Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου

 

 
Μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων
Ἀπομαγνητοφωνημένο
ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, πού
ἔγινε στά πλαίσια τῶν κατηχητικῶν ἀναλύσεων τοῦ κατάἸωάννην Εὐαγγελίου,
στό χωρίο Κεφάλαιο 10, στίχοι 17-18, στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου,
Δικηγορικῶν Γλυφάδας, τήν Πέμπτη 28-02-2002.
(Ἡ
ἀπομαγνητοφώνηση ἔγινε ἀπό τόν Ἁγιορείτη Μοναχό Δαμασκηνό τόν
Καρακαλληνό καί πρωτοδημοσιεύτηκε στό περιοδικό Θεοδρομία, τεῦχος 2,
Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2003).
«….Διά
τοῦτό ὁ πατήρ με ἀγαπᾶ, ὅτι ἐγώ τίθημι τήν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω
αὐτήν» (Ἰωάν. 10, 17). «Γι’ αὐτό μ’ ἀγαπάει ὁ Πατέρας, λέει, γιατί ἐγώ
βάζω τήν ζωή μου, τήν ψυχή μου, γιά νά τήν πάρω πάλι πίσω».
Κοιτᾶξτε
αὐτό πού λέει ἐδῶ. Εἶναι ἐκεῖνο πού ἔλεγε τήν προηγούμενη φορά, «τήν
ψυχήν μου τίθημι» (Ἰωάν. 10, 15), ἀλλά διευρυμένο. Προσέξτε αὐτό τό
«διευρυμένο». Δέν λέει [τώρα] μόνο «τίθημι τήν ψυχήν μου», [ἀλλά
προσθέτει] «ἵνα λάβω αὐτήν». Ἐδῶ, σημαίνει κάτι τρομερά ἐξουσιαστικό.
Κανείς δέν μπορεῖ νά πῆ τήν φράση ὁλοκληρωμένη «ἐγώ, θά βάλω τήν ψυχήν
μου ἐδῶ, δηλαδή θά θυσιασθῶ», χωρίς νά ἔχη καί τό δεύτερο στοιχεῖο.
Ἔβαλες τήν ψυχή σου. Μετά, τί γίνεται;


Χριστός, [ὅμως], εἶναι κυρίαρχος, καί λέει «ἵνα λάβω αὐτήν». Τήν βάζω
καί τήν παίρνω. Ποῦ τήν βάζει τήν ψυχή του; Πρέπει νά θεολογήσωμε ἐδῶ.
«Τίθημι», λέει. Ποῦ; Γιά ποιούς; Γιά τόν λαό. Ποῦ; [Ἐδῶ] εἶναι καθαρή
θεολογία, ἡ περί Ἀναστάσεως θεολογία, καί ἡ περί καθόδου στόν Ἅδη
θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Τό λέει καί
τό τροπάριο: «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς, ὡς Θεός…, [πάντα
πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος]». Ὑπάρχει, λοιπόν, μία θεολογία. Εἶναι ἡ κάθοδος
στόν Ἅδη, πού κατεβαίνει ὁ Χριστός, μέ τήν ψυχή Του, γιατί τό σῶμα Του
εἶναι στόν τάφο. Καί κατεβαίνει ὡς νικητής, καί εἶναι κυρίαρχος τοῦ Ἅδη,
καί αἴρει τίς ψυχές ἐπάνω.
Δηλαδή, ἐνῶ ὁ
κάθε νεκρός δέν μπορεῖ πιά νά κυριαρχήση στά πράγματα, ὁ Χριστός
κυριαρχεῖ στά πράγματα. Κι αυτή εἶναι ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτοῦ τοῦ νεκροῦ.
Μέχρι τότε, ὅλοι οἱ νεκροί, ὅλοι οἱ δίκαιοι… πήγαιναν στόν Ἅδη, καί δέν
μποροῦσαν νά ἔχουν μία ἄρση τῆς ψυχῆς τους ἀπό μέσα. Καί ἔρχεται ὁ
Χριστός καί κάνει αὐτήν τήν κίνηση, πού κατεβαίνει καί μπορεῖ νά ἀνεβῆ
καί νά πάρη ὅλες τίς ψυχές μαζί Του.
Γι’
αὐτό λέει : «αἴρω αὐτήν». «Δέν εἶναι ἁπλῶς, ὅτι μποροῦν νά μέ σκοτώσουν.
Φυσικά, καί μπορεῖ νά μέ σκοτώσουν, ἀνά πᾶσα στιγμή. Ἀλλά, ἐγώ,
κυριαρχῶ στά πράγματα. Καί ἄν ἀκόμη μέ σκοτώσουν, ἡ ψυχή μου, κατά τήν
κοινή λογική, θά πάη στόν Ἅδη». Μέ τήν θεία, ὅμως, λογική, θά τούς πάρη
ὅλους ἀπό τόν Ἅδη καί θά τόν ἀδειάση τόν Ἅδη. Καί, ἐδῶ, ἔχει τά
οὐσιαστικά στοιχεῖα τῆς θεολογίας τῆς καθόδου στόν Ἅδη.
Καί
δευτερευόντως, ὡς ἦθος, δηλώνει καί κάτι πολύ οὐσιαστικό. Ὅτι ἕνας
Χριστιανός πού μπαίνη σέ ἕναν δύσκολο χῶρο, ἄν ἔχη κουράγιο καί εἶναι
ἄνθρωπος πνευματικός, τόν καθαρίζει τόν χῶρο. Περνάει μαρτυρικά, ἀλλά
τόν καθαρίζει.
Ἀλλά τό χωρίο, ἐδῶ, εἶναι
συγκεκριμένο. Τό χωρίο αὐτό, ἀφορᾶ τόν Χριστό, καί μόνο Αὐτόν… Λέει
ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι αὐτό τό χωρίο ἀναφέρεται μόνο
στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· καί κανείς δέν μπορεῖ νά κάνη χρήση τοῦ χωρίου
αὐτοῦ γιά τόν ἑαυτό του. Γιατί κανείς δέν μπορεῖ μόνος του «νά ἄρη τήν
ψυχήν αὐτοῦ». Γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά σώση κάποιον, παρά μόνον ὁ
Χριστός σώζει, μ’ αὐτήν τήν νίκη Του ἐπάνω στόν θάνατο. Κι ἐμεῖς
ἀκολουθοῦμε πιά τόν Χριστό, ἑνωνόμαστε μαζί Του, καί ἔχοντας αὐτήν τήν
ἕνωση μαζί Του, ξεπερνοῦμε τόν θάνατο. Ἀλλά, ἐν Χριστῷ!
 Πρωτογενῶς,
Ἐκεῖνος τό ἔκανε. Ἐμεῖς, [ἁπλῶς] μετέχομε στήν ζωή Του.
Χριστοποιούμεθα. Καί ἐπειδή Ἐκεῖνος εἶναι ὁ νικητής τοῦ Ἅδη, ἐμεῖς
ἔχοντας ζωή μέσα στήν ζωή τοῦ νικητῆ τοῦ Ἅδη, νικοῦμε τόν Ἅδη. Ἀλλά ὄχι
πρωτογενῶς! Ἐδῶ, τό λέει Ἐκεῖνος. Λέει « ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν».Μιλάει
προσωπικά. Ἐμεῖς, μετέχομε στόν Χριστό. Ἐκεῖνος, μιλάει προσωπικά. Ἀφορᾶ
μόνο τόν Χριστό αὐτό τό κομμάτι. Καί τό τονίζω, γιατί αὐτό τό χωρίο
εἶναι καίριο.
Καί εἶναι μιά πιό προωθημένη
ἀπάντηση, αὐτό εἰδικά τό δεύτερο μέρος, στήν θεολογία περί
μεταμοσχεύσεων, πού προσπαθοῦν να θεμελιώσουν, μέσα ἀπό αὐτό τό χωρίο.
Εἶναι αἰρετική ἡ χρῆσις τοῦ χωρίου αὐτοῦ γιά τίς μεταμοσχεύσεις. Γιατί,
δέν μπορεῖς νά πῆς, ὅτι δίνεις τά ὄργανά σου καί «θέτεις τήν ψυχήν σου».
Μπορεῖς νά τήν λάβης; Καί τί εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, ὅτι μόνο
τόν Χριστό ἀφορᾶ αὐτό τό κομμάτι;
Τουλάχιστον,
γιατί χρησιμοποιοῦν αὐτό τό χωρίο; Γιά νά δείξουν ψευτο-αγαπητική
διάθεση; Εἶναι δύο πράγματα, πού τρέχουν γύρω ἀπό αὐτήν τήν ἱστορία…
Πρέπει νά ξεκαθαρίσωμε τά πράγματα. Ὁ λαός πρέπει νά ξέρη. Καί μπορεῖ νά
ξέρη μόνο μέσα ἀπό τήν θεολογία του, καί τίποτε ἄλλο. Καί αὐτά εἶναι
κείμενα θεολογικά.
Καί ἀπό τούς ἄλλους,
δέν ζητῶ τίποτε. Ἀς κάνουν μόνο ἐπιστήμη. Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τους.
Μακάρι νά θεολογοῦσαν, κι ὅλας. Ἀλλά, ἀπό ἐμᾶς ζητῶ θεολογία. Καί τά
κείμενα αὐτά εἶναι ἀναλλοίωτα. Οὔτε τόν Ἰωάννη [τόν Εὐαγγελιστή]
ἀλλάζεις, οὔτε τόν Χρυσόστομο ἀλλάζεις. Σοῦ ἀρέσει, δέν σοῦ ἀρέσει!
Θέλεις δέν θέλεις! Δέν γίνεται ἀλλιῶς! Δέν εἶναι δική σου ἐπιθυμία πῶς
θά τόν χρησιμοποιήσης.
Πρέπει νά ἔχωμε,
λοιπόν, δύο πράγματα στόν νοῦ μας. Δύο βασικώτατα στοιχεῖα. Γιά νά ἔχετε
ξεκαθαρισμένο νοῦ. Μέ ἐνδιαφέρει οἱ Χριστιανοί νά ἔχουν μέ ἁπλότητα
ξεκαθαρισμένο νοῦ. Νά ξέρουν ἕνα – δυό πράγματα, ὥστε νά εἶναι
ξεκαθαρισμένος ὁ νοῦς τους.
Προσέξτε:
ἀφετηριακά, κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τίς μεταμοσχεύσεις. Ἄν ἔχω
πραγματικά πεθάνει καί μοῦ πάρουν τό δάκτυλό μου, δέν μέ νοιάζει. Ἀν
εἶναι κάποιος ἐν ζωῇ καί θέλη νά δώση στό παιδί του, πού εἶναι ἄρρωστο,
τό νεφρό του, ἐγώ δέν ἔχω ἀντίρρηση. Ἀφετηριακά, δέν ἔχομε ἀντίσταση,
ἀντίδραση. Ἀρκεῖ, ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖο παίρνομε τά ὄργανά του νά εἶναι
νεκρός.
Ἡ ἀντίδρασις ἀρχίζει ἀπό ἐκεῖνο τό
σημεῖο ἀκριβῶς : ὅτι ἐμεῖς πιστεύομε ὅτι δέν εἶναι νεκρός. Ἐκεῖ ἀρχίζει
τό καίριο σημεῖο. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἄλλαξαν τόν ὅρο. Ἔκαναν τόν θάνατο
«ἐγκεφαλικό θάνατο». Καί ὑπάρχει καί ὁ κλινικός θάνατος. Δύο «θάνατοι»
ὑπάρχουν γι’ αὐτούς! [Γιατί;] Γιά νά πάρουν στό [ὑποτιθέμενο] ἐνδιάμεσο,
τά ὄργανα [δηλαδή, γιά νά κάνουν χρήση τοῦ τεχνητοῦ κατασκευάσματος τοῦ
ἐγκεφαλικοῦ θανάτου καί νά πάρουν κάποιου τά ὄργανα].
Λοιπόν,
δέν ἀρνούμεθα αὐτές καθ’ ἑαυτές τίς μεταμοσχεύσεις. Καί οἱ ἅγιοι
Ἀνάργυροι μεταμόσχευση ἔκαναν. Πῆραν τό πόδι ἑνός μαύρου, μετά 4 ἡμέρες
ἀπό τόν θάνατό του, καί τό ἔβαλαν σέ ἕναν ἀσθενῆ. Ἔτσι… Ἄς μή φοβόμαστε,
μήπως στόν Παράδεισο θά εἴμαστε χωρίς μέλη [ἐάν μᾶς τά πάρουν ἐδῶ]. Δέν
εἶναι αὐτή ἡ θεολογία!
Ἄρα, βλέπετε, τό
πρῶτο [ἐπιχείρημά μας] εἶναι ὅτι δέν ἀρνούμεθα. Ἀλλά δέν θέλομε νά
σκοτώνουν ἀνθρώπους γιά νά παίρνουν τά ὄργανα. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο
βασικό πού πρέπει νά ἔχετε στόν νοῦ σας. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο βασικό καί
οὐσιαστικό.
Προκειμένου, ὅμως, νά πείσουν
τούς Χριστιανούς γιά νά δίνουν τά ὄργανά τους, δέν μποροῦν νά
χρησιμοποιοῦν αὐτό τό χωρίο. Καί, ὅμως, τό χρησιμοποιοῦν. Αὐτό εἶναι τό
λάθος. Δέν μποροῦν, ὅμως, οἱ θεολόγοι, νά πλανοῦν τούς πιστούς. Δέν εἶπα
«ἡ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει πάρει ἀκόμη ἐπίσημη ἀπόφαση, παρ’ ὅλο
πού οἱ εἰσηγήσεις, πού γίνονται ἀπό τούς θεολόγους, αὐτό τό χωρίο
χρησιμοποιοῦν. Αἱρετικώτατα. Σκανδαλωδῶς αἱρετικώτατα.
Ἄν
δέν ξέρουν τί λένε οἱ Πατέρες, νά σωπάσουν. Ἄς μιλήσουν γιά οὐράνια
πράγματα, περί ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων, Σεραφείμ, Χερουβείμ -θα εἶναι πολύ
καλύτερα- καί νά σταματήσουν τήν ἄκαιρη ἀνθρωπολογία τους. Δέν μπορεῖ
κανείς νά παίζη μέ αὐτά τά πράγματα καί μέ τήν ζωή τοῦ λαοῦ.
Ἔτσι,
λοιπόν, ἐδῶ, εἶναι συγκεκριμένο τό πρᾶγμα. Εἶναι μόνο γιά τόν Χριστό
αὐτό τό κομμάτι. Δέν μποροῦν νά λένε καί αὐτοί: «Τήν ψυχήν μου τίθημι
ὑπέρ τῶν προβάτων», καί νά ἐννοοῦν, ὅτι καί αὐτοί μποροῦν νά κάνουν τό
ἴδιο. [Ἐσύ, πού τό λές αὐτό, τί εἶσαι;] Σωτήρ, εἶσαι;
Νά
βρεῖ ἡ ἐπιστήμη τρόπο μετά τόν θάνατό μου νά διατηροῦνται τά ὄργανά
μου, να τά πάρουν [μετά τόν θάνατό μου], καμμία ἀντίρρηση. Ἀλλά, δέν
γίνεται [αὐτό] σήμερα. Πρέπει τό ὄργανο νά εἶναι ζωντανό. Ἄν ἔχης
πεθάνει, δέν μπορεῖ νά στό πάρη. Ἄρα, πρέπει νά σέ σκοτώση γιά νά σοῦ τό
πάρη.
Ἡ ἱστορία δέν εἶναι «μόλις τρία
δευτερόλεπτα ἔχει ἀκόμα καί θά πεθάνη», όπως λένε. Γιά μένα, ὅμως, τρία
δευτερόλεπτα εἶναι αἰώνας. Γιά τό μάτι τοῦ Χριστοῦ εἶναι αἰώνας. Δέν
μπορεῖ ὁ λαός νά πλανᾶται μέ ψευτοθεολογίες.
Τί
εἶναι, ὅμως, αὐτό τό φαινόμενο; Ἐγώ, αὐτό τό λέω «μία κακοδοξία τοῦ
ψευτοαγαπισμοῦ». Ἔτσι τό λέω. Εἶναι κακοδοξία τοῦ ψευτοαγαπισμοῦ.
Ὑπῆρχαν καί παληά, καί στόν αἰώνα μας, στόν χῶρο εἰδικά τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας», τέτοιες κακοδοξίες ψευτοαγαπισμοῦ, σέ ἄλλα
μεγέθη… Ἐπανέρχεται, ὅμως, αὐτή ἡ ὁρολογία κάτω ἀπό νέο πρῖσμα. Εἶναι ἡ
κακοδοξία τοῦ ψευτοαγαπισμοῦ.
Ἔτσι,
πείθεται ὁ λαός, συγκινεῖται καί λέει: «Νά, κοίταξε, τό ἔκανε καί ὁ
Χριστός». Τί ἔκανε ὁ Χριστός; [Ὁ Χριστός] κατέβηκε ὡς νικητής στόν Ἅδη
καί ἔσωσε ἐμᾶς. Καί δέν σημαίνει -τό «τίθημι τήν ψυχή μου» τοῦ Χριστοῦ-
δέν σημαίνει : «Πάρετε τά ὄργανά μου γιά νά σωθῆτε»!
Μακάρι
νά βρῆ ἡ ἐπιστήμη τρόπο καί νά τά παίρνη μετά τόν θάνατό μου. Ἐγώ,
προσωπικά, δέν ἔχω ἀντίρρηση. Ἀλλά, ὄχι ἔτσι. Ὄχι πλανῶντας τόν κόσμο
καί μπαίνοντας σέ μία διεργασία πραγματικοῦ θανάτου γιά τόν ἄλλον, ἐνῶ
ζῆ ἀκόμη. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά μή θεολογήσωμε.
Τό
Κράτος νά πάρη τίς εὐθύνες του. Ἀλλά, ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά γίνωμε
ἀγκωνάρι στό κράτος γιά νά πετύχη τά ἐπιδιωκώμενα. Καί τό Κράτος
καίγεται. Καί ἔχει τρομερά τήν ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας γι’ αὐτό τό θέμα. Ἡ
Ἑλλάδα εἶναι ἡ τελευταία χώρα σέ δότες στήν Εὐρώπη. Και ἄν ἡ Ἐκκλησία πῆ
λόγο [ὑπέρ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου] θά ἀνοίξουν οἱ κρουνοί…

