Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Ζ΄ Κυριακή του Λουκά: Σιωπηλή ευγένεια

 



Στην ιστορία την τραγική των ανθρώπων αναφέρονται κάποια πλάσματα, ευαίσθητα και ταπεινά, με την χριστιανική έννοια της λαθότητας και της καρτερίας, που υποφέρουν για χρόνια πειρασμούς και δοκιμασίες. 

Υποφέρουν την αναλγησία και εκμετάλλευση των ασυνειδήτων ανθρώπων για την κατάσταση τους, η οποία μπορεί να είναι μια ασθένεια σωματική , μια κοινωνικη απαξίωση, ένας στιγματισμός, μια περιθωριοποίηση, ο χειρισμός τους εις όφελος τρίτων. Και αυτοί οι άνθρωποι, αντί να γογγύζουν,να εξεγείρονται, να επαναστατούν, ζούν καρτερικά μέσα στην εύγλωττη σιωπή τους και την μακαρία ταπείνωση τους, πού είναι τόσο ηρωϊκή όσο και η σπαραχτική άμυνα ενός και μόνου μαχητή έναντι ενός στρατεύματος.

Οι δοκιμασίες, οι θλίψεις, η απαξίωση των γύρω, ο πόνος σωματικός και ψυχικός, καταβάλλουν τον άνθρωπο. Τον οδηγούν στο να μισήσει τον κόσμο, τον αδελφό και τέλος τον Θεό τον ίδιο. Μέσα στο καμίνι των θλίψεων πλάθεται μία εικόνα θεού σαδιστή και απάνθρωπου, πού διασκεδάζει την μεγαλειότητα Του με τον αργό θάνατο των πλασμάτων του. Και τότε ο άνθρωπος δαιμονοποιείται, αποκτηνωνεται, οικοδομεί κόλαση επί κολάσεως. 

Και όμως! Υπάρχουν άνθρωποι πού αντιστέκονται και δεν μισούν ανθρώπους και Θεό! Πού οι δοκιμασίες και οι θλίψεις χαλυβδώνουν την πίστη τους και την αγάπη τους και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον προσωπικό και πανανθρώπινο. Τέτοιου είδους ηρωΐδα είναι και η αιμορροούσα της αυριανής περικοπής.Τέτοιος, επίσης και ο ήρωας της υπομονής και της συγχωρητικότητας άγιος Νεκτάριος. Τέτοιοι οι πολύτλες μάρτυρες της συνειδήσεως, πού κοσμούν το συναξάρι της εκκλησίας και οι ανώνυμοι και άγνωστοι σε μας αγωνιστές, πού όμως είναι γραμμένοι στο συναξάρι του Θεού!

Η αιμορροούσα έχει να αντιπαλέψει με την νόσο και την μάστιγα. Έχει να αντιμετωπίσει επί δώδεκα χρόνια τον κατασπαραγμό και την κοροϊδία από τους επιτήδειους θεραπευτές, πού την άφησαν χωρίς περιουσία, αλλά και χωρίς ίαση. Έχει να αντιπαλέψει με έναν κόσμο θρησκευτικά και πολιτιστικά ασφυκτικό, τον στενόμυαλο ιουδαϊσμό πού την αντιμετωπίζει ως παρία και ως κατά τεκμήριον αμαρτωλή και βδελυρή. Διότι οι ασθένειες εκλαμβάνονται ως θεία τιμωρία. Και όμως δεν χάνει την ευγένεια της ψυχής της, δεν επιτρέπει στο μίσος και την αγανάκτηση να εισέλθουν στα έγκατα της ψυχής της. Δεν στέκει ενώπιον του Χριστού με βοή, θόρυβο και απαίτηση. Δεν ζητά την θεραπεία ως αποκατάσταση της αδικίας πού της γίνεται από τον Θεό, τον κόσμο, την ζωή την ίδια.Αλλά ταπεινά, σιωπηλά , με θαυμαστή ταπείνωση , λεπτότητα, εσωτερική συνείδηση ίσως ότι δικαίως πάσχει και περιθωριοποιείται, Τον πλησιάζει από πίσω και είναι ασφαλέστατα σίγουρη, πώς και μόνο η αφή του ιματίου Του θα της φέρει την γιατρειά. Όχι εναγκαλισμός, όχι επαφή βίαια και αδιάκριτη, αλλά αφή του κρασπέδου, καθώς ο Ιατρός περνάει . Θαυμαστή ευγένεια, διακριτικότητα, πίστη!

