Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ




Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ*
Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου
 


    Κύριε Πρέσβυ, Κυρίες και Κύριοι,
   Αν δεν ζούσαμε σε εξαιρετικά κρίσιμες για το Κυπριακό, το εθνικό μας θέμα, μέρες, αν οι στιγμές δεν ήσαν τόσο τραγικές, αν «κίνδυνοι Άδου» δεν μας περικύκλωναν και αν δεν ψηλαφούσαμε, κυριολεκτικά, την τουρκοποίηση της Κύπρου, θα θεωρούσα, ως Κύπριος κληρικός, το θέμα που μου δόθηκε για ανάπτυξη, ευκαιρία εγκαύχησης. Γιατί μετά της Εκκλησίας συνυφάνθη ολόκληρος ο βίος των Ελλήνων της Κύπρου. Και από του κηρύγματος του Ευαγγελίου, στη ζωή της Κύπρου τον πρώτο ρόλο τον έχει η Εκκλησία της.
Και πράγματι∙ ποίαν μεγαλύτερην εγκαύχησιν εν Κυρίω θα είχεν ένας κληρικός, διάδοχος των θρόνων εκείνων που ανήλθαν στην αγχόνη, ή σφαγιάστηκαν από τους κατακτητές, ή ακολούθησαν το ποίμνιό τους σε πικρές δουλείες και εξορίες και που κράτησαν, με παντοίες στερήσεις και προπηλακισμούς, μέχρι τις μέρες μας, τον τόπο ελληνικό και χριστιανικό, από την εξιστόρηση των κατορθωμάτων τους;
Η σημερινή κατάσταση, όμως, δεν συγκρίνεται σε τραγικότητα με καμιάν από τις καταστάσεις που πέρασε, μέχρι σήμερα, ο τόπος μας. Και όσοι συναισθανόμαστε τους κινδύνους, «βίον βιούμεν θανάτου πικρότερον». Οι Τούρκοι εφαρμόζουν κατά γράμμα, χωρίς να βιάζονται και χωρίς να παρεμποδίζονται από κανένα, τους προγραμματισμούς τους για την Κύπρο, όπως ο Νιχάτ Ερίμ, ο πρώην Τούρκος πρωθυπουργός, τούς εξέθεσε το 1956, ως βουλευτής ακόμα, σε μελέτη που τού είχε επίσημα ανατεθεί, και που συνίστανται στην τελική κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.
Σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες, κάτω από άλλο φακό και υπό διαφορετική   οπτική γωνία,    θα πρέπει να    εξετάσουμε το θέμα: τον φακό της ιστορικής μνήμης, που είναι απαραίτητο συστατικό της επιβίωσης ενός λαού, και της αυξημένης ευθύνης της Εκκλησίας στο δύσκολο σήμερα και στο δυσκολότερο αύριο. 
   Στην όλη ιστορία του Χριστιανισμού η έννοια της πατρίδος, όχι μόνον αναγνωρίζεται, αλλά και ευλογείται και καθαγιάζεται από την Εκκλησία. Ο Απ.Παύλος μιλώντας στον Άρειο Πάγο διδάσκει ότι η ύπαρξη εθνών και επίγειων πατρίδων ανάγεται στον Θεό: «Εποίησεν (ο Θεός) εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών»(Πρ.17,26). Ο ίδιος ο Χριστός, ως άνθρωπος, δεν απαρνείται την αγάπη προς την πατρίδα του. Έτσι, «έκλαυσεν επί την Ιερουσαλήμ» προβλέποντας την καταστροφή της. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι «ουδέν πατρίδος γλυκύτερον».
Και η Εκκλησία επαινεί τον υγιή πατριωτισμό και εύχεται όπως ο Θεός ευλογεί τους άρχοντας, «νίκας χορηγών αυτοίς κατά των πολεμίων» και όπως διαφυλάσσει τας Χριστιανικάς πόλεις «εκ βαρβαρικής αλώσεως» και «εκ παντοίων κινδύνων». Στη Θεία Λειτουργία του Μ.Βασιλείου προσευχόμαστε όπως ο Θεός «επισκιάζει επί την κεφαλήν αυτών (των πιστών βασιλέων, ή αρχόντων) εν ημέρα πολέμου....και υποτάσσει αυτοίς πάντα τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα». 
 Η επίγεια πατρίδα για μάς τους Έλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς είναι συντονισμένη στο πνεύμα της ουράνιας πατρίδας. Οι δρόμοι της είναι αποστολοβάδιστοι. Το χώμα της είναι ποτισμένο με το αίμα των μαρτύρων της πίστεως και αγιασμένο από τους τάφους που δέχτηκαν τα τίμια λείψανά τους. Τα βουνά και οι κάμποι της είναι στολισμένοι με μοναστήρια και εκκλησίες, τα σκηνώματα της πίστης μας. Η Ιστορία της είναι γραμμένη με τα διδάγματα και τις θυσίες των αγίων. Έτσι η επίγεια πατρίδα ανάγει τον άνθρωπο προς τα άνω, συντελεί στη δημιουργία μιας κοινωνίας της οποίας οι πολίτες γίνονται ουρανοπολίτες.
Έντονα διαποτισμένη με θρησκευτικό χαρακτήρα, λοιπόν, η έννοια της πατρίδος. Και κατοχυρωμένη η συμμετοχή της Εκκλησίας στους αγώνες του έθνους για υπεράσπιση, ή απελευθέρωσή της.
Θα περιοριστώ, στη συνέχεια, στην προσφορά της Εκκλησίας της Κύπρου στους αγώνες του έθνους, εξετάζοντας το θέμα σε δυο αλληλένδετες ενότητες. Θα αναφερθώ πρώτα στη συμμετοχή και προσφορά της Κυπριακής Εκκλησίας στους αγώνες του ευρύτερου Ελληνισμού και ύστερα στους αγώνες της για ανάκτηση αλλά και προάσπιση της ελευθερίας της ίδιας της Κύπρου.
Πειστήριον αλάνθαστο της ελληνικότητας της Κύπρου είναι η συμμετοχή της σ’ όλους τους αγώνες των Πανελλήνων, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Στους αγώνες και τις προσπάθειες που κατέβαλλε η  ίδια για τη δική της δικαίωση, δεν ξεχνούσε το ευρύτερο όραμα της φυλής. Πρωτοπόρος  στους μετά Χριστόν αγώνες υπήρξε η Εκκλησία της Κύπρου, επί κεφαλής του λαού της.
        Αφήνοντας πίσω παλαιότερες συμμετοχές των Κυπρίων στα απελευθερωτικά κινήματα που εκδηλώνονταν στην κυρίως Ελλάδα και στην Μικρά Ασία, θα περιοριστώ στον αγώνα του 1821 και όσους ακολούθησαν ύστερα από αυτόν. Πρώτος Κύπριος μάρτυρας στον αγώνα της παλιγγενεσίας, ο Ιωάννης Καρατζάς από τη Λευκωσία, νεωκόρος του ελληνικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Βουδαπέστη, που μαρτύρησε μαζί με τον Ρήγα Φεραίο στις 7 Ιουνίου 1798.
Μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήσαν αρκετοί Κύπριοι του εξωτερικού, όπως ο Θεόφιλος Θησεύς, ανεψιός του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, ο Αρχιεπίσκοπος Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζής και ο Μητροπολίτης Νικομηδείας Αθανάσιος Καρύδης.
Πολλοί ήσαν οι Κύπριοι που πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αρκετοί σκοτώθηκαν στην μάχη των Αθηνών στα 1826. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι: Ο Κολοκοτρώνης γράφει για τον Κύπριο Νικόλαο Θησέα, τον συγγενή του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, ότι δαπανούσε «εξ ιδίων του πάντοτε και δεν κατεδέχθη να επιβαρύνει εις ουδεμίαν περίπτωσιν το εθνικόν ταμείον». Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης εξυμνεί την προθυμία του Θεοφύλακτου Θησέα, ενώ ο Μακρυγιάννης χαρακτηρίζει τον Μιχάλη Κυπραίο, που έπεσε στη μάχη των Μύλων ως «καλό και γενναίο στρατιώτη». 
Το 1880 στάλησαν στην Κύπρο Έλληνες αξιωματικοί για την αγορά ημιόνων, αφού προπαρασκευαζόταν η απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τούς συνόδευσαν 150 εθελοντές, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος γράφει στον βασιλέα Γεώργιο ότι «η Κύπρος, συναισθανομένη την τε αλληλεγγύην και το καθήκον προς την Μητέρα Ελλάδα, σπεύδει να συντελέσει κατ’ ελάχιστον με την ευόδωσιν του εθνικού τούτου έργου». Από τότε, εθελοντές από την Κύπρο προστρέχουν με αυξανόμενους ρυθμούς σε κάθε ευτυχή, ή ατυχή,  προσπάθεια του Έθνους. Πάνω από χίλιοι μάχονται κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897.
Τέσσερις χιλιάδες συμμετέχουν στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους και εκεί φονεύεται, ηρωϊκώς μαχόμενος στην Ήπειρο, ο Δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος. Μεταξύ των ιερέων του στρατού διακρίθηκε τότε, τόσο για το ήθος όσο και το φρόνημά του, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄. 
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των φιλοσυμμαχικών στρατευμάτων της Βενιζελικής κυβέρνησης πολέμησαν 13.000 Κύπριοι.
Η Μικρασιατική εκστρατεία δονεί σύγκορμα τους Κυπρίους και την Εκκλησία τους. Οραματίζονται, με την συμμετοχή τους σ’αυτή, την εκπλήρωση πόθων γενεών πολλών, που πέθαναν με την προσδοκία της εθνικής ολοκλήρωσης.
Την όλη συμπόρευση του Κυπριακού Ελληνισμού με τον Ελληνικό λαό εκφράζει πολύ χαρακτηριστικά μια εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου του Γ΄ τον Μάρτιο του 1921, προς τον Κυπριακό λαό, με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων από την κήρυξη της Επαναστάσεως του 1821.  Βρισκόταν τότε στο μεσουράνημά της και η προσπάθεια απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας. Λέγει μεταξύ άλλων ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος:
«… Τέκνον της αυτής Ελληνικής Μητρός ο Κυπριακός λαός, εκδηλώσας εν τη εξελίξει τρισχιλιετούς ιστορίας την ομογένειαν και ομοφυλίαν μετά των λοιπών αδελφών αυτού, δεν θα θελήση να μείνη έξω της μεγάλης ταύτης εθνικής πανηγύρεως.
Δούλος και τότε ο Κυπριακός λαός, αλλά καιόμενος από τον έρωτα προς την Ελευθερίαν, ως η λοιπή Φυλή, προσέφερεν επί του αυτού βωμού τα τιμιώτερά του θύματα, Αρχιερείς, ανωτέρους κληρικούς, προύχοντας, επιφανείς ή αφανείς μάρτυρας της Ελ­ληνικής Ιδέας.
Δούλος ο Κυπριακός λαός εν τη διαρροή της πρώτης Νεοελληνικής εκατονταετηρίδος, συνέβαλε το καθ’ εαυτόν εις την τεταμένην προσπάθειαν της όλης Φυλής προς εθνικήν αποκατάστασιν των υποδούλων... Δέν είναι ολίγοι οι ήρωες του, όσων τα οστά λευκαίνονται ήδη εις κάθε γωνίαν Ελληνικήν, όπου εσύρθη εκδικητικός ο ρους των αηττήτων διαδόχων των αθανάτων Ακριτών κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους.
Ο Κυπριακός λαός συνεθλίβη και συνέκλαυσε μετά του όλου Γένους εις στιγμάς μεγάλων δοκιμασιών, συνεχάρη δε και συνεώρτασεν εις στιγμάς χαρμοσύνων πανηγύρεων. Και τώρα δεν θα μείνη έξω της μεγάλης εορτής, διότι ξένοι ακόμη δεσπόζουν των τυχών αυτού...»
          Μετά την τραγική έκβαση εκείνης της εκστρατείας η Κύπρος δέχτηκε με αδελφική αλληλεγγύη μεγάλο αριθμό προσφύγων κι οι εκκλησίες άνοιξαν τα ταμεία τους για την ανακούφισή τους.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η Κύπρος έμοιαζε μ’ ένα ηφαίστειο εθνικής αλληλεγγύης. Εθελοντές κατά χιλιάδες (πέραν των 15. 000 κατετάγησαν, τότε, στον Βρετανικό στρατό δηλώνοντας απερίφραστα ότι με τον τρόπο αυτό πολεμούσαν στο πλευρό της Ελλάδος, της μητέρας πατρίδας τους), έρανοι παντού. Με εράνους, με πρωτοβουλία της Μητρόπολης Κερύνειας, αγοράστηκε το αεροπλάνο «Κερύνεια» για την Ελλάδα. Με εγκύκλιο του Τοποτηρητού του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, Μητροπολίτου Πάφου Λεοντίου, άνδρες και γυναίκες μέσα σε κλίμα έντονης συγκινησιακής φόρτισης, πρόσφεραν τα δακτυλίδια τους και άλλα προσωπικά είδη και χρυσαφικά, μεγάλης υλικής και συναισθηματικής αξίας, στους δίσκους που περιφέρονταν στους ναούς για την ελληνική στρατιωτική ενίσχυση.
Στο χωριό Κούκλια της Πάφου δόθηκαν τα εξαπτέρυγα με δήλωση του ιερέως: «Όταν η πατρίδα κινδυνεύει δεν χρειαζόμαστε εξαπτέρυγα. Μπορούμε και χωρίς αυτά να κάμουμε Λειτουργία». Στην Καλλέπεια, άλλο χωριό της Πάφου, δόθηκαν τα ασημένια καντήλια του ναού, ενώ στην Τάλα, τρίτο χωριό της επαρχίας μου, το ιερό δισκοπότηρο. 
