Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ Απάντησις στον κ. Παντ. Καλαϊτζίδη και δι' αυτού στον σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο

 



Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ Απάντησις στον κ. Παντ. Καλαϊτζίδη και δι' αυτού στον σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 6ῃ Ὀκτωβρίου 2016

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΤΟΝ κ. ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗ
ΚΑΙ ΔΙ’ ΑΥΤΟΥ ΣΤΟΝ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ κ. ΙΓΝΑΤΙΟ


Ὁ Ἐλλογιμώτατος κ. Παντελῆς Καλαϊτζίδης στήν Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν (https://www.efsyn.gr/arthro/epikindyna-thriskeytika) στίς 3/10 δημοσίευσε κείμενό του μέ θέμα «Ἐπικίνδυνα Θρησκευτικά; Ἡ στροφή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου καί ἡ σύμπλευσή του μέ τούς ἀκραίους Ἱεράρχες καί τήν ὑπερσυντηρητική Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων» ἐπί λέξει ἔγραψε τά ἀκόλουθα: «Ώστε λοιπόν δεν αποτελούν κίνδυνο (και όνειδος) για την Εκκλησία ο αντισημιτισμός του Μητροπολίτη Πειραιώς ή η απροκάλυπτη εξύμνηση των πρωτεργατών της στρατιωτικής δικτατορίας και της εγκληματικής οργάνωσης της ”Χρυσής Αυγής”,» καί ἔτσι μέ τόν τρόπο αὐτό μέ ἀπεκάλεσε κίνδυνο καί ὄνειδος γιά τήν Ἐκκλησία ἀποδίδοντάς μου ἀνύπαρκτες κατηγορίες καί διαστρεβλώνοντας τά κείμενά μου μέ σκοπό νά μέ παρουσιάσει ὅπως καί ἔγραψε ὡς ἐπικίνδυνο καί ὡς ντροπή τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀσφαλῶς τήν ἠθική εὐθύνη γιά τήν ἐξύβριση καί τήν συκοφαντική μου δυσφήμιση δέν τήν ἔχει ὁ κ. Καλαϊτζίδης ἀλλά ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος ὁ ὁποῖος ἀνέχεται ἀπό ἕναν τόσο στενό του συνεργάτη τὀν Διευθυντή τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος νά ἐξυβρίζει δημοσίᾳ καί νά συκοφαντεῖ ἕναν συνεπίσκοπό του, τόν ὁποῖο γνωρίζει ἀπό τήν ἁπαλή τους νεότητα ὡς συμμαθητή του.

Τά ἀδικήματα τῆς ἐξυβρίσεως καί τῆς συκοφαντικῆς δυσφημίσεως πού διέπραξε ὁ κ. Καλαϊτζίδης καί γιά τά ὁποῖα θά ὑποστεῖ τήν ἀνάλογο δικαστική βάσανο ἐνώπιον τῆς ἀστικῆς καί τῆς ποινικῆς δικαιοσύνης ὅπου ἄμεσα καταφεύγω εἶναι αὐταπόδεικτα διότι δέν ὑφίσταται οὔτε ἕνα κείμενό μου με «απροκάλυπτη εξύμνηση των πρωτεργατών της στρατιωτικής δικτατορίας και της εγκληματικής οργάνωσης της “Χρυσής Αυγής”» οὔτε ἐπίσης ἔχω ἐκφράσει ποτέ ἀντισημιτισμό. Προκαλῶ τόν κ. Καλαϊτζίδη νά παρουσιάσει μία ἔστω φράση μου πού νά στηρίζει τίς συκοφαντίες του. Ἀντιθέτως ἔχω περγαμηνές κατά τήν διάρκεια τῆς δικτατορίας ὅπως δήλωσε ἡ θρυλική ἐκφωνήτρια τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῶν φοιτητῶν τοῦ Πολυτεχνείου Μαρία Δαμανάκη κατά τήν ἐνθρόνιση μου (19/3/2006) ὑπῆρξα ἀπό τούς πρωτεργάτες τοῦ ἀντιδικτατορικοῦ ἀγώνα ὡς φοιτητής, μετεῖχα στήν ἐξέγερση τοῦ Πολυτεχνείου καί στήν κατάληψη τῆς Νομικῆς Σχολῆς καί βέβαια στό διαδίκτυο ἔχουν κυκλοφορηθεῖ πάμπολα κείμενά μου κατά τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ μορφώματος τῆς «Χρυσῆς Αὐγῆς» ὅτι εἶναι παγανιστικό σύστημα πού μιμήθηκε τό ἑρμητικό τάγμα τῆς «Χρυσῆς Αὐγῆς» τοῦ 19ου αἰ. καί πού ἀποτελεῖ κίνδυνο γιά τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό μας (http://www.amen.gr/article/o-mitropolitis-peiraiws-serafeim-gia-tin-xrusi-augi).

Ὅσον ἀφορᾶ στόν δῆθεν ἀντισημητισμό μου ἔχω διακηρύξει σέ πολλά μου κείμενα (http://aktines.blogspot.gr/2011/01/blog-post_5586.html) τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό μου πρός τόν ἑβραϊκό λαό καί τά μαρτύρια πού ὑπέστη κατά τό ὁλοκαύτωμα ἀλλά ἔχω στηλιτεύσει ἀσφαλῶς τόν ἀντιχριστιανικό σιωνισμό, ὁ ὁποῖος ἕως τό 1980 χαρακτηρίζετο ὡς ρατσισμός ἀπό τόν ΟΗΕ, διότι μετέβαλε τόν θεϊσμό καί τόν προφητισμό τῆς ΠΔ σέ ἑωσφορισμό τοῦ Ταλμούδ καί τῆς Καμπαλά, στηριζόμενος στίς καταγγελίες τῶν ὀρθοδόξων ἑβραίων τῆς Ἀμερικῆς.

Συνεπῶς ὁ κ. Καλαϊτζίδης καί μέ ἐξύβρισε καί μέ συκοφάντισε ἰσχυριζόμενος ἀνύπαρκτα πράγματα διότι τό κείμενό του ἀπό τό ὥστε ἕως καί τό κόμμα ἀφοροῦν στό πρόσωπό μου καί γνωρίζουμε ἀπό τόν ἄφθιτο λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι πατήρ τοῦ ψεύδους καί τῆς συκοφαντίας εἶναι ὁ ἀντίδικος ἡμῶν καί βύθιος δράκων (Ἰω. 8, 44). Εὐχαριστῶ λοιπόν τόν κ. Καλαϊτζίδη καί τόν πάτρωνα καί μέντορά του Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο γιά τάς ὕβρεις τήν συκοφαντία καί τόν ὀνειδισμό διότι μᾶς ἔχει δοθεῖ ὄχι μόνο τό ὑπέρ Χριστοῦ χαίρειν ἀλλά καί τό «ὑπέρ Χριστοῦ πάσχειν» (Φιλ. 1, 29).   


Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Με σιωπή ή με θυμό;


Με σιωπή ή με θυμό;
Μέ σιωπή ἤ μέ θυμό;

Γράφει ὁ Φώτης Μιχαήλ, ἰατρός

Ὁ ὅσιος γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής σέ ἀπαντητική του ἐπιστολή (1), σχολιάζοντας τό πάθος τοῦ θυμοῦ, γράφει: ‘‘…Ὅταν σοί ἔλθῃ θυμός, κλεῖσε τό στόμα δυνατά καί μή ὁμιλήσῃς εἰς τόν ὑβρίζοντα ἤ ἀτιμάζοντα ἤ ἐλἐγχοντα ἤ πολυειδῶς σε πειράζοντα ἄνευ λόγου’’.
Αὐτά συμβουλεύει σέ δόκιμο μοναχό, δηλαδή, αὐτοσυγκράτηση, γιά τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες, πού ἡ καρδιά του κινδυνεύει νά καταληφθεῖ ἀπό θυμό ἐξαἰτίας προσβολῶν, ὕβρεων και γενικῶς ἀπρεποῦς συμπεριφορᾶς ἄλλων μοναχῶν ἀπέναντί του.
Γιά τόν θυμό, ὅμως, πού εἶναι δυνατόν νά γεννηθεῖ μέσα μας σέ περιπτώσεις δαιμονικῶν ἐπιθέσεων ἤ σέ ἀπόπειρες αἱρετικῶν νά ἀλλοιώσουν τήν Πίστη μας, ὁ ὅσιος γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής προτείνει ἐντελῶς ἀλλιώτικη τακτική. Στήν ἴδια ἐπιστολή γράφει ἐπί λέξει τά ἑξῆς: ‘’Ὁ θυμός καθ’ ἑαυτόν εἶναι φυσικός. Ὅπως τά νεῦρα στό σῶμα. Εἶναι καί αὐτός νεῦρον ψυχῆς. Καί ὀφείλει νά τόν μεταχειρίζεται ὁ καθείς ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ἀνθρώπων αἱρετικῶν, καί παντός κωλύοντος ἀπό τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ’’.
Ὅταν, δηλαδή, ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἐμποδίζεται στόν ἁγιαστικό του ἀγῶνα ἀπό τούς δαίμονες ἥ ἀπό ἀνθρώπους αἱρετικούς, τότε ὁ θυμός ὀφείλει νά γίνει μέσον προστασίας καί ἀντίστασης πνευματικῆς στά χέρια τοῦ Πιστοῦ.
Ἀξίζει να παρατηρήσουμε, ὅτι ὁ ὅσιος γέροντας βάζει τούς δαίμονες καί τούς αἱρετικούς στήν ἴδια σειρά. Διότι τήν ἴδια λύσσα ἔχουν ἐναντίον μας, τόν ἴδιο κίνδυνο διατρέχουμε καί ἀπό τίς δυό πλευρές!
Ἐδῶ εἶναι, πού ἐφαρμόζεται τό ἁγιογραφικό ‘’ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε’’ (Ἐφεσ. 4, 26). Ὁ ἅγιος γέροντας εἶναι σαφής: Στόν ἀδελφό, πού τυχόν μᾶς πικραίνει, μᾶς ὑβρίζει καί μᾶς περιφρονεῖ, ἀπαντᾶμε πάντοτε μέ ἀγάπη καί τρόπο ἥμερο. Στίς ἐπιθέσεις, ὅμως, τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί σέ ἀνθρώπους αἱρετικούς χρειάζεται νά δουλέψει τό νεῦρο τῆς ψυχῆς. Δηλαδή ὁ θυμός.
Ὁ μεγάλος αὐτός δάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς δέν λέει λόγια δικά του. Ἑπόμενος τοῖς Ἁγίοις Πατράσι, ἐπαναλαμβάνει στήν οὐσία τόν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος μᾶς διδάσκει: ’’Νεῦρον γάρ ἐστι τῆς ψυχῆς ὁ θυμός. Δεῖν γάρ οἶμαι τήν ἴσην σπουδήν ἔχειν περί τε τήν ἀγάπην τῆς ἀρετῆς, καί περί τό μῖσος τῆς ἁμαρτίας’’.(2)  
Τώρα λοιπόν πού,  ἐπισήμως πλέον, τούς ἀμετανόητους αἱρετικούς τούς ὀνομάσαμε ‘’ἐκκλησία’’, πού ἀναγνωρίσαμε ἱερωσύνη καί μυστήρια στούς ψευτοχριστιανούς τῆς Δύσης, πού ἀνώτατοι ρασοφόροι  μας καταργοῦν μέ τήν ζωή τους ὁλόκληρα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας, πού οἱ περισσότεροι Ἐπίσκοποί μας κρατᾶνε τό στόμα τους κλειστό, λές καί δέν συμβαίνει τίποτε, τί δέον γενέσθαι ἀπό τήν πλευρά τοῦ κατώτερου κλήρου καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μας;

Ἀπό τήν μιά μεριά τό συνέδριο Ἐπισκόπων τοῦ Κολυμβαρίου μέ τίς ἀποφάσεις του μᾶς καλεῖ, νά ἑνωθοῦμε ἀπροϋπόθετα μέ τούς αἱρετικούς (3) καί νά πέσουμε ἔτσι ἐθελουσίως στήν δαιμονική παγίδα τῆς ἀπιστίας. (4)
Ἄρα: α) Νά ἀρνηθοῦμε την μοναδικότητα τῆς πολυτίμητης Ὀρθοδοξίας μας καί νά γίνουμε ἕνα μέ τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, την ‘’κουρελοῦ τοῦ διαβόλου’’, ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἀγαπημένος μας ἅγιος Παΐσιος, και
β) νά γυρίσουμε τήν πλάτη στούς ἁγίους Πατέρες μας καί νά συνταχθοῦμε μέ τούς λεγόμενους μεταπατερικούς, μέ την πανθρησκεία καί την παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ. (5)
Ἀπό την ἄλλη, ὅμως, ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ ὅσιος γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, στις ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων καί τῶν αἱρετικῶν, μᾶς καλοῦν νά ἀπαντήσουμε μέ τό νεῦρο τῆς ψυχῆς μας, πού εἶναι ὁ θυμός.