Και αυτή η ταπείνωση δικαιώνεται! Αυτή η πίστη διατρανώνεται! Αυτή η ευαισθησία μακαρίζεται! Ενώπιον όλων ο Χριστός δικαιώνει και μακαρίζει το ήθος και την στάση της. Μεγάλη η πίστη της και για αυτό τεράστια και τα ωφέλη πού αποκομίζει! Καθιερώνεται ως γίγαντας από το στόμα όχι των ανθρώπων πού μισουν, αποστρέφονται, αρέσκονται σε κρίσεις και ετικέτες , αλλά από το στόμα του Θεού, πού δεν ψεύδεται και δεν προσωποληπτεί και δεν ματαιολογεί!

Μεσα από την ευλογημένη σιωπή, εκεί που η αγάπη και η πίστη οικοδομείται σιγά σιγά και σταδιακά με ανεκλάλητες κραυγές και σιωπηρά δάκρυα, στην ταπείνωση νου και καρδίας, στην ευλογημένη ησυχία πού είναι το κουκούλι του ανθρώπου πού θέλει να δεί και να συναντήσει τον Θεό, οικοδομείται αυτή η συνάντηση, η ευλογία , η ίαση, η δικαίωση. 

Σε έναν κόσμο κραυγων και συνθημάτων, όπου ο καθένας επιθυμεί να κυριαρχήσει φωνασκόντας και ασχημονώντας, η σιωπή της αιμορροούσας διδάσκει και παραδειγματίζει. Μόνο μέσα στην ησυχία και την άκρα ταπείνωση συναντά κανείς το άκρον της ησυχίας και της πιό ταπεινης σιωπής και ευγενικής διακριτικότητας: τον Θεό. Και τότε ταπεινά και ήσυχα Τον κρύπτει εντός της καρδίας. Αν η ομορφιά, όπως διατείνονται οι λογοτέχνες, θα σώσει τον κόσμο, το γεγονός της παρουσίας τέτοιας ποιότητας ανθρώπων ανάμεσα στους ανθρώπους, τον συντηρεί ακόμα στην ύπαρξη, εξασφαλίζει ακόμα την θεϊκή ευμένεια και γεμίζει φως το σκοτάδι της απελπισίας μας.

Ας μιμηθούμε την σιωπηλή ευγένεια της αιμορροούσας.


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/search?updated-max=2014-11-10T02:46:00-08:00&max-results=7#ixzz3JQB26U9x

Δώστε, δώστε στους φτωχούς!

 

Ξέρω ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγκεντρωμένους πάλι θὰ μᾶς κατηγορήσουν, ὅταν μιλοῦμε γι' αὐτά, καὶ θὰ ποῦν «Μή, σὲ παρακαλῶ, μὴ γίνεσαι φορτικὸς καὶ βαρετὸς στοὺς ἀκροατές• ἄφησέ το στὴ συνείδηση τοῦ καθενός, ἄφησέ το στὴν κρίση τῶν ἀκροατῶν• ἔτσι τώρα μᾶς ντροπιάζεις, μᾶς κάνεις νὰ κοκκινίζουμε!...».

