Ανάστασιν, παρουσιάζονται δύο ῎Αγγελοι νά τήν ἀνακουφίσουν ἀπό τήν λύπην της καί τήν παρηγορήσουν, ἀλλά καί διά νά τήν ὁδηγήσουν σιγά-σιγά εἰς τήν σκέψιν τῆς 'Αναστάσεως. Καί δέν τῆς λέγουν τίποτα δι' αὐτό, ἀλλά τήν ἐρωτοῦν, «γύναι, τί κλαίεις;» Μέ τόν τρόπον πού ἐκάθοντο, ἐφαίνετο ὅτι ἐγνώριζον τό γεγονός, ἀλλά ἐπειδή ἡ Μαρία δέν ἐτόλμησε νά τούς ἐρωτήσῃ, τήν ὁδηγοῦν αὐτοί μέ τήν ἐρώτησιν, «διατί κλαίεις;», εἰς τήν 'Ανάστασιν, ὁπότε ἔλαβε θάρρος καί μέ θέρμη καί φιλοστοργίαν τούς ἀπαντᾶ.«῞Οτι ἦραν τόν Κύριόν μου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν».'Ακόμη δέν εἶχε λάβει τήν ὑψηλήν εἴδησιν τῆς 'Αναστάσεως. Καί ἐνῶ συνομιλοῦσε μέ τούς 'Αγγέλους, ἀπό τό βλέμμα καί τάς κινήσεις των, ἀντελήφθη ὅτι κάτι ἐξαιρετικόν συνέβη καί δι' αὐτό «ἐστράφη εἰς τά ὀπίσω, καί θεωρεῖ τόν 'Ιησοῦν ἐστῶτα καί οὐκ ᾔδει, ὅτι ὁ 'Ιησοῦς ἐστι». Οἱ ῎Αγγελοι ἐξεπλάγησαν ὅπου ἐπαρουσιάσθη ἔτσι εἰς τήν  γυναῖκα μέ ταπεινήν καί κοινήν ἐνδυμασίαν.῎Ηθελε νά μή τήν ἐκπλήξῃ μέ τήν πρώτην ἀπό τῆς 'Αναστάσεώς του ἐμφάνισιν, καί τήν ταπεινήν σκέψιν της νά ἀνυψώσῃ ὑψηλότερα. Τό ὅτι ἐνεφανίσθη τόσο ταπεινά, φαίνεται ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι αὐτή δέν τόν ἐγνώρισεν ὅτι ἦταν ὁ 'Ιησοῦς. Καί ὅταν τήν ἐρώτησε «γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς;», αὐτή ἐπειδή ἀκόμη ἐθεώρει τό Σῶμα νεκρό, δέν τόν ἐγνώρισε καί ἐνόμισεν ὅτι ἦτο ὁ κηπουρός, δι' αὐτό ἐξηκολούθη νά εὕρῃ τό ποθούμενο, τοῦ λέγει·«Κύριε, εἰ σύ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ» Τότε ὁ 'Ιησοῦς φανερώνεται εἰς αὐτήν διά τῆς φωνῆς του καί τῆς λέγει, «Μαρία».'Ηθέλησε νά φανερωθῇ μέ τήν  φωνή του, διότι ἄλλοτε ὅταν εἰς τούς 'Ιουδαίους ἔκαμε τήν ἰδίαν ἐρώτησιν «τίνα ζητεῖτε;», δέν τόν ἐγνώρισαν οὔτε ἀπό τήν μορφήν οὔτε καί ἀπό τήν φωνή, διότι ἔτσι ἤθελεν ὁ Κύριος. Τώρα ὅμως συνέβη τό ἀντίθετον.'Εν τῷ μεταξύ εἶχε στραφεῖ πάλιν πρός τούς 'Αγγέλους νά τούς ἐρωτήσῃ διά ποίαν αἰτίαν ἐξεπλάγησαν εἰς τήν  θέαν τοῦ κηπουροῦ. ῞Οταν ὅμως ἤκουσε νά τήν καλῇ κατ' ὄνομα«Μαρία», τότε τόν ἐγνώρισε καί στρέφεται πρός αὐτόν καί ἔσπευσε νά πέσῃ εἰς τά πόδια του, λέγουσα «Ραββουνί», τό ὁποῖον ἑρμηνεύεται διδάσκαλε, ἀλλά ὁ 'Ιησοῦς τήν προλαμβάνει καί τῆς λέγει «μή μοῦ ἅπτου», πού σημαίνει, ὅτι ἐπήγαινε κοντά του, ἐπειδή ἤθελε τήν συναναστροφήν του ὅπως καί πρίν, χωρίς νά σκεφθῇ τίποτε τό πνευματικόν ἀνώτερον. Διά νά μή τῆς δημιουργήση καμμίαν δυσαρέσκειαν μέσα της μέ τήν ἀπαγόρευσιν, αἰτιολογεῖ αὐτήν καί διά νά τήν ἀνυψώσῃ ὑψηλότερα, καί νά τήν κάνῃ νά προσέχῃ μέ μεγαλυτέραν εὐλάβειαν, τῆς λέγει· «οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τόν Πατέρα μου», καί συνεπῶς δέν ἔπρεπε νά τόν βλέπουν πλέον, ὅπως καί πρίν, διότι μέ τά ὅσα συνεχίζει «πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου, καί εἰπέ αὐτοῖς, ἀναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα ὑμῶν, καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν», αὐτό σημαίνει. Τό δέ «Πατέρα μου καί πατέρα σας καί Θεόν μου καί Θεόν σας», τό εἶπεν κατ' οἰκονομίαν, καί τό «ἀναβέβηκα» διά τήν ἀνθρωπίνην φύσιν του.'Επειδή ὡμιλοῦσε πρός γυναῖκα, ἡ ὁποία δέν ἐσκέπτετο τίποτα τό ἀνώτερο πνευματικό.