Ἐκκλησία, ὅμως, δέν πρέπει νά πῆ λόγο. Καί δέν πρέπει νά παίξη τό
παιχνίδι τους · γιά λόγους θεολογικούς. Γιατί, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἔχομε
[γνήσια] θεολογία. Δέν ἔχομε ἄκαιρη ἀνθρωπολογία.
Και
κάτι οὐσιαστικό καί τελικό: αὐτό τό κομμάτι τοῦ Εὐαγγελίου πού ἀρχίζει
μέ τήν φράση «αἴρω τήν ψυχή μου…» κ.λ.π. -πού αὐτό το κάνει μόνο ὁ
Χριστός- ἔχει μία μοναδικότητα μέσα του. Μία μοναδικότητα καί ἕνα κάλλος
πού κανείς δέν μπορεῖ νά ὑποκαταστήση καί νά παίζη μέ αὐτά τά πράγματα.
Καί
νά «ἀποκτήσωμε», λοιπόν, ἀγάπη! Καί οὔτε νά λέμε: «Ξέρεις, μά καί οἱ
μάρτυρες ἔδιναν τό αἷμα τους…». Μά, τί; Εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα; Τό ἄκουγα
προχθές, πού τό ἔλεγε ἕνας καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Μά εἶναι τό
ἴδιο πρᾶγμα;
Και τό τελευταῖο ἐπιχείρημα,
εἶναι ὅτι ὁ Χριστός θέλει καί κάνει αὐτό πού κάνει. Ἕνας, ὁ ὁποῖος
εἶναι, κατ’ αὐτούς, νεκρός, θέλει νά κάνη αὐτό πού ἐκεῖνοι θέλουν; Εἶπε
«ἐγώ θέλω»; [ Ὄχι.] Δέν εἶπε τό «θέλω» του. Δέν εἶπε: «Ναί, σκοτῶστε με
για νά πάρετε τά ὄργανά μου».
Τό θέμα
εἶναι ἀνοικτό; Ὄχι. [Τό θέμα εἶναι κλειστό.] Τό θέμα, πιστεύω, πώς, ἀπό
ἐδῶ καί μετά, δέν σηκώνει κουβέντα. Γιατί; Δέν σηκώνει κουβέντα πιά, γιά
ἕναν λόγο. Δέν χρειάζεται πιά νά γίνεται διαμάχη στό διπλό ἐπίπεδο, τί
λέει ἡ ἐπιστήμη και τί λέει ἡ θεολογία. Ἡ μέν ἐπιστήμη πῆρε τόν δρόμο
της. Ἡ ἐπιστήμη τόσο γνωρίζει. Ξέρει ὅτι πεθαίνει τό σῶμα. Μπορεῖ νά δῆ
τί ὥρα φεύγει ἡ ψυχή; Ἁπλῶς, διαπιστώνει πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζωντανός
ἀκόμα, ἀλλά θά πεθάνη σύντομα και τοῦ παίρνουν τά ὄργανα. Ἡ θεολογία
ξέρει πότε φεύγει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα; Ὄχι. Οὔτε αὐτή τό ξέρει! Ἀφοῦ
μιλοῦν τά τροπάρια περί «τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου».
 Ἔ,
λοιπόν, πρόκειται περί μυστηρίου. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία. Ἡ ὥρα πού
χωρίζεται τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή εἶναι μυστήριο. Ποιός μπορεῖ νά μπῆ στό
μυστήριο; Ἡ ἐπιστήμη; Ἀδύνατον. Ἡ θεολογία; Ἀδύνατον. Ἄρα, ἡ θεολογία
εἶναι περιφερειακή -καί ὅλα αὐτά πού σᾶς λέω- γιά νά ἀποτραπῆ τό
ἔγκλημα, καί ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἀνύπαρκτη [ἀνίκανη], ὥστε νά μπορῆ νά ἔχη
λόγο γιά τήν ὥρα τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
Ἐφ’
ὅσον, λοιπόν, πρόκειται περί μυστηρίου, ὁποιοσδήποτε λόγος εἶναι
περιττός, περί [ἐγκεφαλικοῦ] θανάτου. Ὁποιοιδήποτε ἄλλοι μιλοῦν, τί
κάνουν; Πᾶνε νά ἐρευνήσουν τό μυστήριο. Ἀλλά, «οὐ φέρει τό μυστήριον
ἔρευναν».
Αὐτό πῆγε νά κάνη ὁ Βαρλαάμ, καί
ἀντιτάχθηκε ὁ Παλαμᾶς. [Ὁ Βαρλαάμ] πῆγε νά ἐρευνήση τό μυστήριο τῆς
γνώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυνατόν νά γίνη; Καί ἐκεῖ χτυπήθηκαν
οἱ δύο πολιτισμοί. Τοῦ ἐγκεφαλισμοῦ καί τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, πρίν ἀπό
ἑπτά αἰῶνες. Ἐμεῖς, δέν μποροῦμε νά ἐπανέλθωμε σέ Νεοβαρλααμισμούς : νά
ἐρευνοῦμε τό μυστήριο. Ὅ,τι καί νά ποῦν, ὅ,τι καί νά βροῦν, ὅπως καί ἄν
ὁρίσουν τόν θάνατο, ὁ θάνατος θά παραμένη μυστήριο. Τό τί ὥρα φεύγει ἡ
ψυχή ἀπό τό σῶμα.
Γι’ αὐτό, ἐμεῖς, πρέπει
νά περιμένωμε τό σῶμα πραγματικά νά εἶναι πεθαμένο. Ἄς τό διαπιστώνωμε,
ὅπως τό διεπίστωνε ἡ παληά Ἰατρική, ὁ παληός ὁ γιατρουδάκος, ὥστε νά
εἴμαστε σίγουροι. Τό πότε ἀκριβῶς πέθανε ἕνας ἄνθρωπος δεν τό ξέρομε.
Γι’ αὐτό, δέν πρέπει νά γίνωνται ἄκαιρες παρεμβάσεις. «Οὐ φέρει, λοιπόν,
τό μυστήριον ἔρευναν».
Καί σ’ αὐτό, ποιός
θά ἔχη [θά μπορῆ] νά ἀπαντήση; Νά πῆ κάτι; [Κανείς.] Ποιός θά ἔχη νά πῆ
κάτι γιά το μυστήριο; Ἄρα, τονίζω καί φωνάζω, ἀπό σήμερα καί μετά, ὅτι
«τό θέμα δέν σηκώνει κουβέντα». Παύσετε νά κουβεντιάζετε, θεολογικά. Ἤ
χρησιμοποιῶντας τήν Ἰατρική σάν δεκανίκι. Δέν γίνεται! Πρόκειται περί
μυστηρίου! Καί πίσω ἀπό ἐκεῖ, εἶναι [κρυμμένο] τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ
σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Βλέπετε, τό κείμενο τί ἐπικαιρότητα ἀποκτᾶ τώρα;
Βλέπετε, πῶς τά λέει ὁ Χριστός! Μέ τί προοπτικές τά λέει! Τί ἔχει στόν
νοῦ Του! Ξέρει καί τό αὔριο καί τό μεθαύριο, Ἐκεῖνος.
Ἔτσι,
μετά ἀπό αὐτά πού λέει [στήν ἀρχή], ἐπανέρχεται καί λέει: «Ἵνα λάβω
αὐτήν». Καί συνεχίζει τό κείμενο: «Οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγώ
τίθημι αὐτήν ἀπ’ ἐμαυτοῦ. Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν καί ἐξουσίαν ἔχω
πάλιν λαβεῖν αὐτήν · ταύτην τήν ἐντολήν ἔλαβον παρά τοῦ πατρός μου»
(Ἰωάν. 10, 18).
«Κανείς δέν μπορεῖ νά πάρη
τήν ψυχή μου, λέει, κι ἄς μέ σκοτώσουν». Ἐγώ, τήν καταθέτω καί ἔχω, ἀπ’
ἐμαυτοῦ, ἐξουσίαν νά τήν θύσω καί πάλιν ἔχω ἐξουσίαν ἵνα λάβω αὐτήν,
γιατί ἔτσι μοῦ εἶπε ὁ Πατέρας μου». Βλέπετε τήν μοναδικότητα τῆς
ἐξουσίας; Αὐτός μόνο [μπορεῖ νά τό κάνη].«Ἐξουσίαν ἔχω -λέει- παρά τοῦ
πατρός μου».
Δέν ἔχει τό κείμενο
μοναδικότητα; Μπορεῖ κανείς νά τό χρησιμοποιήση γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη
περίπτωση; Μπορεῖ κάποιος ἀπό ἐμᾶς νά πῆ, ὅτι «ἔχω ἐξουσία ἐγώ νά πάρω
τήν ψυχή μου καί νά τήν δώσω»; Ἔχομε, ἐμεῖς, τέτοια ἐξουσία; Πού
σημαίνει, [ἐγώ] σώζω τόν ἄλλον;
Σωζώμεθα
ἐν Χριστῷ. Καί, ἀγαπῶντας τόν ἄλλον, τοῦ ἀνοίγομε τόν δρόμο γιά τόν
Χριστό. Ὅλος ὁ κόσμος. Αὐτό πού κάνετε ἐσεῖς, καί αὐτό πού κάνω ἐγώ. Ὁ
καθένας μας, μέ τόν τρόπο του, ἀπό τόν χῶρο καί τό μετερίζι πού
βρίσκεται μέσα στήν Ἐκκλησία, γίνεται ἕνας βοηθός σωτηρίας τοῦ ἄλλου.
Βλέπετε,
ἡ Εὔα ἦταν «βοηθός κατ’ αὐτόν [τόν Ἀδάμ]». Δηλαδή, βοηθός σωτηρίας τοῦ
Ἀδάμ. Αὐτό παραμένει τό μοναδικό μέγεθος. Καί ἕνα ἱερέας, ἕνας
πνευματικός, ἕνας ἐπίσκοπος, τί εἶναι; Εἶναι αὐτό τό μέγεθος πού βοηθεῖ,
ἀνοίγει δρόμο, ἀλλά ἕνας εἶναι ὁ σώζων. Ὁ Χριστός μας.
Δέν
μπορεῖ κάποιος νά πάρη αὐτήν τήν ἐξουσία καί νά πῆ: «Ἐγώ θά σώσω». Ἄν
τό πῆ, θά κρύβεται πίσω ἕνας τρομερός ἐγωϊσμός… Εἴμαστε ἐν δυνάμει
συνεργοί τῆς σωτηρίας τοῦ ἄλλου. Συνεργοί τῆς σωτηρίας τοῦ ἄλλου…
Διακονοῦμε τήν σωτηρία τῶν ἄλλων… Αὐτό εἶναι τό κύριο, τό πρωτογενές
ἔργο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὅπου καί ἄν βρίσκεται.

Χριστός, ὅταν γιατρεύη, γιατρεύει καί τά δύο. Καί τήν ψυχή καί τό σῶμα.
Δέν ὑπάρχει ἀγάπη μονομερής, πού ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο μονομερῶς
[πού θέλει δηλαδή νά γιατρέψη μόνο τό σῶμα, καί ἀδιαφορεῖ γιά τήν ψυχή].
Ὅσο βλέπομε τήν ἀγάπη μονομερῶς, τότε ἤ θά τήν κουκουλώνομε μέ τήν
τραγωδία μας, ἤ θά κομματιαζόμαστε. Καί ὁ Χριστός ἐπιτρέπει νά
κομματιαζώμαστε γιά νά δοῦμε τήν ἀποτυχία μας. Δέν ὑπάρχει ἀγάπη
μονομερής.
…Ἀκόμη καί ἡ κουβέντα περί
ἀγάπης εἶναι δαιμονισμένη, πολλές φορές, ἄν κρύβη τήν ἀλήθεια [τήν περί
ζωῆς ἀλήθεια]. Π.χ. «ἀγαπηθῆτε, ἀγαπᾶτε, καί μή σᾶς νοιάζη γιά τά
ὑπόλοιπα». Καί, ἐν ὀνόματι μιᾶς ψευτοαγάπης, διχάζουν τόν κόσμο….
Ξέρω
ὅτι εἶναι μυστήριο ὁ θάνατος. Καί, ἐπειδή θά περάσω -καί ἐγώ και ἐσεῖς-
ἀπό τό μυστήριο τοῦ θανάτου, προτρέχω, [προσπαθῶ] νά εἶμαι μέσα στό
μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ζήσω τόν θάνατο ὡς μυστήριο
χριστοειδές, καί ὄχι ὡς μυστήριο χαμοῦ. Προσεγγίζω τό μυστήριο βιωματικά
πιά.
Καί, πραγματικά, ἐκεῖ φθάνει ὅλη
αὐτή ἡ ἀναζήτηση γιά τόν ἐγκεφαλικό θάνατο, κ.λ.π. Δέν μποροῦμε πιά νά
ποῦμε τίποτε. Ἡ ἐπιστήμη χίλια νά πῆ, δέν μπορεῖ νά εἰσέλθη [στό
μυστήριο]. Θά λέη πάντα πῶς εἶναι τό σῶμα. Βλέπει τήν ψυχή; Ἔχει ὄργανα
[γιά νά τήν ἀνιχνεύση];
…Ἡ ψυχή, κατά τούς
Πατέρες, διαχέεται σ’ ὅλο τό σῶμα. Σταμάτησε [ἔστω] ὁ ἐγκέφαλος. Ἡ
ψυχή, δέν εἶναι στά ἄλλα μέρη τοῦ σώματος; Δέν μπορῶ νά τό ἀγνοήσω αὐτό
τό πρᾶγμα.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, λέει, ὅτι
μαζεύεται στά μέσα στοιχεῖα τοῦ σώματος. Συγκεντρώνεται μέσα, ἀκόμη καί
ἄν δέν ὑπάρχη ψυχή στόν ἐγκέφαλο, καί [ὁ ἄνθρωπος] δέν κινεῖται. Πέθανε ὁ
ἄνθρωπος; Ὄχι. Νά, ἡ δογματική τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι διαχέεται παντοῦ ἡ
ψυχή. Σ’ ὅλο τό σῶμα. Πότε φεύγει ὁριστικά, τελευταῖα – τελευταῖα, δέν
ξέρομε. Ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ὑπάρχη ἀκόμη [μέσα στό σῶμα], δέν μποροῦμε νά τόν
ἀγγίξωμε [τόν ἄνθρωπο].
Ἄκουσα, προχθές,
ἕναν καθηγητή νά χρησιμοποιῆ, ἀνοήτως, τό πείραμα τοῦ βατράχου, το
γνωστό πείραμα πού κάνουν ὅλοι οἱ πρωτοετεῖς φοιτητές τῆς Ἰατρικῆς
Σχολής, γιά νά ἀναλύσει τον άνθρωπο! [και νά δώση λύση στό θέμα τοῦ
ἐγκεφαλικοῦ θανάτου] Μά, αὐτά, εἶναι ἀνόητα πράγματα.
Παίρνουν
τόν βάτραχο, τοῦ κόβουν τό κεφάλι καί παρατηροῦν ὅτι ὁ βάτραχος ἀκόμη
κινεῖται… Καί λένε: «κοίταξε, τοῦ ἔκοψα το κεφάλι, δέν ἔχει ἐγκέφαλο,
ἀλλά κινεῖται». Εἶναι δηλαδή ἕνας μυϊκός τόνος. Ἀλλά ξεχνᾶνε ὅτι ὁ
βάτραχος δέν ἔχει ψυχή, πού ἔχει εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω της.
Καί
αὐτό τό εἶπε ὁ καθηγητής γιά νά ἐπιβεβαιώση [ὑποστηρίξη] τίς
μεταμοσχεύσεις! Καί ἔφερε [ὡς ἀπόδειξη], σέ κληρικούς καί θεολόγους, τό
πείραμα τοῦ βατράχου! Μά, εἶναι σοβαρά πράγματα αὐτά;
…Συγγνώμη,
ἀλλά ξέρεις πότε πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος; Ἐσύ, βλέπεις τόν ἐγκέφαλο. Λές
μόνο ὅτι «πέθανε ὁ ἐγκέφαλος». Καί μοῦ λές, μόνος σου, ὅτι «ἡ καρδιά ζεῖ
ἀκόμη», καί γι’αὐτό , λές, «μπορῶ νά τήν πάρω». Ἄρα, ζεῖ ἡ καρδιά. Και
ἐγώ μέν σοῦ μιλάω γιά τό «μυστήριο τοῦ θανάτου» καί ὅτι ἡ ψυχή παραμένει
ἀκόμη στό σῶμα, καί ἐσύ μοῦ λές γιά τό «μυστήριο τοῦ βατράχου»! Ἔ, δέν
μπορεῖ νά γίνη διάλογος ἔτσι. Μιλᾶμε γιά ἀνόμοια πράγματα…
Ἄν
μετά ἀπό ἕνα τροχαῖο δυστύχημα, ἕνας καταλήξη ἐγκεφαλικά νεκρός, καί
δηλωθῆ ὡς ἐγκεφαλικά νεκρός, ἀλλά ὄχι κλινικά νεκρός, ἐγώ δέν μπορῶ νά
πάρω τά ὄργανά του. Μέ τήν προοπτική ὅτι θά πεθάνη μετά ἀπό πέντε
δευτερόλεπτα, ἐγώ ὄργανα δέν μπορῶ νά πάρω. Ἀδυνατῶ.
Μᾶς
ἔλεγε, προχθές, ὁ πατήρ Κωνσταντῖνος, ἀπό τό Ἀσκληπιεῖο [Βούλας], ἕνα
πολύ ὡραῖο παράδειγμα. Καί μᾶς τόνισε τήν προσωπική του εὐθύνη σ’ αὐτό
τό γεγονός. Το εἶπε δημόσια.
Παληά, πρίν
ἀρχίση ὅλη αὐτή ἡ διαμάχη [γιά τίς μεταμοσχεύσεις], ὅταν ἦταν ἐφημέριος
τοῦ Νοσοκομείου, ὁ παππούλης, ἔρχεται ἕνας πατέρας καί λέει στόν πατέρα
Κωνσταντῖνο: «Τό παιδί μου εἶναι ἐγκεφαλικά νεκρό, καί μοῦ ζητοῦν οἱ
γιατροί νά ὑπογράψω γιά νά πάρουν τά ὄργανά του. Παππούλη, τί νά κάνω;»
Τοῦ λέει ἐκεῖνος: «Δῶστα». Δέν ἤξερε, τότε, ὁ παππούλης.