Πάντως, γιά ἐμᾶς τούς Όρθοδόξους, ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια, ἡ Πίστη εἶναι ἀδιαπραγμάτευτη καί οἱ Ἄγιοι ὁδοδεῖκτες μας.


______________________________________________________________________
(1). Ἀπό το βιβλίο Γέροντος Ἰωσήφ ‘’Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας’’, ἐκδόσεως Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, σελ. 61.
(2). Ἑρμηνεία εἰς την προς Ἐφεσίους ἐπιστολήν, Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἐκδόσεις ‘’Ὀρθόδοξος κυψέλη’’, σελ. 446. (Λόγ. κατά ὁργιζομέν.).
(3). ‘’Οἱ παπικοί καί οἱ Προτεστάντες εἶναι αἱρετικοί, ἀποτελοῦν μία κοινότητα, μία δική τους συναγωγή, ἀλλά δέν εἶναι Ἐκκλησία. Οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες θά εἶναι καί θά γίνουν πάλι Ἐκκλησία, ὅταν μετανοήσουν γιά τίς πλάνες τους καί ἔτσι μετανοημένοι ζητήσουν νά ξαναγυρίσουν στήν Ἐκκλησία, ἀπό την ὁποία ἀποκόπηκαν’’. (Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας)
(4). Σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, μία ἀπό τίς τρεῖς μορφές ἀπιστίας καί ἀθεΐας εἶναι ἡ σιωπή ἀπέναντι στήν αἵρεση καί στούς αἱρετικούς.
(5).  ‘’Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ὅλοι δε αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς την ἄλλην αἵρεσιν. Το κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις’’ (Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ‘’Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός’’, σελ. 224.).

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Επιστολή Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ προς τον Πατριάρχη Σερβίας




Επιστολή Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ προς τον Πατριάρχη Σερβίας
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190
185 39
ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ 
Email : impireos@hotmail.com
Τήλ
. 210 4514833
Fax 210 4518476
 
Ἀριθμ. Πρώτ 527.                                                Ἐν Πειραιεῖ τὴ 23η Μαΐου 2016
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΝ
Ἀρχιεπίσκοπον Πεκίου
Μητροπολίτην Βελιγραδίου καὶ Καρλοβικίου
καὶ Πατριάρχην τῶν Σέρβων
Κύριον κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΝ
Εἰς ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΝ

 
Μακαριώτατε Δέσποτα,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Πάνυ εὐλαβῶς καὶ μετὰ πλείστης τιμῆς καὶ υἱϊκὴς ἐν Κυρίω ἀγάπης ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου πόλεως τοῦ Πειραιῶς καὶ πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος προάγομαι ὅπως ἐπικοινωνήσω διὰ μίαν εἰσέτι φορᾶν μετὰ τῆς περισπουδάστου μοι Ὑμετέρας Μακαριότητος, τοῦ πολιοῦ Προκαθημένου τῆς κατὰ Σερβίαν Ἁγιοσαββιτικὴς Ὀρθοδόξου, Καθολικῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἀπευθύνω ἐν πρώτοις τὴ Ὑμετέρα Μακαριότητι θερμὲς ἐόρτιες προσρήσεις ἐπὶ τὴ λαμπροφόρω Ἀναστάσει τοῦ Κυρίου.
Γνωστὴ τυγχάνει, Μακαριώτατε, εἰς πάσας τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας ἡ κατὰ τὸ παρελθὸν ἔτος 2015, Ὑμετέρα πρότασις, κοινοποιηθεῖσα πρὸς πάντα τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καὶ τὰς Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας, περὶ τῆς  ἀναγνωρίσεως ἐν τὴ μελλούση νὰ συνέλθη Πανορθοδόξω Συνόδω τὸν προσεχῆ Ἰούνιον ἐν τὴ Κρήτη, τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ ἐν ἔτει 879-880 ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 1351 συγκληθείσης Συνόδου, ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς. Ἡ Ὑμετέρα πρότασις, ὡς ἐτονίσαμεν ἐν τὴ ἀπὸ 29ης Σεπτεμβρίου 2015, ἡμετέρα ἐπιστολή, θεολογικῶς καὶ ἐπιστημονικῶς ἐρειδομένην καὶ στοιχοῦσα πρὸς τὴν Ἀποστολικοπαράδοτον πίστιν, ἀνηῦρε εἰς τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου τὴν Ὑμετέραν στιβαρᾶν ἐκκλησιαστικὴν Προσωπικότητα, ποῦ ἀνέλαβε τὴν ἱερὰν καὶ ρηξικέλευθον ταύτην πρωτοβουλίαν τὴν ἐκφράζουσαν καὶ τὴν συνείδησι τῶν ὁμοδόξων Ἀδελφῶν ἐν Χριστῷ Ἐκκλησιῶν. Πρότασιν διὰ τὴν ὁποίαν καὶ αὔθις σπεύδω νὰ ἐκφράσω τὰς θερμᾶς μου συγχαρητηρίους εὐχᾶς καὶ εὐχαριστίας. Ὡστόσο ἡ μὴ συμπερίληψις ἐν τὴ θεματολογία τῆς μελλούσης Σύνοδου τῆς ἐν λόγω καιρίας καὶ ἄκρως ἀναγκαίας ταύτης προτάσεως καταδεικνύει τὸν κίνδυνον νὰ μεταβληθεῖ ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἀπὸ εὐλογία καὶ δωρεὰ Θεοῦ σὲ πρόκληση. Ὑφίσταται ἐν ἄλλοις λόγοις ὁρατὸς ὁ κίνδυνος νὰ προχωρήσει ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἀντὶ τῆς καταδίκης τῶν καινοφανῶν αἱρέσεων τοῦ filioque, τοῦ Πρωτείου καὶ τῶν περὶ κτιστῆς Χάριτος διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ, σὲ ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση τοῦ Παπισμοῦὡς  καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς ἀληθῶν Ἐκκλησιῶν, μὲ ἀποτέλεσμα τελικῶς νὰ καταγραφεῖ ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἐν τῆς ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς Ψευδοσύνοδος.
Ἐν ὄψει τοῦ ἔσχατου αὐτοῦ κινδύνου ἡ καθ’ ἠμᾶς Ἱερὰ Μητρόπολις ἐν συνεργασία μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, καὶ Κυθήρων, ὡς καὶ τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, συνδιοργάνωσε Θεολογικὴ - Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα, μὲ θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες», ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τὴν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, στὴν αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στὸ Νέο Φάληρο Πειραιῶς.
Τὴν Ἡμερίδα ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσία τοὺς Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καὶ Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν Σωματείων καὶ Ὀργανώσεων, Καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ Θεολόγοι καὶ γύρω στοὺς χίλιους πιστούς. Ἡ Ἐπιστημονικὴ Ἐπιτροπή, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ α) τὴν ἐλαχιστότητά μου, β) τὸν Αἰδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. δ) τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Προηγούμενο τῆς Ι. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καὶ ε) τὸν ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη. Στὴν Ἡμερίδα παρέστησαν καὶ ἀπηύθυναν χαιρετισμὸ ὁ Ἐπίσκοπος Μπαντσὲν κ. Λογγίνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὅρους π. Σάββας. Ἐπίσης, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριὴλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικὸ τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέγνωσε τὸν χαιρετισμό του.
Τὸ γενικὸ θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σὲ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά μου καὶ τοὺς εἰσηγητὲς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καὶ Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία, τοὺς ὁμοτίμους πανεπιστημιακοὺς καθηγητές, Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ π. Θεόδωρο Ζήση, τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τοὺς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καὶ τὸν π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τοὺς Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καὶ π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριό του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρών, τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντὴ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὸν ἐλλογιμώτατο κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», καὶ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καὶ ἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τὸ παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1) Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι καρπὸς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς Θεολογία καὶ δὲν νοεῖται Θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δὲν θεολογεῖ ὀρθοδόξως, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στὴ Σύνοδο δὲν ἔχουν τὴν πείρα τῶν θεουμένων Πατέρων, ἡ τουλάχιστον δὲν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρὶς νὰ τοὺς παρερμηνεύουν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὰ συνοδικὰ μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, ἢ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικές, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλὰ ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται, ὡς μὴ ὄφειλε, ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες. Σὲ πολλές, ἐπίσης, περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς σχέσεις, ἀντιπαλότητες, ἢ κυριαρχοῦν ἐθνικιστικὲς καὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες.
2) Μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ ἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπὸ τὴν θεματολογία, τὰ προσυνοδικὰ κείμενα καὶ τὶς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας καὶ ἀκρίβειας τῶν πρὸς συζήτηση κειμένων καὶ ἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴ ὀρθότητα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα. Πιὸ συγκεκριμένα :
3) Ἡ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλὰ μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρὸς τὴν Κανονικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση. Τὰ ὑπάρχοντα ἱστορικὰ στοιχεῖα μαρτυροῦν, ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μὴ χαρακτηρισμός της ὡς Οἰκουμενικῆς, μὲ τὸν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμὸ ὅτι δὲν μποροῦν νὰ συμμετάσχουν σ’ αὐτὴν οἱ «χριστιανοὶ τῆς Δύσεως», ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὶς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’ ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νὰ ἔχουν τὴν ἀξίωση τὸ κύρος της νὰ εἶναι ἰσοδύναμο καὶ ἰσάξιο μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἀλλά, οὔτε καὶ Πανορθόδοξος μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ ἡ ἐν λόγω Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ ἴσου ἀμάρτυρο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Κανονική μας Παράδοση, καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαράδεκτο, εἶναι τὸ σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία, μὲ ἀπαραίτητη τὴν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος δικαιοῦται νὰ ἔχει δική του ψῆφο καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν μὴ δογματικῶν θεμάτων νὰ ἰσχύσει ἡ ἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἀπαράδεκτο θεωροῦμε, ἐπίσης, τὸ νὰ προαποφασίζονται τὰ θέματα καὶ ὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς Συνόδου, χωρὶς τὸ κυρίαρχο σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τὴν ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.
4) Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν Ἑτεροδοξία κατέληξαν σὲ τραγικὴ ἀποτυχία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦν σήμερα καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσω τῶν Διαλόγων γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑτεροδόξων στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια καὶ τὴν Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καὶ ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι ἐξυπηρέτησαν καὶ προώθησαν τοὺς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς» καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικὸ κενό, ποῦ παρουσιάζουν τὰ πρὸς συζήτηση στὴ μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικὰ κείμενα, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτὰ ἡ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση καὶ τὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως.
5) Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια, ἢ καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, τὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας τὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικὰ ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς». Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες, ὅμως, «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».[1]
Στὸ ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
6) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἔχει ἐκφραστεῖ ἤδη κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ ψευδοσύνοδο. Αὐτὴ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματικῆ θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ προσδώσουν κανονικὴ ἐγκυρότητα καὶ συνοδικὴ νομιμότητα στὴν κακόδοξη αὐτὴ Ἐκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τὸν 7ο Ἱερὸ Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 95ο τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο, οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τὸν τρόπο εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ «ἐκκλησιαστικὸ status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στὴ διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν αἵρεση. Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τὸ «ὑποστατὸν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε καὶ διεκήρυξε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση. Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων», γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες, βρίσκεται μόνο στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι στὴν αἵρεση.
Ἡ οἰκονομία, ποῦ εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στοὺς Δυτικοὺς (Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια, ποῦ θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία στὴν δογματικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Δυτικοὶ καλοῦνται νὰ ἀρνηθοῦν τὶς αἱρέσεις τους, νὰ τὶς ἀναθεματίσουν, νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς Θρησκευτικὲς Κοινότητές τους, νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν ἐν μετανοία τὴν διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία.
7) Τὸ ἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται σὲ κακοδοξίες ἢ πλάνες, τὶς ὁποῖες νὰ προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσὰν τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης νὰ μὴν δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τὸ κείμενο δὲν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση καὶ καμμία διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς στὸν ἐκτός της Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικὸ κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορὲς ἢ τυχὸν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ ἑτεροδοξία νὰ «ὑπερβοῦν» (§ 11). Τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καὶ ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ σὲ ἄρνηση καὶ καταδίκη τῶν πλανῶν καὶ ἐτεροδιδασκαλιῶν, ποῦ παρεισέφρησαν στὴ ζωὴ τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν Κοινοτήτων.
8) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21) καὶ ἀποτιμᾶ θετικὰ τὴν συμβολή του στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἐπισημαίνοντας τὴν πλήρη καὶ ἰσότιμη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτὴν καὶ τὴν συμβολὴ τοὺς «εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα, ποῦ μᾶς δίδει τὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ «Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδὴς καὶ ἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχήν, αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμό, ποῦ ἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία, καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση, συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ «Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 70ετή ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν τοῦ μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο αὐτοὶ ἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δὲν καταδικάζονται τὰ ἀπαράδεκτα ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ «Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσᾶν κλπ.) καὶ ἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς αἱρέσεις κλπ.
9) Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατί δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσω τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς, κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποῦ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη. Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα.
10) Ἡ ἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὲς συγκαλοῦνταν κάθε φορᾶ, ποῦ κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται, ὄχι γιὰ νὰ ὁριοθετήσει τὴν πίστη ἔναντί της αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ παράσχει θεσμικὴ ἀναγνώριση καὶ νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν στηρίζεται στὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν ὑποβαθμίζει καὶ τὴν ὑποτιμᾶ, τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ τὴν παραβλέπει. Ἡ συνολικὴ διαδικασία, ἡ προπαρασκευὴ καὶ ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὀλιγαρχίας, ποῦ ἐκφράζει μιὰ ἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καὶ ἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἔσχατος κριτὴς τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ δογματική του συνείδηση, ἐπικυρώνει ἢ ἀπορρίπτει τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στὴν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτὴ ἡ σημαντικὴ παράμετρος, ἐπειδὴ ἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θὰ εἶναι ἡ Συνοδικότητα καὶ ὄχι τὸ Ὀρθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μιὰ ἄλλη βασικὴ προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» εἶναι ἡ ἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρούμενων ὡς τοιούτων στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματός της Ἡ΄ (879-880) ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου καὶ τῆς Θ΄ (1351) ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἔχουν καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα.
12) Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στὴ συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δὲν χρειάζεται καμμία σύντμηση ἢ προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νὰ ἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μπορέσουν, μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νὰ διδάξουν διακριτικὰ τὸ ποίμνιό τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς Οἰκουμένης τὴν οἰκονομία σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ κείμενα περὶ νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, ποῦ ἀναλύουν τὶς παθοκτόνες καὶ σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δὲν ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, ποῦ ὑφίσταται ἀπὸ τὴν μινιμαλιστικὴ νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο. Ἂν ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καὶ τροφῶν, θὰ μιμηθεῖ τὸν ὁλοκληρωτισμό, ποῦ χαρακτηρίζει τὸ Κανονικὸ Δίκαιο του Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖο καθορίζει θεσμικὰ καὶ ἀσφυκτικὰ ἀκόμα καὶ τὴν οἰκονομία.
13) Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20ού αἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐκφυλλίζεται καὶ μεταλλάσσεται σὲ πανθρησκειακὸ ὅραμα. Οἱ ἀτελείωτες διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ συμπροσευχὲς Ὀρθοδόξων μὲ ἡγέτες θρησκειῶν τοῦ κόσμου, (π.χ. Ἀσίζη), μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ συνένωση τῶν θρησκειῶν σὲ ἕνα τερατῶδες σχῆμα, τὴν ἐφιαλτικὴ Πανθρησκεία, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νὰ ἐκμηδενίσει τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακὴ συνεργασία μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νὰ δικαιωθεῖ, οὔτε νὰ θεμελιωθεῖ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β΄ Κόρ. 6, 14).Ἐπίσης, τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τὸ ὁποῖο κατὰ κόρον προβλήθηκε στοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. 15, 20), καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τίμ. 3, 14). Οἱ μετέχοντες στοὺς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους δὲν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νὰ μεταφέρουν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προσελκύσουν ἔστω καὶ ἕναν ἀλλόθρησκο στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στὸ ἀξιοθρήνητο κατάντημα νὰ παρασυρθοῦν σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις καὶ νὰ διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντας τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στὴν πλάνη τοὺς ἀσθενεῖς στὴν πίστη καὶ προκαλώντας ἔτσι μεγίστη πνευματικὴ φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁ ἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνο δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ περισσότερο.
14) Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας παρατηροῦμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου, στὴν ἀρχὴ χαναανϊτικὰ καὶ ἀργότερα βαβυλωνιακὰ καὶ αἰγυπτιακὰ στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νὰ νοθεύσουν τὴν πίστη στὸν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες, (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοὶ ἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφαίνονταν κατὰ καιρούς.
Συνοψίζοντας τὰ παραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα, δὲν προκύπτει ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικὰ κείμενα, δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰ ὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν, ἐπίσης, ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος θὰ προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν ἑδραιώσει. Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα, εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς ψευδοσύνοδος.
 