Μετά ἀπό τόν διάλογον μέ τόν Κύριον ἡ Μαρία, ἔσπευσε καί ἀνήγειλεν εἰς τούς μαθητάς, ὅτι εἶδε τόν Κύριον καί τῆς εἶπεν αὐτά τά λόγια. 'Ακούοντες αὐτά τά λόγια οἱ μαθηταί, φυσικόν ἦτο νά μή πιστεύσουν εἰς τά λόγια τῆς γυναικός ἤ ἐάν ἐπίστευσαν νά ἐλυποῦντο, ὅτι δέν ἠξιώθησαν τῆς ἐμφανίσεώς του. Διά νά μή λυποῦνται λοιπόν, κάμνοντες αὐτές τίς σκέψεις, ἐνῶ ἐνέβαλεν εἰς αὐτούς τήν ἐπιθυμίαν μέ τό ὅτι ἐγνώριζον πλέον ὅτι ἀνεστήθη, νά θέλουν τώρα νά τόν ἰδοῦν. 'Επαρουσιάσθη εἰς αὐτούς τήν ἰδίαν ἡμέραν κατά παράδοξον τρόπον, διότι γράφει ὁ Εὐαγγελιστής·«οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ Μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν 'Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ 'Ιησοῦς, καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς». Κάμνει τήν ἐμφάνισίν του μεγαλοπρεπῆ καί ἀθόρυβον, διότι οὔτε τήν θύραν ἐκτύπησεν. ῾Η παράδοξος αὐτή ἐμφάνισις τούς ἔκαμε μεγάλην ἔκπληξιν, καί διά νά μή ταραχθοῦν καί τόν νομίσουν ὡς φάντασμα, ὅπως ἄλλοτε περιπατοῦντα εἰς τήν θάλασσαν, τούς λέγει «εἰρήνη ὑμῖν», ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς αὐτό τό ὁποῖον εἶχεν εἰπεῖ πρό τοῦ θανάτου του «σᾶς ἀφήνω τήν ἰδικήν μου εἰρήνη». Καί ἀφοῦ τούς καθησύχασε τήν ταλαντευομένη σκέψιν των, ἀμέσως «ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν αὐτοῦ», διά νά διαπιστώσουν τά σημεῖα τοῦ Σταυρικοῦ του θανάτου.Τότε λοιπόν «ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηται ἰδόντες τόν Κύριον», καί ἐνεθυμήθησαν αὐτό πού τούς εἶπε πρό τοῦ θανάτου του, ὅτι «πάλιν θά μέ ἰδῆτε καί θά χαρῇ ἡ καρδία σας» Βλέποντας νά πραγματοποιοῦνται ὅσα τούς εἶχεν εἰπεῖ ἐπίστευσαν ἀπόλυτα. 'Επειδή ὅμως ἀκόμα ἐφοβοῦντο τούς 'Ιουδαίους, διά νά τούς ἐνθαρρύνῃ καί παρηγορήσῃ, τούς ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς «εἰρήνη ὑμῖν», ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου μέ τούς 'Ιουδαίους, ἐνῶ εἰς τάς γυναῖκας πού εὑρίσκοντο εἰς λύπην, εὐαγγελίζεται τήν χαράν.῎Ετσι παραμέρισεν ὅλα τά ἐμπόδια, καί κατέστησε λαμπράν τήν νίκην, προβάλλει τά κατορθώματα τοῦ Σταυροῦ, καί τούς λέγει.«Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κάγώ πέμπω ὑμᾶς». Μέ αὐτό ἐξυψώνει τό φρόνημά των καί δεικνύει μεγάλην ἀξιοπιστίαν, καί ὅτι δέν θά ἔχουν καμμίαν δυσκολίαν, διότι ὅλα θά τά ὑπερνικήσουν μέ τήν ἰδική του ἐξουσίαν καί δύναμιν.Δι' αὐτό καί δέν παρακαλεῖ πλέον τόν Πατέρα του, ἀλλά μέ αὐθεντίαν δίδει εἰς αὐτούς τήν δύναμιν, διότι ἀφοῦ τούς εἶπεν αὐτά «ἐνεφύσησε, καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον. ῎Αν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».Διά τοῦ ἐμφυσήματος κατέστησε τούς μαθητάς καταλλήλους νά δεχθοῦν τό ῞Αγιον Πνεῦμα, καί δι' αὐτό δέν τούς εἶπεν «ἐλάβατε Πνεῦμα ῞Αγιον», ἀλλά «λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον». Βεβαίως καί τότε οἱ μαθηταί ἔλαβον κάποιαν πνευματικήν ἐξουσίαν καί χάριν, ὄχι ὅμως πλήρη, ὥστε νά ἀνασταίνουν καί νεκρούς, ἀλλά νά συγχωροῦν ἁματήματα.Τούς κατέστησε πνευματικούς, δι' αὐτο τούς καθώρισε ποίου εἴδους ἐνεργείας καί δύναμιν τούς δίδει, μέχρις ὅτου λάβουν πλήρη τήν χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς.῞Οταν ἐμφανίστηκεν ὁ 'Ιησοῦς εἰς τούς μαθητάς, καί τούς εἶπεν αὐτά τά λόγια, «Θωμᾶς δέ, εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν, ὅταν ἦλθεν ὁ 'Ιησοῦς».Τοῦ εἶπον οἱ ἄλλοι μαθηταί, ὅτι εἴδαμεν τόν Κύριον, ἀλλά αὐτός δέν ἐπίστευσε καί τούς εἶπεν·«ἐάν μή ἴδῳ ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἤλων, καί βάλῳ τόν δάκτυλόν  μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, καί ἴδῳ τόν τῦπον τῶν ἤλων, οὐ μή πιστεύσῳ».῞Οπως τό νά πιστεύσῃ κανείς ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, εἶναι γνώρισμα ἐπιπολαιότητος, ἔτσι καί νά ἐρευνᾷ πέραν τοῦ μέτρου, εἶναι γνώρισμα χονδροειδοῦς διανοίας, ὅπως συνέβη μέ τόν Θωμᾶν, ὁ ὁποῖος ὄχι ὅτι δέν πιστεύει εἰς τούς ἄλλους μαθητάς, ἀλλά ἐπειδή ἐθεωροῦσεν ἀδύνατον πρᾶγμα τήν ἐκ νεκρῶν 'Ανάστασιν, δι' αὐτό ἐζήτησε νά ἐξετάσῃ μέ τόσην λεπτομέρειαν, διά νά πιστεύσῃ. Δέν εἶπε «δέν σᾶς πιστεύω», ἀλλά «ἐάν δέν βάλω τά χέρια μου εἰς τά σημάδια τῶν καρφιῶν δέν θά πιστεύσω», ἐπειδή ἦτο πνευματικά πιό ἀτελής ἀπό τούς ἄλλους, οὔτε μέ τούς ὀφθαλμούς ἐπίστευεν, ἀλλά ἤθελε νά ψηλαφήσῃ τό Σῶμα.Τό ὅτι αὐτός ἀπουσίαζεν ὅταν ἦλθεν ὁ 'Ιησοῦς, φαίνεται, ὅτι δέν εἶχεν ἐπιστρέψει ἀκόμα ἀπό τήν διασποράν πού εἶχε γίνει κατά τήν σύλληψιν τοῦ 'Ιησοῦ, ἀλλά καί ἡ ἀπιστία του νά γίνῃ αἰτία ἐπιβεβαιώσεως τῆς 'Αναστάσεως τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπαρουσιάσθη ἀμέσως μόλις ἦλθεν ὁ Θωμᾶς, ἀλλά μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρας, διά νά τόν κάμη νά κυριευθῇ ἀπό μεγαλυτέραν ἐπιθυμίαν, καί νά γίνῃ μελλοντικά πιστότερος. Καί ἐνῶ μετά ὀκτώ ἡμέρας, πάλι ἦσαν συνηγμένοι οἱ μαθηταί μαζί καί ὁ Θωμᾶς, «ἔρχεται ὁ 'Ιησοῦς, τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν». Διά νά δείξῃ δέ ὁ 'Ιησοῦς, ὅτι ἦτο παρών ὅταν ὁ Θωμᾶς ἔλεγεν αὐτά εἰς τούς ἄλλους, χωρίς νά περιμένῃ νά τοῦ ζητήσῃ αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε νά διαπιστώσῃ, τοῦ λέγει· «φέρε τό δάκτυλόν σου ὦδε, καί ἴδε τάς χεῖρας μου· καί φέρε τήν χεῖρα σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου· καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός».'Από τά λόγια τοῦ 'Ιησοῦ φαίνεται ὅτι ἡ ἀμφιβολία ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς ἀπιστίας.Καί δέν τόν ἐπετίμησε μόνον μέ αὐτά τά λόγια, ἀλλά ὅταν ὁ Θωμᾶς τά ἴδε καί ἀνεφώνησεν «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου», ὁ 'Ιησοῦς τοῦ λέγει, «ὅτι ἑώρακάς με Θωμᾶ, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μή ἰδόντες, καί πιστεύσαντες», διότι γνώρισμα τῆς πίστεως εἶναι, νά ἀποδέχεται κανείς τά μή ὁρόμενα.