Ἀλλ' ὄχι! Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν τὰ ἀνέχομαι! Γιατί οὔτε ὁ Παῦλος ντρεπόταν νὰ ἐνοχλῆ συνέχεια γιὰ τέτοια πράγματα καὶ νὰ ζητᾶ σὰν ζητιάνος. Ἐὰν ἔλεγα τοῦτο, δηλαδὴ δός μου, φέρε γιὰ τὸ σπίτι μου, ἲσως νὰ 'ταν ντροπή. Ἂν καὶ οὔτε τότε θὰ 'ταν ντροπή. «Οἱ γὰρ τῷ θυσιαστηρίῳ», λέγει, «προσεδρεύοντες, τῷ θυσιαστηρὶῳ συμμερίζονται» (Α' Κορ. 9,13). Πλὴν ὅμως πιθανὸν νὰ μὲ κατηγοροῦσε κάποιος, ὅτι μιλῶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου• τώρα ὅμως παρακαλῶ γι' αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, μᾶλλον ὄχι γι' αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, ἀλλὰ γιὰ σᾶς ποὺ δίνετε• γι' αὐτὸ καὶ μιλῶ χωρὶς νὰ ντρέπομαι.
Γιατί ποῦ εἶναι ἡ ντροπὴ σὰν πῶ, δῶσε στὸν Κύριο ποῦ πεινᾶ, ντύσε τον ποὺ γυρίζει γυμνός, φιλοξένησέ τον ποῦ εἶναι ξένος; Ὁ Δεσπότης σου δὲν ντρέπεται μπροστὰ σ' ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ λέγη «ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Ματθ. 25,42), ὁ ἀνενδεής, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε' καὶ ἐγὼ θὰ ντραπῶ καὶ θὰ διστάσω; Σὲ παρακαλῶ, μακριὰ τέτοια πράγματα! Τοῦ διαβόλου εἶναι αὐτὴ ἡ ντροπή!

Δὲν θὰ ντραπῶ, λοιπόν. Ἀντίθετα μάλιστα καὶ μὲ παρρησία θὰ πῶ• δῶστε σ' ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, καὶ θὰ φωνάζω πιὸ δυνατὰ ἀπ' αὐτούς. Γιατί ἐὰν κάποιος ἔχη στοιχεῖα καὶ μπορῆ νὰ μᾶς κατηγορήση, ὅτι αὐτὰ τὰ λέμε γιὰ νὰ σᾶς παρασύρουμε πρὸς ὄφελός μας, καὶ μὲ τὸ πρόσχημα τῶν φτωχῶν κερδίζουμε ἐμεῖς, τότε πράγματι αὐτὰ δὲν εἶναι μονάχα ἄξια ντροπῆς, ἀλλὰ καὶ μυρίων κεραυνῶν, καὶ οὔτε ἀξίζει νὰ ζοῦν ὅσοι κάνουν παρόμοια.

Ἀλλὰ ἐάν, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθόλου δὲν σᾶς ἐνοχλοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ κηρύττουμε ἀδάπανο τὸ εὐαγγέλιο, χωρὶς βέβαια νὰ κοπιάζουμε ὅπως ὁ Παῦλος, ἀρκούμενοι πάντως στὰ δικά μας, μὲ ὅλο τὸ θάρρος θὰ σᾶς λέγω, δῶστε στοὺς φτωχούς• καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὸ λέγω, καὶ ὅταν δὲν δίνετε θὰ σᾶς εἶμαι σκληρὸς κατήγορος!


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/search/label/%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%AD%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1%20%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD%20%CE%99%CE%B5%CF%81%CF%8C%20%CE%A7%CF%81%CF%85%CF%83%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF?updated-max=2013-11-12T08:56:00-08:00&max-results=20&start=11&by-date=false#ixzz3JQ66AY2L

Ο μικρός Δημήτρης με το διορατικό χάρισμα...

  