Συμπαραστάθηκε, λοιπόν, και συμμετέσχε σ’ όλους τους αγώνες του Έθνους η Κύπρος, διά της Εκκλησίας της, γιατί θεωρούσε πως κοινή είναι η μοίρα του Έθνους.
Είναι αυτονόητο πως αν η Εκκλησία της Κύπρου αγωνίστηκε με ζήλο και αυταπάρνηση για τα άλλα τμήματα του Ελληνισμού, θα αγωνιζόταν με πολλαπλάσιο ζήλο και πολλαπλάσια αυταπάρνηση για το ίδιο το ποίμνιό της. Αν για τους άλλους ένιωθε συνυπεύθυνη, για τους Κυπρίους ήταν η μοναδική υπεύθυνη.
Έχοντας το κύρος του Αυτοκεφάλου και περιβεβλημένη με ειδικά αυτοκρατορικά προνόμια, λόγω της ακριτικής – μέσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία – γεωγραφικής θέσης της νήσου, η Εκκλησία της Κύπρου ταύτισε, κυριολεκτικά, τις τύχες της με τις τύχες του ποιμνίου της. Τον 7ο αιώνα ο Αρχιεπίσκοπος και η Ιεραρχία ακολουθούν το ποίμνιό τους στα μέρη της Κυζίκου, στον Ελλήσποντο, στη Νέα Ιουστινιανούπολη, φεύγοντας τις επιδρομές και τις δηώσεις των Αράβων, σε ένα αγώνα φυσικής επιβίωσης. Απόηχος εκείνης της μετοικεσίας είναι ο τίτλος του εκάστοτε Προκαθημένου της Κυπριακής Εκκλησίας, ως Αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου. Λίγο αργότερα, τον 9ο αιώνα, ο επίσκοπος Χύτρων, Άγιος Δημητριανός, ακολουθεί εκουσίως το ποίμνιό του στην αιχμαλωσία, στα μέρη της Μεσοποταμίας και το στηρίζει. Οι συνεχείς προσπάθειές του και ο υποδειγματικός βίος του, πείθουν τον ηγεμόνα να επιτρέψει τον επαναπατρισμό.
Στους δύσκολους αιώνες της Λατινοκρατίας, που εκτείνεται από το 1191 μέχρι το 1570, ο αγώνας ήταν σκληρός, κι όπως συνήθως, διμέτωπος. Ήταν αγώνας για την ανάκτηση της εθνικής ελευθερίας αλλά και την προάσπιση της Ορθόδοξης πίστης. Η διοικητική δομή της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου εξαρθρώθηκε. Από τις 14 επισκοπές καταργήθηκαν οι 10. Και οι 4 επίσκοποι, που επετράπη να παραμείνουν, απομακρύνθηκαν, από τις πόλεις, σε μικρά χωριά. Κάτω όμως κι απ’ αυτές τις πιο αντίξοες συνθήκες, η Εκκλησία κράτησε άσβεστο το φως της εθνικής αυτοσυνειδησίας, προφυλάσσοντάς το από τους παπικούς μισσιοναρίους που, δρώντας ύπουλα, απέδιδαν τα δεινοπαθήματα του τόπου και του λαού στά αμαρτήματα της Ορθοδοξίας και επιχειρούσαν τον εκλατινισμό. 
Πολλές, αλλά ανεπιτυχείς, λόγω της σκληρής διακυβέρνησης των Φράγκων, οι επαναστάσεις των Κυπρίων την περίοδο αυτή. Άξιο ιδιαίτερης αναφοράς είναι το φρικτό μαρτύριο των 13 μοναχών της Καντάρας, το 1231, που έμειναν μέχρι το τέλος αμετακίνητοι στα πατρώα, ορθόδοξα, δόγματα. 
Η Εκκλησία της Κύπρου συνειδητοποιεί βαθύτερα τον ρόλο της κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Προηγουμένως, υπήρχε το ελεύθερο ελληνικό βυζαντινό κράτος, που παρόλη τη συρρίκνωσή του, συνιστούσε πηγή ελπίδας για τους Κυπρίους. Στην Τουρκοκρατία και στην Αγγλοκρατία, που ακολούθησε, η Εκκλησία ήταν ο μόνος οργανωμένος εθνικός φορέας των υποδούλων κι η μόνη ελπίδα τους.
«Ως όρνις επισυνάγουσα τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας» εις καιρόν κινδύνου, η Εκκλησία της Κύπρου, ανέλαβε τη στήριξη του λαού με κάθε τρόπο, αναμένουσα την ανατολή καλύτερων ημερών. Συνάμα υποβοήθησε κάθε εξέγερση κατά του δυνάστη, όταν διαφαινόταν έστω και αμυδρά, πιθανότητα επιτυχίας. Θα ’πρεπε ο λαός να μην περιπέσει στον ραγιαδισμό και να μην καταντήσει στην απλή επιβίωση. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις προσπάθειες που έγιναν από την Εκκλησία στις αρχές του 17ου αιώνα, προς τον δούκα της Σαβοΐας όπως βοηθήσει «εις την απελευθέρωσιν του τόπου από τα χέρια του τυράννου». Επαναστατικά κινήματα συνταράσσουν το νησί κατά τα έτη 1607, 1764 και 1765. Το 1794 με υποκίνηση και βοήθεια του ηγουμένου της Μονής Χρυσορρογιάτισσας, στην Πάφο, γίνεται ανακατάληψη βεβηλωθέντος ναού και αναπτερώνεται, έτσι, το ηθικό των Χριστιανών. Αμείλικτοι όμως οι Τούρκοι καταπνίγουν τόσο τη στάση αυτή όσο και άλλες που επιχειρήθηκαν, στο αίμα.
Παράλληλα στους ασέληνους αιώνες της Τουρκικής δουλείας, η Εκκλησία ανέλαβε και τη βαρύτατη αποστολή της διατήρησης και διάδοσης, ανάμεσα στο ποίμνιό της, της ελληνικής γλώσσας και, γενικότερα, της ελληνικής παιδείας. Ήταν κι αυτός ένας άλλος δύσκολος αγώνας, αποφασιστικής σημασίας, για την επιβίωση του έθνους. Καταλάβαινε, η Εκκλησία, πως η ελληνική γλώσσα είναι βασικός παράγοντας διά του οποίου εκδηλώνεται η εθνική αυτοσυνειδησία. Οι Έλληνες της Κύπρου θα παρέμεναν Έλληνες αν μιλούσαν ελληνικά. Εξάλλου η ελληνική γλώσσα ήταν ο αρραγής συνδετικός κρίκος της ιστορίας του έθνους μας, μιας ιστορίας πέραν των 30 αιώνων. Ήταν η γλώσσα του Ομήρου και του Σοφοκλή, αλλά και του Παλαιολόγου και του Ρήγα Φεραίου. Μιλώντας Ελληνικά θα συνειδητοποιούσαν, οι υπόδουλοι, ποιοι ήταν οι πρόγονοί τους και πώς θα’πρεπε να συμπεριφερθούν ως άξιοι απόγονοί τους.