'Ενῶ τό Σῶμα του ἦτο ἄφθαρτον, ὅμως δεικνύει τά σημάδια τῶν καρφιῶν ἀπό συγκατάβασιν, διά νά γίνῃ πιστευτή ἡ 'Ανάστασίς του, καί νά πιστεύσουν οἱ μαθηταί ὅτι αὐτός ἀνεστήθη καί οὐχί ἄλλος ἀντ' αὐτοῦ. 'Επειδή ὁ Εὐαγγελιστής δέν ἔγραψεν ὅλα ὅσα ἔγιναν ἐνώπιον τῶν μαθητῶν καί τοῦ λαοῦ, ἀλλά ὅσα ἦσαν ἱκανά νά προσελκύσουν τούς ἀκροατάς εἰς τήν πίστιν, δι' αὐτό ὁ Εὐαγγελιστής ἔγραψεν ὀλιγώτερα ἀπό τούς ἄλλους, λέγει «πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ 'Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἅ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ». 'Εννοεῖ μᾶλλον τά θαύματα πού ἔκαμε πρό τοῦ θανάτου του, διά νά πιστεύσουν, ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι καί μέ τήν 'Ανάστασιν, διά νά πιστεύσουν ὅτι ἀνεστήθη, καί δι' αὐτό λέγει «ἐνώπιον τῶν μαθητῶν», ἐπειδή μόνον αὐτούς συνανεστρέφετο μετά τήν 'Ανάστασιν, καί προσθέτει. «Ταῦτα δέ γέγραπται, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι ὁ 'Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ», διότι αὐτός εἶναι ἡ ζωή.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ!