Τόν Σεπτέμβριο κάποιου έτους στο ογκολογικό τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ρίου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητούσε επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Ήθελε οπωσδήποτε να κοινωνήση.
Ήταν 13 ετών. Ενάμιση περίπου χρόνο βρισκόταν στην συγκεκριμένη κλινική. Ένας μικρός πονοκέφαλος τον ώδήγησε εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του εγκεφάλου. Η καταγωγή του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας. Οι γονείς του αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην Πάτρα. Αυτός, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστή. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνη «παιδί» Του. Βαπτίστηκε «εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος», κατόπιν κατηχήσεως βέβαια.
Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Ο καρκίνος είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όράση. Δεν έβλεπε καθόλου, τίποτε και κανέναν. Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.
Όσοι τον επισκέπτονταν καταλάβαιναν να υπάρχη κάτι διαφορετικό σ΄ αυτό το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό. Ήταν πάντα ευγενικό και χαρούμενο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνάη συχνά των Τιμίων Δώρων. Όταν κάποιες φορές η μητέρα του ήταν σε κάποιον άλλο χώρο της κλινικής, φώναζε: «Μητέρα, ελα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσης». Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και εύρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δεν εγνώριζε την ακριβή ώρα της προσελεύσεως του ιερέως με τα Τίμια Δώρα, με διορατικό χάρισμα τον έβλεπε να έρχεται, μολονότι παρεμβάλλονταν δυο κλειστές πόρτες πού εχώριζαν το δωμάτιο του από τον διάδρομο πού ερχόταν ο ιερέας.
Αυτό το βεβαιώνει και η ευλαβής κυρία Μαρία Γαλιατσάτου η οποία εθελοντικώς εφρόντιζε το παιδί αυτό. «Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πώ», της είπε μία ημέρα.
«Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες πού ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυο ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή πού γέρνουν προς το Άγιο Ποτήριο και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν».
Κάποτε τον ρώτησε ο γιατρός: «Τί κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;». Του απάντησε: «Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πώ από κοντά. Εγώ είμαι καλά. Εσείς μην στενοχωριέστε πού έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος». Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός πού είχε συμβή την προηγούμενη ήμερα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και πήρε άλλον άνδρα.
«Αυτό είναι παιδί του Θεού», έλεγαν όσοι το γνώριζαν.
Την τελευταία φορά πού κοινώνησε δεν μπορούσε πλέον να σταθή καθιστός στο κρεββάτι αλλά υποδέχθηκε με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. «Ευχαριστώ πολύ», ψέλλισε και μετά εκοιμήθη.
Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διάβαση στον Δημητράκη το τρισάγιο, είπε:
«Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω. Το πρόσωπο του είναι χαμογελαστό, λάμπει και έχει το χρώμα του κεχριμπαριού».
Οι γονείς του αγάπησαν τον Χριστό πολύ και θέλουν και αυτοί να βαπτιστούν.

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο»


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/#ixzz3JPy13YnT

Κυριακή 16 Νοεμβρίου:Η μεταστροφή και η κρυφή πνευματικότητα του Ματθαίου

 



H Eκκλησία μας, αύριο  Κυριακή 16 Νοεμβρίου, εορτάζει την μνήμη του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού Ματθαίου. Είναι λειτουργικό έθος στην εκκλησία μας, όποτε εορτάζεται Κυριακή κάποιος απόστολος, να προτιμάται η ανάγνωση ευαγγελικής περικοπής από την ημέρα μνήμης του, κατ'εξαίρεσιν και λόγω της εξαιρετικής θέσης πού κατέχουν οι δώδεκα στην αγιολογική συνείδηση. Έτσι λοιπόν η περικοπή αφορά την κλήση του Ματθαίου στο αποστολικό αξίωμα και την υποδοχή πού έκανε στον Κύριο ο απόστολος σε ένα τιμητικό δείπνο, όπου παρευρίσκονταν τελώνες και αμαρτωλοί και στιγματισμένοι εν αμαρτίαις άνθρωποι της περιοχής.Το δείπνο αυτό εγείρει την αγανάκτηση των θρησκευομένων ανθρώπων, της μερίδας των Φαρισαίων, οι οποίοι σκανδαλίζονται διότι μετά των αμαρτωλών συναναστρέφεται ο Διδάσκαλος , για να ακούσουν την απάντηση πώς: "έλεον θέλω και ου θυσίαν" και πώς αυτοί που έχουν ανάγκη ιατρού είναι οι ασθενείς και οι αδύναμοι και όχι οι "ισχύοντες ιατρού".

