Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Κυριακή της Σαμαρείτιδος – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, υμνολογική εκλογή.


Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Κεφ. Δ. 5 – 42.
Τω καιρώ εκείνω, έρχεται ο Ιησούς εις πόλιν της Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ο έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού” ήν δέ εκεί πηγή του Ιακώβ. Ο ούν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας, εκαθέζετο ούτως επι τη πηγή, ώρα ήν ωσεί έκτη. Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς, δός μοι πιείν. Οι γάρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν ίνα τροφάς αγοράσωσι. Λέγει ούν Αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις” πώς Σύ Ιουδαίος ών, παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος? Ου γάρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις. Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή” ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τίς εστιν ο λέγων σοι, δός μοι πιείν, σύ άν ήτησας αυτόν, και έδωκεν άν σοι ύδωρ ζών. Λέγει αυτώ η γυνή” Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ” πόθεν ούν έχεις το ύδωρ το ζών? Μή Σύ μείζων εί του πατρός ημών Ιακώβ, ός έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε, και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού? Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή” πάς ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν, ός δι’ άν πίη εκ του ύδατος ού εγώ δώσω αυτώ, ου μή διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον. Λέγει προς Αυτόν η γυνή” Κύριε, δός μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μή διψώ, μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν. Λέγει αυτή ο Ιησούς” ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου, και ελθέ ενθάδε. Απεκρίθη η γυνή και είπεν” ουκ έχω άνδρα. Λέγει αυτή ο Ιησούς” καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω’ πέντε γάρ άνδρας έσχες, και νύν όν έχεις ουκ έστι σου ανήρ, τούτο αληθές είρηκας. Λέγει Αυτώ η γυνή” Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης εί σύ. Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δεί προσκυνείν. Λέγει αυτή ο Ιησούς” γύναι, πίστευσόν μοι, ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί. Υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν, ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. Αλλ’ έρχεται ώρα, και νύν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω Πατρί εν Πνεύματι και αληθεία’ και γάρ ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας Αυτόν. Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας Αυτόν εν Πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν. Λέγει Αυτώ η γυνή” οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός. Όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα. Λέγει αυτή ο Ιησούς” εγώ ειμι ο λαλών σοι. Και επι τούτω ήλθον οι μαθηταί Αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει. Ουδείς μέντοι είπε, τί ζητείς ή τί λαλείς μετ’ αυτής. Αφήκεν ούν την υδρίαν αυτής η γυνή, και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει τοις ανθρώποις” δεύτε ίδετε άνθρωπον ός είπέ μοι πάντα όσα εποίησα. Μήτι ούτός εστιν ο Χριστός? Εξήλθον ούν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς Αυτόν. Εν δέ τω μεταξύ ηρώτων Αυτόν οι μαθηταί λέγοντες” ραββί, φάγε. Ο δέ είπεν αυτοίς” εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ήν υμείς ουκ οίδατε. Έλεγον ούν οι μαθηταί προς αλλήλους, μή τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν? Λέγει αυτοίς ο Ιησούς” εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με, και τελειώσω Αυτού το έργον. Ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι και ο θερισμός έρχεται? Ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη. Και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει, και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. Εν γάρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. Εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε’ άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε. Εκ δέ της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις Αυτόν των Σαμαρειτών, δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα. Ως ούν ήλθον προς Αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων Αυτόν μείναι παρ’ αυτοίς, και έμεινεν εκεί δύο ημέρας. Και πολλώ πλείους επίστευσαν δια τον λόγον Αυτού. Τη τε γυναικί έλεγον, ότι ουκέτι δια την σήν λαλιάν πιστεύομεν’ αυτοί γάρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός.
Απόδοση.
Έφτασε λοιπόν ο Ιησούς σε μια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στο χωράφι που είχε δώσει ο Ιακώβ στον γιο του τον Ιωσήφ. Εκεί βρισκόταν το πηγάδι του Ιακώβ.