 Μετά τό γεγονός αὐτό τῆς ἐμφανίσεώς του ὁ Κύριος, παρέμενεν ἀόρατος καί δέν συνανεστρέφετο συνεχῶς τούς μαθητάς, ὅπως ἔκαμε πρό τοῦ πάθους του, ἀλλά ἀραιά ἐξ αἰτίας τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας των, καί τό Σῶμα του πλέον ἦτο ἄφθαρτον. Τοῦτο φαίνεται ἐκ τῶν πραγμάτων, διότι ἐφανερώθη τό ἑσπέρας τῆς ἰδίας ἡμέρας τῆς 'Αναστάσεως, καί ἔπειτα μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρας, καί μετά ἀπό αὐτό, ἐφανέρωσε πάλιν ὁ 'Ιησοῦς τοῖς μαθηταίς ἐπί τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος».'Από τήν λέξιν «ἐφανέρωσεν», σημαίνει ὅτι ἔμενεν ἀόρατος. Αἱ ἐμφανίσεις αὐτές καί τά λόγια πού τούς ἔλεγεν, ἐνεθάρρυναν τούς μαθητάς, καί δέν ἔμενον πλέον κλεισμένοι εἰς τήν οἰκίαν, ἀλλά μετέβησαν εἰς τήν Γαλλιλαίαν χωρίς φόβον, διότι ὁ Κύριος εἶχεν ἀφαιρέσει τό μεγαλύτερον μέρος τοῦ φόβου των. Δι' αὐτό τούς εἶχε παραγγείλει, ὅτι θά τόν ἴδουν εἰς τήν Γαλιλαίαν. ῾Ο Εὐαγγελιστής περιγράφει τόν τρόπον τῆς ἐμφανίσεώς του, λέγων. «῏Ησαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος καί Ναθαναήλ ὁ ἀπό Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καί οἱ υἱοί Ζεβεδαίου καί ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. Λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, ὑπάγω ἀλιεύειν· λέγουσιν αὐτῷ· ἐρχόμεθα καί ἡμεῖς σύν σοί». 'Από αὐτό τό «ἦσαν ὁμοῦ», προκύπτει ὅτι ἐν μέρει εἶχε φύγει ὁ φόβος τῶν 'Ιουδαίων, καί ἐπειδή οὔτε ὁ Κύριος τούς συνανεστρέφετο συνεχῶς, οὔτε τό Πνεῦμα εἶχε δοθεῖ ἀκόμη, οὔτε καί τό ἔργον των εἶχον ἀναλάβει ἐπίσημα, μή ἔχοντες τί νά κάνουν, «ἐξῆλθον καί ἀνέβησαν εἰς τό πλοῖον εὐθύς, καί ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτί ἐπίασαν οὐδέν»Μετέβησαν δέ τήν νύκτα, ἐπειδή ἀκόμη ἐφοβοῦντο.