Μακαριώτατε,
Ἡ μέλλουσα «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ἂν πραγματικὰ θέλει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος, θὰ πρέπει νὰ λάβει, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τὶς ἑξῆς καίριες ἀποφάσεις:
α) Νὰ ἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Α΄ ἕως καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων  Πατέρων  θεσπισθέντες δογματικοὺς  ὅρους  καὶ Ἱεροὺς  Κανόνες.
β) Νὰ ἀναγνωρίσει τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὴν Η΄ ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, τὸ 879, καὶ τὴν Θ΄ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση.
γ) Νὰ καταδικάσει τὴν συγκρητιστικὴ παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.
δ) Νὰ καταδικάσει τὴν παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε) Νὰ τερματίσει  τοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς Μονοφυσίτες.
στ) Νὰ καταδικάσει τὴν μεταπατερικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ «νέα ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία ἀπορρίπτει τὰ χαρισματικά, δογματικὰ καὶ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ) Νὰ ἐκλέξει, νὰ χειροτονήσει καὶ νὰ ἐνθρονίσει στὸ πάλαι ποτὲ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μὴ ἀναγνωρίζοντας καὶ ἐκθρονίζοντας τὸν σημερινὸ καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καὶ αἱρεσιάρχη κ. Φραγκίσκο. Ἔτσι, θὰ λυθοῦν τὰ θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ.  
η) Νὰ δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, καὶ
θ) Νὰ ἀκολουθήσει τὴν Πατερικὴ ὁδὸ μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μὲ τὴν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σὲ 17 γλῶσσες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, θὰ κονιορτοποιήσει τὶς αἱρέσεις μὲ παγκόσμιο λόγο καὶ πατερικὴ παρρησία, θὰ δοξάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ διασφαλίσει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. 
Τὰ κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νὰ ξαναγραφοῦν ἀπ’ τὴν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δὲν ἀρκεῖ νὰ συγκληθεῖ μιὰ Σύνοδος μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ στὸν κόσμο ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σὲ τί; Ἡ ἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς Ἀληθείας. Ἡ ἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἴνα ὦσιν ἓν καθὼς ἠμεῖς… ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τὴ ἀληθεία σου… ἴνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία»(Ιω.17,11,17,19). Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴν ἀκέραιη καὶ ἀβλαβῆ διαφύλαξη τῶν διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τὴν ὁποία μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καὶ ἀποσχισμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποῦ φρονοῦν διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὀνόμασαν «Καθολικὴ» τὴν Ἐκκλησία Του, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ διατηρεῖ στὴν πληρότητά της τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ὁμολογία τῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ κατανοηθεῖ ὅτι δὲν ἐπιχειρεῖται νὰ ἀλλάξει οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως παραχαράσεται καὶ στρεβλώνεται τὸ πιὸ νευραλγικὸ σημεῖο, δηλαδὴ ἡ ἐκκλησιολογικὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
 
Μακαριώτατε,
Σᾶς ἀπηύθυνα τὶς παρὰ πάνω σκέψεις, οἱ ὁποῖες μᾶς ἀπασχολοῦν, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν ἀφορμὴ ἑνὸς γόνιμου προβληματισμοῦ καὶ ἐνδεχομένως διαλόγου ἠμῶν μετὰ τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος. Προβληματισμοῦ, ἀλλὰ καὶ συνειδητοποιήσεως τῶν μεγίστων εὐθυνῶν ἠμῶν τῶν ἐπισκόπων ἐνώπιον του ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ διὰ τὴν διαφύλαξιν ἀνοθεύτου τῆς ἀμωμήτου ἠμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὑποβάλοντες ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου Λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀπείρους υἱϊκᾶς προσρήσεις καὶ εὐγνώμονας εὐχαριστίας καὶ κατασπαζόμενοι τὴν Ὑμετέραν Σεπτὴν Δεξιὰν ἑξαιτούμεθα τὰς Ὑμετέρας Σεπτᾶς θεοπειθεῖς πατρικᾶς  εὐχᾶς καὶ εὐλογίας.
Ο   Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ


[1]  Ἡ ἀναφερθεῖσα ἀσάφεια τοῦ κειμένου δύναται νὰ ἑρμηνευτεῖ εὔκολα μέσα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἰησουίτη θεολόγου Karl Rahner, μέντορα τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καὶ τοῦ Yves Congar. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις τοὺς υἱοθετεῖ καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζιζιούλας,  ὅπως τὴν «θεωρία τῶν ἀτελῶν ἐκκλησιῶν», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁρισμένες ἐκκλησίες βρίσκονται πιὸ κοντά, ἐνῶ ἄλλες πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωση τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες (συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας)  εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες. Τὸ συμπέρασμα, ποῦ προκύπτει, βάσει τῶν πληροφοριῶν καὶ τῆς μελέτης τῶν θεολογικῶν κειμένων, σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν πρωτοφανῆ ἐκκλησιολογία, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζιζιούλα, καὶ τὴν ἀνάλυση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πλήρης Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἄλλες (συμπεριλαμβανομένων τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ) εἶναι οἱ ἀτελεῖς ἐκκλησίες.  Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀντίληψη μᾶς παραπέμπει σὲ μιὰ βατικανοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει συνοδικῶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς ἐπὶ κεφαλῆς  αὐτῆς τῆς κίνησης, στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Οἱ θεωρίες τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», τῶν «δύο πνευμόνων τῆς Ἐκκλησίας» (Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός), τῶν «κλάδων», τῆς «μεταπατερικῆς καὶ μετακανονικῆς θεολογίας», τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ θεωρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλες τὶς ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἀποσχίστηκαν ἀπὸ αὐτήν, ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων μὲ τοὺς ἑτερόδοξους κ.α. ἀποτελοῦν ἐκφράσεις καὶ μορφὲς τῆς νέας ἐκλησιολογίας, τῆς νέας μεταπατερικῆς ἢ καλύτερα ἀντιπατερικῆς ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία «τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας», ὅποιος βαπτίζεται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως πίστεως, δόγματος καὶ ὁμολογίας. Ὅμως, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ἀναγνώρισαν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, παρὰ μόνον κατ’ οἰκονομίαν τοὺς δέχονταν, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἀπαρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐφόσον διατηροῦσαν τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις. Σύμφωνα μὲ τοῦ Ἱεροὺς  Κανόνες 7 τῆς Β΄ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου: «Τοὺς προστιθεμένους τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ  αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία». Ἡ οἰκονομία δὲν δύναται ποτὲ νὰ μετατραπεῖ σὲ κανόνα πίστεως ἢ σὲ δόγμα. Τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Συνόδου εἶναι κατ’ἐξοχὴν δογματικό, ὅμως εἶναι ἀντορθόδοξο, ἐπειδὴ ἐπιτρέπει ἐντελῶς λανθασμένες ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες ἐνθαρρύνουν τὶς ἑτερόδοξες ἀντιλήψεις, πράγμα ποῦ σημαίνει ἀλλοίωση τῆς ἀποκαλυφθείσας Ἀληθείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Παραχάραξη τῶν θείων Γραφῶν γιά ἀμνήστευση τῆς ὁμοφυλοφιλίας στό βιβλίο « Ἕλξη καί πάθος».Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτόπουλος




Παραχάραξη τῶν θείων Γραφῶν
γιά ἀμνήστευση τῆς ὁμοφυλοφιλίας
στό βιβλίο « Ἕλξη καί πάθος».
Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτόπουλος
 
Οὐαί οἱ τιθέντες τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος, οἱ τιθέντες τό πικρόν γλυκύ καί τό γλυκύ πικρόν. Οὐαί οἱ συνετοί ἐν ἑαυτοῖς καί ἐνώπιον ἑαυτῶν ἐπιστήμονες.
(Ἡσαΐας, 5, 20-21)
 
     Ὁ π. Βασ. Θερμός βάλθηκε μέσα ἀπό τό βιβλίο του «Ἕλξη καί πάθος» νά «κατηχήσει» τούς ἀναγνῶστες του στήν ἀμφισβήτηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προβάλλοντας ἑρμηνεῖες ἀπό τό φιλικό του «ἑπιστημονικό» περιβάλλον.   Ἀθετώντας τήν ἑρμηνεία καί διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων  φθάνει στήν στρέβλωση τῶν νοημάτων καί σ΄αὐτή τήν ἀμφισβήτηση τῶν ἁγίων Γραφῶν.  Στήν ἑνότητα πού ἀκολουθεῖ  ἀσχολούμεθα  ὄχι μέ τήν ἁγιογραφική  ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων- θά τό κάνουμε ἀργότερα -   ἀλλά μέ τήν φιλελεύθερη ἑρμηνευτική τῶν προτεσταντῶν πού οἰκειοποιεῖται ὁ π. Βασίλειος. Θά προσπαθήσουμε  ἀπό αὐτό τό ἴδιο κείμενο τῶν ἁγίων Γραφῶν νά ἀναιρέσουμε τίς ἐσφαλμένες θέσεις του.