Ας έρθουμε πρώτον στην περίπτωση του αποστόλου Ματθαίου, ο οποίος πριν από την κλήση του ονομάζοταν Λευίς και μετά την κλήση ονομάζεται από τον Κύριο "Ματθαίος", που σήμαίνει "δώρον Θεού". Είναι σύνηθες στην ανατολική αρχαία παράδοση οι κύριοι να ονοματίζουν τους δούλους, διότι αυτό είναι δείγμα πώς τους εξουσιάζουν και ορίζουν την ζωή τους. Έτσι μεγάλοι άνδρες της παλαιάς και καινής διαθήκης μετονομάζονται από τον Θεό, εις ένδειξιν ότι τίθενται υπό μία θεία αποστολή . Και το όνομα τους είναι χαρακτηριστικό της αποστολής τους. Ο Λευίς λοιπόν, διαφεύγει από την εξουσία του πλούτου, της αμαρτίας , του κόσμου , από την κοινή επωνυμία και κατάσταση των ανθρώπων και γίνεται Δώρον Θεού. Όχι απλώς μετονομάζεται αλλά τίθεται υπό την εξουσία της Αγάπης, της καινής ζωής. Και το νέο όνομα του δικαιώνεται από την θέση πού κατέχει στην εκκλησία. Είναι ένα δώρον Θεού για τους χριστιανούς αφού μας παρέχει την αποστολική και ευαγγελική διδασκαλία πρώτον, διά του ευαγγελίου πού συνέγραψε, αλλά και ως αιώνιο παράδειγμα μεταστροφής και μετανοίας.Έτσι ένας δύσχρηστος και φορτικός εξουσιαστής, ένας τελώνης όχι μόνο άχρηστος, αλλά και φορτικός και επικίνδυνος για τους πολλούς ανθρώπους, γίνεται χρηστικός, χρήσιμος, θεού δώρον, λαμβάνει ουσία και αποστολή ανάμεσα τους, μεταμορφώνεται σε παρουσία θεϊκή και ευλογία.Ότι αγγίζει ο Θεός το επαναφέρει από την αχρησία και την κατάρα, στην χρησιμότητα και την ευλογία!
Αλλά ο Ματθαίος είναι μια ευλογημένη φυσιογνωμία και πριν από την κλήση. Η θέση του είναι δεινή βέβαια και είναι λαομίσητος και σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση και κοινωνική πρόληψη είναι ένας άνθρωπος πού καταπιέζει τον λαό, προσβάλει τον Θεό του Ισραήλ, ζεί με αδικίες και εκμετάλλευση των άλλων, αφού είναι φοροεισπράκτορας κατακτητών και φοροεισπράκτορας ειδωλολατρών και συγκαταλέγεται κατά τους Προφήτες με τις πόρνες και τους αδίκους της γης, τους λεγομένους "πλουσίους και πονηρούς".
Αυτός ο στιγματισμένος άνθρωπος φαίνεται όμως να έχει μια κρυφή πνευματικότητα και αξία πού δεν είναι ορατή στον καθένα.Στην περίπτωση του Ζακχαίου , πού ήταν και αυτός τελώνης, ο Κύριος τον διάλεξε ανάμεσα σε πολλούς τελώνες της Ιεριχώ, επιβραβεύοντας την λαχτάρα του να δει τον Μεσσία. Στην περίπτωση όμως του Ματθαίου δεν υπάρχει κίνηση και πρωτοβουλία από τον ίδιο, αλλά ο ίδιος ο Χριστός τον συναντά στο τελωνείο, στον χώρο της αμαρτίας του και τον καλεί. Διότι σε αυτόν διαβλέπει αξία, κρυφόν αγώνα, μετάνοια και μεταμέλεια πού δεν την βλέπουν όσοι θέλουν να κατακρίνουν και να βάζουν ηθικές ετικέτες. Βλέπει ο Κύριος την καρδία. Και πράγματι, το ευαγγέλιο του Ματθαίου μας αποδεικνύει έναν άνθρωπο πού γνωρίζει κάλλιστα τον Νόμο και τους Προφήτες, περισσότερο από τους άλλους ευαγγελιστές. Αυτό προϋποθέτει το εξής: Πώς αυτός πού ήταν άνομος και απόκληρος για το Ισραήλ , είχε κρυφό αγώνα και αγάπη για τον Νόμο του Θεού. Όταν αμάρτανε από αδυναμία ή φρικτή συνήθεια είχε πάντα προ οφθαλμών του το ανόμημα του και ίσως με ανεκλαλήτους στεναγμούς διήνυε την ζωή του. Γι αυτό και μόλις μια αχτίδα φωτός, διαπέρασε το σκοτάδι της απελπισίας του, η ώρα της κλήσης του, αμεσως ακολουθεί τον Χριστό και αφήνει την προηγούμενη ζωή της μειοδοσίας και του θανάτου, αλλά και τα πλούτη και την οικία του.