῞Οταν ἐξημέρωσε πρωῒ κατάκοποι καί ταλαιπωρημένοι ὅπως ἦσαν· «ἔστη ὁ 'Ιησοῦς εἰς τόν αἰγιαλόν· οὐ μέντοι ἤδεισαν οἱ μαθηταί, ὅτι ὁ 'Ιησοῦς ἐστι» Συνομιλῶν μαζί των ὡς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά ἀγοράσῃ ψάρια, τούς λέγει· «παιδία, μήτι προσφάγιον ἔχετε;». Αὐτοί ἀπεκρίθησαν, ὅτι δέν ἔχωμε διότι δέν εἶχαν πιάσει τίποτα ὅλη τήν νύκτα. Τότε ὁ 'Ιησοῦς μέ πεποίθησιν καί ἐξουσίαν, τούς λέγει «βάλετε εἰς τά δεξιά μέρη τοῦ πλοίου τό δίκτυον, καί εὑρήσετε».῎Αν καί δέν εἶχον ἀκόμη ἀντιληφθῇ περί τίνος ἐπρόκειτο, ὅμως χωρίς ἀντιρρήσεις ἔρριξαν τά δίχτυα των πάλι καί «οὐκέτι αὐτό ἑλκῦσαι ἴσχυσαν ἀπό τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων». ῞Οταν εἶδον τό πλῆθος τῶν ἰχθύων, τότε ἐγνώρισαν ποῖος ἦτο, καί πρῶτος ὁ μαθητής ἐκεῖνος τόν ὁποῖον ἠγάπα ὁ 'Ιησοῦς, λέγει εἰς τόν Πέτρον.«῾Ο Κύριός ἐστι».῾Ο Πέτρος ὅταν ἤκουσεν, ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, ἀμέσως ἐφόρεσε τά ἰμάτιά του, «ἦν γάρ γυμνός» καί ἔπεσεν εἰς τήν θάλασσαν», διά νά πάῃ πλησίον του.῎Ετσι ἔδειξαν οἱ μαθηταί αὐτοί τά ἰδιαίτερα γνωρίσματα τοῦ χαρακτῆρος των. ῾Ο μέν 'Ιωάννης ὁ πνευματικώτερος καί διορατικός, πρῶτος ἐγνώρισε τόν 'Ιησοῦν, ὁ δέ Πέτρος ὡς θερμότερος πρῶτος ἤλθε πρός αὐτόν κολυμβῶν.