Α) Δέν ἦταν ἡ ὁμοφυλοφιλία αἲτία τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων, ἰσχυρίζεται ὁ π. Βασ. Θερμός!

Γιά νά εἴμαστε δίκαιοι μέ τήν φιλελεύθερη ἑρμηνευτική, θά πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι στό σύνολό της ἡ Ἁγία Γραφή δέν στηρίζει αὐτή τήν αὐτονόητη θεωρούμενη σήμερα ὡς παγκόσμιο στερεότυπο, συνειρμική σύνδεση τῶν Σοδόμων μέ τήν ὁμοφυλοφιλία!   (Β. Θερμός, Ἕλξη καί πάθος, σ. 358)
Μέ ἁπλᾶ λόγια ὁ π. Βασίλειος ἰσχυρίζεται μέ τά παραπάνω ὅτι μέσα ἀπό τό ἱερό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέ προκύπτει αὐτό πού φρονεῖ ἡ Ἐκκλησία (αὐτό τό λέμε τώρα «στερεότυπο»!) δηλ. ὅτι ἡ καταστροφή τῶν Σοδόμων μέ φωτιά καί θειάφι σχετίζονται μέ τήν ὁμοφυλοφιλία τῶν Σοδομιτῶν!   Ἀγωνίζεται δέ ὁ π. Β. μέ ὑπερβολικό ἄγχος νά ἀποδείξει ὅτι ἡ καταστροφή αὐτή ὀφείλεται στήν ἀφιλόξενη διάθεση καί γενικῶς σέ ἄλλες ἁμαρτίες τῶν κατοίκων τῆς πόλεως τῶν Σοδόμων.

  α) Παλαιά Διαθήκη 

  Ι) Ἡ ὁμοφυλοφιλία τελική κορύφωση τῆς ὑπερηφάνειας.

Ὁ π. Βασίλειος χρησιμοποιεῖ χωρία τῆς Π.Δ. γιά νά ἀποδείξει τούς ἰσχυρισμούς του :
-            Ἀπό τή Σοφία Σολομῶντος παραθέτει χωρίο (Σοφ. Σολ. 19, 13-14) πού συγκρίνει τήν  ἀφιλοξενία τῶν Αἰγυπτίων ἔναντι τῶν Ἑβραίων μέ τήν ἀφιλοξενία  τῶν Σοδομιτῶν ἔναντι τῶν Ἀγγέλων. Ἐπειδή δέν γίνεται λόγος στό συγκεκριμένο χωρίο γιά τή βδελυρή μανία τῶν Σοδομιτῶν μήπως αὐτό σημαίνει πώς γιά τή Ἁγία Γραφή ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι ἄσχετη μέ τούς σοδομῖτες καί τήν καταστροφή τους;
-           Ἄλλο χωρίο : «( ὁ Κύριος) δέν γλύτωσε τούς συμπολίτες τοῦ Λώτ πού τούς βδελύχθηκε γιά τήν ὑπερηφάνειά τους»(Σοφ. Σειράχ 16, 8).  Τονίζοντας ὁ σοφός Σειράχ τή ρίζα ὅλων τῶν παθῶν τήν ὑπερηφάνεια, σημαίνει ὅτι δέν τήν σχετίζει μέ τή μανία τῆς ὁμοφυλοφιλίας; Ἀντιθέτως!  Στό ἑπόμενο χωρίο(16, 9) διαβάζουμε : «οὐκ ἠλέησεν ἔθνος ἀπωλείας τούς ἐξηρμένους ἐν ἁμαρτίαις αὐτῶν» δηλ. δέν ἐλέησε τό ἔθνος αὐτό τῆς ἀπώλειας πού ὑπερηφανεύονταν γιά τίς ἁμαρτίες τους». Καί βέβαια, ἡ ἀσχημοσύνη τῆς ὁμοφυλοφιλίας εἶναι, ἀπ΄ὅσες ἁμαρτίες τῶν Σοδομιτῶν γνωρίζουμε,  ἡ κατ΄εξοχήν ἁμαρτία τους πού μέ τόση ὑπερηφάνεια, μανία, ἐπιμονή καί ἀναίδεια διέπρατταν.
-             Ἄλλο χωρίο πού παραθέτει ὁ π. Βασίλειος: «Οἱ πόλεις αὐτές ἁμάρτησαν ὅταν περηφανεύτηκαν...καί ζοῦσαν μέ περιττή πολυτέλεια, καί δέν βοήθησαν τούς φτωχούς...Περηφανεύτηκαν κι ἔκαναν πράξεις βδελυρές.  Ὅταν τά εἶδα αὐτά τίς έξαφάνισα» (Ἰεζ, 16, 49-50).  Ὅσα  λέει ἐδῶ ὁ Κύριος στόν προφήτη Ἰεζεκιήλ δέν εἶναι παρά μιά σαφέστερη ἐξήγηση τοῦ προηγουμένου χωρίου.  Οἱ Σοδομίτες περηφανεύτηκαν «κι ἔκαναν πράξεις βδελυρές».  Χρειάζεται νά ποῦμε ὅτι αὐτές οἱ βδελυρές πράξεις εἶναι ἡ ὁμοφυλοφιλική μανία; Καί μετά; Ὅταν τά εἶδε ὁ Κύριος ἐξαφάνισε τίς πόλεις αὐτές. Καί ξέρουμε μέ ποιό φοβερό τρόπο!
 Μήπως κανείς ὅταν ἀγωνιᾶ νά δείξει τό πικρό γλυκύ καί τό σκότος φῶς  σκοτίζεται ὁ νοῦς του ;  Λέει ὁ Χριστός μας : «Ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει» (Ἰω. 12, 35)
-           Χρησιμοποιεῖ ὁ π. Βασίλειος καί δύο χωρία (Ἡσ. 1, 11-15 καί Ἱερ, 23, 14)  στά ὁποῖα ὁ Ἰσραηλιτικός λαός, λόγω τῆς ἀποστασίας του παρομοιάζεται ἀπό τούς προφῆτες, πού μετέρχονται ἕνα σχῆμα ὑπερβολῆς, μέ τά Σοδομα καί τά Γόμορρα.  Καί βέβαια ἀπό χωρία μέ ἀλληγορικό περιεχόμενο δέν μποροῦμε νά ἐξάγουμε συμπεράσματα γιά τίς ἁμαρτίες καί τήν καταστροφή τῶν Σοδόμων, ἀφοῦ οἱ Ἑβραῖοι, παρά τίς ἁμαρτίες τους, δέν χαρακτηρίζονταν γιά ὁμοφυλόφιλες πράξεις.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ  τό  Σοφον. 2, 9-10, ὅπου, μέ τά  Σόδομα καί τά Γόμμορα, παρομοιάζονται οἱ Μωαβίτες καί οἱ Ἀμμωνίτες.
Τέλος τό χωρίο Γ’ Μακκ. 2, 5. πού παραθέτει ὁ π. Βασίλειος δέν ἔχει γενικόλογο χαρακτήρα, ὅπως ἰσχυρίζεται, ἀλλά εἶναι φωτιά καί θειάφι γιά ὅσους ἐπιβουλεύονται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Παραθέτω τό κείμενο : σύ τούς ὑπερηφανίαν ἐργαζομένους Σοδομίτας, διαδήλους ταῖς κακίαις γενομένους, πυρί καί θείῳ κατέφλεξας, παράδειγμα ἐπιγενομένοις καταστήσας.  Μετάφραση (ὅπως τήν χρησιμοποιεῖ ὁ π. Θερμός) : «Ἐσύ Κύριε,  κατέκαψες μέ φωτιά καί θειάφι τούς κατοίκους τῶν Σοδόμων καί τούς ἔκανες παράδειγμα γιά τούς μεταγενεστέρους γιατί συμπεριφέρονταν μέ ἀσέβεια(ὑπερηφάνεια λέγει τό κείμενο τῶν Ἑβδομήκοντα) καί εἶχαν γίνει διαβόητοι γιά τή διαφθορά τους» .  Γιατί ἄραγε εἶχαν γίνει διάβοητοι; Σέ τί συνίστατο ἡ διαφθορά τους πού ἔκανε τούς πάντες νά τούς ἀποστρέφονται; Μήπως γιατί ἦσαν ἀφιλόξενοι; Ἀστεῖο καί νά τό σκεφτεῖ κανείς.  Ἡ ὁμοφυλοφιλία, τό βδελυρό ἀποτέλεσμα τῆς ὑπερηφάνειας, τούς εἶχε κάνει διάσημους!   Μήπως σᾶς θυμίζει κάτι σήμερα;  Gay pride, παρελάσεις ὁμοφυλόφιλης ὑπερηφάνειας!
  Ἕνα συμπέρασμα : Ἡ τρυφηλή ζωή καί ἡ σκληρότητα τῶν Σοδομιτῶν συνδυαζόμενα μέ τήν ὑπερηφάνεια κορυφώνονταν στήν ἀποτρόπαια σοδομιτική-ὁμοφυλοφιλική ἁμαρτία.  Αὐτή ἡ κορύφωση δέν ἔγινε ἀνεκτή ἀπό τόν Θεό.
ΙΙ)  Ἡ ἴδια ἡ διήγηση βεβαιώνει ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἦταν ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων.
            Βέβαια  ἡ ἴδια ἡ συνέχεια, ἡ ροή τῆς διηγήσεως ἀπό τή Γένεση (Γεν. 18, 20 -  19, 29) πού ἀναφέρεται στούς Σοδομίτες, πείθει ὅτι ἡ καταστροφή τῶν Σοδόμων ὀφείλεται στό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Ἄς δοῦμε ἀπό κοντά τή διήγηση : Ὁ Λώτ φιλοξένησε στό σπίτι του δύο νέους μή γνωρίζοντας ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἀγγέλους.  Ἀφοῦ τούς παρέθεσε δεῖπνο, πρίν κοιμηθοῦν «ὅλοι οἱ Σοδομῖτες ἄνδρες τῆς πόλεως ἀπό τόν πιό νέο ὡς τόν γεροντότερο περικύκλωσαν τό σπίτι του Λώτ καί  τοῦ φώναζαν: ʺΠοῦ εἶναι οἱ ἄνδρες πού μπῆκαν στό σπίτι σου τή νύχτα; Βγάλε τους ἔξω γιά νά βρεθοῦμε ἐρωτικά μαζί τουςʺ.  Ὁ Λώτ βγῆκε στό πλατύσκαλο, ἔκλεισε πίσω του τήν πόρτα καί τούς λέει: 
ʺἈδελφοί μου, μή κάνετε τέτοιο πονηρό πράγμα.  Ἔχω δύο θυγατέρες πού δέν γνώρισαν ἄνδρα. Θά τίς φέρω ἔξω κι ἐσεῖς κάνετε ὅ,τι σᾶς ἀρέσει μαζί τους.  Μόνο μήν κάνετε κακό σ΄αὐτούς τούς ἄνδρες πού μπῆκαν κάτω ἀπό τή σκέπη τοῦ σπιτιοῦ μουʺ. Τοῦ λένε ἐκεῖνοι : ʺ Φύγε ἀπό κεῖ.  Ἦρθες ἐδῶ ξένος καί θέλεις νά μᾶς κάνεις τόν κριτή; Τώρα θά πάθεις χειρότερα ἀπ΄αὐτούςʺ.  Ἄρχισαν λοιπόν νά κακομεταχειρίζονται τόν Λώτ καί πλησίασαν γιά νά σπάσουν τήν πόρτα.    Τότε οἱ ἄνδρες [οἱ Ἄγγελοι] ἅπλωσαν τά χέρια τους, τράβηξαν μέσα στό σπίτι τόν Λώτ κι ἔκλεισαν τήν πόρτα.  Κι αὐτούς πού ἦσαν ἔξω ἀπό τήν πόρτα, ὅλους μικρούς καί μεγάλους τούς ἔπληξαν μέ τύφλωση ὥστε ἀπόκαμαν ψάχνοντας νά βροῦν τήν πόρτα. Εἶπαν δέ οἱ ἄγγελοι στόν Λώτ : ʺἜχεις ἐδῶ γαμπρούς, γιούς ἤ θυγατέρες; Ἤ μήπως ὑπάρχει κάποιος ἄλλος δικός σου στήν πόλη;  Βγάλε τους ἔξω ἀπ΄ αὐτόν τόν τόπο. Θά τόν καταστρέψουμε γιατί ἡ κατακραυγή ἐναντίον τους ὑψώθηκε πρός τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀπέστειλε νά καταστρέψουμε τελείως αὐτή τήν πόλη».
Τούς ἀγγέλους τελικά ἀκολούθησαν ὁ Λώτ, ἡ σύζυγός του καί οἱ δύο θυγατέρες του. Κρατώντας  τους οἱ ἄγγελοι ἀπό τό χέρι τούς ὁδήγησαν μακριά ἀπό τήν πόλη.  Μόλις ἔφθασαν στή Σηγώρ ὁ «Κύριος ἔβρεξε στά Σόδομα καί τά Γόμμορα θειάφι καί φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί κατέστρεψε ἐκεῖνες τίς πόλεις, τίς περιοχές γύρω ἀπό αὐτές καί ὅσους κατοικοῦσαν ἐκεῖ καί ὅλα ὅσα φύτρωναν στή γῆ ἐκείνη».
Ἀπό μόνη της ἡ διήγηση μᾶς δείχνει ὅτι ἀμέσως μετά τήν ἀναίσχυντη προσπάθεια τῶν Σοδομιτῶν νά συνευρεθοῦν μέ τούς ἀγγέλους  ἀκολούθησε ἡ τιμωρητική καταστροφή τῆς πόλεώς τους καί τῶν ἄλλων πόλεων πού ἔπασχαν ἀπό τή σοδομιτική μανία. Γιά νά καταλήξει κάποιος σέ ἄλλο συμπέρασμα, πρέπει νά διακόψει βίαια τό εἱρμό τῆς διηγήσεως στό σημεῖο πού οἱ ἄγγελοι  σύρουν μέσα τόν Λώτ καί τυφλώνουν τούς Σοδομίτες, νά δεῖ τή συνέχεια τῆς διηγήσεως ὡςμή  συνέχεια, καί νά ἀρχίσει νά διερωτᾶται, ποιά ἦταν ἡ αἰτία πού ἔπεσε φωτιά καί θειάφι στά Σοδομα. Καί τέλος νά πεῖ : « Ἄ, κατάλαβα!  Τούς ἔκαψε ὁ Θεός γιατί ἦσαν ἀφιλόξενοι». Ἄτοπο, ἀδύνατο καί ἀνόητο εἶναι νά σκεφθεῖ κάποιος ἔτσι.
Ἀρκετά ὡς ἐδῶ.  Θά ἐπανέλθουμε σέ ἄλλο κείμενό μας μέ μαρτυρίες τῆς Κ. Διαθήκης ...