Τόσο ο ίδιος ο Ματθαίος, όσο και οι συνανακείμενοι τελώνες και πόρνες πού βρίσκονται στο σπίτι του,προφανώς με ανάγκη και πόθο μιας αλλαγής πνευματικής, μας αποδεικνύουν μια τεράστια αλήθεια, πού οι ευσεβιστικοί φακοί μας αδυνατούν να κατανοήσουν.Κάθε άνθρωπος, σε όποια κατάσταση αμαρτίας και αν βρίσκεται, σε όποια σφάλματα έχει πέσει, όποια ζωή τρυφής και αδικίας και αν κάνει, ενάντια σε κάθε φαινομενολογία και προκατάληψη, κρύβει μέσα του μια νοσταλγία για επιστροφή στον Θεό, μια κρυφή πνευματικότητα μετανοίας , πού είναι προτιμότερη από χιλιάδες θυσίες και από μυριάδες προσφορές των καλών θρησκευομένων της γης.Σε κάθε άνθρωπο μπορούμε να συναντήσουμε τον Θεό, σε όποιο βούρκο και αν έχει πέσει. Αν σκεφτούμε με ειλικρίνεια και ταπεινό πνεύμα, οφείλουμε να παραδεχτούμε πώς όλοι μας ανεξαιρέτως μοιραζόμαστε την αφόρητη βρωμιά της αμαρτίας, ουδείς δίκαιος ενώπιον του Θεού και όλοι αναπολόγητοι έναντι της μοναδικής Του αγιότητας. Άρα όλοι συνασθενείς και όλοι σε κοινο παρανομαστή, έχουμε ανάγκη από την μετάνοια και από την παρουσία Του. Του Αυτού γένους οι άνθρωποι και κοινή η αναφορά πάντων των ανθρώπων. Από την στιγμή λοιπόν πού οι πάντες έχουμε "χρείαν ιατρού" πόσο καταχρηστική, αλαζονικά καταχρηστική και άδικη είναι αυτή κατηγοριοποίηση των ανθρώπων σε αυτοδίκαιους και αμαρτωλούς, σε ανθρώπους της επιφάνειας και του περιθωρίου, σε αδίκους και δικαίους!

Ο Κύριος ζητά από εμάς έλεον και ου θυσίαν. Όταν δεήσουμε επιτέλους να ελεήσουμε τον εαυτό μας με αυτομεμψία και συγκλονιστική ταπείνωση και τους αδελφούς μας με αδιάκριτη αγάπη και ευσπλαχνία για την κοινή μας συνασθένεια, ίσως κατανοήσουμε τα βαθιά λόγια του Κυρίου . Ίσως η κοινή για όλους αγάπη συντρίψει κάθε όριο, περιθώριο και διαχωρισμό. Η Εκκλησία, ως κοινό θεραπευτήριο είναι παρούσα. Ας μην λησμονούμε στιγμή τον ιαματικό της ρόλο μέσα στον κόσμο. Αυτή είναι το δώρο του Θεού για τους ανθρώπους.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Κήρυγμα Κυριακή Ε'Λουκα

 