Ο Ιησούς, κουρασμένος από την πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι· ήταν γύρω στο μεσημέρι. Οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη ν΄ αγοράσουν τρόφιμα. Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να βγάλει νερό. Ο Ιησούς της λέει: «Δωσ΄ μου να πιώ». Εκείνη του απάντησε: «Εσύ είσαι Ιουδαίος κι εγώ Σαμαρείτισσα. Πως

Κυριακή της Σαμαρείτιδος: «Ελάτε στο Χριστό» – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.



«Δεύτε ίδετε άνθρωπον ός ειπέ
μοι πάντα όσα εποίησα μήτι
ούτός εστιν ο Χριστός;»
(Ιωάν. 4, 29)
Το Ευαγγέλιο αγαπητοί μου, μιλάει σήμερα για τη Σαμάρεια. Τί ήταν η Σαμάρεια; Ήταν μιά από τις τέσσερις επαρχίες, που ήταν χωρισμένο το κράτος τού Ισραήλ. Ήταν μεταξύ της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας. Οι κάτοικοί της στην αρχή ήταν Ιουδαίοι, που είχαν την καταγωγή τους από τη γενιά τού Ιακώβ. Αλλά στα 721 π.Χ. έγινε στην επαρχία αυτή μεγάλη αναστάτωση. Ειδωλολάτρης βασιλιάς νίκησε τούς Ιουδαίους, κατέκτησε την επαρχία κ’ έφερε δικούς του ανθρώπους από το βασίλειό του. Τους εγκατέστησε στα σπίτια και στα χωράφια της Σαμαρείας. Έτσι οι άποικοι ειδωλολάτρες ανακατεύτηκαν με τους Ιουδαίους, που είχαν απομείνει. Κι από το ανακάτεμα αυτό ξένων και εντοπίων βγήκε ένας λαός αλλόκοτος, που δεν ήταν ούτε 100% ειδωλολάτρες ούτε 100% Ιουδαίοι. Τα έθιμά τους άλλα μεν ήταν παρμένα από την ειδωλολατρική θρησκεία, άλλα δε από την ιουδαϊκή θρησκεία. Γι’ αυτό το λόγο οι γνήσιοι Ιουδαίοι, που κατοικούσαν στις άλλες επαρχίες, μισούσαν και αποστρέφονταν τους Σαμαρείτες. Τους θεωρούσαν νόθα παιδιά του Ισραήλ. Γάμοι μεταξύ τους δεν γίνονταν, καλημέρα δεν έλεγαν· και οι Ιουδαίοι, για να μην περάσουν από τα χωριά τους, αναγκάζονταν να κάνουν ολόκληρο γύρο για να πάνε στη Γαλιλαία. Και οι Σαμαρείτες τα ίδια σχεδόν αισθήματα έτρεφαν για τους Ιουδαίους. Επειδή δε οι Ιουδαίοι δεν τους άφηναν να πηγαίνουν στο ναό του Σολομώντος, έκτισαν δικό τους ναό πάνω σ’ ένα βουνό, που το έλεγαν Γαριζίν. Και μέχρι σήμερα υπάρχουν Σαμαρείτες, αλλά πολύ λίγοι.
***
Το Ευαγγέλιο σήμερα μας λέει, ότι υπήρχε μιά πόλι της Σαμαρείας, που ωνομαζόταν Συχάρ. Λίγο έξω απ’ τη πόλι αυτή ήταν ένα περίφημο πηγάδι. Λεγόταν «το πηγάδι τού Ιακώβ». Οι κάτοικοι της Συχάρ καμμιά ιδέα δεν είχαν για το Χριστό. Ζούσαν με τα έθιμά τους. Στις μεγάλες γιορτές ανέβαιναν στο βουνό Γαριζίν, έσφαζαν ζώα, πρόσφεραν θυσίες, και λάτρευαν το Θεό. Κανείς δεν πήγε εκεί να τούς διδάξη και να τους διαφωτίση. Σκοτάδι θρησκευτικό και ηθικό βασίλευε όχι μόνο στην πόλι Συχάρ, αλλά και σ’ όλη την επαρχία της Σαμαρείας.