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/D4FE69EB.el.aspx#ixzz49eOk2VqM

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ




Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ*
Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου
 


    Κύριε Πρέσβυ, Κυρίες και Κύριοι,
   Αν δεν ζούσαμε σε εξαιρετικά κρίσιμες για το Κυπριακό, το εθνικό μας θέμα, μέρες, αν οι στιγμές δεν ήσαν τόσο τραγικές, αν «κίνδυνοι Άδου» δεν μας περικύκλωναν και αν δεν ψηλαφούσαμε, κυριολεκτικά, την τουρκοποίηση της Κύπρου, θα θεωρούσα, ως Κύπριος κληρικός, το θέμα που μου δόθηκε για ανάπτυξη, ευκαιρία εγκαύχησης. Γιατί μετά της Εκκλησίας συνυφάνθη ολόκληρος ο βίος των Ελλήνων της Κύπρου. Και από του κηρύγματος του Ευαγγελίου, στη ζωή της Κύπρου τον πρώτο ρόλο τον έχει η Εκκλησία της.
Και πράγματι∙ ποίαν μεγαλύτερην εγκαύχησιν εν Κυρίω θα είχεν ένας κληρικός, διάδοχος των θρόνων εκείνων που ανήλθαν στην αγχόνη, ή σφαγιάστηκαν από τους κατακτητές, ή ακολούθησαν το ποίμνιό τους σε πικρές δουλείες και εξορίες και που κράτησαν, με παντοίες στερήσεις και προπηλακισμούς, μέχρι τις μέρες μας, τον τόπο ελληνικό και χριστιανικό, από την εξιστόρηση των κατορθωμάτων τους;
Η σημερινή κατάσταση, όμως, δεν συγκρίνεται σε τραγικότητα με καμιάν από τις καταστάσεις που πέρασε, μέχρι σήμερα, ο τόπος μας. Και όσοι συναισθανόμαστε τους κινδύνους, «βίον βιούμεν θανάτου πικρότερον». Οι Τούρκοι εφαρμόζουν κατά γράμμα, χωρίς να βιάζονται και χωρίς να παρεμποδίζονται από κανένα, τους προγραμματισμούς τους για την Κύπρο, όπως ο Νιχάτ Ερίμ, ο πρώην Τούρκος πρωθυπουργός, τούς εξέθεσε το 1956, ως βουλευτής ακόμα, σε μελέτη που τού είχε επίσημα ανατεθεί, και που συνίστανται στην τελική κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.
Σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες, κάτω από άλλο φακό και υπό διαφορετική   οπτική γωνία,    θα πρέπει να    εξετάσουμε το θέμα: τον φακό της ιστορικής μνήμης, που είναι απαραίτητο συστατικό της επιβίωσης ενός λαού, και της αυξημένης ευθύνης της Εκκλησίας στο δύσκολο σήμερα και στο δυσκολότερο αύριο. 
   Στην όλη ιστορία του Χριστιανισμού η έννοια της πατρίδος, όχι μόνον αναγνωρίζεται, αλλά και ευλογείται και καθαγιάζεται από την Εκκλησία. Ο Απ.Παύλος μιλώντας στον Άρειο Πάγο διδάσκει ότι η ύπαρξη εθνών και επίγειων πατρίδων ανάγεται στον Θεό: «Εποίησεν (ο Θεός) εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών»(Πρ.17,26). Ο ίδιος ο Χριστός, ως άνθρωπος, δεν απαρνείται την αγάπη προς την πατρίδα του. Έτσι, «έκλαυσεν επί την Ιερουσαλήμ» προβλέποντας την καταστροφή της. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι «ουδέν πατρίδος γλυκύτερον».
Και η Εκκλησία επαινεί τον υγιή πατριωτισμό και εύχεται όπως ο Θεός ευλογεί τους άρχοντας, «νίκας χορηγών αυτοίς κατά των πολεμίων» και όπως διαφυλάσσει τας Χριστιανικάς πόλεις «εκ βαρβαρικής αλώσεως» και «εκ παντοίων κινδύνων». Στη Θεία Λειτουργία του Μ.Βασιλείου προσευχόμαστε όπως ο Θεός «επισκιάζει επί την κεφαλήν αυτών (των πιστών βασιλέων, ή αρχόντων) εν ημέρα πολέμου....και υποτάσσει αυτοίς πάντα τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα». 
 Η επίγεια πατρίδα για μάς τους Έλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς είναι συντονισμένη στο πνεύμα της ουράνιας πατρίδας. Οι δρόμοι της είναι αποστολοβάδιστοι. Το χώμα της είναι ποτισμένο με το αίμα των μαρτύρων της πίστεως και αγιασμένο από τους τάφους που δέχτηκαν τα τίμια λείψανά τους. Τα βουνά και οι κάμποι της είναι στολισμένοι με μοναστήρια και εκκλησίες, τα σκηνώματα της πίστης μας. Η Ιστορία της είναι γραμμένη με τα διδάγματα και τις θυσίες των αγίων. Έτσι η επίγεια πατρίδα ανάγει τον άνθρωπο προς τα άνω, συντελεί στη δημιουργία μιας κοινωνίας της οποίας οι πολίτες γίνονται ουρανοπολίτες.
Έντονα διαποτισμένη με θρησκευτικό χαρακτήρα, λοιπόν, η έννοια της πατρίδος. Και κατοχυρωμένη η συμμετοχή της Εκκλησίας στους αγώνες του έθνους για υπεράσπιση, ή απελευθέρωσή της.
Θα περιοριστώ, στη συνέχεια, στην προσφορά της Εκκλησίας της Κύπρου στους αγώνες του έθνους, εξετάζοντας το θέμα σε δυο αλληλένδετες ενότητες. Θα αναφερθώ πρώτα στη συμμετοχή και προσφορά της Κυπριακής Εκκλησίας στους αγώνες του ευρύτερου Ελληνισμού και ύστερα στους αγώνες της για ανάκτηση αλλά και προάσπιση της ελευθερίας της ίδιας της Κύπρου.
Πειστήριον αλάνθαστο της ελληνικότητας της Κύπρου είναι η συμμετοχή της σ’ όλους τους αγώνες των Πανελλήνων, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Στους αγώνες και τις προσπάθειες που κατέβαλλε η  ίδια για τη δική της δικαίωση, δεν ξεχνούσε το ευρύτερο όραμα της φυλής. Πρωτοπόρος  στους μετά Χριστόν αγώνες υπήρξε η Εκκλησία της Κύπρου, επί κεφαλής του λαού της.
        Αφήνοντας πίσω παλαιότερες συμμετοχές των Κυπρίων στα απελευθερωτικά κινήματα που εκδηλώνονταν στην κυρίως Ελλάδα και στην Μικρά Ασία, θα περιοριστώ στον αγώνα του 1821 και όσους ακολούθησαν ύστερα από αυτόν. Πρώτος Κύπριος μάρτυρας στον αγώνα της παλιγγενεσίας, ο Ιωάννης Καρατζάς από τη Λευκωσία, νεωκόρος του ελληνικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Βουδαπέστη, που μαρτύρησε μαζί με τον Ρήγα Φεραίο στις 7 Ιουνίου 1798.
Μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήσαν αρκετοί Κύπριοι του εξωτερικού, όπως ο Θεόφιλος Θησεύς, ανεψιός του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, ο Αρχιεπίσκοπος Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζής και ο Μητροπολίτης Νικομηδείας Αθανάσιος Καρύδης.
Πολλοί ήσαν οι Κύπριοι που πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αρκετοί σκοτώθηκαν στην μάχη των Αθηνών στα 1826. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι: Ο Κολοκοτρώνης γράφει για τον Κύπριο Νικόλαο Θησέα, τον συγγενή του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, ότι δαπανούσε «εξ ιδίων του πάντοτε και δεν κατεδέχθη να επιβαρύνει εις ουδεμίαν περίπτωσιν το εθνικόν ταμείον». Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης εξυμνεί την προθυμία του Θεοφύλακτου Θησέα, ενώ ο Μακρυγιάννης χαρακτηρίζει τον Μιχάλη Κυπραίο, που έπεσε στη μάχη των Μύλων ως «καλό και γενναίο στρατιώτη». 
Το 1880 στάλησαν στην Κύπρο Έλληνες αξιωματικοί για την αγορά ημιόνων, αφού προπαρασκευαζόταν η απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τούς συνόδευσαν 150 εθελοντές, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος γράφει στον βασιλέα Γεώργιο ότι «η Κύπρος, συναισθανομένη την τε αλληλεγγύην και το καθήκον προς την Μητέρα Ελλάδα, σπεύδει να συντελέσει κατ’ ελάχιστον με την ευόδωσιν του εθνικού τούτου έργου». Από τότε, εθελοντές από την Κύπρο προστρέχουν με αυξανόμενους ρυθμούς σε κάθε ευτυχή, ή ατυχή,  προσπάθεια του Έθνους. Πάνω από χίλιοι μάχονται κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897.
Τέσσερις χιλιάδες συμμετέχουν στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους και εκεί φονεύεται, ηρωϊκώς μαχόμενος στην Ήπειρο, ο Δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος. Μεταξύ των ιερέων του στρατού διακρίθηκε τότε, τόσο για το ήθος όσο και το φρόνημά του, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄. 
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των φιλοσυμμαχικών στρατευμάτων της Βενιζελικής κυβέρνησης πολέμησαν 13.000 Κύπριοι.
Η Μικρασιατική εκστρατεία δονεί σύγκορμα τους Κυπρίους και την Εκκλησία τους. Οραματίζονται, με την συμμετοχή τους σ’αυτή, την εκπλήρωση πόθων γενεών πολλών, που πέθαναν με την προσδοκία της εθνικής ολοκλήρωσης.
Την όλη συμπόρευση του Κυπριακού Ελληνισμού με τον Ελληνικό λαό εκφράζει πολύ χαρακτηριστικά μια εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου του Γ΄ τον Μάρτιο του 1921, προς τον Κυπριακό λαό, με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων από την κήρυξη της Επαναστάσεως του 1821.  Βρισκόταν τότε στο μεσουράνημά της και η προσπάθεια απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας. Λέγει μεταξύ άλλων ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος:
«… Τέκνον της αυτής Ελληνικής Μητρός ο Κυπριακός λαός, εκδηλώσας εν τη εξελίξει τρισχιλιετούς ιστορίας την ομογένειαν και ομοφυλίαν μετά των λοιπών αδελφών αυτού, δεν θα θελήση να μείνη έξω της μεγάλης ταύτης εθνικής πανηγύρεως.
Δούλος και τότε ο Κυπριακός λαός, αλλά καιόμενος από τον έρωτα προς την Ελευθερίαν, ως η λοιπή Φυλή, προσέφερεν επί του αυτού βωμού τα τιμιώτερά του θύματα, Αρχιερείς, ανωτέρους κληρικούς, προύχοντας, επιφανείς ή αφανείς μάρτυρας της Ελ­ληνικής Ιδέας.
Δούλος ο Κυπριακός λαός εν τη διαρροή της πρώτης Νεοελληνικής εκατονταετηρίδος, συνέβαλε το καθ’ εαυτόν εις την τεταμένην προσπάθειαν της όλης Φυλής προς εθνικήν αποκατάστασιν των υποδούλων... Δέν είναι ολίγοι οι ήρωες του, όσων τα οστά λευκαίνονται ήδη εις κάθε γωνίαν Ελληνικήν, όπου εσύρθη εκδικητικός ο ρους των αηττήτων διαδόχων των αθανάτων Ακριτών κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους.