   Πρωτοπρεσβύτερου Θεμιστοκλή Μουρτζανού


Η μνήμη:Παράδεισος και κόλαση

   Μία από τις πιο ξεχωριστές παραβολές που διηγήθηκε ο Χριστός στους ανθρώπους είναι αυτή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου. Παραβολή ανατροπών, με σημείο-κλειδί τις έννοιες του χρόνου και της μνήμης.
 Ο πλούσιος στην παρούσα ζωή απολαμβάνει τα αγαθά του, το σπίτι, την ενδυμασία, το τραπέζι του χωρίς να θυμάται ότι στον πυλώνα της οικίας του ήταν πεσμένος ο φτωχός Λάζαρος, ο οποίος προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα του τραπεζιού του πλουσίου, ήταν ρακένδυτος και δεν είχε χώρο να κατοικεί.
 Ο πλούσιος χαιρόταν με τους φίλους του. Ο Λάζαρος είχε ως φίλους του τα σκυλιά. Κι αυτή η αντίθεση συνεχίστηκε όσο οι δύο ζούσαν. Όταν ο κοσμικός χρόνος σταματά και αρχίζει ο χρόνος της αιωνιότητας, η ανατροπή είναι ριζική. Ο πλούσιος υποφέρει στον άδη, καιγόμενος, ενώ ο φτωχός Λάζαρος βρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ.
 Τώρα θυμάται ο πλούσιος τον Λάζαρο. Εκείνος πάλι όχι.  Και στην παράκληση του πλουσίου στον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να δροσίσει, έστω και λίγο, την γλώσσα του πλουσίου που υποφέρει στη φλόγα του άδη, ο Πατριάρχης απαντά: «τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά .  νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκ. 16, 25. Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ κι εσύ υποφέρεις.
                Συγκλονιστικές αυτές οι ανατροπές και είναι η απάντηση του Χριστού τόσο  στο ζήτημα του πλούτου και της ανευσπλαχνίας όσο και στο   ζήτημα της μετά θάνατον ζωής.
Κλειδί για τον άνθρωπο η μνήμη. Αυτή τον οδηγεί στους κόλπους του Θεού ή στην αιώνια μοναξιά. Η μνήμη, την οποία καλούμαστε να επιλέξουμε προς ποια κατεύθυνση θα στραφεί σ’ αυτήν την ζωή, για να δούμε και ποια πορεία θα έχουμε ως άνθρωποι στην αιώνια.Συνήθως οι άνθρωποι θυμόμαστε όσα έχουν να κάνουν με το εγώ μας, με το συμφέρον μας, με μία μνήμη εγωκεντρική. Θυμόμαστε τα αγαθά μας, τις γνώσεις μας, τα πρόσωπα που αγαπούμε και αυτά που μας αγαπούνε, μένουμε προσκολλημένοι στο παρόν της ζωής μας. Δεν θυμόμαστε ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη την βοήθεια και την συμπαράστασή μας. Άνθρωποι που έχουν ανάγκη την συγχώρεσή μας. Άνθρωποι που έχουν ανάγκη να ακούσουν από μας λόγο Μωσέως και προφητών, λόγο πνευματικό. Και αυτή η επιλεκτική μνήμη ή η απουσία της μνήμης, σαν μια δύναμη να μας σπρώχνει να την απωθήσουμε, να είναι αυτός που μας χρειάζεται μπροστά μας και εμείς να μην συνειδητοποιούμε ότι θέλει και μπορούμε να του προσφέρουμε τη βοήθειά μας. Γι’ αυτό ο λόγος του Χριστού είναι αφυπνιστικός.
                Οι άνθρωποι πάλι θέλουμε να θυμόμαστε τον Θεό ως μία δύναμη που βρίσκεται εκτός των δεδομένων του χρόνου της ζωής μας. Ότι μας περιμένει κάπου στην αιωνιότητα, η οποία για εμάς είναι δεδομένο ότι θα αργήσει. Επιλέγουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε χρόνο. Την ίδια στιγμή θέλουμε να θυμόμαστε έναν Θεό ο Οποίος έχει υποχρέωση να μας βοηθά στις ανάγκες μας και να συγχωρεί τις αμαρτίες μας, αλλά και να μας σώζει στην αιωνιότητα χωρίς εμείς να χρειάζεται να κάνουμε κάτι. 