'Εν τῷ μεταξύ ἦλθον και οἱ ἄλλοι μαθηταί εἰς τό πλοῖον τοῦ Πέτρου·«οὐ γάρ ἦσαν μακράν ἀπό τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπό πηχῶν διακοσίων», διά νά σύρουν τό δίχτυον μέ τούς ἰχθεῖς. Μόλις ἀπεβιβάσθησαν εἰς τήν ξηράν, «βλέπουσιν ἀνθρακιάν κειμένην, καί ὀψάριον ἐπικείμενον, καί ἄρτον» Βλέποντες αὐτά οἱ μαθηταί ἐξεπλάγησαν, πλήν δέν ὡμίλησεν οὐδείς.Τότε ὁ 'Ιησοῦς τούς λέγει· «ἐνέγκατε ἀπό τῶν ὀψαρίων, ὧν ἐπιάσατε νῦν».'Αμέσως ὁ Πέτρος ἀνέβη εἰς τό πλοῖον καί ἔφερεν τό δίχτυον εἰς τήν ξηράν, «μεστόν ἰχθύων μεγάλων ἑκατόν πεντήκοντα τριῶν· καί τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη το δίκτυον»'Εξ αἰτίας αὐτῶν τῶν θαυμάτων, ἔμειναν ἔκθαμβοι καί φόβος τούς κατέλαβεν, ἀλλά «οὐδείς δέ ἐτόλμα των μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν· σύ τίς εἶ; οἰδότες ὅτι ὁ Κύριος ἐστί». Βλέποντας αὐτούς ὁ Κύριος φοβισμένους καί συνεσταλμένους, τούς λέγει «δεῦτε ἀριστήσατε».'Ενῶ ἔβλεπον τήν μορφήν του διαφορετικήν, εἶχον ἐκπλαγεῖ, ἀλλά ἐπειδή ἐγνώριζον ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, ὑπήκουσαν καί ἔτρωγον ὅσα τούς εἶχεν ἑτοιμάσει, μέ μεγάλην ἐξουσίαν, χωρίς νά στρέφῃ πλέον τό βλέμμα του πρός τόν Οὐρανόν, οὔτε καί νά κάνῃ αὐτά τά ἀνθρώπινα πού ἔκαμε πρό τῆς 'Αναστάσεώς του, ἀπό συγκατάβασιν. 'Αφοῦ παρεκάθισαν, «ἔρχεται οὖν ὁ 'Ιησοῦς, καί λαμβάνει τόν ἄρτον καί δίδωσιν αὐτοῖς, καί τό ὀψάριον ὁμοίως». Τό ὅτι ἔφαγε μαζί των, τό ἔκαμεν ἀπό συγκατάβασιν, πρός ἀπόδειξιν τῆς 'Αναστάσεώς του. Διά νά δείξῃ δέ ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι δέν συνανεστρέφετο αὐτούς συνεχῶς, οὔτε ὅμοια μέ πρῶτα, σημειώνει. «Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ 'Ιησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν».

῞Οταν ἐτελείωσε τό πρόγευμα, λέγει ὁ 'Ιησοῦς εἰς τόν Πέτρον· «Σίμων 'Ιωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλεῖον τούτων;»Λέγει εἰς αὐτόν ὁ Πέτρος· «ναί Κύριε, σύ οἶδας· ὅτι φιλ~ σε». ῞Οταν ὁ Πέτρος ὡμολόγησεν, ὅτι τόν ἀγαπᾶ, τότε ὁ 'Ιησοῦς διά νά τοῦ δείξῃ, ὅτι ἡ ἄρνησίς του ἀπεκατεστάθη, τοῦ ἐμπιστεύεται τήν προστασίαν τῶν ἀδελφῶν, λέγων «βόσκε τά ἀρνία μου».Δέν τοῦ ἀναφέρει τήν ἄρνησιν οὔτε τόν κατηγορεῖ, ἀλλά μέ τά λόγια αὐτά τοῦ ὑπενθυμίζει αὐτό πού εἶχεν εἰπεῖ «ὅτι καί τήν ψυχήν μου θυσιάζω πρός χάριν σου». Αὐτήν τήν θερμήν ἀγάπην καί φροντίδα, πού ἔδειχνες μέ κάθε τρόπον, αὐτή  δῶσε τώρα χάριν τῶν ἰδικῶν μου προβάτων. ῞Οταν τόν ἠρώτησε διά δευτέραν φοράν, ἄν τόν ἀγαπᾶ, ὁ Πέτρος ἐπεκαλέσθη ὡς μάρτυρα αὐτόν τόν ἴδιον, λέγων «ναί Κύριε, σύ οἶδας· ὅτι φιλ~ σε». ῞Οταν ὅμως διά τρίτην φοράν ἐπαναλαμβάνει τήν ἐρώτησιν ὁ Κύριος, ἄν τόν ἀγαπᾶ, τότε ὁ Πέτρος ἐλυπήθη καί ἐταράχθη, φοβούμενος μήπως ἐνόμιζεν ὅτι τόν ἀγαπᾶ, ἀλλά δέν τόν ἀγαπᾶ ὡς ἔπρεπεν, ὅπως καί προηγουμένως ἐνόμιζε καί ἐπέμενεν εἰς τήν γνώμην του, ἀλλ' ἀπεδείχθη ὅτι δέν ἠμπόρεσε νά πραγματοποιήσῃ αὐτό πού ἐπέμενε, καί δι' αὐτό ἐταράχθη καί ἐλυπήθη. Τώρα δέν αὐθαδιάζει καί ἀντιλέγει, ἀλλά μέ σωφροσύνη καί ταπείνωσιν καταφεύγει εἰς αὐτόν καί τοῦ λέγει· «Κύριε, σύ πάντα οἶδας· σύ γινώσκεις, ὅτι φιλ~ σε», δηλαδή γνωρίζει τά πάντα, παρόντα καί μέλλοντα. 'Αφοῦ ὁ Κύριος ἔλαβε καί διά τρίτην φοράν τήν διαβεβαίωσιν ὅτι τόν ἀγαπᾶ, τοῦ δίδει πάλιν τήν ἰδίαν ἐντολήν· «βόσκε τά πρόβατά μου», διά νά δείξῃ πόσην σημασίαν ἔδιδεν εἰς τήν φροντίδα καί προστασίαν τῶν προβάτων του, καί ὅτι αὐτό εἶναι δεῖγμα τῆς ἀγάπης του πρός αὐτόν.