Ο Κυπριακός λαός συνεθλίβη και συνέκλαυσε μετά του όλου Γένους εις στιγμάς μεγάλων δοκιμασιών, συνεχάρη δε και συνεώρτασεν εις στιγμάς χαρμοσύνων πανηγύρεων. Και τώρα δεν θα μείνη έξω της μεγάλης εορτής, διότι ξένοι ακόμη δεσπόζουν των τυχών αυτού...»
          Μετά την τραγική έκβαση εκείνης της εκστρατείας η Κύπρος δέχτηκε με αδελφική αλληλεγγύη μεγάλο αριθμό προσφύγων κι οι εκκλησίες άνοιξαν τα ταμεία τους για την ανακούφισή τους.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η Κύπρος έμοιαζε μ’ ένα ηφαίστειο εθνικής αλληλεγγύης. Εθελοντές κατά χιλιάδες (πέραν των 15. 000 κατετάγησαν, τότε, στον Βρετανικό στρατό δηλώνοντας απερίφραστα ότι με τον τρόπο αυτό πολεμούσαν στο πλευρό της Ελλάδος, της μητέρας πατρίδας τους), έρανοι παντού. Με εράνους, με πρωτοβουλία της Μητρόπολης Κερύνειας, αγοράστηκε το αεροπλάνο «Κερύνεια» για την Ελλάδα. Με εγκύκλιο του Τοποτηρητού του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, Μητροπολίτου Πάφου Λεοντίου, άνδρες και γυναίκες μέσα σε κλίμα έντονης συγκινησιακής φόρτισης, πρόσφεραν τα δακτυλίδια τους και άλλα προσωπικά είδη και χρυσαφικά, μεγάλης υλικής και συναισθηματικής αξίας, στους δίσκους που περιφέρονταν στους ναούς για την ελληνική στρατιωτική ενίσχυση.
Στο χωριό Κούκλια της Πάφου δόθηκαν τα εξαπτέρυγα με δήλωση του ιερέως: «Όταν η πατρίδα κινδυνεύει δεν χρειαζόμαστε εξαπτέρυγα. Μπορούμε και χωρίς αυτά να κάμουμε Λειτουργία». Στην Καλλέπεια, άλλο χωριό της Πάφου, δόθηκαν τα ασημένια καντήλια του ναού, ενώ στην Τάλα, τρίτο χωριό της επαρχίας μου, το ιερό δισκοπότηρο. 
Συμπαραστάθηκε, λοιπόν, και συμμετέσχε σ’ όλους τους αγώνες του Έθνους η Κύπρος, διά της Εκκλησίας της, γιατί θεωρούσε πως κοινή είναι η μοίρα του Έθνους.
Είναι αυτονόητο πως αν η Εκκλησία της Κύπρου αγωνίστηκε με ζήλο και αυταπάρνηση για τα άλλα τμήματα του Ελληνισμού, θα αγωνιζόταν με πολλαπλάσιο ζήλο και πολλαπλάσια αυταπάρνηση για το ίδιο το ποίμνιό της. Αν για τους άλλους ένιωθε συνυπεύθυνη, για τους Κυπρίους ήταν η μοναδική υπεύθυνη.
Έχοντας το κύρος του Αυτοκεφάλου και περιβεβλημένη με ειδικά αυτοκρατορικά προνόμια, λόγω της ακριτικής – μέσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία – γεωγραφικής θέσης της νήσου, η Εκκλησία της Κύπρου ταύτισε, κυριολεκτικά, τις τύχες της με τις τύχες του ποιμνίου της. Τον 7ο αιώνα ο Αρχιεπίσκοπος και η Ιεραρχία ακολουθούν το ποίμνιό τους στα μέρη της Κυζίκου, στον Ελλήσποντο, στη Νέα Ιουστινιανούπολη, φεύγοντας τις επιδρομές και τις δηώσεις των Αράβων, σε ένα αγώνα φυσικής επιβίωσης. Απόηχος εκείνης της μετοικεσίας είναι ο τίτλος του εκάστοτε Προκαθημένου της Κυπριακής Εκκλησίας, ως Αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου. Λίγο αργότερα, τον 9ο αιώνα, ο επίσκοπος Χύτρων, Άγιος Δημητριανός, ακολουθεί εκουσίως το ποίμνιό του στην αιχμαλωσία, στα μέρη της Μεσοποταμίας και το στηρίζει. Οι συνεχείς προσπάθειές του και ο υποδειγματικός βίος του, πείθουν τον ηγεμόνα να επιτρέψει τον επαναπατρισμό.
Στους δύσκολους αιώνες της Λατινοκρατίας, που εκτείνεται από το 1191 μέχρι το 1570, ο αγώνας ήταν σκληρός, κι όπως συνήθως, διμέτωπος. Ήταν αγώνας για την ανάκτηση της εθνικής ελευθερίας αλλά και την προάσπιση της Ορθόδοξης πίστης. Η διοικητική δομή της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου εξαρθρώθηκε. Από τις 14 επισκοπές καταργήθηκαν οι 10. Και οι 4 επίσκοποι, που επετράπη να παραμείνουν, απομακρύνθηκαν, από τις πόλεις, σε μικρά χωριά. Κάτω όμως κι απ’ αυτές τις πιο αντίξοες συνθήκες, η Εκκλησία κράτησε άσβεστο το φως της εθνικής αυτοσυνειδησίας, προφυλάσσοντάς το από τους παπικούς μισσιοναρίους που, δρώντας ύπουλα, απέδιδαν τα δεινοπαθήματα του τόπου και του λαού στά αμαρτήματα της Ορθοδοξίας και επιχειρούσαν τον εκλατινισμό. 
Πολλές, αλλά ανεπιτυχείς, λόγω της σκληρής διακυβέρνησης των Φράγκων, οι επαναστάσεις των Κυπρίων την περίοδο αυτή. Άξιο ιδιαίτερης αναφοράς είναι το φρικτό μαρτύριο των 13 μοναχών της Καντάρας, το 1231, που έμειναν μέχρι το τέλος αμετακίνητοι στα πατρώα, ορθόδοξα, δόγματα. 
Η Εκκλησία της Κύπρου συνειδητοποιεί βαθύτερα τον ρόλο της κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Προηγουμένως, υπήρχε το ελεύθερο ελληνικό βυζαντινό κράτος, που παρόλη τη συρρίκνωσή του, συνιστούσε πηγή ελπίδας για τους Κυπρίους. Στην Τουρκοκρατία και στην Αγγλοκρατία, που ακολούθησε, η Εκκλησία ήταν ο μόνος οργανωμένος εθνικός φορέας των υποδούλων κι η μόνη ελπίδα τους.
«Ως όρνις επισυνάγουσα τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας» εις καιρόν κινδύνου, η Εκκλησία της Κύπρου, ανέλαβε τη στήριξη του λαού με κάθε τρόπο, αναμένουσα την ανατολή καλύτερων ημερών. Συνάμα υποβοήθησε κάθε εξέγερση κατά του δυνάστη, όταν διαφαινόταν έστω και αμυδρά, πιθανότητα επιτυχίας. Θα ’πρεπε ο λαός να μην περιπέσει στον ραγιαδισμό και να μην καταντήσει στην απλή επιβίωση. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις προσπάθειες που έγιναν από την Εκκλησία στις αρχές του 17ου αιώνα, προς τον δούκα της Σαβοΐας όπως βοηθήσει «εις την απελευθέρωσιν του τόπου από τα χέρια του τυράννου». Επαναστατικά κινήματα συνταράσσουν το νησί κατά τα έτη 1607, 1764 και 1765. Το 1794 με υποκίνηση και βοήθεια του ηγουμένου της Μονής Χρυσορρογιάτισσας, στην Πάφο, γίνεται ανακατάληψη βεβηλωθέντος ναού και αναπτερώνεται, έτσι, το ηθικό των Χριστιανών. Αμείλικτοι όμως οι Τούρκοι καταπνίγουν τόσο τη στάση αυτή όσο και άλλες που επιχειρήθηκαν, στο αίμα.
Παράλληλα στους ασέληνους αιώνες της Τουρκικής δουλείας, η Εκκλησία ανέλαβε και τη βαρύτατη αποστολή της διατήρησης και διάδοσης, ανάμεσα στο ποίμνιό της, της ελληνικής γλώσσας και, γενικότερα, της ελληνικής παιδείας. Ήταν κι αυτός ένας άλλος δύσκολος αγώνας, αποφασιστικής σημασίας, για την επιβίωση του έθνους. Καταλάβαινε, η Εκκλησία, πως η ελληνική γλώσσα είναι βασικός παράγοντας διά του οποίου εκδηλώνεται η εθνική αυτοσυνειδησία. Οι Έλληνες της Κύπρου θα παρέμεναν Έλληνες αν μιλούσαν ελληνικά. Εξάλλου η ελληνική γλώσσα ήταν ο αρραγής συνδετικός κρίκος της ιστορίας του έθνους μας, μιας ιστορίας πέραν των 30 αιώνων. Ήταν η γλώσσα του Ομήρου και του Σοφοκλή, αλλά και του Παλαιολόγου και του Ρήγα Φεραίου. Μιλώντας Ελληνικά θα συνειδητοποιούσαν, οι υπόδουλοι, ποιοι ήταν οι πρόγονοί τους και πώς θα’πρεπε να συμπεριφερθούν ως άξιοι απόγονοί τους.
Έτσι, αρχίζουν από τον 18ο αιώνα να δημιουργούνται, από την Εκκλησία, τα πρώτα σχολεία για στοιχειώδη εκπαίδευση, κυρίως γλωσσική, σε πόλεις και χωριά. Κύριο σταθμό στον τομέα αυτό αποτελεί η κατά το 1812 ίδρυση, από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, της «Ελληνικής Σχολής» που εξελίχθηκε αργότερα στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο. Η Σχολή «θα βοηθούσε στην καλυτέρευση των ηθών», όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρακτικό σύστασής της. Μα ο ρόλος της δεν θα σταματούσε εκεί. Θα βοηθούσε στη διαφύλαξη και ενίσχυση της εθνικής αυτοσυνειδησίας και ελπίδας. Κατανοούσε, η Εκκλησία, πως μέσα στον αριθμητικό κατακλυσμό των βαρβάρων μόνο με την ποιότητα, την πνευματική πρόοδο και προκοπή, θα επιζούσαμε. Και πράγματι η πρωτοβουλία της Εκκλησίας, να θέσει υπό την ευθύνη της την Παιδεία του τόπου, αποδείχτηκε, εκ των υστέρων, η καίρια προϋπόθεση της αποτυχίας όλων των αφελληνιστικών προσπαθειών που ακολούθησαν.
Σημαντικότατος ήταν και ο ρόλος των Ιερών Μονών για την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τα χρήματα των Μονών ήταν το κεφάλαιο του Γένους σε ώρες ανάγκης. Η γη τους ήταν το κυριότερο αντίβαρο στην Τουρκική κτημοσύνη και η επέκτασή της αυτόματα εσήμαινε επέκταση της ελληνικής κατοχής και επίσχεση του εξισλαμισμού. Γύρω από τις Μονές και τα μετόχιά τους, η υλική, τουλάχιστον, επιβίωση του Χριστιανικού πληθυσμού ήταν εξασφαλισμένη, και αυτό δεν ήταν μικρό. Ήταν η πιεστικότερη προτεραιότητα της στιγμής.
Η ίδια η πρωτεύουσα διασώθηκε από την τουρκική περικύκλωση και εξασφαλίστηκε η ελληνική υπεροχή, με την απόφαση της Μονής Κύκκου, να αγοράσει, στη δεκαετία του 1880, αμέσως μετά την αλλαγή κυριάρχων, όλα τα τουρκικά τσιφλίκια των γύρω χωριών. Χωρίς την επέκταση εκείνη,   μοίρα της ελληνικής κοινότητας Λευκωσίας, στον 20ό αιώνα, θα ήταν η ασφυξία και ο μαρασμός. 
Τμήμα της όλης Ελληνικής πατρίδας, η Κύπρος, δεν έμεινε μακριά από την προετοιμαζόμενη εξέγερση του 1821.