Έτσι, αρχίζουν από τον 18ο αιώνα να δημιουργούνται, από την Εκκλησία, τα πρώτα σχολεία για στοιχειώδη εκπαίδευση, κυρίως γλωσσική, σε πόλεις και χωριά. Κύριο σταθμό στον τομέα αυτό αποτελεί η κατά το 1812 ίδρυση, από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, της «Ελληνικής Σχολής» που εξελίχθηκε αργότερα στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο. Η Σχολή «θα βοηθούσε στην καλυτέρευση των ηθών», όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρακτικό σύστασής της. Μα ο ρόλος της δεν θα σταματούσε εκεί. Θα βοηθούσε στη διαφύλαξη και ενίσχυση της εθνικής αυτοσυνειδησίας και ελπίδας. Κατανοούσε, η Εκκλησία, πως μέσα στον αριθμητικό κατακλυσμό των βαρβάρων μόνο με την ποιότητα, την πνευματική πρόοδο και προκοπή, θα επιζούσαμε. Και πράγματι η πρωτοβουλία της Εκκλησίας, να θέσει υπό την ευθύνη της την Παιδεία του τόπου, αποδείχτηκε, εκ των υστέρων, η καίρια προϋπόθεση της αποτυχίας όλων των αφελληνιστικών προσπαθειών που ακολούθησαν.
Σημαντικότατος ήταν και ο ρόλος των Ιερών Μονών για την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τα χρήματα των Μονών ήταν το κεφάλαιο του Γένους σε ώρες ανάγκης. Η γη τους ήταν το κυριότερο αντίβαρο στην Τουρκική κτημοσύνη και η επέκτασή της αυτόματα εσήμαινε επέκταση της ελληνικής κατοχής και επίσχεση του εξισλαμισμού. Γύρω από τις Μονές και τα μετόχιά τους, η υλική, τουλάχιστον, επιβίωση του Χριστιανικού πληθυσμού ήταν εξασφαλισμένη, και αυτό δεν ήταν μικρό. Ήταν η πιεστικότερη προτεραιότητα της στιγμής.
Η ίδια η πρωτεύουσα διασώθηκε από την τουρκική περικύκλωση και εξασφαλίστηκε η ελληνική υπεροχή, με την απόφαση της Μονής Κύκκου, να αγοράσει, στη δεκαετία του 1880, αμέσως μετά την αλλαγή κυριάρχων, όλα τα τουρκικά τσιφλίκια των γύρω χωριών. Χωρίς την επέκταση εκείνη,   μοίρα της ελληνικής κοινότητας Λευκωσίας, στον 20ό αιώνα, θα ήταν η ασφυξία και ο μαρασμός. 
Τμήμα της όλης Ελληνικής πατρίδας, η Κύπρος, δεν έμεινε μακριά από την προετοιμαζόμενη εξέγερση του 1821.
Ο Κύπριος αρχιμανδρίτης Θεμιστοκλής Θησεύς επισκέφθηκε τη νήσο και γνωστοποίησε στον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό ότι η επανάσταση που προετοιμαζόταν για χρόνια, επρόκειτο να εκδηλωθεί και ζήτησε την ηθική συμπαράσταση της Εκκλησίας και του λαού. Ο Κυπριανός ήταν μυημένος από καιρό στη Φιλική Εταιρεία. Τόσον αυτός, όμως, όσον και οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας είχαν, πολύ σωστά, διαβλέψει την ιδιότυπη θέση της Κύπρου μέσα στο κέντρο του σουλτανικού κράτους. Κάθε απόπειρα ένοπλης εξέγερσης των Κυπρίων θα καταπνιγόταν αμέσως στο αίμα από δυνάμεις που θα αποβιβάζονταν γρήγορα από τις γύρω περιοχές. Γι’ αυτό και ο Κυπριανός «ηυλόγησε το εγκυμονούμενον εγχείρημα και ενίσχυσεν αυτό χρηματικώς κατά το δυνατόν». Αναφέρεται πως ο Κανάρης πλησίασε πολλάκις την Κύπρο και πήρε τρόφιμα και ρουχισμό που μαζεύτηκαν από τους κατοίκους για τον αγώνα. Αναφέρεται ακόμα, πως πριν εκραγεί η επανάσταση γίνονταν, καθημερινά, εικονικές κηδείες στον Καθεδρικό Ναό της Λευκωσίας και μέσα στα φέρετρα μεταφέρονταν όπλα τα οποία διοχετεύονταν, αργότερα, με ασφαλή τρόπο στις επαναστατημένες περιοχές. 
Η Κύπρος και η Εκκλησία της πλήρωσαν ακριβά τη συμμετοχή τους στον αγώνα των Πανελλήνων έστω και αν αυτή η συμμετοχή δεν γινόταν στα φανερά.
Στις 9 Ιουλίου 1821, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι τρεις Μητροπολίτες, ηγούμενοι, αξιωματούχοι και άλλοι κληρικοί και λαϊκοί, 486 άτομα, θυσιάστηκαν, ως «αγνά και άμωμα ιερεία» υπέρ πίστεως και πατρίδος. 
Ανεπιτυχή επαναστατικά κινήματα εκδηλώθηκαν, με όλες τις τραγικές συνέπειές τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κι όταν το 1878 η Κύπρος περιήλθε στα χέρια των Άγγλων, οι Έλληνες κάτοικοί της θεώρησαν ότι πλησίασε ο χρόνος της εθνικής αποκατάστασής τους. Νόμιζαν πως, όπως το 1864 η Αγγλία πρόσφερε τα Επτάνησα στην Ελλάδα, έτσι θα γινόταν και με την Κύπρο. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος υποδεχόμενος τους Άγγλους διαβεβαίωσε ότι ο κυπριακός λαός, «θέλει διατελεί αφοσιωμένος εις την νέαν αυτού κυβέρνησιν» αλλά «χωρίς να αρνηθεί την καταγωγήν και τους πόθους αυτού».
Οι ελπίδες των Κυπρίων γρήγορα διεψεύσθησαν, ιδίως μετά το 1925 που η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο ως αποικία. Οι επισκέψεις του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου του Γ΄ στο Λονδίνο δεν απέδωσαν και τον Οκτώβριο του 1931 σημειώθηκε η πρώτη εξέγερση. Οι Άγγλοι κατέπνιξαν στο αίμα την εξέγερση αυτή  που είναι γνωστή ως «Οκτωβριανά» και προσπάθησαν να επιφέρουν καίριο πλήγμα κατά της Εκκλησίας που διαισθάνονταν ότι ευθυνόταν γι’ αυτή. Δύο Μητροπολίτες, ο Κιτίου και ο Κυρηνείας, καθώς και πάμπολλοι άλλοι, λαϊκοί και κληρικοί εξορίστηκαν. 