῾Η τριπλῆ ἐρώτησις ἐάν τόν ἀγαπᾶ, καί ἡ τριπλῆ διαβεβαίωσις τοῦ Πέτρου, ὅτι τόν ἀγαπᾶ, σημαίνει ὅτι καί διά τήν τριπλήν ἄρνησίν του τόν ἀπεκατέτησε πλήρως, ἀναθέτοντάς του τήν φροντίδα τοῦ ποιμνίου του.

Διά νά δείξῃ δέ τήν ἀγάπην καί ἀποκατάστασίν του, καί ὅτι τώρα μέ τήν χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Κυρίου, θά πραγματοποιοῦσε αὐτό πού ἔλεγε πρό τοῦ πάθους, «ὅτι θά θυσιάσω τήν ψυχήν μου χάριν σοῦ», τοῦ τό προλέγει· «ἀμήν ἀμήν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώνυες σεαυτόν, καί περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δέ γηράσῃς ἐκτενεῖς τάς χεῖρας σου καί ἄλλος σε ζώσει, καί οἴσει ὅπου οὐ θέλεις», πρᾶγμα τό ὁποῖον πολύ τό ἐπιθυμοῦσε ὁ Πέτρος, δι' αὐτό καί τοῦ τό προλέγει. Μέ τάς λέξεις «ὅτε ἦς νεώτερος» καί «ὅταν γηράσῃς» φανερώνουν, ὅτι ὁ Πέτρος τότε ἦτο οὔτε νέος οὔτε γέρος, ἀλλά τέλειος ἄνδρας. 'Επειδή ἡ συμπάθεια τῆς σαρκός, εἶναι φυσική ἀνάγκη, καί ἡ ψυχή ἀποχωρίζεται ἀπό τό σῶμα χωρίς νά τό θέλῃ, εἶπε «θά σέ φέρουν ἐκεῖ ὅπου δέν θέλεις», διότι ἄν καί ἡ θέλησίς σου εἶναι ρωμαλαία καί τό ἐπιθυμεῖς, ὅμως ἡ φύσις εἶναι ἀνίσχυρος. ῞Οταν ὅμως γηράσῃς ὁπότε ἡ ἀνδρεία εἶναι λαμπροτέρα, τότε ἡ ἐπιθυμία καί ἀγάπη σου, θα σέ ὁδηγήσουν ἐκεῖ ὅπου ἡ φύσις τῆς σαρκός δέν θέλει, καί θά πραγματοποιήσω αὐτήν τήν ἐπιθυμίαν σου, ὥστε ὅ,τι δέν ἔπαθες νέος νά τό πάθῃς ὅταν γηράσῃς.

Διά νά διεγείρῃ δέ τόν ἀναγνώστην ὁ Εὐαγγελιστής, λέγει «τοῦτο δέ εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσῃ τόν Θεόν». Δέν εἶπε θά πεθάνῃ, ἀλλά «θά δοξάσῃ τόν Θεόν», ἐπειδή τό νά πεθάνῃ κανείς ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ δόξαν καί τιμήν δι' ἐκεῖνον πού πάσχει.