Ο Κύπριος αρχιμανδρίτης Θεμιστοκλής Θησεύς επισκέφθηκε τη νήσο και γνωστοποίησε στον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό ότι η επανάσταση που προετοιμαζόταν για χρόνια, επρόκειτο να εκδηλωθεί και ζήτησε την ηθική συμπαράσταση της Εκκλησίας και του λαού. Ο Κυπριανός ήταν μυημένος από καιρό στη Φιλική Εταιρεία. Τόσον αυτός, όμως, όσον και οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας είχαν, πολύ σωστά, διαβλέψει την ιδιότυπη θέση της Κύπρου μέσα στο κέντρο του σουλτανικού κράτους. Κάθε απόπειρα ένοπλης εξέγερσης των Κυπρίων θα καταπνιγόταν αμέσως στο αίμα από δυνάμεις που θα αποβιβάζονταν γρήγορα από τις γύρω περιοχές. Γι’ αυτό και ο Κυπριανός «ηυλόγησε το εγκυμονούμενον εγχείρημα και ενίσχυσεν αυτό χρηματικώς κατά το δυνατόν». Αναφέρεται πως ο Κανάρης πλησίασε πολλάκις την Κύπρο και πήρε τρόφιμα και ρουχισμό που μαζεύτηκαν από τους κατοίκους για τον αγώνα. Αναφέρεται ακόμα, πως πριν εκραγεί η επανάσταση γίνονταν, καθημερινά, εικονικές κηδείες στον Καθεδρικό Ναό της Λευκωσίας και μέσα στα φέρετρα μεταφέρονταν όπλα τα οποία διοχετεύονταν, αργότερα, με ασφαλή τρόπο στις επαναστατημένες περιοχές. 
Η Κύπρος και η Εκκλησία της πλήρωσαν ακριβά τη συμμετοχή τους στον αγώνα των Πανελλήνων έστω και αν αυτή η συμμετοχή δεν γινόταν στα φανερά.
Στις 9 Ιουλίου 1821, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι τρεις Μητροπολίτες, ηγούμενοι, αξιωματούχοι και άλλοι κληρικοί και λαϊκοί, 486 άτομα, θυσιάστηκαν, ως «αγνά και άμωμα ιερεία» υπέρ πίστεως και πατρίδος. 
Ανεπιτυχή επαναστατικά κινήματα εκδηλώθηκαν, με όλες τις τραγικές συνέπειές τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κι όταν το 1878 η Κύπρος περιήλθε στα χέρια των Άγγλων, οι Έλληνες κάτοικοί της θεώρησαν ότι πλησίασε ο χρόνος της εθνικής αποκατάστασής τους. Νόμιζαν πως, όπως το 1864 η Αγγλία πρόσφερε τα Επτάνησα στην Ελλάδα, έτσι θα γινόταν και με την Κύπρο. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος υποδεχόμενος τους Άγγλους διαβεβαίωσε ότι ο κυπριακός λαός, «θέλει διατελεί αφοσιωμένος εις την νέαν αυτού κυβέρνησιν» αλλά «χωρίς να αρνηθεί την καταγωγήν και τους πόθους αυτού».
Οι ελπίδες των Κυπρίων γρήγορα διεψεύσθησαν, ιδίως μετά το 1925 που η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο ως αποικία. Οι επισκέψεις του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου του Γ΄ στο Λονδίνο δεν απέδωσαν και τον Οκτώβριο του 1931 σημειώθηκε η πρώτη εξέγερση. Οι Άγγλοι κατέπνιξαν στο αίμα την εξέγερση αυτή  που είναι γνωστή ως «Οκτωβριανά» και προσπάθησαν να επιφέρουν καίριο πλήγμα κατά της Εκκλησίας που διαισθάνονταν ότι ευθυνόταν γι’ αυτή. Δύο Μητροπολίτες, ο Κιτίου και ο Κυρηνείας, καθώς και πάμπολλοι άλλοι, λαϊκοί και κληρικοί εξορίστηκαν. 
Ο αγώνας της Εκκλησίας συνεχίστηκε αμείωτος. Ο Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος, ως Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, και μόνος επίσκοπος στην Κύπρο από το 1933 μέχρι το 1947, παρόλο που σύρεται στα δικαστήρια, περιορίζεται σε μοναστήρια και υφίσταται εξευτελισμούς, μπορεί και κρατά την Παιδεία στα χέρια της Εκκλησίας και τον πόθο της Ένωσης με την Ελλάδα ζωντανό. Το 1950 η Εκκλησία διεξάγει το ενωτικό δημοψήφισμα, στο οποίο 96% του Κυπριακού Ελληνισμού ζήτησε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Οι Άγγλοι αρνήθηκαν να αποδεχτούν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Αρνήθηκαν να υλοποιήσουν και τις υποσχέσεις που έδωσαν στους Κυπρίους, περί ελευθερίας και δικαιοσύνης, όταν τους καλούσαν να υπηρετήσουν στο πλευρό τους, ως εθελοντές, κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο αίτημα των Κυπρίων για Ένωση με την μητέρα Ελλάδα αντιτάσσουν ότι το ζήτημα είναι κλειστό. Τότε  ο Ελληνικός Κυπριακός λαός αποφάσισε να ανοίξει το ζήτημα διά των όπλων, έχοντας καθοδηγητή την Εκκλησία του και επί κεφαλής τού αγώνα του τον Εθνάρχη Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄.
Η προετοιμασία του αγώνα έγινε κυρίως μέσω των Κατηχητικών και με την ίδρυση από την Εκκλησία των ΟΧΕΝ (Ορθοδόξων Χριστιανικών Ενώσεων Νέων και Νεανίδων). Υπό την ευθύνη και την καθοδήγηση εμπνευσμένων κληρικών, που ήταν ταυτόχρονα και φλογεροί πατριώτες, οι ΟΧΕΝ έγιναν τα εκκολαπτήρια των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Υπό την αιγίδα της Εκκλησίας λειτουργούσε και η ΠΕΟΝ (Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νέων) που ιδρύθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ΄, αμέσως μετά την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, και από την οποία προήλθαν άλλα στελέχη του αγώνα.
Όπως και στους άλλους αγώνες της Κύπρου, έτσι και στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών) ήταν έντονο το θρησκευτικό στοιχείο. 
Κύριο σύνθημα του αγώνα εκείνου ήταν το «υπέρ πίστεως και πατρίδος». Η πρώτη επαναστατική προκήρυξη του Διγενή ξεκινά με τη φράση: «Με την βοήθειαν του Θεού και πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας». Ο όρκος για τη μύηση στην οργάνωση γινόταν «εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Η «Θεολογία της απελευθέρωσης» που διατρανώθηκε ξεκάθαρα με τη διακήρυξη της εν Τροιζήνι Εθνοσυνελεύσεως του 1827, ήταν και είναι καθοδηγητικός φάρος όλων των μετέπειτα αγώνων του Ελληνισμού. «Κάλλιον να μην υπάρχη Έλληνας στον κόσμον παρά να ατιμάζη το κατ’εικόνα Θεού και ομοίωσιν, υπάρχων ανδράποδον του αναισθήτου Τούρκου, ενώ επλάσθη από τον Θεόν ελεύθερος», έλεγε εκείνη η διακήρυξη, που συνδέει, έτσι, το αγαθόν της ελευθερίας με την Θεολογία της Εκκλησίας. Η ελευθερία είναι γνώρισμα του Θεού που δωρήθηκε και στον άνθρωπο, αφού αυτός δημιουργήθηκε «κατ’εικόνα» Εκείνου. Απεμπόλησή της οδηγεί στην απάρνηση της ιδιότητας του ανθρώπου. 
Οι ήρωες του ’55 είναι πρωτίστως ήρωες της πατρίδος. Είναι, όμως, συνάμα και μάρτυρες της πίστεως και της Εκκλησίας με τα νάματα της οποίας εγαλουχήθησαν και από την οποίαν προήλθαν. 
Μεγάλη συνεισφορά της Εκκλησίας στον αγώνα συνιστούσε και η στήριξη και ενδυνάμωση του ηθικού των αγωνιστών. Προς τούτο είχε ιδρυθεί «Υπηρεσία Πνευματικού Ανεφοδιασμού». Αυτή προμήθευε, συν τοις άλλοις, θρησκευτικού και εθνικού περιεχομένου βιβλία στους αντάρτες και στους κρατουμένους, εξυψώνοντας το ηθικό τους  και προστατεύοντάς τους από την ανία και την πλήξη. Από τις επιστολές των αγωνιστών, των κρατουμένων, και ιδιαίτερα των μελλοθανάτων φαίνεται αυτή η ευεργετική επίδραση που εξασκούσε σ’ αυτούς η Εκκλησία. 
       Η εμπλοκή της Εκκλησίας στον τιτάνιο εκείνο αγώνα εκδηλώθηκε σε όλους τους τομείς, πρακτικά και άμεσα. Αυτή χρηματοδότησε τον αγώνα, την αγορά οπλισμού, τη συντήρηση των οικογενειών των ανταρτών και όσων φονεύονταν από τους Άγγλους κατακτητές.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Διγενής στο «Χρονικόν» του αγώνος της ΕΟΚΑ:
«Όπως εις όλους τους υπέρ ελευθερίας αγώνας του έθνους, ούτω και εις τον Κυπριακόν, η Κυπριακή Εκκλησία εστάθη εις το ύψος τής εθνικής αποστολής της και εβοήθησε κατά τρόπον αντάξιον προς τας παραδόσεις της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον σκληρόν τετραετή αγώνα. Η συμμετοχή του Κυπριακού κλήρου εις αυτόν υπήρξε καθολική και ανεπιφύλακτος, κατ’ αυτόν δε εδοξάσθη άπαξ έτι το τιμημένον ράσον. Η συμβολή των κληρικών δεν περιορίσθη μόνον εις βοηθητικάς υπηρεσίας , αλλά πλείστοι τούτων συμμετέσχον ενεργώς εις τον αγώνα, λαμβάνοντες μέρος εις ενέδρας και ενόπλους συγκρούσεις μετά του αντιπάλου....».
Τη σημασία της ενεργού ανάμιξης του Κλήρου τονίζει και η αντίδραση του εχθρού: Προσπάθησε αμέσως να εξοντώσει τους επί κεφαλής. Η σύλληψη και η εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Μητροπολίτου Κυρηνείας Κυπριανού, καθώς και του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου, οι περιορισμοί που επέβαλλαν συχνά στον τότε εθναρχεύοντα Μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο και τον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος Γεννάδιο, και η σύλληψη άλλων σημαινόντων κληρικών, σ’ αυτό αποσκοπούσε: Στη διάλυση του αγώνα. Ήταν εφαρμογή του «κτυπήστε την κεφαλή για να παραλύσει το σώμα».
Τα Μοναστήρια, από την άλλη, είχαν καταστεί τα καταφύγια των ανταρτών. Πολλοί από τους μοναχούς είχαν γίνει οι αγγελιαφόροι, τροφοδότες, φρουροί, οδηγοί των ορεινών ομάδων. Αναφέρω, και πάλιν ενδεικτικά, την Ιερά Μονή Μαχαιρά και τις υπηρεσίες που προσέφερε σε πολλούς αγωνιστές, ιδιαίτερα όμως στον Γρηγόρη Αυξεντίου ο οποίος με την μοναδική θυσία του ανταπέδωσε στο μυριοπλάσιο τις υπηρεσίες της Μονής. Την κατέστησε παγκόσμιο προσκύνημα.
Μα και οι άλλες Μονές, όλες οι Μητροπόλεις και όλα τα εκκλησιαστικά ιδρύματα είχαν συμβάλει τα μέγιστα στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Γράφει ο Ιωάννης Κασίνης στο βιβλίο του «Απομνημονεύματα του αγώνα της ΕΟΚΑ», για την Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας»: «Η Ιερατική Σχολή ήταν το κέντρο της ΕΟΚΑ... Εκεί κατέφευγαν κυνηγημένοι αγωνιστές και από εκεί στέλλονταν σε ασφαλείς τόπους...Από την αρχή του αγώνα μέχρι τον Ιούνιο του 1956, όλα τα φυλλάδια που κυκλοφορούσαν στην Κύπρο τυπώνονταν στην Ιερατική Σχολή... Κοντά στη σχολή και ύστερα από υποδείξεις του διευθυντή της , έγινε η κεντρική αποθήκη του οπλισμού της ΕΟΚΑ...» 
Αναφέρω πολύ σύντομα τα ονόματα κάποιων κληρικών με μεγάλη δράση στον αγώνα.