Ο αγώνας της Εκκλησίας συνεχίστηκε αμείωτος. Ο Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος, ως Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, και μόνος επίσκοπος στην Κύπρο από το 1933 μέχρι το 1947, παρόλο που σύρεται στα δικαστήρια, περιορίζεται σε μοναστήρια και υφίσταται εξευτελισμούς, μπορεί και κρατά την Παιδεία στα χέρια της Εκκλησίας και τον πόθο της Ένωσης με την Ελλάδα ζωντανό. Το 1950 η Εκκλησία διεξάγει το ενωτικό δημοψήφισμα, στο οποίο 96% του Κυπριακού Ελληνισμού ζήτησε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Οι Άγγλοι αρνήθηκαν να αποδεχτούν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Αρνήθηκαν να υλοποιήσουν και τις υποσχέσεις που έδωσαν στους Κυπρίους, περί ελευθερίας και δικαιοσύνης, όταν τους καλούσαν να υπηρετήσουν στο πλευρό τους, ως εθελοντές, κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο αίτημα των Κυπρίων για Ένωση με την μητέρα Ελλάδα αντιτάσσουν ότι το ζήτημα είναι κλειστό. Τότε  ο Ελληνικός Κυπριακός λαός αποφάσισε να ανοίξει το ζήτημα διά των όπλων, έχοντας καθοδηγητή την Εκκλησία του και επί κεφαλής τού αγώνα του τον Εθνάρχη Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄.
Η προετοιμασία του αγώνα έγινε κυρίως μέσω των Κατηχητικών και με την ίδρυση από την Εκκλησία των ΟΧΕΝ (Ορθοδόξων Χριστιανικών Ενώσεων Νέων και Νεανίδων). Υπό την ευθύνη και την καθοδήγηση εμπνευσμένων κληρικών, που ήταν ταυτόχρονα και φλογεροί πατριώτες, οι ΟΧΕΝ έγιναν τα εκκολαπτήρια των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Υπό την αιγίδα της Εκκλησίας λειτουργούσε και η ΠΕΟΝ (Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νέων) που ιδρύθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ΄, αμέσως μετά την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, και από την οποία προήλθαν άλλα στελέχη του αγώνα.
Όπως και στους άλλους αγώνες της Κύπρου, έτσι και στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών) ήταν έντονο το θρησκευτικό στοιχείο. 
Κύριο σύνθημα του αγώνα εκείνου ήταν το «υπέρ πίστεως και πατρίδος». Η πρώτη επαναστατική προκήρυξη του Διγενή ξεκινά με τη φράση: «Με την βοήθειαν του Θεού και πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας». Ο όρκος για τη μύηση στην οργάνωση γινόταν «εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Η «Θεολογία της απελευθέρωσης» που διατρανώθηκε ξεκάθαρα με τη διακήρυξη της εν Τροιζήνι Εθνοσυνελεύσεως του 1827, ήταν και είναι καθοδηγητικός φάρος όλων των μετέπειτα αγώνων του Ελληνισμού. «Κάλλιον να μην υπάρχη Έλληνας στον κόσμον παρά να ατιμάζη το κατ’εικόνα Θεού και ομοίωσιν, υπάρχων ανδράποδον του αναισθήτου Τούρκου, ενώ επλάσθη από τον Θεόν ελεύθερος», έλεγε εκείνη η διακήρυξη, που συνδέει, έτσι, το αγαθόν της ελευθερίας με την Θεολογία της Εκκλησίας. Η ελευθερία είναι γνώρισμα του Θεού που δωρήθηκε και στον άνθρωπο, αφού αυτός δημιουργήθηκε «κατ’εικόνα» Εκείνου. Απεμπόλησή της οδηγεί στην απάρνηση της ιδιότητας του ανθρώπου. 
Οι ήρωες του ’55 είναι πρωτίστως ήρωες της πατρίδος. Είναι, όμως, συνάμα και μάρτυρες της πίστεως και της Εκκλησίας με τα νάματα της οποίας εγαλουχήθησαν και από την οποίαν προήλθαν. 
Μεγάλη συνεισφορά της Εκκλησίας στον αγώνα συνιστούσε και η στήριξη και ενδυνάμωση του ηθικού των αγωνιστών. Προς τούτο είχε ιδρυθεί «Υπηρεσία Πνευματικού Ανεφοδιασμού». Αυτή προμήθευε, συν τοις άλλοις, θρησκευτικού και εθνικού περιεχομένου βιβλία στους αντάρτες και στους κρατουμένους, εξυψώνοντας το ηθικό τους  και προστατεύοντάς τους από την ανία και την πλήξη. Από τις επιστολές των αγωνιστών, των κρατουμένων, και ιδιαίτερα των μελλοθανάτων φαίνεται αυτή η ευεργετική επίδραση που εξασκούσε σ’ αυτούς η Εκκλησία. 
       Η εμπλοκή της Εκκλησίας στον τιτάνιο εκείνο αγώνα εκδηλώθηκε σε όλους τους τομείς, πρακτικά και άμεσα. Αυτή χρηματοδότησε τον αγώνα, την αγορά οπλισμού, τη συντήρηση των οικογενειών των ανταρτών και όσων φονεύονταν από τους Άγγλους κατακτητές.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Διγενής στο «Χρονικόν» του αγώνος της ΕΟΚΑ:
«Όπως εις όλους τους υπέρ ελευθερίας αγώνας του έθνους, ούτω και εις τον Κυπριακόν, η Κυπριακή Εκκλησία εστάθη εις το ύψος τής εθνικής αποστολής της και εβοήθησε κατά τρόπον αντάξιον προς τας παραδόσεις της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον σκληρόν τετραετή αγώνα. Η συμμετοχή του Κυπριακού κλήρου εις αυτόν υπήρξε καθολική και ανεπιφύλακτος, κατ’ αυτόν δε εδοξάσθη άπαξ έτι το τιμημένον ράσον. Η συμβολή των κληρικών δεν περιορίσθη μόνον εις βοηθητικάς υπηρεσίας , αλλά πλείστοι τούτων συμμετέσχον ενεργώς εις τον αγώνα, λαμβάνοντες μέρος εις ενέδρας και ενόπλους συγκρούσεις μετά του αντιπάλου....».
Τη σημασία της ενεργού ανάμιξης του Κλήρου τονίζει και η αντίδραση του εχθρού: Προσπάθησε αμέσως να εξοντώσει τους επί κεφαλής. Η σύλληψη και η εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Μητροπολίτου Κυρηνείας Κυπριανού, καθώς και του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου, οι περιορισμοί που επέβαλλαν συχνά στον τότε εθναρχεύοντα Μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο και τον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος Γεννάδιο, και η σύλληψη άλλων σημαινόντων κληρικών, σ’ αυτό αποσκοπούσε: Στη διάλυση του αγώνα. Ήταν εφαρμογή του «κτυπήστε την κεφαλή για να παραλύσει το σώμα».
Τα Μοναστήρια, από την άλλη, είχαν καταστεί τα καταφύγια των ανταρτών. Πολλοί από τους μοναχούς είχαν γίνει οι αγγελιαφόροι, τροφοδότες, φρουροί, οδηγοί των ορεινών ομάδων. Αναφέρω, και πάλιν ενδεικτικά, την Ιερά Μονή Μαχαιρά και τις υπηρεσίες που προσέφερε σε πολλούς αγωνιστές, ιδιαίτερα όμως στον Γρηγόρη Αυξεντίου ο οποίος με την μοναδική θυσία του ανταπέδωσε στο μυριοπλάσιο τις υπηρεσίες της Μονής. Την κατέστησε παγκόσμιο προσκύνημα.