πατέρας, πηγαίνοντας νά ὑπογράψη, πέρασε ἀπό τό ἐκκλησάκι τοῦ
νοσοκομείου, τόν ἅγιο Παντελεήμονα. Τοῦ λέει: «Ἅγιε Παντελεήμονα, πές
μου τί νά κάνω; Εἶμαι σέ προβληματισμό». Καί λέει μετά: «Ἄς τό ἀφήσω
μέχρι αὔριο τό πρωΐ καί μετά ὑπογράφω». Τό ἄλλο πρωΐ, τό παιδί του
γίνεται καλά! Καί μᾶς ρωτάει ὁ πατήρ Κωνσταντῖνος: «Ἐγώ, τί εὐθύνη θά
εἶχα μετά;»
Ἀλλά καί πόσοι γονεῖς
ὑπέγραψαν, χωρίς νά ξέρουν οἱ ἄνθρωποι. Δέν ζητοῦμε εὐθύνες…δέν κάνομε
δικαστήριο. Κάνομε θεολογία. Περί θανάτου θεολογία, γιά νά μή
λειτουργήση ἕνα ἄνομο σύστημα ἀγρίας ἐκμεταλλεύσεως τοῦ ἄλλου. Δεν μπορῶ
νά κρίνω κανέναν ἐγώ. Δέν εἶμαι ἀρμόδιος. Οὔτε ἐγείρεται θέμα σωτηρίας
γιά ἐκεῖνον πού ἔδωσε τά ὄργανά του. Αὐτά, εἶναι ἀνόητα πράγματα. Νά
μποῦμε στήν οὐσία του πράγματος…
…Ἠθελημένα
μιλᾶνε γιά διπλό θάνατο… Ἰατρικά, [τό θέμα τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς] ποτέ
δέν θά τό λύσουν. [Ἐπιφανειακά], αὐτοί, τό ἔλυσαν. Ἔβαλαν τόν ὅρο
“ἐγκεφαλικός θάνατος”, καί τό ἔλυσαν. Ἀλλά, στήν πράξη, [κατά ἀλήθειαν,]
δεν θα το λύσουν. Ἀπόδειξις, ὅτι δεκάδες ἐπιστήμονες, παγκοσμίως,
διαμαρτύρονται. Αὐτό, δέν λέει κάτι; Ὅταν δέ εἴπαμε [σ’ αὐτούς], ὅτι
δεκάδες ἐπιστήμονες διαμαρτύρονται, ξέρετε τί ἀπάντηση πήραμε; «Ὅσοι
διαμαρτύρονται, διαμαρτύρονται ὄχι ἰατρικά, ἀλλά φιλοσοφικά. Εἶναι
φιλόσοφοι, ἀγνοῆστε τους»!
Μά, αὐτά, εἶναι
σοφίσματα. Δέν μποροῦμε, διά σοφισμάτων, [νά βροῦμε ἄκρη, καί] νά
ἀναιροῦμε ὅλους τούς γιατρούς πού δέν συμφωνοῦν μαζί μας καί νά λέμε,
ὅτι εἶναι φιλόσοφοι, ἐπειδή δέν συμφωνοῦν [μαζί μας]. Λένε, ὅτι οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχουν ἐπαρκεῖς ἀποδείξεις. Ἄν ζοῦσαν σήμερα,
λένε, ἄλλα πράγματα θά ἔλεγαν. Ἔτσι, πετᾶμε καί τούς Πατέρες, καί μένει ἡ
δική μας γνώμη μόνο! Ἀκρότατα Βατικάνειο [πνεῦμα]. Ὅμως, σ’αὐτόν τόν
τόπο, δέν μπορεῖ νά λειτουργήση Βατικάνειο πνεύμα. Καί τίποτε ἄλλο νά
μήν ὑπάρχη, ὑπάρχει τό μυστήριο τοῦ θανάτου, πού θά τούς κυνηγάει μέχρι
τόν θάνατο…».
Πηγή Alopsis

Nηπτική λύσις στό πρόβλημα τῆς κατανοήσεως καί τῆς μεταφράσεως τῶν Λειτουργικῶν Κειμένων (π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος)

 



(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, επάνω στο χωρίο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, κεφάλαιο 8ο, στίχοι 5 έως 15, στα πλαίσια της ερμηνείας του κηρύγματος της Κυριακής, που έγινε την Κυριακή στις 17-10-2010.)
Ερμηνευτική προσέγγιση της παραβολής του σπορέως σε κυριακάτικο κήρυγμα
Η παραβολή του σπορέως που ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο, η τόσο γνωστή, αλλά και τόσο άγνωστη, είναι, σε ένα πρώτο κοίταγμα πολύ εύληπτη και πολύ κατανοητή. Τόσο κατανοητή και γνωστή στο πλήρωμα του λαού της Εκκλησίας μας, που θα ερωτούσε κανείς «τι άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις θα μπορούσε να κάνει κάποιος ,παρά να μιλήσει για τα γνωστά»;Κι όμως με το ίδιο αυτό κείμενο με αυτά τα λόγια του Χριστού μας ανοίγεται ένα πολύ μεγάλο θέμα, το οποίο αφορά τον κάθε Χριστιανό και είναι το πώς κατανοούνται μέσα στην Εκκλησία τα λειτουργικά κείμενα. Πως μπορούμε να ζήσουμε τα κείμενα; Πολλοί λένε ότι «δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται στα τελούμενα μέσα στην εκκλησία».Το κείμενο αυτό του σημερινού Ευαγγελίου με απλό και θεολογικό τρόπο δίνει απάντηση στο πως θα μπορούμε να κατανοούμε τα κείμενα αυτά. Η απάντηση που δίνει εδώ ο Χριστός όταν Του λένε οι μαθητές Του «τι σημαίνει αυτή η παραβολή;» είναι στο πρώτο άκουσμά της προβληματική. Τους λέει: «Εσείς είστε εδώ για να ακούτε τα μυστήρια του Θεού. Οι άλλοι θα τα ακούνε σε παραβολές». Δηλαδή, το μυστήριο είναι τόσο εύκολο να κατανοηθεί; Ενώ η παραβολή που είναι μια απλή διήγηση είναι δύσκολη;
Μάλιστα, όπως φαίνεται μέσα στο κείμενο ο Χριστός προβάλλει και μια πρόσθετη δυσκολία όταν λέγει ότι: «σε αυτούς μιλώ με παραβολές για να φαίνεται ότι βλέπουν, ενώ δεν βλέπουν και για να φαίνεται ότι ακούν, ενώ δεν ακούν». Αλλά, γιατί να υπάρχει αυτή η δυσκολία;
Πέρα απ᾽ όλη αυτή την δυσκολία όμως αυτή η παραβολή του σπορέως με τα ίδια τα λόγια του Χριστού ανοίγει ένα πολύ μεγάλο θέμα. Το θέμα της κατανοήσεως των λόγων της Εκκλησίας. Δίνει όμως και το κλειδί του ξεκλειδώματος αυτού του «γρίφου», θα έλεγα, που αφορά πολλές φορές τον λαό μας και που έχει ταλαιπωρήσει την Εκκλησία με τις προσπάθειες μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων, των ακολουθιών κ.λ.π., οι οποίες έχουν δημιουργήσει πολυποίκιλες μορφές διαταράξεως της ισορροπίας της Εκκλησίας.

Ας δούμε όμως τι κρύβεται στην ρίζα, στον πυρήνα αυτού του κειμένου του σημερινού ευαγγελίου και ας ψάξουμε να δούμε πού είναι οι λύσεις του προβλήματος αυτού. Ας ξεκινήσουμε με αυτό που λέει ο Χριστός: «ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη ακούωσι». Τι θα πει αυτό; Ότι μπορώ να βλέπω κάτι και ταυτόχρονα να μην το βλέπω; Βεβαίως. Άμα δεν έχω βαθύ κοίταγμα, άμα δεν έχω καθαρές αισθήσεις μπορεί να βλέπω κάτι και αν έχω κάποια μορφή ειδικής μυωπίας να μην το βλέπω. Μπορεί να νομίζω ότι το βλέπω, αλλά στην πραγματικότητα να μην το βλέπω. Ή αν έχω κάποια πάθηση στον εγκέφαλό μου οι άλλοι μπορεί να νομίζουν ότι ακούω τους ήχους και πως βλέπω τα διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα και όμως εγώ να μην τα καταλαβαίνω. Άρα πολλές φορές μπορεί να υπάρχει μια βαθιά εσωτερική έλλειψη μέσα μας που δεν μας αφήνει να κατανοήσουμε αυτό που βλέπουμε και ακούμε.

Και εδώ ακριβώς ο Χριστός ανοίγει με έναν μοναδικά απλό τρόπο τον δρόμο στην νηπτική και ασκητική θεωρία της Εκκλησίας μας. Η πρότασή Του, που θα την δούμε αμέσως τώρα είναι ακριβώς το να μπούμε στην νηπτική διαδικασία της Εκκλησίας μας και στην κάθαρση των παθών όπου τότε όλα θα γίνονται κατανοητά. Έξω απ᾽ αυτήν και τα απλά πράγματα θα είναι ακατανόητα και το απλό «Κύριε ελέησον» θα είναι ακατανόητο και το «Παράσχου Κύριε» θα είναι ακατανόητο και το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» θα είναι ακατανόητο, όλα και τα κατανοητά και τα ακατανόητα και τα μυστήρια και τα μη μυστήρια θα είναι ακατανόητα για τον νου του ανθρώπου αν δεν μπει στην πρόταση του Χριστού που κρύβει μέσα της ακριβώς αυτή τη νηπτική θεωρία.


Πιο συγκεκριμένα ποια είναι αυτή η πρότασή Του;

Η πρότασή Του ανοίγει τον δρόμο σε τρεις φάσεις: Τις αποκαλύπτει ο ίδιος ο Χριστός πολύ απλά στα τρία επίπεδα της διηγήσεως της παραβολής του σπορέως. Αυτά ήταν ο σπόρος που πέφτει στον δρόμο, ο σπόρος που πέφτει στην πέτρα και ο σπόρος που πέφτει μέσα στα αγκάθια. Στην ερμηνεία της περιπτώσεως του σπόρου που πέφτει στον δρόμο λέγει: «Κοιτάξτε έρχεται ο διάβολος και παίρνει αυτό που έχετε στον νου σας». Έτσι ανοίγει την πρώτη φάση της νηπτικής θεωρίας που είναι η πρόσληψη, ο «συνδυασμός» των λογισμών, των πειρασμών και των οποιωνδήποτε διαλογισμών. Βασικό μέγεθος για μια επικειμένη πτώση μας ή για τα περαιτέρω πάθη μας είναι η κουβέντα που κάνουμε με τον διάβολο, ο «συνδυασμός» λένε οι Πατέρες που κάνουμε με τον διάβολο. «Συνδυασμός» σημαίνει αποδοχή του πειρασμού. Είναι το πρώτο μέγεθος. Το λέει ο Χριστός: « Έρχεται ο διάβολος και παίρνει [τον λόγο του Θεού που έχει σπείρει ο Θεός στην ψυχή του ανθρώπου]». Βάζει λοιπόν τον ακροατή της παραβολής στο πρώτο στάδιο της νηπτικής θεωρίας που είναι ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να κουβεντιάζει με τον πειρασμό. Δεν πρέπει να προσλαμβάνει τον λόγο του πειρασμού. Ο διάβολος μπορεί να έρχεται και να μου λέει οτιδήποτε αλλά εγώ δεν πρέπει να τον δέχομαι, να προσλαμβάνω εκείνα που μου λέει.

Στο δεύτερο επίπεδο που είναι ο σπόρος που πέφτει επάνω στην πέτρα, κατά το οποίο μπορεί να δεχθείς τον λόγο του Θεού με χαρά αλλά να μη καρποφορήσει, η αποτυχία οφείλετε στο ότι αυτό το μέγεθος δεν το καλλιέργησες σε βάθος και σε χρόνο. Ό,τι κάνει η Εκκλησία το κάνει σε βάθος και σε χρόνο.

Κάθε τι στην Εκκλησία θέλει μια εμμονή, μια επιμονή, με προσευχή, με ταπείνωση, με πολλή άσκηση και με πολύ πόνο. Γι᾽ αυτό βλέπετε σε αυτήν την περίπτωση προσλαμβάνει ο άνθρωπος τον λόγο του Θεού με πολλή χαρά αλλά επειδή δεν έχει ριζώσει σε βάθος μέσα στην ψυχή του, δεν γίνεται τίποτα. Εδώ ο Χριστός μας ζητά πέρα από τον μη συνδυασμό με τον πειρασμό να αποκτήσουμε ένα βάθος. Το βάθος αποκτάται με πολυχρόνια δουλειά. Βλέπετε ένας εργάτης για να ανοίξει έναν βαθύ λάκκο, πόσες ημέρες, ίσως και μήνες , πρέπει να εργασθεί και να δουλέψει.

Χρειάζεται λοιπόν, μια επιμονή στα ίδια τα μεγέθη. Βλέπετε η Εκκλησία κάθε μέρα κάνει Όρθρο, Θεία Λειτουργία και Εσπερινό. Κάνει τα ίδια και τα ίδια. Φαίνονται τα ίδια αλλά καλλιεργούν το βάθος. Η Εκκλησία μας καλεί κάθε μέρα να προσευχόμαστε, κάθε τόσο να νηστεύουμε, να είμαστε και να μένουμε στις ίδιες αρετές μόνιμα. Κι είναι αυτό το βάθος που προσπαθεί η Εκκλησία να καλλιεργήσει, που το ξεχνάμε γιατί είμαστε πρόχειροι. Αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο αυτής της νηπτικής θεωρίας το οποίο μετά αξιοποιήθηκε από όλους τους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας.