Οι αρχιμανδρίτες Ανάργυρος Σταματόπουλος της «Ζωής», και Κωνσταντίνος Λευκωσιάτης, διευθυντής της Ιερατικής Σχολής, οι στρατολόγοι της ΕΟΚΑ π.Φώτιος Καλογήρου και π.Σταύρος Παπαγαθαγγέλου, ο τότε διάκονος και σήμερα Ηγούμενος Χρυσορρογιατίσσης Διονύσιος, ο διατελέσας αρχιμανδρίτης στην Πάφο μ.Μάξιμος Κουρσουμπάς και άλλοι πολλοί. Αλλά και σε όλες τις ενορίες των πόλεων και σε όλα τα χωριά, οι ιερείς ήσαν υπεύθυνοι για τη διεξαγωγή εράνων, προς παροχή βοήθειας στις χήρες και στα ορφανά όσων φονεύονταν στον αγώνα, αλλά και στις οικογένειες των κρατουμένων και των ανταρτών. Στα σπίτια των κληρικών κατέφευγαν πολλάκις καταζητούμενοι αγωνιστές. Ο στρατηγός Γρίβας-Διγενής αναφέρει ονομαστικώς πολλούς από αυτούς.
Έτσι, λοιπόν, η Εκκλησία της Κύπρου που σε καιρούς κατακλυσμών στάθηκε η κιβωτός της σωτηρίας του λαού,  η καταφυγή και το στήριγμα στους κινδύνους, έγινε και το δόρυ και η εμπροσθοφυλακή και ο καθοδηγητής στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα. 
Στα χρόνια που ακολούθησαν, λόγω της εγκαθίδρυσης υπεύθυνης Κυπριακής Κυβέρνησης, η Εκκλησία μπόρεσε και απόθεσε μέρος των ευθυνών της γύρω από την εθνική διαπαιδαγώγηση του λαού. Στις τραγικές, όμως, μέρες που περνούμε, η φωνή της δεν σίγησε ούτε και θα σιγήσει ποτέ. Η Εκκλησία πάντοτε θα εκφέρει λόγον εθνικόν για επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού. Απ’ όλους, μάλιστα, δικούς μας και ξένους, φίλους και εχθρούς, ομολογείται πως ήταν καθοριστικός ο ρόλος της στην καθοδήγηση του λαού για απόρριψη του απαράδεκτου σχεδίου Ανάν που πρόσφερε την Κύπρο, εύκολη λεία στην Τουρκία.
Κύριε Πρέσβυ,
Κυρίες και κύριοι,
Θα ήμουν ευτυχής αν μπορούσα να πω ότι  οι τόσοι αγώνες της Εκκλησίας και του Κυπριακού λαού είχαν ως αποτέλεσμα μιαν υποφερτή ανεξαρτησία που θα εγγυάτο την παραμονή μας ως Ελλήνων στην Κυπριακή γη. Γιατί το πρόβλημά της Κύπρου διά μέσου των αιώνων εστιάζεται ακριβώς στο γεγονός ότι οι Έλληνες του νησιού επιμένουμε πεισματικά να παραμείνουμε Έλληνες. Αν είχαμε αποφασίσει να αλλαξοπιστήσουμε ως προς τις αξίες και τον Ελληνικό μας πολιτισμό, θα είχαμε επιβιώσει από παλιά αμέριμνοι, ως προτεκτοράτο κάποιας μεγάλης δύναμης. Θα είχαμε αποτινάξει κάθε ίχνος υπαρξιακού προβληματισμού ως προς την ιθαγένειά μας και θα απολαμβάναμε την ευτυχία μιας ασφαλούς λωτοφάγου πολιτείας που θα μας πρόσφεραν γενναιόδωροι αφεντάδες. Το ίδιο και σήμερα. Αν εξισλαμιζόμασταν δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα. Θα απολαμβάναμε αμέριμνοι μιαν ζωώδη ευημερία. 
Μα είμαστε Έλληνες. Και μάλιστα Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες. Και αυτές τις ιδιότητές μας τις υπερασπιζόμαστε πάντα με μεγάλες θυσίες. Όταν, λοιπόν, μας κυκλώνουν στίφη βαρβάρων που μας απειλούν με την αριθμητική και στρατιωτική υπεροχή τους, όταν η γεωγραφική μας θέση μας καθιστά μήλον της έριδος για πολλούς, δεν μπορώ να σταματήσω εδώ τον λόγο. Γιατί προέχει το χρέος: Να υποδείξω ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως επιδίωξη των Τούρκων είναι μια και μόνη: η κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου. Και ότι πρέπει να επικεντρώσουμε, όλες τις προσπάθειές μας στην απόκρουση του θανάσιμου αυτού κινδύνου.
Τρεις είναι οι κύριοι τρόποι με τους οποίους η Κατοχική δύναμη επιδιώκει την υλοποίηση του στόχου της: 
α) Πρώτα με την αποδοχή εκ μέρους μας μιας λύσης που να προνοεί κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία εξ υπαρχής ενός νέου κράτους. Όσο υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία συνυπάρχουν και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που την θωρακίζουν και δεν μπορεί η Τουρκία να να νομιμοποιήσει την κατοχή. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η Τουρκία από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το νέο κράτος που θα προκύψει θα είναι αθωράκιστο. Και κατά την πάγια τακτική τους, αμέσως μετά τη συμφωνία, οι Τούρκοι, θα αθετήσουν την υπογραφή τους. Μη έχοντας τότε πού να προσφύγουμε, αφού με τη διάλυση του νέου κράτους θα είμαστε κοινότητα και όχι κράτος, θα γίνουμε όμηροι της Τουρκίας. Γι’αυτό και δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε με κανένα τρόπο σε μια νόθα λύση.
β) Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι επιχειρούν υλοποίηση του στόχου τους είναι ο εποικισμός. Οι μαρτυρίες των ίδιων των Τουρκοκυπρίων-όσοι απ’αυτούς απέμειναν- είναι ότι σήμερα, πέραν του στρατού κατοχής, υπάρχουν στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και ένα εκατομμύριο έποικοι. Αυτό σημαίνει ότι είναι περισσότεροι από μας σε πληθυσμό. Ο εποικισμός αποτελεί, βέβαια, έγκλημα πολέμου και καταδικάζεται απ’όλα τα κράτη. Επιχειρούν όμως, οι Τούρκοι, νομιμοποίηση του, με διάφορους τρόπους. Προβάλλουν ήδη τις δικαιολογίες ότι κάποιοι γεννήθηκαν εδώ, κάποιοι παντρεύτηκαν, κλπ. Αν συνεχίσουμε να μην αντιδρούμε δυναμικά, ως προς το θέμα αυτό, κάποια στιγμή θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας. Αφού φέρουν με το μέρος τους τους ισχυρούς της γης, έχοντας την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι Τούρκοι θα επιδιώξουν ενιαίο κράτος και δημοψήφισμα.
γ) Και τέλος, θα επιδιώξουν τον στόχο τους, με τη μέθοδο του εκφοβισμού. Θα πράξουν  ότι έπραξαν στην Ίμβρο, αναγκάζοντάς μας να φύγουμε στο εξωτερικό για εξασφάλιση ασφάλειας για τα παιδιά μας. Προκαλώντας προβλήματα στη γραμμή αντιπαράταξης, ή με τους Τούρκους και τους λαθρομετανάστες που διατηρούν ως εγκάθετους στις ελεύθερες περιοχές, θα δημιουργήσουν κλίμα ανασφάλειας και πανικού στις τάξεις του λαού με μόνο τρόπο αντίδρασης την φυγή.
          Ως Εκκλησία αγωνιούμε για την τύχη του τόπου. Και καλούμε όλους σε εθνική και πνευματική ανάνηψη. Η Κυβέρνηση δεν θα πρέπει να αποστεί από τις παγκόσμια αναγνωρισμένες αρχές, ως βάσης για τη λύση του προβλήματός μας, προβλήματος εισβολής και κατοχής. Αν οι αρχές: ένας άνθρωπος, μία ψήφος, της ελεύθερης διακίνησης, εγκατάστασης και απόκτησης περιουσίας είναι από όλους δεκτές, γιατί εμείς να μην τις επιδιώξουμε σταθερά και αμετακίνητα για την Κύπρο; Αν ο εποικισμός είναι έγκλημα πολέμου, γιατί εμείς να μην επιμείνουμε σθεναρά στην απομάκρυνση όλων των εποίκων, προκειμένου η λύση που θα επιτευχθεί να έχει τα εχέγγυα της μονιμότητας; Κι αν δυο παγκόσμιοι πόλεμοι κατέδειξαν  ότι η κατοχή μιας χώρας από άλλη είναι αναχρονισμός, γιατί να μην καταγγείλουμε παντού την κατοχή και γιατί να μην επιμείνουμε στην απελευθέρωση της πατρίδας μας;
          Η πείρα 40 χρόνων μονομερών υποχωρήσεων απέδειξε ότι οι υποχωρήσεις δεν εξευμενίζουν τον κατακτητή. Άλλες υποχωρήσεις θα μας οδηγήσουν στην καταστροφή, σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις.
          Αυτοί που απέκαμαν στα μισά του δρόμου και ξεπουλούν τις περιουσίες τους στον κατακτητή, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η πράξη τους συνιστά πράξη εσχάτης προδοσίας, αφού δίνουν κάλυψη νομιμότητας στην Τουρκία για τουρκοποίηση της Κύπρου. Ας σκεφτούν ποιών είμαστε απόγονοι. Αυτά τα διδάγματα πήραμε από τον Παλαιολόγο, τον Κολοκοτρώνη, τον Αυξεντίου; 
          Έχουμε και κάποιες αξιώσεις από την μητέρα –πατρίδα, μεγαλύτερες από τη φραστική συμπαράσταση. Δεν εννοώ την Εκκλησία και το λαό που μας βοήθησαν διαχρονικά, πέραν και από τις δυνάμεις τους. Εννοώ την Κυβέρνηση της Ελλάδος και τους πολιτικούς. Δεν είμαστε μακρινοί συγγενείς που  δικαιούμαστε την συμπάθεια του Ελληνικού Κέντρου. Ούτε και Έλληνες της διασποράς που ζητούμε στήριξη για να διατηρήσουμε τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά μας «εν γη αλλοτρία». Είμαστε φύτρα της ίδιας φυλής. Έλληνες και εμείς, που κατοικούμε σε χώρο με Ελληνική Ιστορία αιώνων όσον και η Αθήνα και η Σπάρτη. Πρέπει να καταλάβουμε ότι κοινή είναι η μοίρα όλου του Ελληνισμού. Τυχόν ευόδωση των Τουρκικών επιδιώξεων στην Κύπρο θα οδηγήσει σε διεκδικήσεις και άλλων Ελληνικών εδαφών. Γι’ αυτό και ζητούμε τη δυναμική στήριξη των δικαίων μας από την Ελλάδα στη διεθνή σκηνή, συναίσθηση ότι είμαστε αδιάσπαστο τμήμα του Έθνους. Ότι υπερασπίζοντας την Κύπρο υπερασπίζεται τον ίδιο τον Ελλαδικό χώρο. Ο ραγιαδισμός, όσα και αν είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, Ελλάδα και Κύπρος, δεν μας αρμόζει.
Πιστεύω πως έστω και τώρα, αν Ελλάδα και Κύπρος, συντονίσουμε τις προσπάθειές μας, και αν μείνουμε αμετακίνητοι σε θέσεις αρχών, είναι δυνατή η σωτηρία. Ο Ελληνισμός, όταν ήταν έτοιμος για θυσίες και όταν ομονοούσε, πάντα πετύχαινε τους στόχους του. Φτάνει να συνειδητοποιήσουμε την κρισιμότητα των καιρών και την ανάγκη άμεσης δράσης. Δεν είμαστε ούτε στο παρά πέντε, ούτε στο παρά ένα. Βρισκόμαστε στο μεταίχμιο τουρκοποίησης της Κύπρου. Το χρέος είναι δικό μας!
 
 *Ομιλία που έγινε στην Κυπριακή Εστία, στην Αθήνα, την Πέμπτη 12/12/2013.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://www.impaphou.org/news_article/296.aspx