'Αφοῦ τοῦ ἐφανέρωσεν ὁ Κύριος τά μέλλοντα, τοῦ λέγει «ἀκολούθει μοι».Τοῦτο φανερώνει τήν φροντίδα καί τήν μεγάλην οἰκειότητα πρός αὐτόν. 'Ακολουθῶν αὐτόν, «ἐπιστραφείς δέ ὁ Πέτρος, βλέπει τόν μαθητήν, ὅν ἠγάπα ὁ 'Ιησοῦς, ἀκολουθοῦντα, ὡς καί ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπί τό στῆθος αὐτοῦ», καί ἐρωτᾶ.«Κύριε, οὗτος δέ τί;». 'Αναφέρει ὁ Εὐαγελιστής τό γεγονός, ὅτι ἔπεσεν εἰς τό στῆθος τοῦ 'Ιησοῦ, διά νά δείξῃ τήν παρρησίαν τοῦ Πέτρου, μετά τήν ἄρνησιν. Πρό τῆς ἀρνήσεως δέν ἐτολμοῦσε νά ἐρωτήσῃ καί ἀνέθετε τοῦτο εἰς ἄλλον. Τώρα ὁ ἴδιος ἐρωτᾶ τόν διδάσκαλον δι' ἄλλον, καί ἀνελάμβανε τήν προστασίαν τῶν ἀδελφῶν. 'Αλλά διά νά δείξῃ τήν ἀγάπην  του πρός αὐτόν, διότι ὁ Πέτρος ἀγαποῦσε πολύ τόν 'Ιωάννην, καί ἐξ αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ ὁ Κύριος τοῦ προεῖπε μεγάλα πράγματα καί τοῦ ἐνεπιστεύθη τήν οἰκουμένην, καί τοῦ ἐφανέρωσε τό μαρτύριον, θέλων νά τόν ἔχῃ καί αὐτόν κοινωνόν, ἐρώτησε τόν 'Ιησοῦν, τί θά συμβῇ εἰς αὐτόν, θά ἀκολουθήσῃ τήν ἰδίαν ὁδόν μέ ἐμένα; Καί ὁ 'Ιησοῦς τοῦ ἀπαντᾶ· «ἐάν αὐτόν θελω μένῃ ἕως ἔρχομαι, τί πρός σέ; σύ ἀκολούθει μοι», διά νά τοῦ δείξῃ, ὅτι ὅσον καί ἄν ἀγαπήσῃ, δέν φθάνει τήν ἰδικήν του ἀγάπη, καί ὅτι δέν πρέπει νά στενοχωρούμεθα καί ἀσχολούμεθα μέ τίποτα πέραν ἀπό αὐτά πού ἀρέσουν εἰς αὐτόν. Καί «ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τούς ἀδελφούς, ὅτι ὁ μαθητής ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει· καί οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ 'Ιησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει· ἀλλ' ἐάν αὐτόν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί προς σέ».'Επειδή ἐπρόκειτο νά ἀναλάβουν τή φροντίδα τῆς οἰκουμένης, δέν ἔπρεπε νά ἦσαν στενά ἡνωμένοι μεταξύ των, διότι θά ἀπέβαινε μεγάλη ζημία. Δι' αὐτό καί τοῦ εἶπεν «ἐσέ τί σέ ἐνδιαφέρει δι' αὐτον, ἐσύ άκολούθησέ με».

῞Ολα αὐτά τά ἔγραψεν ὁ μαθητής ἐκεῖνος, καί γνωρίζομεν, ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθής, διότι ὁ μαθητής ἐκεῖνος μαρτυρεῖ περί τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐπειδή τό Εὐαγγέλιον τό ἔγραψε κατά παρακίνησιν τοῦ Θεοῦ. Φέρει δέ τήν μαρτυρίαν αὐτήν, διά νά κάνῃ τόν λόγον ἀξιόπιστον, ἀλλά ἐπειδή καί τά ὅσα ἔγραψεν ἦτο παρών καί εἶχεν ἰδίαν ἀντίληψιν τῶν γεγονότων, ἄν καί «ἔστι καί ἄλλα πολλά, ὅσα ἐποίησεν ὁ 'Ιησοῦς ἅτινα, ἐάν ἐγράφηται καθ' ἕν, οὐδέ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία». Δέν ἔγραψε αὐτά διά νά φανῇ εὐχάριστος, διότι παρέλειψε τά περισσότερα.'Ανέφερε μόνον τάς ἰουδαϊκάς ἐπιβουλάς. Τά ἔγραψε δέ ὅλα μέ ἀκρίβειαν καί πρέπει νά τά δεχθῶμεν αὐτά μέ πίστιν.

 

 

ΑΜΗΝ

 

 

 

19