Αλλά νά, τώρα πολλοί από τούς κατοίκους της πόλεως Συχάρ, άνδρες καί γυναίκες, πιστεύουν στο Χριστό. Πιστεύουν καλύτερα από τους Ιουδαίους. Πιστεύουν και διαλαλούν την πίστι τους. Πιστεύουν κι’ είνε γεμάτοι χαρά καί αγαλλίασι. Πώς ἔγινε το θαύμα αυτό; Πώς άνθρωποι γεμάτοι από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, άνθρωποι πού ζούσαν στο σκοτάδι, γνώρισαν την αλήθεια και είδαν το φως; Πώς; Το λέει το Ευαγγέλιο.
Μιά γυναίκα τους πήρε και τούς πήγε στο Χριστό. Μιά γυναίκα από τον τόπο τους. Μιά γυναίκα αμαρτωλή. Είχε παντρευτή τέσσερις φορές καί ζούσε παράνομα με έναν πέμπτο άντρα. Αυτή η αμαρτωλή γυναίκα, που όλοι την αποστρέφονταν για την αμαρτωλή ζωή της, αυτή απότομα άλλαξε, μετανοήσε και πίστεψε στο Χριστό.
Πώς; Έφυγε από τη Σαμάρεια και πήγε στην Ιουδαία, πήγε στα Ιεροσόλυμα καί στα άλλα μέρη όπου δίδασκε καί κήρυττε ο Χριστός; Όχι Δεν πήγε η Σαμαρείτισσα στο Χριστό. Ο Χριστός πήγε στη Σαμαρείτισσα. Ο Χριστός; Ναί, ο Χριστός. Ο Χριστός αγαπούσε όλο τον κόσμο, και ήθελε όλοι οι άνθρωποι να πιστέψουν στον αληθινό Θεό. Θεός ήταν, αλλά φόρεσε σάρκα και έγινε άνθρωπος. Ως Θεός ο Χριστός γνώριζε, ότι σ’ εκείνη τη δυστυχισμένη χώρα της Σαμάρειας υπήρχε ένα διαμάντι. Διαμάντι, που είχε πέσει μέσα στη λάσπη, και κανένας δεν το πρόσεχε. Διαμάντι ήταν αυτή η αμαρτωλή γυναίκα, η Σαμαρείτισσα. Παρ’ όλη την κατάπτωσι και τη διαφθορά της, μέσα της έκρυβε κάτι το πολύτιμο. Ερχόταν ώρα που σιχαινόταν τον εαυτό της. Έβλεπε πόσο χαμηλά είχε πέσει. Ποθούσε μιά ανώτερη ζωή. Ποθούσε να γνωρίση την αλήθεια.
Και ο Χριστός, που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, ξεκίνησε από μακριά βαδίζοντας με τα πόδια χιλιόμετρα πολλά. Ήταν εποχή που ο ήλιος έκαιγε τις πέτρες, και ήρθε καταμεσήμερο και κάθησε κοντά στην πηγή τού Ιακώβ. Ήταν κουρασμένος και διψασμένος. Έρημος ο τόπος. Καμμιά ψυχή δεν φαινόταν. Την ώρα εκείνη ήρθε και η Σαμαρείτισσα να πάρη νερό. Ο Χριστός άνοιξε συζήτησι μαζί της. Μιά συζήτησι, που δεν μπορούμε στο λίγο χώρο τού άρθρου αυτού να την διηγηθούμε και να την εξηγήσουμε, όπως την εξήγησαν οι διδάσκαλοι και πατέρες της Εκκλησίας. Μόνο τόσο λέμε εδώ, ότι τα λόγια πού είπε ο Χριστός σαν μια λεπτή βροχή έπεφταν στην ψυχή της Σαμαρείτισσας, που διψούσε την αλήθεια. Και η αμαρτωλή αυτή γυναίκα, που για πρώτη φορά στη ζωή της άκουγε τέτοια λόγια και έβλεπε ένα τέτοιο ενδιαφέρον για τη σωτηρία της, πίστεψε στο Χριστό.