Μα και οι άλλες Μονές, όλες οι Μητροπόλεις και όλα τα εκκλησιαστικά ιδρύματα είχαν συμβάλει τα μέγιστα στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Γράφει ο Ιωάννης Κασίνης στο βιβλίο του «Απομνημονεύματα του αγώνα της ΕΟΚΑ», για την Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας»: «Η Ιερατική Σχολή ήταν το κέντρο της ΕΟΚΑ... Εκεί κατέφευγαν κυνηγημένοι αγωνιστές και από εκεί στέλλονταν σε ασφαλείς τόπους...Από την αρχή του αγώνα μέχρι τον Ιούνιο του 1956, όλα τα φυλλάδια που κυκλοφορούσαν στην Κύπρο τυπώνονταν στην Ιερατική Σχολή... Κοντά στη σχολή και ύστερα από υποδείξεις του διευθυντή της , έγινε η κεντρική αποθήκη του οπλισμού της ΕΟΚΑ...» 
Αναφέρω πολύ σύντομα τα ονόματα κάποιων κληρικών με μεγάλη δράση στον αγώνα.
Οι αρχιμανδρίτες Ανάργυρος Σταματόπουλος της «Ζωής», και Κωνσταντίνος Λευκωσιάτης, διευθυντής της Ιερατικής Σχολής, οι στρατολόγοι της ΕΟΚΑ π.Φώτιος Καλογήρου και π.Σταύρος Παπαγαθαγγέλου, ο τότε διάκονος και σήμερα Ηγούμενος Χρυσορρογιατίσσης Διονύσιος, ο διατελέσας αρχιμανδρίτης στην Πάφο μ.Μάξιμος Κουρσουμπάς και άλλοι πολλοί. Αλλά και σε όλες τις ενορίες των πόλεων και σε όλα τα χωριά, οι ιερείς ήσαν υπεύθυνοι για τη διεξαγωγή εράνων, προς παροχή βοήθειας στις χήρες και στα ορφανά όσων φονεύονταν στον αγώνα, αλλά και στις οικογένειες των κρατουμένων και των ανταρτών. Στα σπίτια των κληρικών κατέφευγαν πολλάκις καταζητούμενοι αγωνιστές. Ο στρατηγός Γρίβας-Διγενής αναφέρει ονομαστικώς πολλούς από αυτούς.
Έτσι, λοιπόν, η Εκκλησία της Κύπρου που σε καιρούς κατακλυσμών στάθηκε η κιβωτός της σωτηρίας του λαού,  η καταφυγή και το στήριγμα στους κινδύνους, έγινε και το δόρυ και η εμπροσθοφυλακή και ο καθοδηγητής στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα. 
Στα χρόνια που ακολούθησαν, λόγω της εγκαθίδρυσης υπεύθυνης Κυπριακής Κυβέρνησης, η Εκκλησία μπόρεσε και απόθεσε μέρος των ευθυνών της γύρω από την εθνική διαπαιδαγώγηση του λαού. Στις τραγικές, όμως, μέρες που περνούμε, η φωνή της δεν σίγησε ούτε και θα σιγήσει ποτέ. Η Εκκλησία πάντοτε θα εκφέρει λόγον εθνικόν για επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού. Απ’ όλους, μάλιστα, δικούς μας και ξένους, φίλους και εχθρούς, ομολογείται πως ήταν καθοριστικός ο ρόλος της στην καθοδήγηση του λαού για απόρριψη του απαράδεκτου σχεδίου Ανάν που πρόσφερε την Κύπρο, εύκολη λεία στην Τουρκία.
Κύριε Πρέσβυ,
Κυρίες και κύριοι,
Θα ήμουν ευτυχής αν μπορούσα να πω ότι  οι τόσοι αγώνες της Εκκλησίας και του Κυπριακού λαού είχαν ως αποτέλεσμα μιαν υποφερτή ανεξαρτησία που θα εγγυάτο την παραμονή μας ως Ελλήνων στην Κυπριακή γη. Γιατί το πρόβλημά της Κύπρου διά μέσου των αιώνων εστιάζεται ακριβώς στο γεγονός ότι οι Έλληνες του νησιού επιμένουμε πεισματικά να παραμείνουμε Έλληνες. Αν είχαμε αποφασίσει να αλλαξοπιστήσουμε ως προς τις αξίες και τον Ελληνικό μας πολιτισμό, θα είχαμε επιβιώσει από παλιά αμέριμνοι, ως προτεκτοράτο κάποιας μεγάλης δύναμης. Θα είχαμε αποτινάξει κάθε ίχνος υπαρξιακού προβληματισμού ως προς την ιθαγένειά μας και θα απολαμβάναμε την ευτυχία μιας ασφαλούς λωτοφάγου πολιτείας που θα μας πρόσφεραν γενναιόδωροι αφεντάδες. Το ίδιο και σήμερα. Αν εξισλαμιζόμασταν δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα. Θα απολαμβάναμε αμέριμνοι μιαν ζωώδη ευημερία. 
Μα είμαστε Έλληνες. Και μάλιστα Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες. Και αυτές τις ιδιότητές μας τις υπερασπιζόμαστε πάντα με μεγάλες θυσίες. Όταν, λοιπόν, μας κυκλώνουν στίφη βαρβάρων που μας απειλούν με την αριθμητική και στρατιωτική υπεροχή τους, όταν η γεωγραφική μας θέση μας καθιστά μήλον της έριδος για πολλούς, δεν μπορώ να σταματήσω εδώ τον λόγο. Γιατί προέχει το χρέος: Να υποδείξω ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως επιδίωξη των Τούρκων είναι μια και μόνη: η κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου. Και ότι πρέπει να επικεντρώσουμε, όλες τις προσπάθειές μας στην απόκρουση του θανάσιμου αυτού κινδύνου.
Τρεις είναι οι κύριοι τρόποι με τους οποίους η Κατοχική δύναμη επιδιώκει την υλοποίηση του στόχου της: 
α) Πρώτα με την αποδοχή εκ μέρους μας μιας λύσης που να προνοεί κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία εξ υπαρχής ενός νέου κράτους. Όσο υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία συνυπάρχουν και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που την θωρακίζουν και δεν μπορεί η Τουρκία να να νομιμοποιήσει την κατοχή. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η Τουρκία από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το νέο κράτος που θα προκύψει θα είναι αθωράκιστο. Και κατά την πάγια τακτική τους, αμέσως μετά τη συμφωνία, οι Τούρκοι, θα αθετήσουν την υπογραφή τους. Μη έχοντας τότε πού να προσφύγουμε, αφού με τη διάλυση του νέου κράτους θα είμαστε κοινότητα και όχι κράτος, θα γίνουμε όμηροι της Τουρκίας. Γι’αυτό και δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε με κανένα τρόπο σε μια νόθα λύση.
β) Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι επιχειρούν υλοποίηση του στόχου τους είναι ο εποικισμός. Οι μαρτυρίες των ίδιων των Τουρκοκυπρίων-όσοι απ’αυτούς απέμειναν- είναι ότι σήμερα, πέραν του στρατού κατοχής, υπάρχουν στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και ένα εκατομμύριο έποικοι. Αυτό σημαίνει ότι είναι περισσότεροι από μας σε πληθυσμό. Ο εποικισμός αποτελεί, βέβαια, έγκλημα πολέμου και καταδικάζεται απ’όλα τα κράτη. Επιχειρούν όμως, οι Τούρκοι, νομιμοποίηση του, με διάφορους τρόπους. Προβάλλουν ήδη τις δικαιολογίες ότι κάποιοι γεννήθηκαν εδώ, κάποιοι παντρεύτηκαν, κλπ. Αν συνεχίσουμε να μην αντιδρούμε δυναμικά, ως προς το θέμα αυτό, κάποια στιγμή θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας. Αφού φέρουν με το μέρος τους τους ισχυρούς της γης, έχοντας την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι Τούρκοι θα επιδιώξουν ενιαίο κράτος και δημοψήφισμα.
γ) Και τέλος, θα επιδιώξουν τον στόχο τους, με τη μέθοδο του εκφοβισμού. Θα πράξουν  ότι έπραξαν στην Ίμβρο, αναγκάζοντάς μας να φύγουμε στο εξωτερικό για εξασφάλιση ασφάλειας για τα παιδιά μας. Προκαλώντας προβλήματα στη γραμμή αντιπαράταξης, ή με τους Τούρκους και τους λαθρομετανάστες που διατηρούν ως εγκάθετους στις ελεύθερες περιοχές, θα δημιουργήσουν κλίμα ανασφάλειας και πανικού στις τάξεις του λαού με μόνο τρόπο αντίδρασης την φυγή.
          Ως Εκκλησία αγωνιούμε για την τύχη του τόπου. Και καλούμε όλους σε εθνική και πνευματική ανάνηψη. Η Κυβέρνηση δεν θα πρέπει να αποστεί από τις παγκόσμια αναγνωρισμένες αρχές, ως βάσης για τη λύση του προβλήματός μας, προβλήματος εισβολής και κατοχής. Αν οι αρχές: ένας άνθρωπος, μία ψήφος, της ελεύθερης διακίνησης, εγκατάστασης και απόκτησης περιουσίας είναι από όλους δεκτές, γιατί εμείς να μην τις επιδιώξουμε σταθερά και αμετακίνητα για την Κύπρο; Αν ο εποικισμός είναι έγκλημα πολέμου, γιατί εμείς να μην επιμείνουμε σθεναρά στην απομάκρυνση όλων των εποίκων, προκειμένου η λύση που θα επιτευχθεί να έχει τα εχέγγυα της μονιμότητας; Κι αν δυο παγκόσμιοι πόλεμοι κατέδειξαν  ότι η κατοχή μιας χώρας από άλλη είναι αναχρονισμός, γιατί να μην καταγγείλουμε παντού την κατοχή και γιατί να μην επιμείνουμε στην απελευθέρωση της πατρίδας μας;
          Η πείρα 40 χρόνων μονομερών υποχωρήσεων απέδειξε ότι οι υποχωρήσεις δεν εξευμενίζουν τον κατακτητή. Άλλες υποχωρήσεις θα μας οδηγήσουν στην καταστροφή, σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις.
          Αυτοί που απέκαμαν στα μισά του δρόμου και ξεπουλούν τις περιουσίες τους στον κατακτητή, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η πράξη τους συνιστά πράξη εσχάτης προδοσίας, αφού δίνουν κάλυψη νομιμότητας στην Τουρκία για τουρκοποίηση της Κύπρου. Ας σκεφτούν ποιών είμαστε απόγονοι. Αυτά τα διδάγματα πήραμε από τον Παλαιολόγο, τον Κολοκοτρώνη, τον Αυξεντίου; 
          Έχουμε και κάποιες αξιώσεις από την μητέρα –πατρίδα, μεγαλύτερες από τη φραστική συμπαράσταση. Δεν εννοώ την Εκκλησία και το λαό που μας βοήθησαν διαχρονικά, πέραν και από τις δυνάμεις τους. Εννοώ την Κυβέρνηση της Ελλάδος και τους πολιτικούς. Δεν είμαστε μακρινοί συγγενείς που  δικαιούμαστε την συμπάθεια του Ελληνικού Κέντρου. Ούτε και Έλληνες της διασποράς που ζητούμε στήριξη για να διατηρήσουμε τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά μας «εν γη αλλοτρία». Είμαστε φύτρα της ίδιας φυλής. Έλληνες και εμείς, που κατοικούμε σε χώρο με Ελληνική Ιστορία αιώνων όσον και η Αθήνα και η Σπάρτη. Πρέπει να καταλάβουμε ότι κοινή είναι η μοίρα όλου του Ελληνισμού. Τυχόν ευόδωση των Τουρκικών επιδιώξεων στην Κύπρο θα οδηγήσει σε διεκδικήσεις και άλλων Ελληνικών εδαφών. Γι’ αυτό και ζητούμε τη δυναμική στήριξη των δικαίων μας από την Ελλάδα στη διεθνή σκηνή, συναίσθηση ότι είμαστε αδιάσπαστο τμήμα του Έθνους. Ότι υπερασπίζοντας την Κύπρο υπερασπίζεται τον ίδιο τον Ελλαδικό χώρο. Ο ραγιαδισμός, όσα και αν είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, Ελλάδα και Κύπρος, δεν μας αρμόζει.
Πιστεύω πως έστω και τώρα, αν Ελλάδα και Κύπρος, συντονίσουμε τις προσπάθειές μας, και αν μείνουμε αμετακίνητοι σε θέσεις αρχών, είναι δυνατή η σωτηρία. Ο Ελληνισμός, όταν ήταν έτοιμος για θυσίες και όταν ομονοούσε, πάντα πετύχαινε τους στόχους του. Φτάνει να συνειδητοποιήσουμε την κρισιμότητα των καιρών και την ανάγκη άμεσης δράσης. Δεν είμαστε ούτε στο παρά πέντε, ούτε στο παρά ένα. Βρισκόμαστε στο μεταίχμιο τουρκοποίησης της Κύπρου. Το χρέος είναι δικό μας!
 
 *Ομιλία που έγινε στην Κυπριακή Εστία, στην Αθήνα, την Πέμπτη 12/12/2013.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://www.impaphou.org/news_article/296.aspx
 

Ιερομάρτυς Ιλαρίων Τρόϊτσκι: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΠΑΠΙΣΜΟΥ - ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ



Ιερομάρτυς Ιλαρίων Τρόϊτσκι: 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ
ΠΑΠΙΣΜΟΥ - ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ
 
    Η αλήθεια της Εκκλησίας διεστράφη πολύ στη Δύση μετά την έκπτωση της Ρώμης από την Εκκλησία και η Βασιλεία τού Θεού άρχι­σε να μοιάζει εκεί με κάποια επίγεια βασιλεία. Ο Λατινισμός με τους γήινους υπολογισμούς των «καλών έργων», με τη μισθωτή σχέση προς τον Θεό, με την παραχάραξη της σωτηρίας, συσκότισε στη συνείδηση των μελών του τη χριστιανική αντίληψη της Εκκλησίας.