Και το τρίτο στοιχείο αυτής της νηπτικής θεωρίας είναι εκεί όπου πέφτει ο σπόρος στα αγκάθια και δεν προσλαμβάνεται. Και λέει ο Χριστός το γιατί. Μιλάει για τις ηδονές και τον πλούτο. Μιλάει για πράγματα τα οποία μας δένουν με τον κόσμο και δεν μπορούμε να προσληφθούμε από τον Θεό, ούτε να προσλάβουμε τα του Θεού. Εγκαταλείπουμε όλη την στροφή προς τον Θεό που κάναμε κάποια στιγμή δια της μετανοίας, που είναι η μεγαλύτερη αρετή και στρεφόμαστε στα πράγματα του κόσμου με τα οποία πρέπει μόνο περιστασιακά να εμπλακούμε απλά και μόνο για να κάνουμε χρήση. Και εκεί δενόμαστε.

Και τα τρία αυτά επίπεδα, δηλαδή η μη πρόσληψη των πειρασμών, το να μην ασχολείται κάποιος με τα πράγματα του κόσμου, πέρα από εκείνο που είναι αναγκαίο για να το χρησιμοποιεί και η μη τέλεση της δουλειάς, της νηπτικής εργασίας δηλαδή, σε βάθος είναι τα βασικά μεγέθη -άξονες της Ορθοδόξου Νηπτικής Θεωρίας. Έτσι θα την λέγαμε. Αν διαβάζατε όλη την φιλοκαλία και όλο τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη στην ρίζα τους αυτά θα βρίσκατε. Αυτά αξιοποιήθηκαν και από τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Λοιπόν έτσι γίνεται η αποκάλυψη του μυστηρίου [του να αρχίσεις να ακούς πραγματικά και να καταλαβαίνεις αυτά που ακούς μέσα στην Εκκλησία]. Ο Θεός παραμένει μυστήριο αλλά αποκαλύπτεται στις ανθρώπινες αισθήσεις, αν όμως προηγουμένως οι ανθρώπινες αισθήσεις καθαρισθούν και καλλιεργηθούν. Και θα καλλιεργηθούν με αυτά τα μεγέθη επάνω σε αυτούς τους άξονες της νηπτικής θεωρίας. Αν οι αισθήσεις δεν καλλιεργηθούν και τα μυστήρια του Θεού, που είναι δυνατόν να κατανοηθούν, θα παραμένουν ακατανόητα.

Αλλά ακατανόητο είναι επίσης και το ότι γινόμαστε οι ίδιοι ακατανόητοι όταν μπαίνουμε μέσα στην Εκκλησία και λέμε: «δεν καταλαβαίνουμε τίποτα» και διαμαρτυρόμαστε. Και ζητάμε εξωτερικές αλλαγές [μεταφράσεις των κειμένων κ.λ.π.]. Αλλά αυτά τα πράγματα δεν διορθώνονται έτσι. Η αλλαγή πρέπει να γίνει μέσα μας. Και η αλλαγή θα γίνει μέσα μας όταν συμβούν τα παραπάνω. Και τότε επειδή ανοίξαμε τον δρόμο στην Χάρη του Θεού, η χάρις του Θεού θα μας φωτίσει και τότε όλα θα γίνονται κατανοητά.

Αυτά είναι η λύση του λεγομένου «προβλήματος της κατανοήσεως και της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων». Αυτός είναι ο άξονας. Για αυτό αυτή η παραβολή του σπορέως είναι πάρα πολύ καίρια, γι᾽ αυτό και το θέμα αφορά ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας. Και αν εσείς διαμαρτυρηθείτε ότι αυτά τα οποία τελέσαμε εδώ σήμερα στη Θεία Λειτουργία δεν τα καταλάβατε, πριν να διαμαρτυρηθείτε και πριν διαβάσετε ερμηνευτικές προσεγγίσεις από κείμενα, πράγμα που ασφαλώς σας παροτρύνω να κάνετε, θα πρέπει να μπείτε σε αυτά τα μεγέθη της νηπτικής θεωρίας. Βιωματικά όμως και στο τρίπτυχο που αναλύσαμε. Και τότε όλα αποκαλύπτονται με τη χάρη του Θεού.

Η παραβολή του σπορέως… Τόσο γνωστή και τόσο άγνωστη… Τόσο μυστήριο και τόσο φανερούμενο… Κι όλα να εξαρτώνται από μας…

 * Η αρχική απομαγνητοφώνηση και λεκτική επεξεργασία έγινε από τον μοναχό Δαμασκηνό Αγιορείτη (impantokratoros.gr). Οι λοιπές διορθώσεις και επιμέλεια έγιναν από την floga.gr.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θεοδρομία, έτος ιε᾽ τεύχος 1 Ιανουάριος-Μάρτιος 2013, σελ. 10-14)

http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2882
 

Τό ἀσυμβίβαστό των «ἐνεργειακῶν» θεραπειῶν!Π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ,

 


 
Ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου
Ἐδῶ τά λόγια εἶναι ἀνεπαρκή γιά νά ἐκφράσουμε Αὐτόν τόν Θεό πού εἶναι ὁ Ζωοποιῶν Θεός. Καί ὁ Ὁποῖος ὄχι μόνο μᾶς ἔδωσε ζωή, «πνοήν ζωῆς», ὅπως λέει τό δεύτερο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, «πνοήν ζωῆς», ἀλλά μᾶς ζωοποίησε καί μᾶς τούς νεκρούς καί μᾶς ἀνέστησε μετά καί ὁ Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καί μᾶς ἔδωσε ζωή καί πάλι. Εἶναι ὁ Ζωοποιῶν συνεχῶς τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός.
Δέν μποροῦμε χωρίς αὐτά νά ζήσουμε. Δέν μποροῦμε χωρίς ἀνάσα νά ζήσουμε. Τοῦ ζωοποιοῦντος τά πάντα! Τά πάντα, τά πάντα! Δέν ὑπάρχει κάτι πού δέν εἶναι μέσα στή ζωοποιό, ἀγαπητική δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἐνέργεια! Εἶναι μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού ἐνεργεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δέν ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἐνέργεια πού θά μᾶς ἐνεργοποιήσει. Καμιά ἄλλη ἐνέργεια! Προσέξτε, τίποτε ἄλλο καί αὐτό τό τονίζω τώρα ὡς λόγο ἔστω παρεμβατικῶς ἤ παρεμβολικῶς γιατί ἔχει σημασία. Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐνέργεια. Μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ! Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῶν ἀκτίστων Αὐτοῦ ἐνεργειῶν, πού ἐνεργοποιεῖ τά πάντα στή ζωή μας.
Ὅ,τι ἄλλο μᾶς προτείνεται ὡς δυνατότητα κάποιας ἐνέργειας πού μᾶς κάνει νά εἴμαστε καλά, εἶναι πλάνη! Ὅ,τι μᾶς προτείνουν ὅτι εἶναι μία ἐνέργεια πού θά μᾶς κάνει καλό καί οἱ ἄνθρωποι ἀνοήτως τά κυνηγοῦν καί….
τρέχουν πίσω ἀπό αὐτά, εἶναι πλάνες!Τίποτε ἄλλο δέν ζωοποιεῖ, δέν μᾶς κάνει νά ζήσουμε παρά μόνο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, λειτουργεῖ τά πάντα. Καί μᾶς ζωοποιεῖ! Δέν ὑπάρχουν ἄλλες ἐνέργειες, προσέξτε αὐτό! Ἐνέργειες ὅπως λένε, διάφορες πνευματικές. Γι᾽ αὐτό, βλέπετε, ὑπάρχει μιά ὁλόκληρη ἱστορία, τῶν λεγομένων πλανεμένων, τό ἔχω πεῖ καί ἄλλες φορές, τό ἔχω ἀναλύσει, θεραπευτικῶν μεθοδολογιῶν, κοσμικῶν δαιμονιωδῶν μεθοδολογιῶν, οἱ ὁποῖοι λένε πού ἔχουν δυνατότητα νά δώσουν ζωή στόν ἄνθρωπο, νά τόν ἐνεργοποιήσουν διά κάποιας ἐνέργειας. Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐνέργεια πέρα ἀπό τόν Θεό, ὅλα τά ἄλλα εἶναι δαιμονιώδη, νά τό ποῦνε συγκεκριμένα, μέσα ἀπό τήν ψευτοδύναμη τοῦ διαβόλου νά ποῦνε, πού δέν ἔχει καμία δύναμη [ὁ διάβολος]. Ὅλα τά ἄλλα πού εἶναι αὐτές οἱ ἐνεργειακές θεραπεῖες, ἀκόμα καί οἱ βιοενεργειακές, θά μπλέξουν ὅλα, ὁ κόσμος πλανιέται, εἶναι πλάνες! Δέν ὑπάρχουν τέτοια πράγματα. Καί αὐτά πρέπει ὁ λαός νά τά καταλάβει περισταμένως.
Τό λέω, ὡς λόγο παρενθετικό, ἀφοῦ μοῦ τό φέρνει ἡ εὐκαιρία αὐτή, ὅπως γίνεται κάθε χρόνο, σ᾽ ὅλο τό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας γίνεται μία πανελλήνια σύσκεψη, ἕνα συνέδριο τριήμερο, ἀπ᾽ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τίς τοπικές τίς Ὀρθοδόξους ὄχι μόνο τῆς Ἑλλάδος, ὅλες τίς Μητροπόλεις. Ἕνα συνέδριο σέ κάποιο μέρος τῆς Ἑλλάδος, ὅπου κάθε χρόνο γίνονται κουβέντες, γι᾽ αὐτά τά θέματα καί πῶς θά περάσει τό μήνυμα αὐτό καί θά βιωθεῖ ἀπό τό λαό μας. Γιά νά μή μένουμε σέ πλάνες. Αὐτές τίς μέρες, ἀπό τήν περασμένη Δευτέρα μέχρι χθές (σημ.: 4-6/11/2013), βρεθήκαμε ὅλοι στό Βόλο, ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Σερβία, Ρωσία, Ρουμανία, Κύπρος, ὅλες, οἱ ὁποῖοι μετεῖχαν σέ μία ἀναζήτηση πιά.
Τί εἶναι, ἐδῶ ἦταν τό θέμα συγκεκριμένο πιά, αὐτές οἱ ἐνεργειακές θεραπεῖες; Γιατί ὁ λαός μας πλανιέται καί τρέχει ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ. Καί παρόλο πού τά ἔχουμε πεῖ πολλές φορές, τώρα πῆρε αὐτό τό πράγμα μία μορφή συγκεκριμένη, πού λένε τά κείμενα, τά πορίσματα, τά ὁποῖα θά περάσουν, θά ἐγκριθοῦν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, ἀφοῦ ἔχουν ἐγκριθεῖ ἀπό ὅλη τήν ὁλομέλεια ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπισταμένως ἔγινε ἡ κουβέντα καί ἡ ἀνάλυση τῶν πορισμάτων, θά περάσουν ὡς πρόταση πιά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Κανείς πιά στόν χῶρο τῆς Ἑλλάδας, ἀφοῦ ζοῦμε σ᾽ αὐτόν τόν τόπο, δέν μπορεῖ νά πεῖ, ἐγώ ξέρεις ἀκολουθῶ μιά μορφή «ἐνεργειακῆς» θεραπείας πού λέγεται ρέικι. Θά δεῖ, ἐκεῖ πέρα εἶναι καί τά ὀνόματα γραμμένα, ὅσα μπορούσαμε γράψαμε, θά πεῖ, αὐτό εἶναι μιά δαιμονιώδης ἐνέργεια, θεραπευτική ψεύτικη. Δέν ἔχει σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Καί θά περάσουν καί πράγματα τά ὁποῖα δέν φανταζόμαστε, πράγματα τά ὁποῖα δίναμε δέκα χρόνια πάλη γιά νά περάσουν γιατί ἦταν μία πλάνη πού δέν περνοῦσαν. Γιατί εἶχαν πλανηθεῖ πάρα πολλοί καί λυπᾶμαι πού τό λέω, ἀκόμη καί Ἁγιορεῖτες πατέρες ἀκόμη καί ἱερεῖς, πού κατεύθυναν τό ποίμνιό τους νά κάνουν, ξέρω ἐγώ, ὁμοιοπαθητική.

Τώρα περνάει συγκεκριμένα πιά καί λέει, ἡ ὁμοιοπαθητική εἶναι ἀσύμβατη μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἔληξε! Δέν σηκώνει κουβέντα! Καί ἀναλύεται γιατί, ὄχι γιατί μᾶς ἦλθε στό κεφάλι ἔτσι, ἐκεῖ γίνεται ἕνα συνέδριο στό ὁποῖο ἦρθαν καί ἐπιστήμονες. Ἐπιστήμονες στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης. Καί εἶπαν τί εἶναι ἐπιστήμη καί τί εἶναι ψευτοεπιστήμη. Καί ἀφοῦ εἶναι ψευτοεπιστήμη εἶναι μιά δαιμονιώδης ἐπιστήμη. Ἄρα ὑπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα καί δέν μπορεῖ ὁ λαός νά πλανιέται καί μάλιστα εἶπαν μερικοί, μά τώρα ὑπάρχουν πολλοί γεροντάδες, ἀκόμη καί Ἁγιορεῖτες πατέρες κατευθύνουν, παράδειγμα σᾶς λέω τώρα, λένε στό λαό τους νά κάνουν ὁμοιοπαθητική. Καί εἶπαν αὐτό τώρα εἶναι μία ἐπίσημη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Τό λέγαμε, τό φωνάζαμε, τώρα πῆρε μορφή καί γραφή ὅτι εἶναι μιά ἀσυμβίβαστη μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη ἔκφραση θεραπείας, εἶναι ψευτοθεραπεία. Δέν μπορεῖς πιά νά τό κάνεις, ἄς τό λέει ὁ ὁποιοσδήποτε Ἁγιορείτης πατέρας τό λέει καί ὁποιοσδήποτε πνευματικός τό λέει, πού ἀκολουθοῦν πολλά πνευματικά του παιδιά. Ὅ,τι λάθος ἔγινε, ἔγινε. Γι᾽ αὐτό μετανοοῦμε! Γι᾽ αὐτό ὑπάρχει μετάνοια. Καί μπορεῖ νά πεῖ δέν ἤξερα, ἔπρεπε νά ξέρει, ἀλλά δέν πειράζει. Τώρα πιά ὅμως δέν μπορεῖ νά πεῖ δέν ξέρω.

Ὑπῆρχε μία ὁμοφωνία σέ αὐτά τά θέματα. Καί ὑπῆρχαν καί ἐπιστημονικές ἀναλύσεις, σᾶς λέω. Δέν [τά] εἴπαμε ἐμεῖς ἐπειδή ἔτσι μᾶς ἦρθε στό κεφάλι, [διότι] εἴμαστε φωτισμένοι σέ ὅλα. Δέν ὑπάρχει κανένα ἔρεισμα καί ἀναφέρθηκαν πολλές τέτοιες ὀνομασίες, παλαιά ὑπῆρχε ἕνας κατάλογος ἀσυμβιβάστων μέ τήν Ὀρθόδοξο πίστη ὁμάδων, σεκτῶν. Τώρα μπῆκε ὁ κατάλογος, ὄχι πιά ὁμάδων, [ἀλλά καί] μεθοδολογιῶν. Σοῦ λέει αὐτό καί αὐτό, εἶναι ἀσυμβίβαστο. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν πρέπει νά πηγαίνουν ἐκεῖ πέρα. Ὄχι ὅτι δέν θέλουμε νά πηγαίνουν, νά [μή] χάσουμε τήν πελατεία μας, δέν ἔχουμε πελατεία ἐμεῖς, γιατί ἐκεῖ πέρα πέφτουν στό ἀσυμβίβαστο τῆς διαστροφῆς τῆς πνευματικής τους ζωῆς. Καί τί εἶναι τό ἀσυμβίβαστο; Ὅτι αὐτό δέν εἶναι μέσα ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἐνέργεια; Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι. Ὑπάρχει κάτι πού θεραπεύει; Ἐμεῖς ἔχουμε ἕναν τρόπο πού θεραπεύει ἡ Ἐκκλησία μας, διά τῶν εὐχῶν, διά τοῦ Εὐχελαίου καί εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἤ ὑπάρχει κάτι ἄλλο πού θεραπεύει;

Καί συγγνώμη πού θά τό πῶ τώρα, εἶναι καί χαριτωμένο ἀλλά εἶναι καί τραγικό, ἐκεῖ ἀκούσαμε περιστατικά, ἐπειδή εἶναι ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πολλοί πατέρες, ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, κατέθεσαν τραγικές μαρτυρίες.