Κι δεν είμαστε έτοιμοι να θυμηθούμε ότι ο Θεός μας προίκισε με ελευθερία τόση και τέτοια, ώστε να μπορούμε να Τον λησμονούμε, να διαλέγουμε να ζούμε χωρίς Αυτόν, να παραθεωρούμε, να αδιαφορούμε και να απιστούμε ακόμη και στην παρουσία Του στον κόσμο, την Σταύρωση και την Ανάστασή Του για μας, την κλήση Του να είμαστε μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή της οδού της Αγάπης, που αφυπνίζει την μνήμη. Ούτε καν το καλώς νοούμενο συμφέρον της σωτηρίας μας δεν θυμόμαστε. Αυτό που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην μετάνοια για όσα επιλέγουμε να ξεχνούμε, στην ενεργοποίηση της διάθεσής μας να θυμόμαστε τον πλησίον μας.
                Τέλος, οι άνθρωποι έχουμε εφεύρει μηχανές όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ή έργα όπως τα βιβλία, στα οποία αποθησαυρίζουμε τις μνήμες μας, περισσότερο ως ιστορία και κατακτήσεις, δημιουργήματα, μηνύματα επικοινωνίας και λιγότερο ως αφορμές αφύπνισης για τα λάθη μας. Μάλιστα, η μνήμη ενίοτε χρησιμοποιείται για να παγιωθεί το κακό στη ζωή μας. Για να το έχουμε εύκολο και ταυτόχρονα διαρκές. Για να το μιμούμαστε και να καμαρώνουμε γι’ αυτό. Ο χρόνος περνά, αλλά εμείς δεν συνειδητοποιούμε ότι η μνήμη των αμαρτημάτων, των λανθασμένων επιλογών μας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο θα έπρεπε να είναι αφετηρία νέων ξεκινημάτων. Από την μία αποφυγής των όσων μας βλάπτουν και κοινωνικά και ηθικά και πνευματικά και από την άλλη βίωσης του τρόπου της αγάπης και της χαράς που μας κάνει να αναγνωρίζουμε όσους καλούμαστε να συνδράμουμε τώρα, στο νυν, για να εισέλθουμε στο αεί. Οι εφευρέσεις και τα επιτεύγματα λειτουργούν σήμερα όχι ως φύλακες της μνήμης, αλλά ως χώροι που υπάρχουν για να λέμε ότι υπάρχουν. Συνεχίζουμε, όπως ο πλούσιος, αμνήμονες των όσων μπορούν να μας δώσουν την όντως ζωή.
                Ο πλούσιος δεν οδηγήθηκε στον άδη γιατί ήταν πλούσιος, αλλά γιατί, εκτός των άλλων, ήταν αμνήμων. Στο χρόνο της αιωνιότητας οι μνήμες του ζωντάνεψαν, αλλά το χάσμα μεταξύ του άδη και των κόλπων του Αβραάμ ήταν μέγα. Αντίθετα, ο Λάζαρος σ’ αυτή τη ζωή είχε στη  μνήμη του το Θεό και σιώπησε στην ασπλαχνία του πλουσίου, ενώ στην αιωνιότητα η μνήμη του παρόντος κόσμου δεν του χρειαζόταν πια. Κι έτσι παρέμεινε παρακαλούμενος στην κοινωνία με το Θεό. Επειδή, συνήθως, ανήκουμε στον τρόπο με τον οποίο ο πλούσιος χρησιμοποίησε την μνήμη του, ας αφυπνιστούμε από τον ευαγγελικό λόγο και ας βγούμε από την εγωκεντρική μνήμη, η οποία δεν αλλάζει ούτε στην αιωνιότητα, αλλά συνοδεύει τον άνθρωπο για πάντα. 
Ας αποκτήσουμε μνήμη Θεού, μετάνοιας, αγάπης για να μην χρειαστεί να θυμόμαστε ό,τι χάσαμε, αλλά να έχουμε την ευλογία να ζούμε την παρουσία του Θεού ως ευτυχία. Και τότε η μνήμη δεν θα μας χρειάζεται, γιατί τίποτε δεν θα μπορεί να μας αποσπάσει από την χαρά της αδιάλειπτης κοινωνίας με το Θεό.