Ο Λατινισμός στο πρόσωπο του Προτεσταντισμού γέννησε ένα εντελώς νόμιμο, αν και πολύ ατίθασο, πνευματικό τέκνο. Ο Προτε­σταντισμός δεν ήταν μια διαμαρτυρία της πρωτοχριστιανικής εκκλησιαστικής συνειδήσεως ενάντια σ’ αυτές τις παραχαράξεις της αλή­θειας, τις οποίες είχε κάμει παραδεκτές ο μεσαιωνικός Παπισμός. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όχι σπάνια, έχουν την τάση να παρουσιάζουν τη Διαμαρτύρηση οι προτεστάντες θεολόγοι. Όμως, όχι! Ο Προτεσταντι­σμός ήταν διαμαρτυρία μιας ανθρώπινης ιδέας εναντίον μιας άλλης. Δεν αποκατέστησε τον αρχαίο Χριστιανισμό. Το μόνο που έκανε ήταν να αντικαταστήσει την παραχάραξη τού Χριστιανισμού με μιαν άλλη παραχάραξη κι αυτό το νέο ψεύδος ήταν πικρότερο από το πρώτο.
Ο Προτεσταντισμός είπε τον τελευταίο λόγο τού Παπισμού, έβγα­λε το τελευταίο λογικό του συμπέρασμα.
Η αλήθεια και η σωτηρία είναι δοσμένα από την αγάπη, δηλ. από την Εκκλησία. Τέτοια είναι η εκκλησιαστική συνείδηση. Ο Λατινισμός, αφού εξέπεσε από την Εκκλησία, άλλαξε αυτή τη συνείδηση και διεκήρυξε: Η αλήθεια δίδεται από το ξεχωριστό πρόσωπο τού Πάπα, από ένα ιδιαίτερο πρόσωπο χωρίς την Εκκλησία, και ο Πάπας έχει την ευθύνη της σωτηρίας όλων.
Ο Προτεσταντισμός μόνο αυτό εξέφρασε: Γιατί η αλήθεια να δίδεται μόνο από έναν Πάπα; Και πρόσθεσε: η αλήθεια και η σωτηρία αποκαλύπτονται σε κάθε ξεχωριστό πρόσωπο ανεξάρτητα από την Εκκλησία. Έτσι κάθε ένας άνθρωπος προβιβάστηκε σε αλάθητο πάπα. Ο Προτεσταντισμός φόρεσε την παπική τιάρα σε κάθε Γερμανό καθηγητή-θεολόγο και με τους αμέτρητους αυτούς πάπες κατέστρε­ψε τελείως την ιδέα της Εκκλησίας.
Υποκατέστησε την πίστη με τη λογική του ατόμου και τη σωτηρία εν τη Εκκλησία με την ονειροπόλο βεβαιότητα για τη σωτηρία μέσω τού Χριστού χωρίς την Εκκλησία, σε μια φίλαυτη απομόνωση από όλους. Για τον προτεστάντη αλήθεια είναι μόνο ό,τι του αρέσει, ό,τι νομίζει αυτός ως αλήθεια.
Στην πράξη βέβαια και οι προτεστάντες από την αρχή, με πλάγιους τρόπους, λα­θραία θα λέγαμε, επέβαλαν κάποια στοιχεία δόγματος σχετικά με την Εκκλησία αναγνωρίζοντας κάποιες αυθεντίες, μόνο όμως στην περιοχή της διδασκαλίας της πίστεως. Όντας όμως ουσιαστικά εκκλησιαστικός αναρχισμός, ο καθαρός Προτεσταντισμός, όπως κάθε αναρχισμός, στην πραγματικότητα αποδείχτηκε τελείως μη πραγματοποιήσιμος κι έτσι μας έδωσε φανερή μαρτυρία γι’ αυτή την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι από τη φύση της εκκλησιαστική.
Όμως ο Προτεσταντισμός ταίριαξε στο γούστο με την ανθρώπινη φιλαυτία και την αυθαιρεσία κάθε είδους. Η φιλαυτία και η αυθαιρεσία μέσα στον Προτεσταντισμό, όπως ειπώθηκε, κατά κάποιον τρό­πο «εξαγιάσθηκαν» και «ευλογήθηκαν» και τώρα αυτό φανερώνεται στην ατέλειωτη διαίρεση και τον θρυμματισμό πρώτα απ’ όλα του ίδιου τού Προτεσταντισμού.
Συγκεκριμένα, ο Προτεσταντισμός διεκήρυξε ανοιχτά αυτό το μέγιστο ψεύδος: Μπορείς να είσαι χριστιανός χωρίς να αναγνωρίζεις καμία Εκκλησία. Συνδέοντας όμως τα μέλη του με κάποιου είδους υποχρεωτικές αυθεντίες και εκκλησιαστικούς κανόνες, ο Προτεσταντισμός περιπλέκεται σε αδιέξοδες αντιφάσεις: Ο ίδιος απελευθέρωσε το κάθε πρόσωπο από την Εκκλησία και ο ίδιος θέτει κάποια όρια αυτής της ελευθερίας. Από δω ξεκινάει η ανταρσία των προτεσταντών εναντίον των λίγων και οικτρών υπο­λειμμάτων εκκλησιαστικότητος, τα οποία ακόμη φυλάσσονται από τους επίσημους εκπροσώπους των Ομολογιών τους.
Είναι ευνόητο ότι ο Προτεσταντισμός έχει αντιστοιχία προ πάντων με τη γενική διάθεση που κυριαρχεί στη Δύση. Εκεί πέτυχαν μια πολύ καλή οργάνωση της εξωτερικής ζωής και οι άνθρωποι κατέχονται από αλαζονεία γι’ αυτή την επιτυχία και αγάπησαν τον εαυτό τους σε τέτοιο βαθμό που λησμόνησαν τον Θεό και τον πλησίον. Αυτή την αμαρτωλή φιλαυτία, την περιφρόνηση προς τον πλησίον, τη διακηρύτ­τουν και η μοντέρνα φιλοσοφία και η λογοτεχνία. Πως ο υπερήφανος ευρωπαίος να δεχθεί τη διδασκαλία περί Εκκλησίας, όταν γι’ αυτό θα πρέπει πριν απ’ όλα να απαλλαχθεί από τη φιλαυτία και την αυθαιρεσία, να υποταχθεί στην Εκκλησία και να μάθει να αγαπά τους ανθρώπους, βάζοντας τον εαυτό του ταπεινά κάτω από τους άλλους;
 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόϊτσκι (1886-1929)
Ιερομάρτυς και πρόμαχος της Εκκλησίας του Χριστού»
 Του Πρωτ. Ιωάννη Φωτόπουλου