῞Ενα μοναστήρι κάπου ἐδῶ κοντά, στήν Ἀττική, ἕνα μοναστήρι, ὅταν πᾶνε ἐπισκέπτες τούς πουλᾶνε ἕνα νερό. Πού λένε αὐτό τό νερό εἶναι ἁγιασμένο, ἔχει μέσα του τά τάδε συστατικά, πάρτε το, στοιχίζει πενήντα εὐρώ, θά τό πάρετε σπίτι σας, θά γίνετε καλά. Αὐτό εἶναι μία ἀπάτη. Καί ἔλεγε ἕνας πατέρας στό συνέδριο, πῆγαν ἄνθρωποι ἐκεῖ, ἕνα πούλμαν ἦταν καί ὅλοι ἔδωσαν πενηντάρια, ἀφῆστε τή βλακεία τό πενηντάρι, δέν στέκομαι ἐκεῖ· στέκομαι στό ὅτι ὁ λαός πείθεται εὔκολα, τοῦ λέει ἁγιωτικό νερό. Τί νερό εἶναι αὐτό; Δέν μπορεῖ ἐμεῖς νά πλανιόμαστε ἔτσι καί ὁ λαός πρέπει νά ἔχει ἐγρήγορση. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει Ἁγιασμό, ἔχει Εὐχέλαιο. Τί νερό εἶναι αὐτό; Καί μάλιστα λέει ἐπειδή εἶναι μυροειδές τό νερό, ἔχει ἕνα εἰδικό μύρο λέει, παίρνετε εἰδικό μύρο, πουθενά δέν θά τό βρεῖτε. Γι᾽ αὐτό σ᾽ αὐτό τό μοναστήρι πουλᾶμε, λέει, ἐμεῖς μυροβλύσεις. Μά τί πουλᾶμε, ἐδῶ πέρα τό κάναμε ἐμπόριο; Παραδείγματα σᾶς λέω. Ἐπειδή εἶναι πρακτικά θέματα, τά ὁποῖα ταλανίζουν τήν Ἐκκλησία μας καί πλανοῦν τό λαό.

Ὁ λαός ξέρει τά πράγματα, ποιά εἶναι τά Μυστήριά του. Τί εἶναι Ἁγιασμός, τί εἶναι Εὐχέλαιο, πῶς ἁγιάζεται, διά ποίου τρόπου; Πῶς γίνεται ὁ Ἁγιασμός; Πῶς λειτουργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἄν δέν τά ξέρουμε αὐτά, θά πλανιόμαστε συνεχῶς. Δέν ἔχω νά πῶ κάτι ἄλλο γι᾽ αὐτή τήν πολύ, γιά μένα προσωπικά, πετυχημένη προχθεσινή τριήμερη συνεδρίαση, γιατί ἔβαλε τό δάχτυλο στόν τύπο τῶν ἥλων.


Δέν μπορεῖ πιά νά πεῖ ἕνας: «Ξέρεις ἐγώ εἶμαι Χριστιανός, ἔχω εἰκόνες, εἶμαι γιατρός ὁμοιοπαθητικός, πού πιστεύω στήν Ἐκκλησία, λειτουργοῦμαι, μεταλαμβάνω». Ψεύτης εἶσαι! Ἄν λειτουργεῖσαι, μεταλαμβάνεις καί ἀγαπᾶς τόν Χριστό, θά πάψεις νά εἶσαι γιατρός ὁμοιοπαθητικός. Τέρμα! Ἔληξε, δέν ὑπάρχει κουβέντα! Εἶναι πιά ἀσυμβίβαστο μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Εἶναι τόσο ξεκάθαρα πράγματα. Αὐτή εἶναι ἡ ἐπιτυχία. Κι ἐπειδή ὑπῆρχαν ἀμφιβολίες πολλές φορές, μήπως βγεῖ κάποια μικρή διαμάχη, ἀκόμη καί σχίσμα μέσα στήν Ἐκκλησία, τίς παλαιότερες χρονιές λίγο τό ἐφοβοῦντο, ἀλλά φέτος ἦταν τό θέμα. Καί ὑπῆρχε πλήρης ὁμοφωνία τῶν πατέρων. Τό λέω σέ ἐσᾶς, τώρα, νά τό ξέρετε. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀσφαλή μέτρα γιά νά διασφαλίζει τό λαό της ἀπό τίς πλάνες. Κι ἄς λένε εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, κάνουμε κι αὐτό, ἀγαπᾶμε τόν Χριστό, ἐξομολογούμαστε, λειτουργιόμαστε. Νά βιώνεις πλήρως «Τοῦ ζωοποιοῦντος τά πάντα». Ζωοποιεῖ τά πάντα. Μόνο ὁ Χριστός δίνει ζωή. Δέν ὑπάρχει κανένας ἄλλος πού νά δίνει ζωή. Μήν περιμένετε ἐλπίδες ἀπό κάποια ἄλλη μεθοδολογία. Τρέχουν οἱ ἄνθρωποι νά πάρουν ἐλπίδα ἀπό δεκάδες μεθοδολογίες καί πλανεμένες.



Πάλι χθές σ᾽ αὐτό τό συνέδριο, πού ἔγιναν κουβέντες γιά ὅλους αὐτούς, ἔκανα μιά πρόταση, γιατί ἔλεγαν μερικοί ἐκπρόσωποι: «Τί θά γίνει; Χανόμαστε κάθε μέρα. Ὅλα αὐτά τά δαιμονιώδη τοῦ κόσμου πού πιάνουν τό λαό μας, τόν πλανοῦνε». Κι εἶπα μιά παράλογη πρόταση. Τούς εἶπα: «Ξέρετε, ἐδῶ στήν περιοχή μας, στή Γλυφάδα, ὑπάρχουν δύο τεράστιοι χῶροι, ἀνοιχτοί, ἄδειοι, τό ἀεροδρόμιο…». Θά μοῦ πεῖτε: «Τί σχέση ἔχει αὐτό;». Θά δεῖτε τί σχέση ἔχει. Τό ἀεροδρόμιο, πού εἶναι ἄδειο, εἶναι μιά τεράστια ἔκταση. Δέν ξέρω ποιοί καπιταλιστές καί δαιμονιώδεις θέλουν νά κάνουν καζίνα ἐκεῖ. Μακάρι νά μή γίνουν! Ὅσο εἶμαι ἐγώ θά προσεύχομαι καζίνα νά μήν περάσουν ἀπό ἐδῶ πέρα μέσα, δέν ξέρω τί θά γίνει… Κι ἄν περάσουν, θά τούς κάνουμε τή ζωή μαρτύριο. Ἐντάξει, θά τό δοῦμε. Ἄς τό ἀφήσουμε, μακάρι νά μή γίνει. Ὑπάρχει, λοιπόν, ἐδῶ τό ἀεροδρόμιο καί λίγο παρακάτω εἶναι οἱ ἐγκαταλελειμμένες, δυστυχῶς, ἐγκαταστάσεις τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, τελείως ἐγκαταλελειμμένες. Χαώδεις ἐκτάσεις! Λοιπόν, μερικοί ἔξυπνοι ἐκεῖ πέρα, ἐδῶ κι ἐκεῖ πρόσφατα, πρίν ἀπό λίγους μῆνες, ξανά καί ξανά, κάνουν ἐκεῖ κάτι «festival»! Τί «festival», δηλαδή, νά καλέσουν καί τά παιδιά ἅμα εἶναι τό «festival». Εἶναι λέει «therapy festival». «Festival» θεραπείας. Τί θεραπείας; Θά κατεβεῖ, δηλαδή, κάποια μονάδα γυναικολογική, ὀδοντολογική; Τί θά κατεβοῦν; Τί «therapy festival»; Ἄν ἔχω τά δόντια μου, νά πάω νά μέ δοῦν; Ἄν ἔχω λουμπάγκο, νά πάω νά μέ δοῦν; Ὄχι, λέει, εἶναι οἱ νέες θεραπευτικές, αὐτές οἱ ἐναλλακτικές, οἱ δαιμονιώδεις! Κι εἶπα τό ἑξῆς: «Κοιτάξτε, τό τελευταῖο «festival», πρίν ἀπό ἕνα μήνα…», πού μάλιστα ἔκανα τό ἑξῆς, κι ἄλλοι τρόμαξαν, ἀνέβηκα πάνω στήν ἕδρα μέ ἕνα τόσο φάκελο. Πολύ μεγάλο. Ἕνα τόσο φάκελο. Τόσο, τόσο μεγάλο!


Λένε: «Θά μᾶς πεῖς ὅλα αὐτά; Ἔχεις μόνο πέντε λεπτά!».


-«Μήν νοιάζεστε, τρία λεπτά θά μιλήσω!».


-«Τί θά κάνεις αὐτό τό φάκελο;».


Λέω, «ἄν κάποιος περιδιαβεῖ σ᾽ αὐτό τό “festival”, θά δεῖ ἐκεῖ περίπου τριακόσια, τετρακόσια περίπτερα. Ἄν περάσεις ἀπ᾽ τό περίπτερο, ὅλοι σοῦ [δίνουνε] ἕνα φυλλάδιο. Ἄρα, εἶναι τετρακόσια καταστήματα».


Προσέξτε, τετρακόσια καταστήματα πού κάτι πουλᾶνε. Πρῶτα-πρῶτα, γιά νά ἔχουν ὅλα αὐτά τά φυλλάδια, πολυτελή καί ἔγχρωμα, θέλουν χρήματα! Καί κάτι πουλᾶνε! Πουλᾶνε πρῶτα-πρῶτα καί ἀγοράζουν τήν ψυχή σου! Νά πᾶς μαζί τους, νά περάσεις στή δική τους δαιμονιώδη θεραπευτική. Μετά, θέλουν χρήματα! Πῶς θά κάνουν τά φυλλάδιά τους; Καί πῶς θά ζήσουν περισσότερες ἀπό τριακόσιες ὁμάδες ἐκεῖ; Μέ χίλια ἀπίθανα ὀνόματα! Χίλια ἀπίθανα ὀνόματα! Θέλουν τήν ψυχή σου, θέλουν τά χρήματά σου, ἀλλά «ξέρετε γιατί χαίρομαι;», λέω. «Σ᾽ αὐτό τό “festival” ὑπῆρχαν τριακόσια περίπτερα, ἄρα τριακόσιοι πού διαμάχονται! Ποιός θά πάρει πρῶτος τό ἐμπόριο! Ἄρα, εἶναι διασπασμένοι. Εἶναι, κατά τά λόγια τῆς Γραφῆς, λεγεών, εἶναι διχασμένοι. Κι αὐτό εἶναι τό ὅπλο μας! Ὁ διχασμός τους εἶναι τό ὅπλο μας».


Ἡ ἑνότητα! Αὐτό ἔχουμε ἐμεῖς νά βάλουμε. Μή σηκωθεῖ κανείς, εἶπα στό τέλος, ἀπό ἐδῶ καί πεῖ: «Ὄχι, διαφωνῶ! Ἡ ὁμοιοπαθητική δέν εἶναι δαιμονιώδης». Θά ἔχουμε μία φωνή. Θά σταθοῦμε μπροστά στό λαό μας καί θά ᾽χουμε μία φωνή. Αὐτοί εἶναι διχασμένοι. Γιά λόγους ἐμπορίου, προσωπολατρίας καί χίλια πράγματα. Ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα! Εἴμαστε μία καρδιά! Κι εἶπα θά κατεβοῦμε, σ᾽ αὐτό τό συνέδριο, ὅλοι μαζί, στό τέλος [καί] θά ποῦμε: «Αὐτό!». Θά ποῦμε ὅλοι μαζί γιά τό λαό μας. Θά τό ξέρει ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ, πού δέν ξέρει ὁ ἄνθρωπος. Θά πεῖ: «Ὄχι, ἐκεῖ δέν θά πᾶς . Μοῦ τό ᾽πε ἡ Σύνοδός μου. Ἐδῶ δέν πᾶς». Θά ᾽μαστε μιά φωνή, ὄχι σοῦ καί μοῦ καί τοῦ. Δέν εἶναι καιρός πιά [γιά] σοῦ καί μοῦ καί τοῦ. Μπορεῖ νά ἔχουμε προσωπικές ἀπόψεις γιά διάφορα θέματα. Αὐτά τά κουβεντιάζουμε. Ἀλλά γιά τέτοια καίρια θέματα πού παίζεται ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ μας, δέν παίζουμε! Καί τούς εἶπα: «Αὐτή εἶναι ἡ νίκη μας. Τριακόσια περίπτερα, χάρηκα! Εἴμαστε ἕνα, αὐτοί εἶναι χωρισμένοι. Γιά ἐμπόριο, ἰδεολογία, γιά προσωπολατρίες». Βλέπετε τό ὅπλο μας ποιό εἶναι; Καί δέν φοβόμαστε τίποτα. Οὔτε ἔχω ἀγωνία νά βγάλω φυλλάδιο, οὔτε νά ξοδέψω χρήματα. Ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός μας. Κι ἐμεῖς εἴμαστε ἑνωμένοι. Κρατῆστε αὐτήν τήν ὁμολογία. Τό κοινό τοῦ λόγου. Κι αὐτήν τήν ὁμολογία μήν τή χάνετε ποτέ!


Καί σᾶς θυμίζω ἐκείνη τήν καίρια, ἑρμηνευτική συμβολή πού ἔχουν οἱ Πατέρες στό πολύ γνωστό κείμενο πού διαβάζουμε στίς Παρακλήσεις. Πού ὅταν κάνουμε Παρακλήσεις, διαβάζουμε δύο κείμενα. Ἕνα Εὐαγγέλιο λέει γιά τόν Χριστό μέ τή Μάρθα καί τή Μαρία: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία»[2]. Λίγοι ἔχουν καταλάβει τήν ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ «ἑνός». Ὅλοι λένε, ἐπειδή ἡ Μάρθα τρέχει, κάτσε γιά τήν προσευχή. Δέν θά κάνει καί φαγητό δηλαδή; Ἅμα, πᾶς στό Ἅγιον Ὄρος, δηλαδή, κανένας πατέρας νά μήν ἔχει ἑτοιμάσει καμιά ὡραία σουπούλα νά πιοῦμε καί μετά νά βγοῦμε ὅλοι καί νά ξεροσταλιάζουμε. Κι ἦρθαν οἱ Πατέρες τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας κι εἶπαν: «Ἑνός ἐστι χρεία. Μήν φᾶτε τίποτε». Εἶναι ἄλλη ἑρμηνευτική. «Ἑνός δέ ἐστι χρεία». Ἑνός. Ἑνός. Ἑνότητας. Αὐτό εἶναι τό «ἑνός». Τό «ἕν» εἶναι ἡ ἑνότητα. Ἑνότητα νά ἔχετε.


-«Πῶς τό κάνεις αὐτό;».

-«Θά κάνεις αὐτό, θά κάνεις…».

Νά ἔχετε ἑνότητα! Ἡ Μάρθα θά εἶναι ἐκεῖ κι ἡ Μαρία θά εἶναι ἐκεῖ. Ἡ Μάρθα θά «μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά» καί καλά θά κάνει κι ἡ Μαρία θά εἶναι στά πόδια. Καλά θά κάνει. «Ἑνός δέ ἐστι χρεία». Μή διαμάχεσθε. Ἐν Χριστῷ εἴσαστε. «Ἑνός δέ ἐστι χρεία». Αὐτό εἶναι τό μήνυμα τό μεγάλο.

Καί στό τέλος αὐτῆς τῆς συνεδριακῆς συσκέψεως, ἔχω πάει τουλάχιστον σέ δέκα τέτοιες, ἔνιωθα μέσα μου πάρα πολύ ἀνακουφισμένος. Γιατί, αὐτό βγῆκε στό τέλος, (ὑπῆρχαν Ἐπίσκοποι), ὅτι ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία μας ἑνότητα. Ὅλοι συμφωνοῦμε. Δέν παίζουμε μέ [τίς] ψυχές τοῦ λαοῦ μας. Ὁ λαός κλονίζεται. Ὁ λαός δέν ξέρει. Ὑπάρχουν εὐθύνες ἐδῶ, τρομερές. Τουλάχιστον, νά προβληθεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Νά, ἐδῶ, μαζευτήκαμε καί εἴπαμε: «Ναί! Ναί, σ᾽ αὐτό τό πράγμα». Καί νά πάρουμε στήν εὐθύνη μας τό λαό μας. Εἴμαστε μιά γροθιά σ᾽ αὐτό τό θέμα. Αὐτή εἶναι ἡ ὁμολογία.

Μακάρι νά ἤμασταν μιά γροθιά σ᾽ ὅλα αὐτά τά πράγματα τῆς ζωῆς μας. Νά εἴμαστε σέ ὅλα μιά γροθιά. Δέν ἀντιτίθεμαι στίς προσωπικές διαφοροποιήσεις, ἰδέες καί θεολογικές ἀπόψεις. Ἀλλά μέσα ἀπό συνοδικά ἐκφραστικά μεγέθη. Συνοδικά! Αὐτά εἶναι τά συνοδικά μεγέθη, νά καταλήγουμε σέ ἑνότητα. Πράγμα πού δέν τό ἔχουν ὅλες αὐτές οἱ ψευτοθεραπεῖες καί ὁ διάβολος φυσικά αὐτό δέν ἔχει. Γι᾽ αὐτό τό ὄνομα τοῦ διαβόλου ἐκεῖ στό δαιμονισμένο:

-«Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;», λέει.

-«Λεγεών. Γιατί πολλοί ἐσμεν»[3].

Εἶναι «λεγεών». Εἶναι ἕνα κατακερματισμένο ὅπλο. Καί αὐτό φώναξα. «Αὐτοί εἶναι λεγεών, ἐμεῖς εἴμαστε ἐν Χριστῷ». «Ἑνός δέ ἐστι χρεία». Ὁμο-λογοῦμε. Αὐτό μήν τό ξεχάσετε ποτέ!
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/01/blog-post_21.html#more


Πατερική Θεολογία και ΜεταμοσχεύσειςΠ. ΚΩΝΣΤ. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ


Ὁ σκοπός τοῦ Ἱερέα-Πνευματικοῦ στήν Ὀρθοδοξία Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου

 


Ο σκοπός του Ιερέα-Πνευματικού στην Ορθοδοξία μας
-Ποιά είναι η έννοια της πνευματικής πατρότητας; 
-Ποιο είναι το πνευματικό παιδί; 
-Υπάρχει προσωπική σχέση μεταξύ πνευματικού πατέρα και παιδιού εκτός Εκκλησίας; 
-Το μυστήριο της εξομολόγησης πότε και πώς λειτουργείται; 
-Πότε συγχωρούμασθε; 
-Μετράει η πνευματικότητα του εξομολόγου ιερέα στο μυστήριο; 
-Υπάρχουν έκτακτοι πνευματικοί χαρισματούχοι; 
-Ποια η έννοια της πνευματικής καθοδήγησης; 
-Πρέπει να υπακούμε τυφλά στον πνευματικό;
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ
Απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα ομιλίας
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου
που έγινε στα πλαίσια των κατηχητικών αναλύσεων της Β’ προς Τιμόθεον επιστολής του Αποστόλου Παύλου, στο χωρίο κεφάλαιο 2, στίχος 3, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου, Δικηγορικών Γλυφάδας, την Πέμπτη 13-03-2014.
Στον πρώτο στίχο ακούσαμε τις λέξεις «συ ουν, τέκνον μου ενδυναμού εν τη χάριτι τη εν Χριστώ Ιησού». Όπως έχετε καταλάβει στην ερμηνευτική μας προσέγγιση η έμφαση σε μας δίνεται στις λέξεις, γιατί οι λέξεις οικοδομούν το νόημα· δεν μπορώ να αναλύσω το νόημα, αν δεν ξέρω τις λέξεις· απ᾽ τις λέξεις, αναλύοντας αυτές, θα αναδυθεί το νόημα της περικοπής, το οποίο αναλύουμε. Τώρα εδώ λέει «συ ουντέκνον μου», εσύ, λοιπόν, παιδί μου, λέει. Bέβαια κατά τα μέτρα της πνευματικής ζωής και της χριστιανικής ποιμαντικής ζωής αυτό το τέκνον είναι κατανοητό· βέβαια σε δεδομένα προχριστιανικά αυτό δεν είναι πολύ εύκολο να γίνει κατανοητό. Ακόμη και οι δάσκαλοι, οι φιλοσοφικές σχολές κ.λπ. που χαν μαθητές δεν φαίνονται να αποκαλούν τους μαθητές τους τέκνον μου· θα ήταν μαθηταί μου.
Οι λέξεις δεν είναι συνήθεις, αλλά αυτή η λέξη αναδύεται μέσα από την έννοια της πνευματικής πατρότητας, η οποία αναδεικνύεται στο χώρο της Εκκλησίας μας και βλέπετε τέκνον μου τον λέει ενώ δεν είναι φυσικό του τέκνο, δεν είχε τέκνα, δεν ήταν παντρεμένος, αλλά επειδή μέσα από την πνευματική ζωή, το ξέρετε όλοι αυτό, αλλά να σταθώ λίγο στην ανάλυση, κάποιος ζώντας πνευματικά γεννιέται εν Αγίω Πνεύματι. Γεννιέται, βρίσκει τον εαυτό του και πάλι, καθαρίζει τον εαυτό του και θεωρείται η Εκκλησία, η οποία έχει λειτουργήσει σε αυτό το έργο της βαθιάς, βαθιάς αναγεννήσεως του ανθρώπου, προσέξτε αναγέννηση [σημαίνει] είναι βαπτισμένος μεν αλλά δεν το είχε χρησιμοποιήσει· σου έδωσε ένα δώρο και δεν το χρησιμοποίησες και έρχεται η ώρα που τώρα [θα] το χρησιμοποιήσεις. Προσέξτε τον όρο και το τονίζω και το διαφοροποιώ από οποιαδήποτε έννοια αναγεννήσεως, η οποία αναδύεται στο χώρο της προτεσταντικής θεολογίας και στο χώρο μερικών ομάδων πεντηκοστιανών κ.λπ., που μιλάνε για μια αναγέννηση άλλου τύπου όμως.
Προσέξτε εμείς γεννόμεθα μέσα στην κολυμβήθρα, αυτή είναι η μήτρα μας και εκεί μας δίνεται το μεγάλο δώρο του να ζήσουμε χριστιανικά και να λειτουργήσουμε το έργο του προσωπικού αγιασμού μας εν Αγίω Πνεύματι· εκεί είναι άλλο πράγμα, εκεί σου λέει τώρα γεννιέσαι, τώρα που γνώρισες το Χριστό· ήσουνα βαπτισμένος, αλλά τώρα που Τον γνώρισες, με την πίστη μόνο, γεννιέσαι· εδώ είναι η διαφοροποίηση γι᾽ αυτό σου λένε έλα να γεννηθείς. Άλλο πράγμα το ένα και άλλο τ᾽ άλλο· άλλο να έχεις ένα θησαυρό και να μην τον χρησιμοποιείς και άλλο να λένε που τον είχες αλλά ήταν άκυρος αφού δεν τον χρησιμοποιούσες και τώρα θα βρίσκεις μια καινούργια γέννηση. Είναι λεπτές διαφοροποιήσεις οι οποίες δημιουργούν τρομερές αιρέσεις.Έτσι λοιπόν, η έννοια της πνευματικής πατρότητας ανήκει, προσέξτε, στην Εκκλησία· η Εκκλησία κάνει όλους τους ανθρώπους που βαπτίζει και οι οποίοι είναι κοντά Της, τους κάνει τέκνα Της γιατί ακριβώς γεννιόνται μες στην Εκκλησία· γεννήθηκαν στην κολυμβήθρα και συνεχίζουν αυτή τη γέννηση αν λειτουργήσουν τα δεδομένα της Εκκλησίας μας, άρα η έννοια τέκνον αρμόζει σε όλους τους πιστούς που είναι κοντά στην Εκκλησία.
Όλοι οι υπόλοιποι που λειτουργούν αυτή τη γέννηση είναι οι πνευματικοί, που είναι ιερείς, οι οποίοι δεν είναι έργο προσωπικό τους, λειτουργούν το έργο της Εκκλησίας. Οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι, οι πάντες μες στην Εκκλησία λειτουργούν το έργο της Εκκλησίας· είναι διάκονοι της Εκκλησίας, δεν είναι κάτι δικό τους, κάτι προσωπικό τους, άρα η επίκληση τέκνον μου είναι γιατί μετέχει στην Εκκλησία και μέσα από την Εκκλησία αποκτούμε μια προσωπική σχέση, ενώ η Εκκλησία δίνει αυτή τη χάρη και στην Εκκλησία μέσα όλα γίνονται και προσωπικά ταυτόχρονα αλλά το τέκνον μου δεν είναι κάτι ιδιοτελές εγώ και εσύ· εν τη Εκκλησία μέσα ζεις και εγώ, επειδή είμαι διάκονος της Εκκλησίας και υπηρέτης της Εκκλησίας, σε λέω τέκνον μου.
Βλέπεις, λες ο ασθενής μου· ο γιατρός θα πει ο ασθενής μου. Ασθενής του είναι αλλά δεν είναι δική του ιατρική, έχει μια ιατρική, η οποία του δίνει οδηγίες πως να κάνει καλά τον ασθενή· είναι ασθενής του, βέβαια, είναι προσωπική η σχέση, αυτός και εκείνος, αλλά δεν τον γιάτρεψε απλώς ο ίδιος, τον γιάτρεψε η επιστήμη της ιατρικής και αυτός ο γιατρός, αν ήταν σωστός γιατρός, ήξερε καλά την επιστήμη της ιατρικής και γιάτρεψε κάποιον. Μπορεί να μην έκανε καμιά ανακάλυψη ιατρική, απλώς ήξερε καλά την ιατρική· άρα προσέξτε διαφοροποιείστε αυτή την έννοια του γενικού και του προσωπικού και στην Εκκλησία μέσα ποτέ δεν παύει να υπάρχει το προσωπικό, [κάποια στιγμή ο Απόστολος Παύλος], λέει το ευαγγέλιόν μου· δεν είναι δικό του το ευαγγέλιο, αλλά αυτός το ζει προσωπικά και αυτό μεταδίδει. Λέει το ευαγγέλιόν μου!
Άρα κρατήστε στην Εκκλησία μέσα, που η Εκκλησία κάνει τα πάντα, αλλά δεν καταλύεται το προσωπικό μέγεθος, δηλαδή είμαστε άνθρωποι κι έχουμε πρόσωπο και γνωριζόμαστε, αλλά αυτό δεν λειτουργεί δεσμούς οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι από την Εκκλησία δηλαδή· αν ήταν οι δεσμοί ανεξάρτητοι από την Εκκλησία, αυτός θα ήταν ένας καθαρός γκουρουδισμός, είναι του γκουρού, είναι αυτή η έννοια, δεν έχει κάποια ιδεολογία πίσω του. Μπορεί να έχει μια γενική θρησκεία, αλλά ασκεί δικά του γεγονότα και κάνει τους ανθρώπους αυτό που θέλει εκείνος, το δικό του σύστημα, γι᾽ αυτό και τον ακολουθούν πιστά. Δεν είναι το τι λέει ένα δόγμα, [αλλά] το τι λέει αυτός.
Στην Εκκλησία υπάρχουν η αλήθεια και τα δόγματα και δεν μπορεί κανένας πνευματικός να τα καταλύσει αυτά τα μεγέθη, αλλά υπάρχει η θεολογία, υπάρχει Εκκλησία· άρα στην Εκκλησία μέσα δεν μπορούν να δεχτούν γκουρού, γιατί κανείς δεν μπορεί να πει μια δική του μεθοδολογία, ενώ στο χώρο του γκουρουδισμού, επειδή είναι πολυποίκιλες οι ματιές που κάνει ο καθένας σε αυτά τα θέματα, ο κάθε γκουρού έχει ένα δικό του κοίταγμα· άρα πρέπει ο κάθε μαθητής του να ακολουθεί το δικό του κοίταγμα, άρα πρέπει σε αυτόν να υπακούει και [μάλιστα] τυφλά να υπακούει. Στην Εκκλησία δεν υπακούμε τυφλά. Εμείς υπακούμε στην Εκκλησία και όντας μέσα στην Εκκλησία, για να βοηθηθούμε να ακολουθήσουμε το δρόμο μας, κάποιος πνευματικός μας βοηθά να καταλάβουμε το ευαγγέλιο και πως ζούμε χριστιανικά, αλλά δεν ακολουθούμε τον πνευματικό, ούτε τις διδαχές του.
Ακολουθούμε τη διδαχή της Εκκλησίας, γι᾽ αυτό κανένας πνευματικός δεν μπορεί να έχει δικές του διδαχές, δεν είναι δυνατό αυτό· λειτουργεί σε αυτό που είναι η Εκκλησία. Δεν μπορεί λοιπόν στην Εκκλησία μέσα να λειτουργηθούν οι γκουρουδισμοί· γι᾽ αυτό στην Εκκλησία μέσα, εφόσον και αν όλοι οι πνευματικοί της Εκκλησίας ακολουθούν την ίδια θεολογία, δεν υπάρχει διαφοροποίηση. Δεν υπάρχει διαφοροποίηση, είναι το ίδιο πράγμα· και γι᾽ αυτό μεταδίδει την ίδια αλήθεια. [Άρα είναι λάθος] όταν ακούμε μερικές φορές που [λένε ότι] ένας πνευματικός [γι᾽ αυτό το θέμα] έχει άλλη άποψη. Μπορεί να υπάρχουν διάφορες απόψεις, ξέρω γω, για μια παιδαγωγία αλλά για χοντρά πράγματα, πράγματα τα οποία απαγορεύονται από την Εκκλησία, [δεν μπορεί να υπάρχει διαφοροτική άποψη].
Για παράδειγμα δεν μπορεί ένας πνευματικός να πει σε κάποιον, σου επιτρέπω να κλέψεις γιατί πεινάς· δεν το επιτρέπει η Εκκλησία, μέσα από τους κανόνες, μέσα από την Αγία Γραφή δεν μπορεί να πει «εγώ κάνω συγκατάβαση να κλέψεις» και [να κάνει την] δική του παιδαγωγία. Τον οδηγεί [έτσι] στην αμαρτία, δεν μπορεί να πει τίποτε δικό του, πρέπει να ακολουθήσει την Εκκλησία. Άλλο η εφαρμογή ή η συγκατάβαση η ελαφρά ή πιο σκληρότερη εφαρμογή, που είναι ένα ποίκιλμα, όπως γίνεται στην παιδαγωγία, ένα παιδί που είναι πολύ άτακτο αλλιώς του φέρεσαι, ένα παιδί που δεν είναι άτακτο αλλιώς του φέρεσαι· αλλά η προοπτική είναι μία να κάνεις παιδαγωγία στο παιδί. Κρατήστε αυτό το μέγεθος για να μη νομίζει κανείς που μέσα στην Εκκλησία υπάρχουν ανεξάρτητες νησίδες γκουρού πνευματικών που ακολουθούν τη δική τους μεθοδολογία.Είναι Εκκλησία και ο δικός σας έλεγχος, επειδή μέσα στην Εκκλησία δεν χάνετε την προσωπικότητά σας, δεν είστε δηλαδή μαθητές ενός γκουρού, έχετε προσωπικότητα και συνεχώς αυτά τα οποία ακούτε, όσο μπορείτε τα μελετάτε στο νου σας, αν αρμόζουν με το ευαγγέλιο· αν σου πει λοιπόν πήγαινε να κλέψεις, ξέρεις ότι είναι εκτός ευαγγελίου. Εκεί δεν κάνεις υπακοή, όποια αιτία και να σου πει δεν κάνεις καμία υπακοή, γιατί σε οδηγεί στην αμαρτία. Η υπακοή είναι άνευ αμαρτίας και αιρέσεως, άρα αυτή η διπλή ιδιότητα του άνευ αμαρτίας και αιρέσεως οδηγεί στην πλήρη ελευθερία του προσώπου, που μπορεί να ελέγχει τουλάχιστον άνευ αμαρτίας και αιρέσεως αυτά τα οποία ακούει απ᾽ τον πνευματικό του· άρα με αυτά τα απλά που σας λέγω καταλύεται, καταργείται δηλαδή η έννοια της ιδιωτικότητας της προσωπικής σχέσης και είναι έννοια εκκλησιαστική αυτή η σχέση, αποκτά κάλλος μες στην Εκκλησία.
Χωρίς να είναι στην Εκκλησία ο πνευματικός και ο εξομολογούμενος δεν έχει κανένα νόημα. Τότε πραγματικά είμαστε γκουρού και ένας ο οποίος είναι αποκομμένος από την Εκκλησία και ας ήταν παλιά πνευματικός, αν έχει αποκοπεί από την Εκκλησία, αν έχει αποσκιρτήσει, αν έχει φύγει, ξέρω γω, αν έχει καθαιρεθεί, δεν έχει τη δυνατότητα να έχει πνευματικά παιδιά, υπό την έννοια ότι επειδή εξέπεσε βαθύτατα δεν μπορεί να καθοδηγήσει. Μπορεί να παραμένει όποιος είναι μέσα στην Εκκλησία, αλλά δεν μπορεί να εξομολογήσει· βλέπετε είναι ένα θέμα εκκλησιολογικό, γι᾽ αυτό πολλές φορές μερικοί με ρωτάνε «μπορώ να πάω σε άλλον πνευματικό», φυσικά αν δεν είναι αιρετικός και αν δεν διδάσκει αμαρτίες γιατί όχι δεν υπάρχει θέμα· δηλαδή η Εκκλησία είναι Μία.Προσέξτε κάτι άλλο, δεν υπάρχουν έκτακτοι πνευματικοί χαρισματούχοι. Όλοι οι πνευματικοί, εφόσον έχουν την άδεια της εξομολογήσεως και το μυστήριο της ιεροσύνης, είναι χαρισματούχοι. Όλοι έχουν χαρίσματα μέσα στην Εκκλησία και το χάρισμα της ιεροσύνης, άρα όλοι είναι χαρισματούχοι. Υπάρχει μια ιδιοτροπία στο λαό να ψάχνει τον πιο χαρισματούχο· δεν είναι αυτή ιστορία, εφόσον έχει το χάρισμα του εξομολογείν και συγχωρείν σημαίνει ότι το μυστήριο της δικής μας μετανοίας θα λειτουργηθεί μέσα από τα χέρια αυτού του πνευματικού, που δεν τον κρίνουμε εμείς σαν χαρισματούχο. Δεν ξέρω ποιό λόγο έχετε να μην τον κρίνετε σαν χαρισματούχο, αλλά το μυστήριο της δικής μας μετανοίας, εφόσον έχει ευλογία από την Εκκλησία θα λειτουργηθεί και το μυστήριο, αν αφορά την εξομολόγηση, είναι μυστήριο το οποίο είναι μετανοίας. Τι σχέση έχει; Άμεση σχέση· ένας ιερέας που είναι καλός ή κακός στα μάτια σας ή στα μάτια μας, αν κάνει βάπτισμα, το ίδιο βάπτισμα κάνει. Άλλο αν κάνει το βάπτισμα με αιρετικό τρόπο, αν δεν κάνει [για παράδειγμα] τριττή κατάδυση, ή [κάνει] άλλα [δικά του] πράγματα, άλλο πράγμα [αυτό] και άλλο το ότι όποιος και να ναι ο πνευματικός [ιερέας], [αυτός] είναι στρατιώτης του Χριστού και επειδή έχει την άδεια από την Εκκλησία, λειτουργεί το χάρισμα. Δεν διαφοροποιείται λοιπόν. [Συνεπώς είναι λάθος η έκφραση]: θα πάω να κάνει το βάπτισμά μου ένας ιερέας πνευματικός. Τι σημαίνει ιερέας πνευματικός; Η φράση είναι κολασμένη. Υπάρχει ιερέας που δεν είναι πνευματικός ή χριστιανός που δεν είναι πνευματικός, που δεν έχει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος; Η Εκκλησία, αν δει τέτοιο πράγμα, αν δει ότι καταστρέφει τους ανθρώπους θα τον καθαιρέσει ή [απλά] δεν θα του δώσει άδεια να εξομολογεί και να τελεί τα μυστήρια.
Προσέξτε αυτό το λεπτεπίλεπτο σημείο, γιατί αν δεν το καταλάβουμε δημιουργούνται τάσεις γκουρουδισμού μες στην Εκκλησία και είναι πάρα πολλές αυτές οι επικίνδυνες οι τάσεις και προσέξτε, το ξαναλέω, η μετάνοια είναι δική μας. Πόσο βάθος μετανοίας έχουμε, έτσι θα συγχωρηθούμε και δεν είναι το θέμα ποιός πνευματικός μας εξομολογεί· άλλο μια πνευματική συμβουλή ή όχι, αλλά το κέντρο είναι η δική μας μετάνοια. Χωρίς να έχουμε εμείς μετάνοια και ο καλύτερος, ο πιο άγιος πνευματικός κατά τα μέτρα του Θεού, δεν τα ξέρω, να μας εξομολογήσει, δεν αλλάζει τίποτε, αν εμείς δεν μετανιώσουμε, δεν αλλάζει τίποτε.
Κρατήστε αυτά τα μεγέθη γιατί πολύ το φοβάμαι, επειδή οι χριστιανοί λίγο έχουμε για κάποιες έτσι σχέσεις και πολύ το προσωπικό, το έχουμε πάρα πολύ έντονο το προσωπικό, να υπάρχει προσωπική σχέση, είμαι εγώ και εσύ, βλέπετε λέει το ευαγγέλιό μου αλλά το ευαγγέλιο είναι του Χριστού, η ιατρική είναι του Χριστού, η μεθοδολογία είναι Χριστού, η θεραπευτική είναι του Χριστού και εμείς εφαρμόζουμε αυτό το ευαγγέλιο και αυτή τη μεθοδολογία, αυτή την πρακτική, γι᾽ αυτό δεν μπορεί κανένας να πει μια καινούργια πρακτική πέρα από αυτό που λέει η Εκκλησία. Παρακαλώ κρατήστε το γιατί δημιουργούνται παρενέργειες στην Εκκλησία μέσα, οι οποίες βαθύτατα με στεναχωρούν και η σχέση παραμένει προσωπική, αλλά δεν μπορεί να γίνει γκουρουδική η σχέση.
Σας παρακαλώ γι᾽ αυτό στην προσωπική σας ζωή έχετε και ελευθερία για πράγματα τα οποία δεν είναι αμαρτία· έχετε ελευθερία να κινηθείτε από δω ή από κει, η καθοδήγηση έρχεται στο δρόμο που μπορεί να δημιουργήσει αμαρτία, να ξέρουμε τι θα κάνουμε, μην πέσουμε σε παγίδα του διαβόλου και αμαρτήσουμε, αλλά η καθοδήγηση δεν είναι σε καθημερινά πράγματα· έχουμε και μια δυνατότητα δηλαδή να σκεφτόμασθε μερικά πράγματα· άλλο η συγκατάβαση η οποία είναι όταν ξεπερνάμε έναν κανόνα, κάνουμε [τότε] συγκατάβαση και άλλο κάτι άλλο. Κοιτάξτε τώρα, βλέπετε το θέμα της νηστείας, παράδειγμα είναι αυτό, πολύ απλό δηλαδή και δεν είναι καίριο, το φέρνω σαν παράδειγμα επειδή είναι επίκαιρο. Η Εκκλησία λέει αυτή είναι η νηστεία, τέρμα.
Αν πρόκειται να την κάνεις δεν χρειάζεται να ρωτήσεις τίποτα. Με ρωτάνε «να κάνω νηστεία;»· μα αυτό εννοείται, αυτό λέει το ευαγγέλιο του Χριστού, εγώ θα σου πω αν θα κάνεις νηστεία ή όχι; Άλλο αν για κάποιους λόγους υγείας κ.λπ. ή άλλους λόγους δεν μπορούμε, τότε ναι, καθοδηγούμασθε πως θα το κάνουμε. Διαφοροποιείστε το, δεν χρειάζεται να ρωτάτε κάτι περιττό, αφού το λέει η Εκκλησία είναι ερώτημα να νηστέψω ή όχι; Δεν χρειάζεται καθόλου. Αν όμως πούμε, να νηστέψουμε παραπάνω από αυτό που λέει η Εκκλησία, πρέπει να πάρουμε άδεια. Η υπέρβαση ή η μείωση ενός κανόνος χρειάζεται κάποια άδεια, γιατί μπορεί να είναι προσωπική και εγωιστική μας ιδιοτροπία· αλλά εκείνο που λέει η Εκκλησία το λέει η Εκκλησία, το ξέρουμε, διαβάζοντας έχουμε αυτή την ελευθερία.
Προσέξτε, κρατήστε ένα απλό σχήμα που θα σας πω τώρα, είναι πολύ απλό το σχήμα, αλλά θα το καταλάβετε και μάλιστα το κάνω σε μια συγκριτική διαφοροποιήσεως της ορθοδόξου και μοναδικής Εκκλησίας με τα μορφώματα τα χριστιανικά του Βατικανού ή του προτεσταντισμού· εμείς, κοιτάξτε, έχουμε μέσα στην Εκκλησία προσωπική σχέση και έχουμε και έναν πνευματικό, που σημαίνει κάνουμε υπακοή στην Εκκλησία και δια του πνευματικού, αλλά ταυτόχρονα έχουμε μια ελευθερία σκέψεως και μπορούμε να πούμε εγώ θα νηστέψω, δεν χρειάζεται να πάρουμε άδεια από τον πνευματικό αφού θα νηστέψουμε· άρα υπάρχει η άμεση σχέση με τον Θεό και η άμεση σχέση με την Εκκλησία. Είναι διττό δηλαδή το σχήμα, η άμεση σχέση με τον Θεό, με την Εκκλησία και άμεση σχέση δια του πνευματικού και τα δύο υπάρχουν.
Στο χώρο της βατικανίου σκέψεως υπάρχει μόνο το ένα, είναι μόνο δια του πνευματικού, κάθετα. Καταρχήν, δεν υπάρχει άμεση σχέση με την Εκκλησία και εκεί μάλιστα το θέμα είναι πάρα πολύ κορυφαίο και κολασμένο, γιατί η σχέση πια του κάθε πιστού με την Εκκλησία είναι σχέση του πιστού με τον Πάπα. Είναι πολύ πιο ακραίο εκεί πέρα το έγκλημα, άρα καταργείται αυτό το διπολικό σχήμα, δηλαδή εγώ και ο Χριστός, εγώ κι η Εκκλησία· για να λειτουργήσει η ελευθερία, μα αυτή είναι η ελευθερία. Στο χώρο λοιπόν της βατικανίου σκέψεως καταργείται αυτή η έννοια, γίνεται μονομερής και μάλιστα ούτε καν ο πνευματικός μας που έχουμε, αλλά μέσα, δια του Πάπα σωζόμαστε, μονομερής σχέση. Στην άλλη μεριά του προτεσταντισμού, υπάρχει πάλι μονομέρεια απ᾽ τη άλλη μεριά· εγώ και ο Θεός μόνο, τίποτε άλλο· γι᾽ αυτό και δεν υπάρχει πνευματικός. Καταλάβετε αυτές τις απλές διαφοροποιήσεις.
Στην ορθόδοξη Εκκλησία κρατούμε αυτό το σύστημα της βαθιάς σκέψεως. Εγώ μες στην Εκκλησία είμαι, μες στην Εκκλησία πάντοτε κάνω αυτό που λέει η Εκκλησία και εφαρμόζω για τη σωτηρία μου αυτά που λέει ο πνευματικός μου, για να μην αμαρτάνω και ταυτόχρονα, όμως, διατηρώ την προσωπική μου ελευθερία να διαβάζω και το ευαγγέλιο, να μπορώ να το μελετώ και να λέω τώρα έχει νηστεία, θα νηστέψω, δεν χρειάζεται να πούμε μπορώ να μην κλέβω, μα τόσο αυτονόητο είναι· διάβασε τι λέει η Εκκλησία μας, μπορώ να μην μοιχεύω; Ε, αφού το λέει δεν χρειάζεται, τόσο αυτονόητο είναι.
Πιστεύω να κρατάτε αυτό το απλό σχήμα που δημιουργεί τρομερές παρενέργειες και εφόσον δηλαδή τόσο βαθιά υπάρχει αυτή η διαστροφή και η αίρεση μόνο στα δύο σχήματα που είπα, ξέρω γω, βατικάνιο σχήμα ή προτεσταντικό, πόσω μάλλον σε δεκάδες άλλα σχήματα που δημιουργούν παρενέργειες· και η Ορθοδοξία έχει αυτό το μοναδικό κάλλος, είναι η ελευθερία του προσώπου το οποίο καταξιώνεται ότι ακούγοντας το ευαγγέλιο μπορείς να αλλάξεις. Βλέπετε ακόμη και στην αλλαγή μας, στη μετάνοιά μας, για πρώτη φορά που μετανοούμε και δεν έχουμε πνευματικό, μας καλεί η χάρις του Θεού δηλαδή· δεν παίρνουμε άδεια να πάμε σε πνευματικό, η χάρις του Θεού μας καλεί αμέσως και πάμε μετά να συγχωρεθούμε και να μπούμε στην υπακοή της Εκκλησίας, δεν χρειάζεται κάτι άλλο. Καταλάβετε το σχήμα, λοιπόν, για να ολοκληρώσω τη φράση το τέκνον μου.
Άρα μες στην Εκκλησία όλοι οι άνθρωποι, επειδή γεννιόνται μες στην Εκκλησία και συνεχίζουν αυτή την αναγέννηση, συνεχίζουν δεν είναι πρωτογενής μες στην Εκκλησία, τους λέει τέκνον μου και αυτή η λέξη ξεπερνά ακόμη και τη λέξη τέκνον μου της πατρικής και μητρικής ιδιότητας· δεν καταργείται αυτή η λέξη, αλίμονο αλλά αποκτά ένα μεγαλύτερο κάλλος, γίνεται μια πολύ βαθιά πνευματική πατρότης, γιατί πολύ σωστά οι γονείς διασώζουν και διατηρούν τη ζωή μας να είμαστε καλοί άνθρωποι, να σπουδάσουμε, να μεγαλώσουμε και μακάρι να έχουν και έννοιες βαθιές πνευματικές, αλλά υπάρχει και μια βαθύτερη πατρότητα που είναι η πατρότητα εν Αγίω Πνεύματι, που είναι μες στην Εκκλησία, γιατί όλοι είμαστε παιδιά του Θεού, υπακούοντας σε έναν πνευματικό που έχουμε και με αυτόν προσωπική σχέση.
Κρατήστε αυτό το σχήμα για να ολοκληρώσω όσο μπορώ αυτό το πολύ μεγάλο θέμα του τέκνον μου που λέει εδώ.
Ερώτηση: Είπατε ότι στην εξομολόγηση δεν μετράει ποιόν πνευματικό θα βρείτε, αλλά αυτό που μετράει είναι η μετάνοια. Γιατί τότε πολλοί άγιοι γεροντάδες λένε ότι πρέπει να ψάχνουμε να βρίσκουμε προσευχόμενους πνευματικούς, ώστε την ώρα εκείνη του μυστηρίου να συμβάλλει η ευχή του πνευματικού στη δική μας μετάνοια;
Απάντηση: Το μπλέξατε, είναι τελείως μπλεγμένη η σκέψη σας, τελείως μπλεγμένη σκέψη. Η εξομολόγηση είναι μυστήριο μετανοίας· εμείς μιλάμε, [και] κανονικά ο πνευματικός σωπαίνει, ακούει· και λέμε τις αμαρτίες μας και δηλώνουμε τη βαθιά μετάνοιά μας, την καρδιακή μετάνοιά μας, το συγκλονισμό μας, ακόμη και με δάκρυα και αν μετανιώσουμε μας συγχωρεί ο Θεός· και μετά υπάρχει το άλλο στάδιο, [αυτό] της πνευματικής καθοδηγήσεως. Άλλο πράγμα είναι αυτό. Ο πνευματικός θα ακούσει και θα μας διαβάσει μια ευχή εφόσον μετανόησαμε και [εκεί] ολοκληρώθηκε το μυστήριο. Εκεί έληξε το μυστήριο· και το άλλο είναι μια πορεία πνευματικής καθοδηγήσεως, που δεν είναι θέμα μιας στιγμής, [αλλά θέμα] μιας ολόκληρης ζωής. Η Εκκλησία ολόκληρη [με ο,τι κάνει] καθοδηγεί βλέπετε. Γι᾽ αυτό οι πιστοί, βλέπουν κάτι και ρωτούν· τι γίνεται εδώ; [Μαθαίνουν] για τα προσκυνήματα, για τις γιορτές· μπορεί τα πάντα να μας τα μάθει [σε μία] στιγμή ο πνευματικός, όλα στη ζωή μας; Ενώ η εξομολόγηση είναι μυστήριο μετανοίας. Γι᾽ αυτό προσέξτε όταν προσέρχονται κάποιοι για εξομολόγηση τους ρωτάω: θες να εξομολογηθείς ή να κουβεντιάσουμε; [Αυτό] μετράει. Μερικοί δεν ξέρουν γιατί ήρθαν· αν μου πουν [ήλθαν] για εξομολόγηση πρέπει να μιλήσουν αυτοί, να μη μιλάω εγώ και πρέπει να μιλήσουν και να πουν τις αμαρτίες τους και την βαθιά μετάνοιά τους. Αυτή είναι η εξομολόγηση. Είναι άλλη, παράλληλη ιστορία, αυτή της πνευματικής καθοδηγήσεως, μην τα μπλέκετε τα πράγματα.
Άρα εφόσον, λοιπόν, η δική μας μετάνοια μετράει, ο ιερέας δεν θα διαβάσει μια καλύτερη ευχή και ο χειρότερος ιερέας να [είναι], αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, την ίδια ευχή διαβάζει, δεν αλλάζει τίποτα εδώ. Προσέξτε, αν μπω σε ένα κατάστημα με φαγητά που έχει κι ένα γκαρσόνι. Το γκαρσόνι πως θα είναι, αν είναι έτσι, αν είναι κακομούτσουνο, αν είναι καλό ή αμαρτωλό γκαρσόνι, το μενού παραμένει ίδιο και το ίδιο φαγητό θα δώσει, έτσι δεν είναι; Άλλο πράγμα λοιπόν [η εξομολόγηση και άλλο] η πνευματική καθοδήγηση. Άλλο [πράγμα δηλαδή] είναι το γκαρσόνι, [που δεν έχει καμμία σχέση με το φαγητό] και άλλο να πας στο σεφ για να μάθεις τη συνταγή· άλλο πράγμα είναι αυτό, έτσι; Διαφοροποιείστε τα και μην τα μπλέκετε. Άρα να έχετε μετάνοια, [διότι η εξομολόγηση] είναι η ιστορία, της μετανοίας.
Ειδάλλως καταφεύγουμε να ψάχνουμε να εξομολογηθούμε στον καλύτερο πνευματικό. Που θα τον βρούμε, και πως θα τον κρίνουμε; Μπορούμε να κρίνουμε ποιός είναι ο καλύτερος πνευματικός με τα μάτια μας; Ξέρουμε τι έχει στην καρδιά του, που τον ξέρουμε; Επειδή έτσι [νομίζουμε] και τον κρίνουμε; Και αν μας πλανάει, αν [μας] κάνει [καλό] μάρκετινγκ, αν αυτοδιαφημίζεται; Που το ξέρουμε που είναι καλός πνευματικός, που τον γνωρίζουμε; Ίσα-ίσα αν είναι και χαρισματούχος άνθρωπος, κρύβεται κιόλας· και πολλοί άγιοι καταλήγουν να μιλούν και να λένε: ε, γιατί ήρθες εδώ πέρα, τι ήρθες να κάνεις εδώ; Και [μετά όσοι πήγαν να τους δουν] λένε: α, εγώ πήγα να του μιλήσω και μου είπε τι ήρθες να κάνεις; [Βλέπετε] αυτοί οι άνθρωποι δεν αυτοδιαφημίζονται· σας παρακαλώ εδώ έχουμε άλλα μεγέθη. Να έχετε καθαρό μυαλό και να έχετε μετάνοια. Αν στην πορεία [ο πνευματικός] σας λέει πράγματα τα οποία είναι εκτός παραδόσεώς μας, να πείτε εδώ είναι λάθος αυτός, [διαφορετικά] πως τον κρίνετε τον πνευματικό;
Πόσες φορές [με] παίρνουν τηλέφωνο -αυτά τα οποία με τρελαίνουν- και μου λένε, πάτερ να εξομολογηθώ· λέω, βεβαίως· μου λένε, έχετε χάρισμα; Λέω, είμαι ιερέας, έχω τη χάρη της ιεροσύνης· μου λένε, όχι αυτό. Λέω, τι άλλο θέλετε; Μου λένε, είστε διορατικός; Μα τι μου λέτε; Διορατικός; [Τώρα εσείς] θα έρθετε να εξομολογηθείτε ή θα έρθετε να σας πω εγώ τις αμαρτίες σας κι εσείς να πείτε ω, μου τα είπε όλα!; Όχι δεν είμαι τίποτε [απ᾽ όλα] αυτά! Είμαι μόνο πνευματικός, όπως μ᾽ έκανε ο Χριστός και τίποτε άλλο! Τι θα πει διορατικός δηλαδή; [Θέλουμε] να μας πείτε κάτι βαθύτερο· τι βαθύτερο να σας πω; Να έχετε βαθιά μετάνοια. Πόσες φορές απ᾽ το τηλέφωνο, πάτερ βγάζετε δαιμόνια; Λέω, δεν ξέρω, αν εγώ εξομολογώ κάποιον και μετανιώσει και φύγουν τα δαιμόνια, δεν ξέρω, εγώ δεν είμαι δαιμονολόγος, δεν θα ασχοληθώ εγώ με τα δαιμόνια.
Πόσα τέτοια ερωτήματα συνεχώς! Τίποτε, είμαι ένας απλός πνευματικός· [που] εξομολογώ, [κι εσείς παρακαλώ] ελάτε μετανιωμένοι. Τι τον θέλετε τον διορατικό κ.λπ.; Και που θα βρει όλη η Ελλάδα τους καίριους, [διορατικούς πνευματικούς]; [Πιστεύετε ότι] όλοι θα βρουν και θα καταλάβουν τον άγιο Πορφύριο; Ε, πιστέψτε με, τόσα χρόνια κάθισα μαζί του, δεν κατάλαβα τίποτε που ήταν Άγιος, τόσο πολύ το έκρυβε ο άνθρωπος. Ιδέα δεν είχα πάρει, και δεν είχα πάρει ιδέα ευτυχώς, [γιατί] θα το είχα βάλει στα πόδια! Γιατί αν συναντούσα έναν που μου έλεγε ότι είναι άγιος, θα το έβαζα στα πόδια. Θα φοβόμουν να έχω έναν άγιο πνευματικό, τον μπελά μου να βρω; Κι [επειδή νόμιζα πως δεν ήταν], ακριβώς γι᾽ αυτό πήγα. Ένα απλό γεροντάκι μου είπαν ότι είναι. Είχα πνευματικό που είχε αρρωστήσει [και δεν μπορούσε πια να εξομολογεί], και μου λένε πως υπάρχει ένα απλό γεροντάκι· λέω που; Στην Πεντέλη· τους λέω, χαμένος; Χαμένος. Λέω, γνωστός; Άγνωστος μου λένε· και έτσι πήγα, στην Πεντέλη. Ένα άγνωστο γεροντάκι που δεν πήρα είδηση τίποτα, καθήμενος οχτώ-εννέα χρόνια μαζί του, δεν πήρα [είδηση] τίποτε· στο τέλος κάτι μυρίστηκα· αν καταλάβαινα που είναι διάσημος κ.λπ. θα το είχα βάλει στα πόδια, πιστέψτε με. Αυτή ήταν η δική μου εμπειρία, σας το λέω έτσι πολύ απλά. Τελικά, ο άνθρωπος ήταν Άγιος και τώρα απεδείχθη, αλλά το ‘κρυβε! Αυτό δεν είναι το ωραίο, ε;
Aέναη επΑνάσταση 
http://agathan.wordpress.com

Ὁ «τρομοκράτης» (π. Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος)

 


(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, επάνω στο χωρίο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, κεφάλαιο 19ο, στίχοι 1 έως 10, στα πλαίσια της ερμηνείας που έγινε στο κήρυγμα της Κυριακής 26-01-2014).
Υπάρχει σήμερα μία βίαιη εισβολή στην ζωή του κάθε ανθρώπου με γεγονότα ορατά, που κρίνονται σε δύο στοιχεία: στην εισβολή στην πράξη της ζωής, σ΄αυτό που έχουμε, περιουσία ή όπως διαφορετικά θέλετε πείτε την και σ΄αυτό που έχουμε στο νου μας, τη σκέψη μας και το μυαλό μας. Ποιά είναι η λύση στο παραπάνω πρόβλημα; Ποιά είναι η ευθύνη μας; Ποιός είναι τελικά ο τρομοκράτης;
Για να μπορέσω να προσεγγίσω καλύτερα, ερμηνευτικά και σύντομα, στην αγάπη σας και τα δυό κείμενα που ακούσαμε πριν από λίγο, του Λουκά και του αποστόλου Παύλου, πιθανώς να πρέπει να κάνω ένα ξεκίνημα παράξενο και να θυμηθώ κείμενα παλιάς τραγικής, φουτουριστικής, απελπιστικής λογοτεχνίας που μιλούσαν για μελλοντικές καταστάσεις που τα πράγματα θα είναι δύσκολα, κείμενα Οργουελικά τα λέγαμε παλιά· όπου τα μοντέλα ήταν διπλά. Πρώτα υπήρχε μια βίαια εισβολή στη ζωή του ανθρώπου σε οποιαδήποτε δεδομένα στην οικογένειά του, στην περιουσία του, στο είναι του και δεύτερο μια βίαια εισβολή στο νου του. Προσέξτε, αυτές οι τρομακτικές λογοτεχνίες, που ήταν για μας παραμύθια τότε, αλλά δυστυχώς σήμερα δεν είναι παραμύθια είναι γεγονότα ορατά, κρίνονται σε δύο στοιχεία: στην εισβολή στην πράξη της ζωής, σ᾽ αυτό που έχεις, περιουσία την είπα, όπως θέλετε πείτε την και σ᾽ αυτό που έχεις στο νου σου, τη σκέψη σου και το μυαλό σου. Είναι ένα ξεκίνημα που μπορεί να βοηθήσει τώρα την κατανόηση της διπλής ερμηνευτικής προσπάθειάς μου στα δύο τα κείμενα που ακούσαμε.
Ο Χριστός περπατάει στο δρόμο, στην Ιεριχώ και βλέπει το Ζακχαίο. Ο Ζακχαίος Τον προσεγγίζει, κατεβαίνει κάτω και δίνει μία υπόσχεση. Λέει, τη μισή μου περιουσία τη δίνω και αν κάποιον αδίκησα τα δίνω τετραπλά.
Μια μικρή παρατήρηση, αυτά τα άκουσε το υπουργείο οικονομικών; Μήπως να βοηθηθεί, δηλαδή, να ξέρει πως να πάρει τα χρήματά μας.
Δίνω λοιπόν, αλλά τα δίνω εγώ. Είναι μια αλλαγή του συστήματος. Δεν είναι πια μια βίαια εισβολή στη ζωή σου την πρακτική, είναι περιουσία, αυτό που έχεις. Ό,τι είναι βίαιο, είναι τραγικό. Και η βία πάντοτε φτιάχνει βία. Τολμώ να πω, πιστεύω να μη διαφωνήσετε, θα είστε ελεύθεροι βέβαια αν διαφωνήσετε, όλα τα σύγχρονα συστήματα του κόσμου, οι προτάσεις που έχουμε, στην οικονομική-πολιτική ζωή, απ’ τον πιο ακραίο καπιταλισμό, [μέχρι] τον πιο ακραίο κομμουνισμό, στηρίζονται στη βία. Σε οποιαδήποτε έκφρασή της, αλλά στηρίζονται στη βία. Και η βία πάντοτε φτιάχνει βία. Φτιάχνει και τρομοκρατία. Κάτω απ᾽ αυτή την έννοια, συγχωρέστε με, αν ακούω να ομιλεί ο Πρωθυπουργός ή ομιλεί ο Ξηρός για μένα είναι το ίδιο και τα δύο είναι στοιχεία βίας. Και μιλούν στο λαό με βία.
Άλλη ήταν η γλώσσα του Χριστού και του Ευαγγελίου. Εδώ υπάρχει το Ευαγγέλιο, υπάρχει μια πρόταση, ένα κείμενο διαχρονικό. Αλλά, υπάρχει ένα αλλά, ποιον συνάντησε ο Ζακχαίος; Τον Χριστό συνάντησε! Θα πείτε, ε, που είναι ο Χριστός τώρα; Δεν θα γίνει [τίποτε]. Αν ήταν ο Χριστός, μπορεί να συγκινείτο η καρδιά του και να άλλαζε και τότε αυτό που λες ως θεωρητικό σύστημα αλλαγής των πραγμάτων και της βίας, έτσι να επιτυγχανόταν χωρίς να περάσει καμιά κρατική ή τρομοκρατική βία.
Θα το πείτε αν δεν θυμάστε το πρώτο κείμενο, την πρώτη επιστολή του αποστόλου Παύλου, προς Τιμόθεον. Όπου τολμούσε να κάνει μια ανατροπή των πάντων. Και σήμερα δεν κάνει μια ανατροπή λέγοντας, να υπήρχε μία άλλη κατάσταση, μία νέα γενιά οικονομολόγων πολιτικών, θα ᾽βγαζε σ᾽ άλλες λύσεις; Το έχει απαντήσει προ πολλού ο απόστολος Παύλος και μάλιστα με έναν τρόπο επικίνδυνο ακόμη και για τη σκέψη μας. Τι λέει στον Τιμόθεο; «Μηδείς σου της νεότητος καταφρονείτῳ», δεν πειράζει που είσαι νέος, δεν είναι εκεί η ιστορία, ποια θα είναι η νέα γενιά που θα αλλάξει τα πράγματα. Αλλά αυτή η γενιά που έχει αυτά τα στοιχεία, λέει ο απόστολος Παύλος. Μιλάει για πίστη, για αγάπη, για αγνότητα, για καθαρότητα, όπου οι καρδιές είναι αλλαγμένες. Όπου δεν φοβόμαστε ούτε ηλικίες ούτε τίποτε, ούτε ψάχνουμε άλλα προσόντα. Ψάχνουμε αυτή την καθαρότητα, οπότε καταργείται τι; Η βίαια εισβολή στο νου μας.
Αυτή είναι η ιστορία αυτή, η έλλειψη καθαρότητας είναι η βίαια εισβολή στο νου μας. Να λοιπόν δύο βίες, η βίαια εισβολή στην ύπαρξή μας, στην περιουσία μας και η βίαια εισβολή πάνω στο νου μας και αυτή είναι η καταστροφή του ανθρώπου.
Θέλουνε πολίτες ή φυτά; Αυτό είναι το ερώτημα. Μα απ᾽ ό,τι βλέπω, η απάντησή μου είναι βέβαιη, από μένα όμως δοσμένη, σίγουρα θέλουνε φυτά. Κι εμείς δεν θέλουμε φυτά. Θέλουμε τον άνθρωπο του Ευαγγελίου, θέλουμε τον Ζακχαίο, ο οποίος συγκλονίζεται από τον Χριστό και από τους Αγίους που βλέπει στη ζωή του, έχετε μία ευθύνη γι᾽ αυτό το πράγμα, πόσους Αγίους συναντάει κάθε άνθρωπος στη ζωή του κάθε μέρα. Και ταυτόχρονα θέλουμε αυτήν την καθαρότητα του νοός, όπως την περιγράφει ο απόστολος Παύλος σε ένα νέο άνθρωπο. Έχει κανείς να πει κάτι άλλο; Μπορεί να πει κανείς πως αυτή η φιλοσοφία του κόσμου αυτού, το γίγνεσθαι δεν μας δίνει τέτοια δεδομένα. Πώς δεν τα ᾽δωσε; Και για τις δύο τις βίες έχουμε απάντηση. Ποιος θα το κάνει; Αλήθεια μεγάλο το ερώτημα, ποιος θα το κάνει, αφού όπως σας είπα γελώ αν ακούσω και τον Πρωθυπουργό και τον Ξηρό, ποιος θα το κάνει;
Εσείς τι είστε εδώ πέρα; Εμείς τι είμαστε οι Χριστιανοί; Τι παρουσία έχουμε πάνω στον κόσμο; Ποιο είναι το στίγμα που αφήνουμε; Είναι ένα στίγμα ενός περαστικού περάσματος, όπου παίρνουμε τα γίγνεσθαι και λέμε, ε, τίποτα δεν θα γίνει και το πολύ-πολύ διαμαρτυρόμαστε, γιατί μετά κάποιοι θα διαμαρτυρηθούν και θα πετάξουν και μερικά γκαζάκια ή μερικά μολότοφ και θα πούμε είναι τρομοκράτες. Είναι τρομοκράτες. Εμείς έχουμε άλλη αλλαγή στον κόσμο. Αν αυτό το ξεχάσουμε, τα δύο κείμενα που ακούσαμε σήμερα, είναι γελοία προς το άκουσμα δηλαδή, γιατί να τα ακούσουμε, γιατί τα λέει η Εκκλησία; Επειδή είναι Κυριακή πρωί και βρεθήκαμε εδώ όλοι μαζί, για να ακούσουμε και ένα κείμενο και να κάνουμε και ένα κήρυγμα; Αν αυτό δεν συγκλονίσει τη ζωή μας τι θα γίνει;
Δύο συγκλονιστικά κείμενα και τότε πια δεν θα απογοητευτώ αν ξαναθυμηθώ τα τραγικά μυθιστορήματα του Όργουελ, για την καθήλωση της περιουσίας μας και του νου μας. Γιατί έχω το Ευαγγέλιο. Κανένας Όργουελ, κανένας τρομοκράτης δεν πιάνει στη ζωή μου. Αν δεν το κάνουμε, αν δεν το λειτουργήσουμε έτσι, είμαστε εμείς οι τρομοκράτες που καταστρέφουμε τη ζωή μας.
 (Πηγή: floga.gr)
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3241